«Η ελληνική επανάσταση» του Μαρκ Μαζάουερ (κριτική)
Για το ιστορικό έργο του Μαρκ Μαζάουερ (Mark Mazower) «Η ελληνική επανάσταση» (μτφρ. Κώστας Κουρεμένος, εκδ. Αλεξάνδρεια). Κεντρική εικόνα: Από το λεύκωμα Dupré (1825): «Ο Νικολάκης Μητρόπουλος υψώνοντας την πολεμική σημαία του Σταυρού στα Σάλωνα, την ημέρα του Πάσχα 1821».
Του Ηλία Καφάογλου
«Αυτό για το οποίο πολέμησαν οι Έλληνες, και νίκησαν, ήταν προάγγελος του μέλλοντος μιας Ευρώπης όπου νέα κράτη, αποσπασμένα από προεθνικές αυτοκρατορίες, θα αναδύονταν ως κυρίαρχα έθνη μέσα σε μια παγκόσμια καπιταλιστική τάξη πραγμάτων. Οιστρηλατημένος από τον μύθο της ελευθερίας, ο ελληνικός αγώνας σήμανε αναπόφευκτα μια αναζήτηση για το νόημα της κρατικής υπόστασης στον νεότερο κόσμο […] [Την ίδια εποχή, οι επαναστάσεις, τα κινήματα συντρίφτηκαν εύκολα]. Μόνο οι Έλληνες συνέχισαν να πολεμούν και, ενάντια σε κάθε πρόβλεψη, επικράτησαν».
Ήδη από την Εισαγωγή του ο Μαρκ Μαζάουερ μας ειδοποιεί, με ενδεικτικό, άλλωστε, τον υπότιτλο της αγγλικής έκδοσης, “1821 and The Making of Modern Europe” (Το 1821 και Η διαμόρφωση της σύγχρονης Ευρώπης), με την Ελλάδα πλησίστια να εδραιώνεται στη διεθνή ιστοριογραφική παραγωγή και συζήτηση. Το εν λόγω κατόρθωμα είναι μοναδικό, επισημαίνει ο Μαζάουερ, όχι μόνο γιατί η Ελληνική Επανάσταση ξερίζωσε την Οθωμανική διοίκηση «από τα μέρη τους», αλλά και γιατί κονιορτοποίησε ένα ολόκληρο σύστημα εξουσίας, μια ολόκληρη φιλοσοφία, μαζί με τους υποστηρικτικούς της θεσμούς. Ο λόγος για μία νέα τάξη πραγμάτων που δεν σημασιοδοτείται πια από τη νομιμότητα μιας δυναστείας, αλλά από την έννοια του έθνους, της θρησκευτικής πίστης, της συνταγματικής εκπροσώπησης.
Τα έθνη, πια, κατέδειξε η Ελληνική Επανάσταση, δεν θα κυβερνώνται στο –κοντινό– μέλλον από ξένους... Η αρχή αυτή διακρίνει τον Ελληνικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας από άλλες επαναστάσεις στη Νότια Ευρώπη και μπορεί να εξηγήσει γιατί διήρκεσε τόσα χρόνια –ξεκινά συμβατικά στην Οδησσό και στη Βιέννη το 1814 και ας πούμε ότι ο ιστορικός κύκλος κλείνει με την άφιξη του Όθωνα το 1833 και το σύνταγμα το 1843, περιοδολόγηση, άλλωστε, και του Μαζάουερ– και πήρε τόση έκταση, αλλά και γιατί χαρακτηρίστηκε από ιδιαίτερη βιαιότητα. Είναι, συγχρόνως και παράλληλα, ξεχωριστός ο Πόλεμος της Ανεξαρτησίας, η Ελληνική Επανάσταση, γιατί σε αυτόν ενεπλάκησαν, συνέρρευσαν για να πολεμήσουν στο πλευρό των Ελλήνων, φιλέλληνες από άλλους καταπιεσμένους λαούς, λόγου χάριν: Πολωνοί, Γερμανοί, Ιταλοί, δεδομένου ότι διέβλεπαν στην επιτυχία των Ελλήνων «μια υπόσχεση για το δικό τους μέλλον». Πρόκειται για τα νέα εθνικά κράτη, ο κόσμος των «εθνικών κρατών», εδραζόμενων στις ίδιες αρχές που γεώργησε η Ελληνική Επανάσταση, την εθνική ομοιογένεια και τη δημοκρατική διακυβέρνηση. Πρόκειται, επισημαίνει ο Μαζάουερ, για τον «κόσμο στον οποίο ζούμε, που επιβίωσε ακόμη κι απέναντι στην παγκοσμιοποίηση του ύστερου 20ού αιώνα». Στην ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης μπορούμε να αναζητήσουμε και να ανιχνεύσουμε τις απαρχές όχι μόνον του θριάμβου του εθνικισμού, αλλά και της ίδιας της ιδέας «μιας διεθνώς οργανωμένης κοινωνίας κρατών», με τα λόγια του συγγραφέα.
«Άρχισα να αντιλαμβάνομαι», μας λέει ο Μαζάουερ εν κατακλείδι στην Εισαγωγή του, «ότι η επανάσταση του 1821 είχε πετύχει επειδή, πέρα από τις επικές και πολυύμνητες στιγμές ατομικής γενναιότητας και αυτοθυσίας, ήταν στη βάση της μια ιστορία κοινωνικής συνοχής απέναντι σε μια συστημική αναστάτωση. Δεν ήταν τόσο οι νίκες που χάρισαν στους Έλληνες την ανεξαρτησία τους όσο η άρνησή τους ν΄ αποδεχτούν την ήττα».
«Άρχισα να αντιλαμβάνομαι», μας λέει ο Μαζάουερ εν κατακλείδι στην Εισαγωγή του, «ότι η επανάσταση του 1821 είχε πετύχει επειδή, πέρα από τις επικές και πολυύμνητες στιγμές ατομικής γενναιότητας και αυτοθυσίας, ήταν στη βάση της μια ιστορία κοινωνικής συνοχής απέναντι σε μια συστημική αναστάτωση. Δεν ήταν τόσο οι νίκες που χάρισαν στους Έλληνες την ανεξαρτησία τους όσο η άρνησή τους ν΄ αποδεχτούν την ήττα». Ιδού, έτσι, το βασικό του ερμηνευτικό σχήμα. Αυτό που αποκαλείται Πόλεμος της Ανεξαρτησίας ήταν, στην πραγματικότητα, μια εξέγερση, όπου η αδύναμη λόγω συσχετισμών δυνάμεων –πληθυσμού, πόρων, χρημάτων, οργάνωσης, όγκου στρατευμάτων– πλευρά, αυτό που μπορούσε να κάνει ήταν να επιμείνει να αγωνίζεται και να ελπίζει, να αρνείται να αποδεχτεί την ήττα, πρωτίστως οι κατώτερες, ας τις χαρακτηρίσουμε, έτσι, τάξεις του πληθυσμού, όσοι δούλευαν τη γη, οι περιφερειακές ελίτ και οι αρματολοί, όσοι δεν βρίσκονταν στην εξουσία. Άλλωστε ήδη στη Φιλική Εταιρεία δεν μετείχαν τα βαριά ονόματα, κάτι τέτοιο θα φαλκίδευε την ισχύ τους, η οποία απέρρεε από τη συμμετοχή τους στην Οθωμανική διοίκηση και θα ναρκοθετούσε τις οικονομικές τους σχέσεις και δραστηριότητες. Αντιθέτως, οι αρματολοί, παρότι επλήγησαν από τις κινήσεις και επιδιώξεις του Αλή Πασά, αλλά και τα μεταρρυθμιστικά προτάγματα του Σελίμ και του Μαχμούτ, κατάφεραν να αποδυναμώσουν τους μουσουλμάνους γαιοκτήμονες στον Μοριά, τους ανθρώπους που ήταν η πελοποννησιακή εκδοχή των μεγάλων επαρχιακών αρχόντων, των λεγόμενων «αγιάννηδων», η άνοδος των οποίων σημάδεψε την Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά τον 18ο αιώνα, αποτυπώμενη, με τον πλέον αναμφίλεκτο τρόπο, στο πρόσωπο του Αλή Πασά.
Εξάλλου, δεν πρόκειται για έναν αγώνα των Ελλήνων εναντίον των Οθωμανών – τον όρο «Τούρκος», που θεωρείτο, προσβλητικός, σπάνια τον υιοθετούσαν οι μουσουλμάνοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πρέπει να συνυπολογίσουμε και τον συχνά αποφασιστικό ρόλο που έπαιξαν οι Αλβανοί, «οι καλύτεροι στρατιώτες στην υπηρεσία των Τούρκων», κατά τον Μπάυρον, είτε χριστιανοί είτε μουσουλμάνοι. Δεν πρόκειται, εξάλλου, για έναν και μοναδικό πόλεμο, αλλά μάλλον για ένα πλέγμα αλληλένδετων συγκρούσεων κατά περιοχές, με την τοπογραφία, τις τοπικές δομές εξουσίας, τις επιχώριες ιδιαιτερότητες να διαστίζουν τις εξελίξεις, να καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τα γεγονότα, έτσι ώστε οι επιμέρους συγκρούσεις βαθμιαία μόνο να συγκλίνουν.
Το 1828 οι Έλληνες είχαν πλέον αποσπάσει κάποιου είδους ανεξαρτησία από τον Σουλτάνο, αλλά δεν ήταν σαφές ποιος ήταν ο χαρακτήρας της νίκης αυτής, παρότι χωρίς την αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα των επαναστατημένων, δεν θα ήταν εφικτό να παρέμβουν στο Ναβαρίνο οι Μεγάλες Δυνάμεις, όπως ευφυώς ο Μαζάουερ επιμένει.
Ο πόλεμος της Ανεξαρτησίας, δείχνει ο Μαζάουερ, διέδωσε ευρύτερα το όραμα μιας πολιτικής κοινότητας, όχι τόσο βασισμένης στην κοινή αφοσίωση στον πατριάρχη μιας αυτοκρατορίας, όσο στη γενεαλογία. Αυτό που ξεκίνησε ως ρωμαίικο –το όνειρο της ανασύστασης του αυτοκρατορικού Βυζαντίου μέσω της ανατροπής του Σουλτάνου– την άνοιξη του 1821, κατέληξε να εξελιχθεί σε αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία των Ελλήνων.
[......................................]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου