Αλεξάνδρα Δεληγιώργη: «Την τύχη των βιβλίων σήμερα την επικαθορίζει η δύναμη των εκδοτών»
Μια συζήτηση με την Αλεξάνδρα Δεληγιώργη με αφορμή την επανακυκλοφορία του βιβλίου της «Το κόκκινο της φωτιάς – Μικρό εγχειρίδιο λογοτεχνίας» (εκδ. Αρμός).
Του Κ.Β. Κατσουλάρη
bookpress.gr
20 Μαΐου 2022
«Μικρό εγχειρίδιο λογοτεχνίας», είναι ο υπότιτλος του βιβλίου σας, που ξανακυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Αρμός. Δύο ερωτήσεις: α. Υπάρχουν διαφορές με το βιβλίο που κυκλοφόρησε το 2016 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη; β. Ποιος είναι ο πυρήνας αυτού του βιβλίου, το στίγμα του;
Το βιβλίο κυκλοφόρησε σε ένα μικρό αριθμό αντιτύπων από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, τον Ιανουάριο του 2016 και έκλεισε με τον θάνατο του εκδότη. Στην έκδοσή του από τις εκδόσεις Αρμός, στο παράρτημα του βιβλίου, με κριτικές μου, προστέθηκε η κριτική για το μυθιστόρημα του Λασλό Κράσναχορκαι Πόλεμος και πόλεμος.
Πολλά από τα κεφάλαια έχουν ως τίτλο τους ζεύγη εννοιών, άλλες φορές συμπληρωματικά άλλες φορές αντιθετικά. Για παράδειγμα, να πάρουμε τα συμπληρωματικά: «Λογοτεχνία και Ιστορία» ή «Λογοτεχνία και Φιλοσοφία». Σημαίνει κάτι αυτή η μεθοδολογία για τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεστε τη λογοτεχνία;
Αυτά τα ζεύγη αντιθέτων δεν τα επινοώ. Είναι μέρος της πραγματικότητας που συνθέτει η λογοτεχνία με τα έργα της, για να αποδώσει την πραγματικότητα που προκύπτει από επιλογές, δράσεις, πρακτικές, πράξεις και έργα των ανθρώπων που είναι από τη ρίζα τους αντιφατικά. Αντίστοιχες αντιθέσεις σφραγίζουν και τις προσεγγίσεις των φιλοσόφων, μελετητών και, κατά κάποιο τρόπο, αδιαμεσολάβητα, και των συγγραφέων μυθιστορημάτων, διηγημάτων ή δοκιμίων. Αλλά και των ποιητών.
Οι πληρέστερες και πιστότερες κριτικές προσεγγίσεις, αυτές που αναδεικνύουν, υπό την ευρύτερη δυνατή οπτική γωνία, τα πράγματα (πραχθέντα και διαπραχθέντα), σε όλη την έκταση και το βάθος τους, με τη μορφή δημιουργικών συνθέσεων, στο χώρο της τέχνης του λόγου, είναι αυτές που κατανοούν από τη ρίζα τους τα αντίθετα που ριζώνουν στην εγγενή αντιφατικότητα μας.
Μόνον ο δογματισμός και ο φανατισμός γεννούν τη μονομέρεια, που είναι προϊόν ποικίλων σφαγών, κυριολεκτικών ή μεταφορικών.
Οι προσεγγίσεις μας θεωρητικές ή λογοτεχνικές, στην καλύτερη περίπτωση, φέρνουν στο φως μεσότητες, συγκερασμούς, συμπληρωματικότητες που δρουν υπογείως ή συγκρούσεις που ξεσπούν και διαδραματίζονται ανοιχτά και ολοφάνερα.
Τα ανθρώπινα δεν είναι ποτέ ταυτότητες χωρίς διαφορές, μονόπλευρα δηλαδή. Μόνον ο δογματισμός και ο φανατισμός γεννούν τη μονομέρεια, που είναι προϊόν ποικίλων σφαγών, κυριολεκτικών ή μεταφορικών.
Στο βιβλίο σας, σπεύδετε να διακρίνετε την αισθητική της πρόσληψης από μια ποιητική της συγγραφής. Να μια ακόμη αντίθεση. Πώς την εννοείτε;
Στο Κόκκινο της φωτιάς, καταθέτω σκέψεις μου για τη λογοτεχνία, που γεννήθηκαν από τα διαβάσματα –λογοτεχνικά, φιλοσοφικά, θεωρητικά, επιστημονικά–, μιας ολόκληρης ζωής, και από τη ζωη μου με την συγγραφή.
Πράγματι, το πρώτο που κάνω στο βιβλίο είναι να διακρίνω την «Αισθητική της πρόσληψης», που κυριάρχησε τα τελευταία πενήντα χρόνια στη φιλολογία, στη θεωρία και στην κριτική, από την «Ποιητική της συγγραφικής δημιουργίας» που έχασε έδαφος, επειδή από τη γλώσσα ή τις υφολογικές τεχνικές, προχωρεί στην (ψυχ)ανάλυση του ίδιου του έργου. Καμιά από τις δυο δεν μπορεί να αποκλείσει την άλλη. Αυτό κάνει μόνον μια τυφλή λογική, ανίκανη να δείξει την τρίτη δυνατότητα που είναι αυτή της γεφύρωσής τους.
Θα θελατε να γίνετε λίγο σαφέστερη;
Μιλώ γι’ αυτό σε ολόκληρο το πρώτο κεφάλαιο. Εδώ, το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι η αισθητική της πρόσληψης μένει ανάπηρη και λειψή, χωρίς το άνοιγμά της στην Ποιητική. Το ίδιο ισχύει και αντιστρόφως, αλλά σε πολύ μικρότερο βαθμό. Όπως και να έχει, όταν κινούμαστε μόνον με την Αισθητική της πρόσληψης ή μόνον με την Ποιητική, μετατρέπουμε σε αντικρουόμενα, δυο πεδία που συμπληρώνουν το ένα το άλλο, για να μας δώσουν την πλήρη εικόνα του πώς δημιουργήθηκε ένα έργο, ποιο είναι το νόημα και το πνεύμα της συγγραφής του, μέσα στα ιστορικά του συγκείμενα, όπως επίσης, ποια απήχηση είχε την εποχή που γράφτηκε ή πολύ αργότερα, και γιατί.
Μπορείτε να φανταστείτε έναν φιλόσοφο που να μην έχει διαβάσει κάποια από τα μεγάλα έργα της λογοτεχνίας; Το ίδιο, είναι αδύνατο να φανταστούμε έναν μεγάλο συγγραφέα που να αγνοεί παντελώς κείμενα φιλοσόφων που κατάφεραν να δώσουν την εικόνα του κόσμου μέσα στον οποίο ζουν.
Τι σχέση μπορούν να εχουν ως ζεύγη η Λογοτεχνία με την Ιστορία ή η Λογοτεχνία με τη Φιλοσοφία;
Στο βιβλίο, μιλώ για την υπόγεια σχέση διαφορετικών πεδίων προσέγγισης, που διατηρούν την αυτοτέλειά τους, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο όταν ανοίγονται και σε άλλα πεδία που συμβάλλουν στην καλύτερη κατανόηση αυτού που κάνουν. Μπορείτε να φανταστείτε έναν φιλόσοφο που να μην έχει διαβάσει κάποια από τα μεγάλα έργα της λογοτεχνίας; Το ίδιο, είναι αδύνατο να φανταστούμε έναν μεγάλο συγγραφέα που να αγνοεί παντελώς κείμενα φιλοσόφων που κατάφεραν να δώσουν την εικόνα του κόσμου μέσα στον οποίο ζουν.
Μεγαλύτερη εντύπωση μου έκαναν τα αντιθετικά ζεύγη, κυρίως τα «Λογοτεχνία και παραλογοτεχνία» ή το «Αυθεντική και δήθεν λογοτεχνία». Πολλοί ισχυρίζονται ότι αυτοί οι διαχωρισμοί είναι πλέον ξεπερασμένοι.
Κοιτάξτε, ο Ροΐδης μας είχε πει –δυστυχώς δεν θυμάμαι σε ποιο κείμενό του– ότι σε κάποια γυρίσματα των καιρών, αυτός που πασχίζει να είναι υπερμοντέρνος, περνιέται, και πρέπει να περνιέται, για ντεμοντέ. Και είναι φυσικό, γιατί πάει κόντρα στο ρεύμα, και αρνείται να ακολουθήσει μόδες που όσο και αν κρατήσουν, δεν παύουν να είναι πρόσκαιρες.
Ένα τέτοιο γύρισμα των καιρών ζούμε σήμερα. Τίποτα δεν έχει την αξία που είχε άλλοτε, και τίποτα άλλο δεν έχει αξία, παρά μόνο το χρήμα και η δύναμη που προσφέρει. Σε αυτόν τον ακραίο σχετικισμό, που τον ευνοεί η πτώση της παιδείας, δεν έχουμε μιαν αξία που να μετρά όλες τις άλλες. Γι’ αυτό και στο Κόκκινο της φωτιάς μιλώ για τη σχέση ιερού και βέβηλου, αυθεντικού και ψεύτικου, ομορφιάς και βάθους, που μας έγιναν ξένα.
Την τύχη των βιβλίων σήμερα την επικαθορίζει η δύναμη των εκδοτών που συντελούν στην εμπορικότητά τους. Αυτή επιβεβαιώνει την αξία ενός έργου. Αυτό ισχύει γενικότερα και όχι μόνον στην Ελλάδα. Απλώς στη χώρα μας, που ο χωρος της ανάγνωσης είναι ασφυκτικά περιορισμένος, η πτώση της παιδείας έχει βαρύτερες συνέπειες για όλα και για όλους.
Πάντως, αυθεντικές δημιουργίες και ψεύτικα ή ρηχά κατασκευάσματα πάντα θα υπάρχουν. Απλώς μηδενιστικές εποχές, σαν αυτή που διανύουμε, αρκούνται στο τίποτα που θέλει να σαρώνει ό,τι του αντιστέκεται.
Δεν θεωρώ επαρχιώτη έναν συγγραφέα που μιλά για τα δικά του βιώματα σε ένα συγκεκριμένο ελληνικό χωριό όπου γεννήθηκε ή όπου έζησε. Το ίδιο, δεν θεωρώ κοσμοπολίτη τον συγγραφέα που κάνει μυθιστόρημα τη ζωή ενός Αγγλου ή ενός Γάλλου.
Ένα άλλο ζεύγος που προκαλεί εκ μέρους πολλών οξεία κριτική σε σχέση με τα τεκταινόμενα στη χώρα μας είναι το ζεύγος «Επαρχιωτισμός – Κοσμοπολιτισμός». Προς τα πού πρέπει να πάμε;
«Επαρχιωτισμός και Κοσμοπολιτισμός» είναι ο τίτλος ενός κεφαλαίου του βιβλίου, που φοβάμαι πως δίνει λαβή σε ποικίλες παρεξηγήσεις. Κι αυτές επιχειρώ να προλάβω ή να διαλύσω με όσα λέω σ’ αυτό το κεφάλαιο. Φυσικά, οι δύο όροι δεν αφορούν τη θεματική των μυθιστορημάτων, διηγημάτων ή δοκιμίων. Δεν θεωρώ επαρχιώτη έναν συγγραφέα που μιλά για τα δικά του βιώματα σε ένα συγκεκριμένο ελληνικό χωριό όπου γεννήθηκε ή όπου έζησε. Το ίδιο, δεν θεωρώ κοσμοπολίτη τον συγγραφέα που κάνει μυθιστόρημα τη ζωή ενός Αγγλου ή ενός Γάλλου.
Στην τέχνη, οικουμενικό γίνεται το μοναδικό και ιδιαίτερο που είναι δεμένο πάντα με έναν χρόνο και τόπο, πραγματικό ή φανταστικό. Καθώς η εθνική μας πολιτική για το βιβλίο δεινοπάθησε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, η τύχη των βιβλίων που γράφουμε στη γλώσσα μας είναι προδιαγεγραμμένη. Θα έπρεπε να είναι σταθερή πολιτική και συνεχώς να ενισχύεται με στελέχη που διαθέτουν την απαιτούμενη και ιδιαιτέρως απαιτητική σκευή. Αυτή θα μας έσωζε και από τον ριζωμένο επαρχιωτισμό και από τον δήθεν κοσμοπολιτισμό.
Σημειώνετε με διάφορες αφορμές την άποψή σας για το επίπεδο του διαλόγου στη χώρα μας για τη λογοτεχνία και ασκείτε έντονη κριτική σε δημοσιογράφους και δημοσιολογούντες περί τη λογοτεχνία και τα βιβλία γενικότερα. Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, η πηγή του «κακού»;
Ναι, θα ήθελα να είναι υψηλότερο το επίπεδο του διαλόγου στη χώρα μας, που πρώτη ανέδειξε τη δύναμη του διαλόγου. Αλλά δεν έχω ασκήσει κριτική και μάλιστα έντονη, σε δημοσιογράφο/ους για συγκεκριμένες βιβλιοπαρουσιάσεις τους. Σε βιβλια, άρθρα και σχόλια, δίνω μεγάλο βάρος στην κριτική της λογοτεχνίας, που είναι σε πτώση από τότε που καλύπτουν την κριτική του βιβλίου δημοσιογράφοι ή ελεύθεροι κειμενογράφοι που γράφουν για συγκεκριμένα βιβλία, αμισθί ή για λογαριασμό των εκδοτών που τα εκδίδουν και είναι φυσικό να θέλουν να τα προωθήσουν στην αγορά.
Σε σύγκριση με τους λαμπρούς κριτικούς μας, από τα τέλη ακόμη του 19ου και μετά (Ροΐδη, Παλαμά, Κλ. Παράσχο, Τέλλο Αγρα, Ν. Καλαμάρη, Γ. Σαραντάρη, Γ. Χατζίνη, Κουλουφάκο, Αλ. Αργυρίου Μ. Πλωρίτη κ.ά.) σήμερα, έχουμε λίγους ικανούς να κάνουν ερμηνεία και αξιολόγηση ενός βιβλίου. Γιατί αυτό είναι η κριτική, ερμηνεία και αξιολόγηση· μια πολύ δύσκολη και εμπνευσμένη προσέγγιση που τα τελευταία χρόνια έπαψε να υποστηρίζεται όπως θα έπρεπε, με αμοιβή και τη δέουσα αναγνώριση.[..............................................................]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου