Ο «παράξενος τύπος» Γεώργιος Βιζυηνός στο φως της λακανικής ψυχανάλυσης
Ο Γεώργιος Βιζυηνός είναι σήμερα μεταξύ των πιο αγαπημένων νεοελλήνων λογοτεχνών. Τα διηγήματά του διαβάζονται, αναπαρίστανται σκηνικά και μελετώνται στο σχολείο, ενώ επιστημονικές μελέτες για τη ζωή και το έργο του δημοσιεύονται συχνά. Αυτή η εικόνα δεν αντιστοιχεί, ωστόσο, στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε στην εποχή του. Από την πρώτη του εμφάνιση στην Αθήνα, το 1873, μέχρι και τον εγκλεισμό του στο Δρομοκαΐτειο, το 1892, δεν θα έπαυε να ενοχλεί με κάθε πτυχή του είναι του: από τη φωνή και την εξωτερική του εμφάνιση έως το έργο, τις κοινωνικές επαφές και τους τρόπους με τους οποίους αναζήτησε το βιοπορισμό του. Η ολοένα αυξανόμενη έρευνα πάνω στη ζωή και το έργο του Βιζυηνού προσφέρει την ευκαιρία για μια μελέτη του από τη σκοπιά της λακανικής ψυχανάλυσης, η οποία μπορεί να ρίξει περισσότερο φως στην περίπτωση αυτού του «παράξενου τύπου»[1].
Η λακανική ψυχανάλυση
Η λακανική ψυχανάλυση βασίζεται στα γραπτά και τη διδασκαλία του Ζακ Λακάν*, ο οποίος στις αρχές της δεκαετίας του 1950 [2] διακήρυξε την ανάγκη μιας «επιστροφής στο Φρόυντ» εγκαινιάζοντας μια κατά γράμμα ανάγνωση του έργου του δημιουργού της ψυχανάλυσης που οι επίγονοί του είχαν αγνοήσει ή παρερμηνεύσει. Με βάση τις θεωρίες και τις έννοιες που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο της λακανικής διδασκαλίας, μια περίπτωση μπορεί να προσεγγιστεί αναζητώντας αφενός την ψυχική δομή του υποκειμένου και αφετέρου εκείνες τις σημασίες που στίζουν με μοναδικό τρόπο τη ζωή του. Η δομή εγκαθίσταται νωρίς στη ζωή, περιγράφει τη σχέση του υποκειμένου με τον Άλλο του σημαίνοντος και της απόλαυσης και έχει τρεις αμοιβαίως αποκλειούμενες εκδοχές: νεύρωση, ψύχωση, διαστροφή. Καθεμιά έχει ορισμένα χαρακτηριστικά που μας βοηθούν να κατανοήσουμε κάποιες διαστάσεις του ψυχισμού του υποκειμένου. Ωστόσο, καθώς κανένα υποκείμενο δεν είναι ίδιο με το άλλο, η διάγνωση μιας δομής δεν έχει αξία ταξινόμησης αλλά ενός υπόβαθρου πάνω στο οποίο επιχειρούμε, μελετώντας προσεκτικά, να εντοπίσουμε ό,τι πιο μύχιο, ενικό και... παράξενο υπάρχει στο υποκείμενο, ώστε να το αναδείξουμε ή, στην περίπτωση ας κλινικής, να δουλέψουμε μ’ αυτό. Στην ψυχαναλυτική βιβλιογραφία υπάρχουν εξαιρετικές περιπτώσεις όπου η εργασία αυτή παίρνει τη μορφή μιας επινόησης που μπορεί να μην έχει καν ανάγκη τον ψυχαναλυτή, αλλά, είναι εκείνος που στρέφεται σ’ αυτήν για να μάθει. Δυο τέτοια παραδείγματα που ανέδειξε ο Λακάν είναι ο Πρόεδρος Σρέμπερ (το κλασσικό παράδειγμα του Φρόυντ για την παράνοια [3]) και ο Τζέιμς Τζόυς. Ο Σρέμπερ, όντας έγκλειστος σε ψυχιατρικό άσυλο, προχώρησε στην «αυτό-θεραπευτική» καταγραφή ενός οργανωμένου παραληρηματικού συστήματος που περιέγραφε τη σχέση του με το Θεό [4], ενώ ο Τζόυς, ταυτιζόμενος με τον «καλλιτέχνη», επιδόθηκε σε μια ρηξικέλευθη συγγραφική δραστηριότητα, μια work-in-progress που έφτασε να αποδομήσει την ίδια τη γλώσσα [5].
Ο Βιζυηνός θα μπορούσε να διαβαστεί, επίσης, ως ένα εξαιρετικά διαφωτιστικό και διδακτικό παράδειγμα επινόησης στο πλαίσιο της ψυχωτικής δομής. Η ζωή του μπορεί να μελετηθεί σε τρεις περιόδους (παιδική ηλικία, μαστόρεμα του έργου, ψυχωτική κατάρρευση) οι οποίες δεν παύουν να περιστρέφονται γύρω από ένα σημαίνον με ιδιαίτερη βαρύτητα: το παιδί. Ας δούμε πώς.
Η πατρική απουσία και ο παιδικός θάνατος
Γεννήθηκε το 1849 στη Βίζα ή Βιζώ της ανατολικής Θράκης, το τρίτο παιδί του πραματευτή Μιχαήλου Σύρμα και της γυναίκας του Δεσπονιώς. Την παιδική του ζωή έστιξαν η πατρική απουσία και ο παιδικός θάνατος. Ο πατέρας του πέθανε όταν ήταν πέντε ετών. Φαίνεται πως παρέμεινε μια φιγούρα φαντασιακής τάξης, αντί για το φορέα μιας συμβολικής λειτουργίας. Για τη λακανική θεωρία της πατρικής μεταφοράς [6], η οποία συνθέτει το φροϋδικό Οιδιπόδειο σύμπλεγμα και το σύμπλεγμα του ευνουχισμού, η παρέμβαση του συμβολικού πατέρα (που είναι ένα σημαίνον και όχι η εικόνα του πατέρα ή ο ίδιος με σάρκα και οστά) μπορεί, ονομάζοντας τη μητρική επιθυμία, να εισάγει το υποκείμενο στη νευρωτική δομή και να ρυθμίσει την απόλαυση. Όταν, απ’ την άλλη, απουσιάζει, αφήνει το υποκείμενο έκθετο στις ριζικές δυσκολίες που χαρακτηρίζουν την ψυχωτική δομή. Στην περίπτωση του Βιζυηνού, οι επιπτώσεις αυτής της απουσίας θα φαινόταν σε σχέση με το πεπρωμένο του θανάτου με το οποίο ήρθαν αντιμέτωποι εκείνος και τ’ αδέλφια του. Η πρώτη αδελφή του πλακώθηκε σε βρεφική ηλικία από τη μητέρα πριν γεννηθεί ο ίδιος [7]. Ήλθε, λοιπόν, στη ζωή με σκοπό να την υποκαταστήσει, όμως, εξαιτίας του φύλου του (ή χάρη σ’ αυτό) απέτυχε. Το πεπρωμένο του παιδικού θανάτου έπληξε, ωστόσο, το επόμενο παιδί, το οποίο, όντας κορίτσι, υποκατέστησε το αδικοχαμένο βρέφος, όχι όμως για πολύ, καθώς πέθανε σε παιδική ηλικία. Αυτό εύλογα θα μπορούσε να έχει καταστήσει ύποπτη, για το υποκείμενο, τη γονεϊκή επιθυμία να είναι κορίτσι. Βλέπουμε, έτσι, το καθεστώς του παιδιού να συνδέεται με το φύλο και το θάνατο· τα δυο κεντρικά ζητήματα στα οποία, για την ψυχανάλυση, όλοι καλούμαστε να βρούμε μια απάντηση κι έναν τρόπο να τα βγάλουμε πέρα μ’ αυτά. Φαίνεται πως ο πατέρας, ο οποίος στην τελευταία περίοδο της διδασκαλίας του Λακάν ορίζεται απλώς ως εκείνος που ονομάζει [8], δεν κατέστησε εφικτή την απομάκρυνση του υποκειμένου από το αίνιγμα τη μητρικής επιθυμίας, αφήνοντάς το εκτεθειμένο στις θανατηφόρες συνέπειες του ανολοκλήρωτου αποχωρισμού απ’ το μητρικό Άλλο.
Η επινόηση του ονόματος και το μαστόρεμα του έργου
Ωστόσο, το υποκείμενο θα εγκαταλείψει αυτό το περιβάλλον το επιβαρυμένο από το θάνατο και θα προχωρήσει στο μαστόρεμα μιας νέας ταυτότητας για εκείνο, εκεί όπου απέτυχε η πατρική λειτουργία. Θα βρεθεί σύντομα μακριά από το χωριό του, αρχικά ραφτόπουλο στην Πόλη (1860-1868) κι έπειτα δόκιμος μοναχός στην Κύπρο (1868-1872). Εκεί θα συναντήσει την αρχαιοελληνική γραμματεία και την ποίηση και θα βαπτίσει τον εαυτό του «Βιζυηνό», ξεθάβοντας αυτό το σημαίνον από την αρχαιοελληνική ονομασία της πατρίδας του, Βιζύη. Πρόκειται για μια κομβική αλλαγή στην πορεία της ζωής του. Υπό αυτό το όνομα, που θα είναι πολύ περισσότερα από ένα λογοτεχνικό ψευδώνυμο, θα περιπλανηθεί για περισσότερα από είκοσι χρόνια στις παρυφές του ελληνισμού, την Αθήνα και μητροπόλεις της δυτικής Ευρώπης, κατασκευάζοντας, παράλληλα, ένα σύμπαν λόγου που θα το υποστηρίζει. Ως «Γ. Μ. Βιζυηνός» θα ταξιδέψει, θα σπουδάσει και θα γράψει ποίηση, πεζογραφία και επιστημονικές μελέτες, επιχειρώντας συχνά να κυκλώσει εκεί τα ζητήματα που στοίχειωσαν την παιδική του ζωή: ούτε η ποίηση, ούτε η διηγηματογραφία, ούτε η ακαδημαϊκή του έρευνα φείδονται αναφορών στο παιδί, το θάνατο αλλά και τη ρευστότητα του φύλου στο παιδί [9]. Δεν θα είναι όλα του τα έργα το ίδιο αξιόλογα με τα διηγήματά του, κάποια εκ των οποίων θα τύχουν κάποιας αναγνώρισης. Η ποίησή του, επί παραδείγματι, θα επικριθεί ως μιμητική και παρωχημένη [10], ενώ η διδακτορική του διατριβή θα προβληματίσει για το θέμα και τη βιβλιογραφία της [11]. Μάλιστα, η κριτική θα φτάσει ενίοτε από καχύποπτη να γίνει αληθινά κακεντρεχής, επισημαίνοντας σκωπτικά την ασυνήθιστη εξωτερική εμφάνιση, τους ενοχλητικούς τρόπους και τις υψιπετείς συναναστροφές του. Αυτό που έχει, όμως, μεγαλύτερη σημασία απ’ τη δίκαιη ή άδικη κριτική του έργου του, την οποία, άλλωστε, ο ίδιος δεν λαμβάνει σοβαρά υπόψη, είναι η αξία που έχει αυτό το μαστόρεμα για το ίδιο το υποκείμενο: μέσω της γραφής, χτίζει το πορτραίτο του και γίνεται ο ίδιος πατέρας ενός σύμπαντος λόγου, αναπληρώνοντας την πατρική απουσία.
Η ψυχωτική κατάρρευση και το τέλος
Ωστόσο, εξαιτίας ενός ατυχούς γυρίσματος της τύχης, αναγκάζεται να επιστρέψει μόνιμα στην Αθήνα, το 1884. Με την πάροδο του χρόνου, η λογοτεχνική δημιουργία θα περιοριστεί προς όφελος του βιοπορισμού. Μετά από κάποιες φιλότιμες προσπάθειες, θα πέσει στην τρύπα του ονείρου της επιχειρηματικής εκμετάλλευσης ενός εγκαταλελειμμένου μεταλλείου στην πατρίδα του. Η αρχή του τέλους σηματοδοτείται επίσης από την προσπάθεια ανάληψης μιας πατρικής θέσης, αυτή τη φορά, όμως, απ’ την πλευρά του παραληρήματος: όταν εκδηλώνονται τα συμπτώματα μιας ψυχικής νόσου βιολογικής προέλευσης (γενική παράλυση) ισχυρίζεται πως, χάρη στα κέρδη του μεταλλείου του, είναι πάτρωνας ορφανών μα ταλαντούχων παιδιών, ρόλο που επιθυμεί να παίξει και για την ανήλικη κόρη της σπιτονοικοκυράς του, την περίφημη Μπετίνα Φραβασίλη, την οποία σύντομα ζητά σε γάμο. Η οριστική ρήξη με τον κοινωνικό δεσμό έρχεται με τον ψυχιατρικό εγκλεισμό του. Στο Δρομοκαΐτειο, το ζεύγος πάτρωνας-παιδί δεν θα εξαφανιστεί. Θα προσφέρει αφειδώς την ανύπαρκτη οικονομική του υποστήριξη και την προστασία του στους επισκέπτες και το φύλακα που τον συνοδεύει στον περίπατό του. Το τέλος θα έρθει τέσσερα χρόνια μετά, το 1896. Η ως τότε αφιλόξενη γη της Αθήνας θα δεχθεί το σώμα του στο Α’ Νεκροταφείο και συγκινητικοί επικήδειοι θα εκφωνηθούν σε μια προσπάθεια της αθηναϊκής κοινωνίας και της λογοτεχνικής ελίτ να εξιλεωθεί για τον τρόπο με τον οποίο τον αντιμετώπισε όσο ήταν εν ζωή…
Με βάση αυτήν την ανάγνωση, μπορούμε να ισχυριστούμε πως εκείνος ο «παράξενος τύπος» δεν ήταν παρά ένα υποκείμενο που πάλευε, στηριζόμενο στην επινόησή του, να διατηρήσει μια σχέση με τη ζωή, ενάντια στο θάνατο που είχε στιγματίσει το πεπρωμένο του από πολύ νωρίς.
Η μελέτη της περίπτωσης του Γ. Μ. Βιζυηνού στο φως της λακανικής ψυχανάλυσης θα κυκλοφορήσει στα μέσα Μαΐου από τις εκδόσεις Εκκρεμές με τίτλο «Εις τας Αθήνας εφάνη παράξενος τύπος».
*Ζακ Λακάν (γαλλ.: Jacques Marie Émile Lacan, 13 Απριλίου 1901 - 9 Σεπτεμβρίου 1981)- Βικιπαίδεια
________________________
Πηγές
[1] Ν. Βασιλειάδης, Εικόνες Κωνσταντινουπόλεως και Αθηνών, Αθήνα, Εστία, 1910.
[2] Ζ. Λακάν, Λειτουργία και πεδίο της ομιλίας και της γλώσσας στην ψυχανάλυση, μτφ. Ν. Λινάρδου - Μπλανσέ, Ρ. Μπλανσέ, Αθήνα, Εκκρεμές, 2005.
[3] Σ. Φρόυντ, «Ο Πρόεδρος Σρέμπερ», στο Τρία ιστορικά ασθενείας, μτφ. Λ. Αναγνώστου, Αθήνα, Επίκουρος, 1995, σ. 133-234.
[4] Ζ. Λακάν, Σεμινάριο τρίτο: Οι ψυχώσεις, μτφ. Ρ. Χριστοπούλου, Β. Σκολίδης, Αθήνα, Ψυχογιός, 2005.
[5] J. Lacan, The Sinthome, The Seminar of Jacques Lacan, Book XXIII, μτφ. A. Price, Καίμπριτζ, Polity Press, 2016 [1975-1976].
[6] J. Lacan, «D’une question préliminaire à tout traitement possible de la psychose», Écrits, Παρίσι, Seuil, 1966 [1958], σ. 531-583.
[7] Μ. Ξηρέας, Άγνωστα βιογραφικά στοιχεία και κατάλοιπα του Βιζυηνού, Λευκωσία 1949.
[8] J. Lacan, «RSI, Cours de mars 11 1975», Ornicar ? 4, 1975.
[9] Β. Αθανασόπουλος, Οι μύθοι της ζωής και του έργου του Γ. Βιζυηνού, Αθήνα, Καρδαμίτσας.
[10] Λ. Βαρελάς, Μετά θάρρους ανησυχίαν εμπνέοντος. Η κριτική πρόσληψη του Γ. Μ. Βιζυηνού (1873-1896), Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 2014.
[11] Α. Σιδεράς και Π. Σιδερά-Λύτρα, Γ. Μ. Βιζυηνός, Το παιδικό παιγνίδι σε σχέση με την ψυχολογία και την παιδαγωγική, Θεσσαλονίκη, Αφοί Κυριακίδη, 2009.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
1. ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ =>Μια ψυχαναλυτική ματιά στην περίπτωση του Γ. Μ. Βιζυηνού
2. Προσωπική ιστοσελίδα του Γιάννη Γραμματόπουλου: www.yannisgrammatopoulos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου