Δευτέρα, Δεκεμβρίου 31, 2018

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ, ΜΕ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΚΕΦΙ ΓΙΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΖΩΗ!

Αποτέλεσμα εικόνας για happy new year fireworks gif

https://img.huffingtonpost.com/asset/5c28c9db210000d409caa8ab.jpeg?ops=scalefit_630_noupscaleΜανιφέστο Κοτζιά για το Σκοπιανό


Μια εξομολόγηση εφ′ όλης της ύλης για το Σκοπιανό καταθέτει ο Νίκος Κοτζιάς στον πρόλογο του βιβλίου του Σπυρίδωνα Σφέτα «Οι μεταλάξεις του Μακεδονικού - Ο μακρύς δρόμος προς τις Πρέσπες» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ι.Σιδέρης και παρουσιάζει αποκλειστικά η HuffPost. 
Μέσα στον μακρoσκελή πρόλογο, ο Νίκος Κοτζιάς ξεδιπλώνει το παρελθόν του ονοματολογικού, το πώς κατέληξε στη Συμφωνία των Πρεσπών -επικρίνοντας όσους λένε ότι θα πετύχαιναν μια καλύτερη συμφωνία- και τονίζοντας ότι σε περίπτωση διαμελισμού της FYROM, η χώρα μας θα κλεινόταν στα βόρειά της από μια «μεγάλη» Βουλγαρία και μια «μεγάλη» Αλβανία.
 Ο πρόλογος του βιβλίου «Οι μεταλάξεις του Μακεδονικού - Ο μακρύς δρόμος προς τις Πρέσπες»:
Του Νίκου Κοτζιά

Ο Αχμέτι, ο φυσικός ηγέτης των Αλβανών της ΦΥΡΟΜ, της χώρας που έχουμε συμφωνήσει να ονομάζουμε ως Βόρεια Μακεδονία, μόλις επικυρωθεί η Συμφωνία των Πρεσπών από τις δύο χώρες, σε μία από τις διεξοδικές συνομιλίες που είχαμε, μου επισήμανε τον κίνδυνο ότι, αν δεν λυθεί το ονοματολογικό με τη βόρεια γείτονά μας, κινδυνεύουμε, και εκείνοι και εμείς, από τον μετασχηματισμό του ακόμη περιορισμένης εμβέλειας και ήπιου στον χαρακτήρα του αλβανικού εθνικισμού σε ισχυρό και επιθετικό ισλαμικό φονταμενταλισμό.
Λίγο αργότερα, ισχυρός παράγοντας της διακυβέρνησης Γκρουέφσκι, που είχε αρχίσει να διαφοροποιείται από αυτόν μαζί με συνεργάτες του, μου επισήμανε την αυξανόμενη επιρροή της Τουρκίας σε αυτή τη χώρα, την εξαγορά πολλών ΜΜΕ από την Άγκυρα και την εκπαίδευση των πολιτικών, στρατιωτικών και άλλων ελίτ. Η σκέψη και ανησυχία που είχα ως Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας ήταν ότι σε σχετικό σύντομο διάστημα η Ελλάδα θα μπορούσε να είναι «εγκλωβισμένη» από μια «δαγκάνα τουρκικού κάβουρα». Η ανησυχία μου αυτή ισχυροποιήθηκε και άλλο από την προσπάθεια που έκαναν σειρά δυνάμεων να επηρεάσουν άμεσα την εσωτερική πολιτική σκηνή της χώρας με την ενίσχυση του αλυτρωτισμού του Γκρουέφσκι.
Μου ήταν φανερό ότι το πρόβλημα της ονομασίας της βόρειας γείτονος χώρας είχε, πλέον, κακοφορμίσει. Υπήρχε ο άμεσος κίνδυνος η χώρα αυτή να γινόταν εργαλείο στους κατεξοχήν αντιπάλους μιας Ελλάδας με ενεργητική εξωτερική πολιτική. Το πρόβλημα έπρεπε να λυθεί προτού κακοφορμίσει και άλλο και πάρει έναν αρνητικό δρόμο χωρίς επιστροφή. Σε αυτή την πρόθεση λύσης βοηθούσε και το γεγονός της εκλογής του Ζ. Ζάεφ ως πρωθυπουργού της χώρας του. Πολιτικό με τον οποίο είχαμε προσωπικά πολύχρονο διάλογο και επικοινωνία.
Υπήρχε και άλλος ένας λόγος που το πράγμα με το ονοματολογικό είχε γίνει κατά τη γνώμη μου άμεσα επίκαιρο. Μετά τα ανόητα ψέματα που είχαν πει δημόσια υπουργοί της ΝΔ το 2008 ότι τάχα η χώρα είχε βάλει στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ βέτο για την ένταξη της ΦΥΡΟΜ και οδήγησε – εξαιτίας αυτής της επιπολαιότητας – στην καταδίκη της Ελλάδας από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, η διαπραγματευτική θέση της χώρας δυσκόλεψε. Ιδιαίτερα δυσκόλεψε διότι το Δικαστήριο της Χάγης δεν στηρίχθηκε σε πραγματικά γεγονότα, αλλά στις ψευδείς δηλώσεις στελεχών της ΝΔ. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ένα πραγματικό αυτή τη φορά βέτο στην ένταξη της βόρειας γείτονος θα αύξανε τον κίνδυνο νέας καταδίκης από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, αυτή τη φορά και για παραβίαση του πνεύματος των δικών του αποφάσεων. Η συνέπεια μιας τέτοιας εξέλιξης θα ήταν ότι δημιουργούνταν δυνατότητες στη γείτονα χώρα να ζητήσει την ένταξη στον ΟΗΕ με το συνταγματικό όνομα που είχε πριν από τη συμφωνία των Πρεσπών, σκέτο «Μακεδονία». Ονομασία, εξάλλου, που κατά καιρούς είχαν αποδεχτεί, για την εσωτερική τουλάχιστον χρήση, σε αυτή τη χώρα τόσο κυβερνήσεις της ΝΔ, όσο και του ΠΑΣΟΚ. Αποδοχή που ασφαλώς συνοδευόταν από την αποδοχή και όλων των παραγώγων που απορρέουν ή συνδέονται από αυτό το σκέτο όνομα.
Ο τρίτος λόγος που πίεζε τα πράγματα ήταν τα ίδια τα γεγονότα. Περισσότερες από 150 χώρες είχαν αναγνωρίσει τη ΦΥΡΟΜ, και μάλιστα με το συνταγματικό της όνομα. Όλο και περισσότερο η ζωή έπαιρνε εκδίκηση από τη μη λύση του προβλήματος. Είχαμε, ακόμη, μια ευκαιρία για μια συναινετική λύση.
Διαβάζω συχνά ανθρώπους που θέλω να τους θεωρώ σοβαρούς να περιγράφουν πόσο «κακή» είναι η συμφωνία των Πρεσπών, επικαλούμενοι πόσο καλύτερες λύσεις είχαν να προτείνουν. Πρόκειται, όμως, κατά κανόνα, για πράξεις υποκρισίας. Το υποστηρίζω αυτό για δύο λόγους: πρώτον, όποιος περιγράφει πόσο καλή συμφωνία θα έκανε, αν διαπραγματευόταν σπίτι του με τον εαυτό του, ουσιαστικά δεν θέλει καμία συμφωνία. Διότι κάθε συμφωνία, ιδιαίτερα αν δεν είναι προϊόν νικηφόρου πολέμου, πρέπει να υιοθετεί –σε έναν βαθμό- και τις ανάγκες και απόψεις και της άλλης πλευράς, στο ένα ή άλλο θέμα, προκειμένου και η άλλη πλευρά να αποδεχτεί δικές σου ανάγκες και απαιτήσεις.
Η κύρια δική μας απαίτηση ήταν να αλλάξει το όνομα αυτής της χώρας από «Μακεδονία» σε «Βόρεια Μακεδονία». Αλλά όποιος περιγράφει τη «δική του» συμφωνία», χωρίς την άλλη πλευρά, δεν θέλει συμφωνία. Θα σεβόμουν περισσότερο σειρά παραγόντων που δεν τους αρέσει η Συμφωνία των Πρεσπών αν μας έλεγαν, τουλάχιστον, εκείνοι όχι τι τάχα ονειρεύονται, μόνο και μόνο για να κάνουν αντιπολίτευση, αλλά σε ποιο ζήτημα θα έκαναν συμβιβασμό, για να γίνει μια συμφωνία αποδεκτή και από την άλλη πλευρά. Διότι αυτό που ακούω όλο το 2018 είναι ότι «αν έρθουν στα πράγματα», θα «κάνουν μια πολύ πιο καλή συμφωνία». Και το μοτίβο αυτό διατυπώνεται με εξίσου ανευθυνότητα τόσο σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, όσο και στα Σκόπια από ακραίες εθνικιστικές συντηρητικές αντιπολιτευτικές φωνές. Και οι δύο κοροϊδεύουν το ακροατήριό τους, καθότι καλύτερη συμφωνία δεν μπορεί να υπάρξει, και το γνωρίζουν και οι δύο, και μάλιστα καλύτερη κατά πολύ και για τις δύο πλευρές ταυτόχρονα.
Βέβαια, πάντα στη ζωή υπάρχουν και τα χειρότερα. Εκείνοι που ονειρεύονται τον διαμελισμό της γείτονος χώρας, δυνάμεις ακραίες δεξιές σε αντιπολίτευση και όχι μόνο. Αυτές ονειρεύονται αναθεωρητισμό της Συνθήκης του Βουκουρεστίου και διαμελισμό της χώρας που λέγεται ΦΥΡΟΜ. Δεν μετράνε, βέβαια, το αποτέλεσμα ότι η χώρα μας θα κλειστεί στα βόρειά της από μια «μεγάλη» Βουλγαρία και μια «μεγάλη» Αλβανία, στις οποίες ο εθνικισμός θα έχει ξεχυθεί σε βουνά και λαγκάδια και ότι πιθανό αποτέλεσμα είναι να μας εμπλέξουν και εμάς σε περιπέτειες. Πρόκειται για όνειρα ενάντια στο Διεθνές Δίκαιο, στα δίκαια των λαών και σε μια ηγεμονική πολιτική ευθύνης που πρέπει να ακολουθεί η Ελλάδα. Ας σκεφτεί κανείς τι θα έλεγαν οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι αν σε Σκόπια, Κωνσταντινούπολη ή Τίρανα και Σόφια ακούγονταν τα αντίστροφα συνθήματα από εκείνο το φασιστικό που ακούστηκε στην Ελλάδα: «Φέρτε τα όπλα να μπούμε στα Σκόπια».
Για όλους αυτούς τους λόγους, αλλά και για άλλους πολλούς που δεν υπάρχει εδώ ο χώρος να αναπτυχθούν, καταλήξαμε στο Υπουργείο Εξωτερικών και στην Κυβέρνηση στο συμπέρασμα ότι ήρθε η ώρα να λύσουμε το κακοφορμισμένο και επικίνδυνο για τη σταθερότητα της περιοχής, αλλά και για τον ηγεμονικό ρόλο της χώρας σε αυτήν ζήτημα του ονοματολογικού.
Προσωπικά διάβασα ό,τι υπήρχε στους φακέλους του Υπουργείου, όλα τα επιστημονικά άρθρα και βιβλία (επιστημονικά και μη) επί του θέματος. Εξάλλου, όπως σχεδόν όλα τα θέματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, έτσι και αυτό του ονοματολογικού το δίδασκα για πολλά χρόνια στο Πανεπιστήμιο του Πειραιά, ιδιαίτερα στο μάθημα «Ειδικά προβλήματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής».
Στο διάβασμα που έκανα εντόπισα μια «ακαδημαϊκή ομάδα» ακαδημαϊκών υψηλής ποιότητας, που είχαν γνώσεις της ιστορίας της περιοχής, των νομικών και πολιτικών προβλημάτων που συνδέονται με το ονοματολογικό και γνώριζαν όλες τις βασικές γλώσσες της περιοχής. Άνθρωποι υψηλής ειδίκευσης και ευθύνης. Εργάζονταν στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών και στο Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου. Προσωπικότητες όπως οι κ.κ. Μιχαηλίδης, Ζάικος, Περράκη και Σφέτας. Στην «παρέα» τους ήταν πολλά νέα παιδιά, σοβαροί επιστήμονες, που έκαναν διδακτορικό και μεταδιδακτορικές έρευνες σχετικά με τα προβλήματα της περιοχής. Συμμετείχε και ο φυσικός ηγέτης ενός δημοκρατικού μακεδονισμού, ο αειθαλής Ν. Μέρτζος.
Η απόφασή μου ήταν να τους βρω, να ζητήσω τη συμβολή τους και να «ανοίξω» έναν ειλικρινή διάλογο μαζί τους. Το αποτέλεσμα ήταν μια εξαιρετική συνεργασία, στη διάρκεια της οποίας βοηθήθηκε άμεσα το ίδιο το Υπουργείο, μαζί με τους διπλωμάτες και εμπειρογνώμονες που εργάζονταν στα θέματα της ΦΥΡΟΜ, ενώ έμαθα και εγώ πολλά. Μάθανε και εκείνοι. Δημιουργήθηκαν δεσμοί εμπιστοσύνης.
Σε εκείνη τη μεγάλη ακαδημαϊκή ομάδα ξεχώρισα τον συγγραφέα του παρόντος πονήματος Σπύρο Σφέτα, ιδιαίτερα για τις βαθιές ιστορικές του γνώσεις. Ως συνθεμελιωτής και συνιδρυτής του προγράμματος για τη Νότια Ευρώπη του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης (SEESOX), φρόντισα να στείλω αυτή την ομάδα στην Οξφόρδη και να οργανωθεί μια επιστημονική συζήτηση με αντίστοιχους ακαδημαϊκούς των Σκοπίων. Μια σκληρή και γεμάτη αντιπαραθέσεις συζήτηση, με την οποία καταγράφτηκαν, πιο πολύ επιβεβαιώθηκαν, τα προβλήματα ανάμεσα στις δύο χώρες. Στην υπέρβαση των διαφορών κλήθηκε να συμβάλει –γιατί ασφαλώς το ήθελε– και η προαναφερθείσα ακαδημαϊκή ομάδα.
Με την ομάδα αυτή είχα μια ειλικρινή και μεστή σχέση, όπως πάντα είναι οι σχέσεις μου σε πολιτικό και ακαδημαϊκό πεδίο. Τους περιέγραψα με σαφήνεια τη στρατηγική που σχεδίαζα και τις κινήσεις που θα έκανα και έκανα. Συχνά συναντιόμασταν στη Θεσσαλονίκη προκειμένου να τους ενημερώσω. Πάντα μεγαλόψυχα, μου τόνιζαν τις συμφωνίες και τις διαφωνίες τους.
Ο Σπύρος Σφέτας διακρινόταν για τις ιστορικές αναγωγές και συγκρίσεις. Όπως και στα γραπτά του, με εντυπωσίαζε το εύρος των γνώσεών του. Ακόμη και για την ιστορία του Μακεδονικού από τη σκοπιά του ΚΚΕ είχε λεπτομερείς γνώσεις. Γνωρίζει για αυτό το ειδικό θέμα, όσο οι ειδικοί της Αριστεράς. Αλλά αυτό ήταν ένα από τα πολλά θέματα που γνώριζε σε βάθος και στέρεα. Δημιουργικά και τολμηρά. Οι γνώμες του, όπως και των άλλων μελών αυτής της ακαδημαϊκής «παρέας», όπως και άλλων επιστημόνων και πρακτικών της διπλωματίας, βοήθησαν πολύ την ελληνική διπλωματία στη διαμόρφωση της πολιτικής της στις διαπραγματεύσεις και στην τακτική σε αυτές.
Οφείλω να πω ότι σε αυτές καθαυτές τις διαπραγματεύσεις έλαβαν μέρος μόνο υπηρεσιακοί παράγοντες του ΥΠΕΞ, διπλωμάτες και υπηρεσιακοί και κανένας άλλος. Η διαπραγμάτευση δεν έγινε ούτε με «εξ απορρήτων πρωτοσύμβουλους και διοικητές μυστικών υπηρεσιών», όπως έγινε στη δεκαετία του ’90, ούτε με προσωπικούς φίλους και γνωστούς των πολιτικών, όπως είχε γίνει στο παρελθόν από αυτούς που εκ των υστέρων με κατηγόρησαν ως φορέα μυστικής διπλωματίας. Έγιναν αποκλειστικά από υπηρεσιακούς και μένα, αλλά βοηθηθήκαμε από σειρά προσωπικοτήτων και την ομάδα που προανέφερα, χωρίς ασφαλώς να είχε εκείνη την ευθύνη για το τι συμφωνούνταν κάθε φορά στις διαπραγματεύσεις.
Στη διάρκεια αυτής της γνωριμίας, συνεργασίας και φιλίας, κέρδισα πολλά ως προς το Μακεδονικό, όπως θα κερδίσει και ο αναγνώστης του παρόντος πονήματος. Στο σχετικά με το θέμα μικρό παρόντα τόμο, ο αναγνώστης θα γνωρίσει την ιστορία του «Μακεδονικού Ζητήματος» και του ονοματολογικού, τις μεταμορφώσεις του. Ο συγγραφέας του παρόντος βιβλίου δείχνει και αποδεικνύει μια θεμελιακή του θέση υψίστης σημασίας για το θέμα, σύμφωνα με την οποία ο «μακεδονισμός» των γειτόνων μας δεν γεννήθηκε σε μια αντιπαράθεση με την Ελλάδα και τους Έλληνες, αλλά ως μια προσπάθεια διαφοροποίησής τους από τον σερβικό και βουλγαρικό μεγαλοϊδεατισμό, ότι αυτό ωφελούσε αντικειμενικά την Ελλάδα. Αντιστρατευόταν τα σχέδια της Βουλγαρίας για μια μεγάλη Βουλγαρία. Σε αυτά τα σχέδιά της η Βουλγαρία, δείχνει ο συγγραφέας, εκδήλωσε έναν σκληρό αναθεωρητισμό, μη αναγνωρίζοντας ακόμη και τα αποτελέσματα του Βουκουρεστίου (σελ. 41 παρόντος). Κάτι που επιθυμούν ακροδεξιές δυνάμεις σήμερα στην Ελλάδα, με καθυστέρηση σχεδόν ενός αιώνα.
Ιστορικά ο συγγραφέας δείχνει πώς το πρόβλημα έγινε πιο σύνθετο, όταν σειρά πολιτικών δυνάμεων στην περιοχή, πρωτοστατούσης της Κομμουνιστικής Διεθνούς, προσπάθησαν να ανακαλύψουν «Μακεδονικό Έθνος» και επεδίωξαν να ενσωματώσουν σε ένα νέο κράτος τις τρεις Μακεδονίες που προέκυψαν γεωγραφικά μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι μεταμορφώσεις του προβλήματος θα συνεχιστούν και ο συγγραφέας αναλύει το πώς προέκυψε ο ανταγωνισμός ανάμεσα στην Ελλάδα, τη Βουλγαρία και τη Σερβία (Γιουγκοσλαβία) για το «Μακεδονικό». Οι συνέπειες της βουλγαρικής στάσης στη διάρκεια του Μεσοπολέμου φάνηκαν σε όλη την αρνητική τους έκταση στη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής σε Θράκη και Μακεδονία κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (σελ. 49 κ.ε.).
Είναι η περίοδος που ολοκληρώνεται στα Βαλκάνια ο μετασχηματισμός της τοπικής-γεωγραφικής ταυτότητας σε εθνική. Οι εδαφικές διαφορές γίνονται, σταδιακά, πλέον εξ ολοκλήρου διαφορές ταυτότητας. Οι γεωστρατηγικές διαφορές γίνονται διαφορές κουλτούρας, ανάγνωσης της ιστορίας και γλώσσας (σελ. 119 κ.ε.)
Το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου συνοδεύτηκε με εντάσεις ανάμεσα σε Βουλγαρία και Γιουγκοσλαβία και ως προς το Μακεδονικό. Επρόκειτο για αυτό που ο συγγραφέας ονομάζει ως (σελ. 94 κ.ε.) «Πόλεμο της Ιστορίας». Η ηγεσία της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας προσπαθεί να προσδιορίσει «τον λαός της» σε αντίθεση με τη Βουλγαρία, αλλά και ολοένα περισσότερο με εκείνον της Ελλάδας. Πρόκειται, όπως λέει ο συγγραφέας, για την πιο πρόσφατη μεταμόρφωση του Μακεδονικού Ζητήματος, που βρίσκει την αφετηρία λύσης του στη Συμφωνία των Πρεσπών. Συμφωνία που βάζει σε τάξη νομικά-πολιτικά την ιστορία και τη γλώσσα των γειτόνων μας, αφού αυτοί παραδέχονται ότι είναι σλαβικής καταγωγής και η γλώσσα τους ανήκει στην οικογένεια των σλαβικών γλωσσών.
Βέβαια, η βόρεια γείτονα δεν είναι μια χώρα που κατοικείται μόνο από Σλαβομακεδόνες, κατοικείται και από άλλες ομάδες, πριν από όλα από Αλβανούς. Στο πρώτο παράρτημα του παρόντος τόμου ο αναγνώστης έχει να μάθει πολλά για τη θέση των Αλβανών σε αυτή τη χώρα, για τις συγκρούσεις ανάμεσα σε Σλαβομακεδόνες και Αλβανούς, καθώς και τις λύσεις στις αντιθέσεις που διατρέχουν αυτές τις σχέσεις.
Το πρώτο παράρτημα συνοδεύεται από ένα άκρως ενδιαφέρον δεύτερο παράρτημα στο οποίο καταγράφονται οι απόψεις της σλαβικής/γιουγκοσλαβικής ιστοριογραφίας για το Μακεδονικό Ζήτημα. Ο τόμος συνοδεύεται με πλούσιο φωτογραφικό και άλλο υλικό, που τον κάνει ακόμη πιο πολύτιμο στον αναγνώστη του.
Εύχομαι ο παρών τόμος να είναι καλοτάξιδος για το καλό της χώρας μας και της ειρηνικής-φιλικής συνύπαρξης στη ΝΑ Ευρώπη. Ελπίζω, δε, να χρησιμοποιηθεί από τους μελετητές του θέματος, καθώς και από τα στελέχη της ελληνικής εκπαίδευσης, ιδιαίτερα της δευτεροβάθμιας. Η γλώσσα και ο τρόπος γραφής του σίγουρα το επιτρέπουν.
Αθήνα, 8-9.12.2018

Καθώς κοιτάζω τώρα φωτογραφίες μου μες στην κολυμπήθρα

Αποτέλεσμα εικόνας για γιαννης βαρβερης 
Αναδρομικό νήπιο 
 
Καθώς κοιτάζω τώρα
φωτογραφίες μου μες στην κολυμπήθρα
παρατηρώ το βλέμμα μου έντρομο
θα 'ξερα φαίνεται το τι με περιμένει.
Κι όμως αμαχητί ηττήθηκε το φίλτρο σου
μόνον εσύ μπορούσες
να πάρεις το παιδί από τα χέρια τους
να βγεις στους δρόμους. 


ΒΑΘΕΟΣ ΓΗΡΑΤΟΣ
Γιάννης Βαρβέρης (1955-2011) , "Βαθέος γήρατος" , 2011

The Lights Will Stay On




"The Season's Upon Us"

The season's upon us, it's that time of year
Brandy and eggnog, there's plenty of cheer
There's lights on the trees

And there's wreaths to be hung
There's mischief and mayhem
And songs to be sung
There's bells and there's holly, the kids are gung-ho

True love finds a kiss beneath fresh mistletoe
Some families are messed up while others are fine
If you think yours is crazy
Well you should see mine

My sisters are whack-jobs, I wish I had none
Their husbands are losers and so are their sons
My nephew's a horrible, wise little twit
He once gave me a nice gift wrapped box full of shit

He likes to pelt carolers with icy snow balls
I'd like to take him out back
And deck more than the halls
With family like this, I would have to confess

I'd be better off lonely, distraught and depressed
The season's upon us, it's that time of year
Brandy and eggnog, there's plenty of cheer
There's lights on the trees

And there's wreaths to be hung
There's mischief and mayhem and songs to be sung
They call this Christmas where I'm from
My mom likes to cook, push our buttons and prod

My brother just brought home another big broad
The eyes roll and whispers come loud

From the kitchen I'd come home more often
If they'd only quit bitching

Dad, on the other hand's a selfish old sod
Drinks whiskey alone with my miserable dog
Who won't run or fetch, yeah, he couldn't care less
He defiled my teddy bear and left me the mess

The season's upon us, it's that time of year
Brandy and eggnog, there's plenty of cheer
There's lights on the trees
And there's wreaths to be hung

There's mischief and mayhem and songs to be sung
They call this Christmas where I'm from
The table's set, we raise a toast
The Father, Son and the Holy Ghost

I'm so glad this day only comes once a year
You can keep your opinions, your presents, your “Happy New Year”
They call this Christmas where I'm from
They call this Christmas where I'm from


Writer(s): BARR ALEXANDER, CASEY KENNETH WILLIAM, KELLY MATHEW EDWARD, LYNCH JAMES PATRICK, BRENNAN TIMOTHY JOHN, DA ROSA JEFF

Ένας αγαπημένος "Τεμπέλης"


 
 Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη 
 Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη
Πρώτη δημοσίευση:  Χριστούγεννα του 1896 ,στην εφημερίδα Ακρόπολις.
    Στην ταβέρνα του Πατσοπούλου, ενώ ο βορράς εφύσα, και υψηλά εις τα βουνά εχιόνιζεν, ένα πρωί, εμβήκε να πίη ένα ρούμι να ζεσταθή ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος, διωγμένος από την γυναίκα του, υβρισμένος από την πενθεράν του, δαρμένος από τον κουνιάδον του, ξορκισμένος από την κυρά–Στρατίναν την σπιτονοικοκυράν του, και φασκελωμένος από τον μικρόν τριετή υιόν του, τον οποίον ο προκομμένος ο θείος του εδίδασκεν επιμελώς, όπως και οι γονείς ακόμη πράττουν εις τα «κατώτερα στρώματα», πως να μουντζώνη, να βρίζη, να βλασφημή και να κατεβάζη κάτω Σταυρούς, Παναγιές, κανδήλια, θυμιατά και κόλλυβα. Κι έπειτα, γράψε αθηναϊκά διηγήματα!
    Ο προβλεπτικός ο κάπηλος, δια να έρχωνται ασκανδαλίστως να ψωνίζουν αι καλαί οικοκυράδες, αι γειτόνισσαι, είχε σιμά εις τα βαρέλια και τας φιάλας, προς επίδειξιν μάλλον, ολίγον σάπωνα, κόλλαν, ορύζιον και ζάχαριν, είχε δε και μύλον, δια να κόπτη καφέν. Αλλ’ έβλεπέ τις, πρωί και βράδυ, να εξέρχωνται ατημέλητοι και μισοκτενισμένοι γυναίκες, φέρουσαι την μίαν χείρα υπό την πτυχήν της εσθήτος, παρά το ισχίον, και τούτο εσήμαινεν, ότι το οψώνιον δεν ήτο σάπων, ούτε ορύζιον ή ζάχαρις.
   ΄Ηρχετο πολλάκις της ημέρας η γριά - Βασίλω, πτωχή, έρημη και ξένη στα ξένα, ήτις δεν είχε προλήψεις κι έπινε φανερά το ρούμι της. Ήρχετο και η κυρά-Κώσταινα η Κλησάρισσα, ήτις εβοηθούσε το κατά δύναμιν εις την εκκλησίαν, ισταμένη πλησίον του μανουαλίου, δια να κολλά τα κεριά, και όσας πεντάρας έπαιρνε την Κυριακήν, όλας τας έπινε, μετ’ ευσυνειδήτου ακριβείας, την Δευτέραν, Τρίτην και Τετάρτην.
    Ήρχετο κι η Στρατίνα, νοικοκυρά με δύο σπίτια, οπού εφώναζεν εις την αυλόπορταν, εις τον δρόμον και εις το καπηλείον όλα τα μυστικά της, δηλ. τα μυστικά των άλλων, και μέρος μεν αυτών έμενον εις την αυλήν, μέρος δε έπιπτον εις το καπηλείον, και τα περισσότερα εχύνοντο εις τον δρόμον, κι εξενομάτιζε τον κόσμον, ποία νοικάρισσα της καθυστερεί δύο νοίκια, ποίος οφειλέτης της χρεωστεί τον τόκον, ποία γειτόνισσα της επήρεν ένα είδος, δανεικόν κι αγύριστον.
Ο μαστρο-Δημήτρης ο φραγκορράφτης της εχρωστούσε τρία νοίκια, ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος πέντε, και τον μήνα που έτρεχεν, εξ. Η Λενιώ, η κουμπάρα της, της πέρασε δευτέραν υποθήκην με δόλον εις το σπίτι, και τώρα ήτον ανάγκη να τρέχη εις δικηγόρους και συμβολαιογράφους, δια να εξασφαλίση τα δίκαιά της. Η Κατίνα, η ανεψιά της από τον πρώτον άνδρα της, της είχεν αφήσει ένα αμανάτι δια να την δανείση δέκα δραχμάς, και τώρα, ακτά την εκτίμησιν δύο χρυσοχόων, απεδείχθη, ότι το ασημικόν ήτο κάλπικον και δεν ήξιζεν ούτε όσα ήξιζαν τα δύο φυσέκια με τες σκουριασμένες μπακίρες – που, αφού, κατά την συνήθειάν της (αυτό δεν το έλεγεν, αλλά ήτο γνωστόν), έβγαλεν έξω το γερο-Στρατήν, τον άνδρα της, την κόρην της, την Μαργαρίταν και την εγγονήν της, την Λενούλαν, ήνοιξε την κρύπτην, απέθεσεν εκεί το ενέχυρον, έβγαλε το κομπόδεμα, έλαβε τα φυσέκια, και τα ενεχείρισε με τρόπον, οπού εσήμαινε να τα δώση και να μην τα δώση, κι εφαίνετο ως να εκολλούσαν τα χέρια της, εις την πτωχήν την Κατίναν.
    Η Ασημίνα, η παλαιά νοικάρισσά της, τραγουδίστρα το επάγγελμα, όταν εξεκουμπίσθη κι έφυγε, της εχρωστούσε τρία μηνιάτικα και εννέα ημέρας. Και τα μεν έπιπλα, οπού έπρεπε κατά δίκαιον τρόπον να τα εκχωρήση εις την σπιτονοικοκυράν, τα παρέδωκεν εις τον κούκον της, τον τελευταίον αγαπητικόν της, που να τσάκιζε το πόδι της, να μην είχε σώσει ποτέ… Και εις αυτήν δεν έδωκεν άλλο τίποτε, παρά ένα παλιοφυλαχτόν εκεί, λιγδιασμένον, και της είπε μυστηριωδώς, ότι αυτό περιείχε Τίμιον Ξύλον… Σαν εκγρεμοτσακίσθη και έφυγε, το ανοίγει και αυτή εκ περιεργείας, και αντί Τιμίου Ξύλου, τί βλέπει;… κάτι κουρέλια, τρίχες, τούρκικα γράμματα, σκοντάματα, μαγικά, χαμένα πράματα… Τ’ ακούτε σεις αυτά;
    Εισήλθε, ριγών, ο μαστρο-Παυλάκης και εζήτησεν ένα ρούμι. Το παιδί του καπηλείου, οπού τον ήξευρε καλά, του είπε·
    –Έχεις πεντάρα;
    Ο άνθρωπος έσεισε τους ώμους με τρόπον διφορούμενον.
    –Βάλε συ το ρούμι, είπεν.
    Πως να έχη πεντάρα; Καλά και τα λεπτά, καλή η δουλειά, καλό και το κρασί, καλή κι η κουβέντα, όλα καλά. Καλλίτερον απ' όλα η ραστώνη, το  ν τ ό λ τ σ ε  φ α ρ  ν ι έ ν τε των αδελφών Ιταλών. Αν εις αυτόν ανετίθετο να συντάξη τον κανονισμόν της εβδομάδος, θα ώριζε την Κυριακήν δια σχόλην, την Δευτέραν δια χουζούρι, την Τρίτην δια σουλάτσο, την Τετάρτην, Πέμπτην και Παρασκευήν δι εργασίαν, και το Σάββατον δια ξεκούρασμα. Ποιός λέγει, ότι αι εορταί είναι πάρα πολλαί δια τους ορθοδόξους Έλληνας, και αι εργάσιμοι είναι πολύ ολίγαι; Αυτά τα λέγουν όσοι δεν έκαμαν ποτέ σωματικήν εργασίαν και ηξεύρουν μόνον δια τους άλλους να θεσμοθετούν.
    Ακριβώς την ώραν ταύτην ήλθεν απ’ αντικρύ ο Δημήτρης ο φραγκορράφτης, δια να πίη το πρωινόν του. Μόνην παρηγορίαν είχε, να κάμνη αυτά τα συχνά ταξιδάκια, καθώς τα ωνόμαζε. Διέκοπτεν επί πέντε λεπτά την εργασίαν του, δέκα φοράς την ημέραν, και ήρχετο να πίνη ένα κρασί. Έπαιρνεν εργασίαν από τα μαγαζιά και εδούλευεν ως κάλφας εις το δωμάτιόν του. Εισήλθε και παρήγγειλεν ένα κρασί. Είτα, ιδών τον Παύλον·
    –Βάλε και του μαστρο-Παυλάκη ένα ρούμι, είπεν.
    Ως από Θεού σταλμένος, δια να λύση το ζήτημα της πεντάρας, μεταξύ του πελάτου και του υπηρέτου, εκάθισε πλησίον του Παύλου και ήρχισε τοιαύτην ομιλίαν, η οποία ήτο μεν συνέχεια των ιδίων λογισμών του, εις δε τον Παύλον εφάνη ως συνηγορία υπέρ των ιδικών του παραπόνων.
    –Που σκόλη και γιορτή, μαστρο-Παυλέτο, φίλε μου, είπεν· ούτε καθισιό, ούτε χουζούρι. Τ’ Άη-Νικολάου δουλέψαμε, τ’ Άη-Σπυρίδωνα δουλέψαμε, την Κυριακή προχθές δουλέψαμε. Έρχονται Χριστούγεννα, και θαρρώ, πως θα δουλεύουμε, χρονιάρα μέρα…
    Ο Παύλος έσεισε την κεφαλήν.
    –Θέλω κάτι να πω, αλλά δεν ξέρω για να τα σταμπάρω περί γραμμάτου μαστρο-Δημήτρη μου, είπε. Μου φαίνεται, πως αυτοί οι μαστόροι, αυτοί οι αρχόντοι, αυτή η κοινωνία πολύ κακά έχουνε διωρισμένα τα πράγματα. Αντί να είναι η δουλειά μοιρασμένη ίσια τις καθημερινές, πέφτει μονομιάς και μονομπάντα. Δουλεύουμε βιαστικά τις γιορτάδες, και ύστερα χασομερούμε εβδομάδες και μήνες τις καθημερινές.
    –Είναι και η τεμπελιά εις το μέσο, είπε μετά πονηράς αυθαδείας το παιδί του καπηλείου, ωφεληθέν από μίαν στιγμήν, καθ’ ην ο αφέντης του είχεν ομιλίαν εις το κατώφλιον της θύρας και δεν ηδύνατο ν’ ακούση.
    –Ας είναι, τί να σου κάμη η προκομμάδα και η τεμπελιά; είπεν ο Δημήτρης. Το σωστό είναι, πολλά κεσάτια και ολίγη μαζωμένη δουλειά. Καλά λέει ο μαστρο-Παύλος. Άλλο αν είμαι ακαμάτης εγώ, ας πούμε, ή ο Παύλος, ή ο Πέτρος, ή ο Κώστας ή ο Γκίκας. Εμένα η φαμίλια μου δουλεύει, εγώ δουλεύω, ο γυιός μου δουλεύει, το κορίτσι πάει στη μοδίστρα. Και μ’ όλα αυτά, δεν μπορούμε ακόμα να βγάλουμε τα νοίκια της κυρα-Στρατίνας. Δουλεύουμε για την σπιτονοικοκυρά, δουλεύουμε για τον μπακάλη, για τον μανάβη, για τον τσαγκάρη, για τον έμπορο. Η κόρη θέλει το λούσο της· ο νέος θέλει το καφενείο του, το ρούχο του, το γλέντι του. Ύστερα, κάμε προκοπή.
    –Υγρασία μεγάλη, μαστρο-Δημήτρη, είπεν ο Παυλέτος, αποκρινόμενος εις τους ιδίους στοχασμούς του. Υγρασία κάτω στα μαγαζιά, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαρειά, ρεματισμοί, κρυώματα. Ύστερα κόπιασε, αν αγαπάς, να αργάζης τομάρια. Το δικό μας το τομάρι άργασε πια, άργασε…
    –Καλά αργασμένο το δικό σου, μαστρο-Παύλο, αυθαδίασε πάλιν ο υπηρέτης, αινιττόμενος ίσως τας μεταξύ του Παύλου και του γυναικαδέλφου του σκηνάς.
    Είτα εισήλθεν ο κάπηλος. Ο μαστρο-Δημήτρης απήλθε, να επαναλάβη την εργασίαν του και η ομιλία έπαυσεν.
    Ο μαστρο-Παύλος αφέθη εις τας φαντασίας του. Σάββατον σήμερον, μεθαύριον παραμονή, την άλλην Χριστούγεννα. Να είχε τουλάχιστον λεπτά δια να αγοράση ένα γαλόπουλο, να κάμη και αυτός Χριστούγεννα στο σπίτι του, καθώς όλοι! Μετενόει τώρα πικρώς, διότι δεν επήγε τας τελευταίας ημέρας εις τα βυρσοδεψεία να δουλεύση και να βγάλη ολίγα λεπτά, δια να περάση πτωχικά τας εορτάς. «Υγρασία μεγάλη, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαρειά. Κόπιασε να αργάζης τομάρια! Το σικό μας το τομάρι θέλει άργασμα!»
    Είχεν ακούσει τον λαϊκόν μύθον δια τον τεμπέλην, οπού επήγαιναν να τον κρεμάσουν, και όστις συγκατένευσε να ζήση υπό τον όρον να είναι «βρεμένο το παξιμάδι». Εγνώριζε και την άλλην διήγησιν δια το τεμπελχανιό, το οποίον ίδρυσε, λέγουν, ο Μεχμέτ Αλής εις την πατρίδα του Καβάλαν. Εκεί, επειδή το κακόν είχε παραγίνει, ο επιστάτης εσοφίσθη να στρώνη μίαν ψάθαν, επί της οποίας ηνάγκαζε τους αέργους να εξαπλώνωνται. Είτα έβαζε φωτιάν εις την ψάθαν. Όποιος επροτίμα να καή, παρά να σηκωθή από την θέσιν του, ήτο σωστός τεμπέλης και εδικαιούτο να φάγη δωρεάν το πιλάφι. Όποιος εσηκώνετο και έφευγε το πυρ, δεν ήτο σωστός τεμπέλης και έχανε τα δικαιώματα. Τόσοι Βαλλιάνοι, τόσοι Αβέρωφ και Συγγροί, εσκέπτετο ο μαστρο–Παύλος, και κανείς εξ αυτών να μην ιδρύση παραπλήσιόν τι εις τας Αθήνας!
    Ο μαστρο-Παυλάκης επεριδιάβασεν ακόμη δύο ημέρας και την άλλην ήτο παραμονή. Το γαλόπουλο δεν έπαυσε να το ονειροπολή και να το ορέγεται. Πώς να το προμηθευθή;
    Αφού ενύκτωσε, διωγμένος καθώς ήτον από το σπίτι, απετόλμησε και ήλθεν από ένα πλάγιον δρομίσκον και ήτον έτοιμος να χωθή εις το καπηλείον. Ο νους του ήτο αναποσπάστως προσηλωμένος εις το γαλόπουλο. Θα εχρησίμευε τούτο, εάν το είχε, και ως μέσον συνδιαλλαγής με την γυναίκα του.
    Εκεί, καθώς εστράφη να εμβή εις το καπηλείον, βλέπει εν παιδίον της αγοράς, με μίαν κοφίναν επ’ ώμων, ήτις εφαίνετο ακριβώς να περικλείη ένα γάλον, αγριολάχανα, πορτοκάλια, ίσως και βούτυρον και άλλα καλά πράγματα. Το παιδίον εκοίταζε δεξιά και αριστερά και εφαίνετο να αναζητή οικίαν τινά. Ήτο έτοιμον να εισέλθη εις το καπηλείον δια να ερωτήση. Έπειτα είδε τον Παύλον και εστράφη προς αυτόν·
    –Ξέρεις, πατριώτη, του λόγου σου, που είναι εδώ χάμου το σπίτι του κυρ-Θανάση του Μπελιοπούλου;
    –Του κυρ-Θανάση του Μπε…
    Αστραπή, ως ιδέα, έλαμψεν εις το πνεύμα του Παύλου.
    –Μούπε τον αριθμό και το εξέχασα τώρα γρήγορα έπιασε σπίτι εδώ χάμου, σ’ αυτόν το δρόμο… τον είχα μουστερή από πρώτα… μπροστήτερα καθότανε παρά πέρα, στο Γεράνι.
    –Του κυρ-Θανάση του Μπελιοπούλου! αυτοσχεδίασε ο μαστρο-Παύλος· να, εδώ είναι το σπίτι του. Να φωνάξης την κυρα–Παύλαινα, μέσα στην κάτω κάμαρα, στο ισόγειο… αυτή είναι η νοικοκυρά του… πως να πώ; είναι η γενειά του… τη έχει λύσε-δέσε, σ” όλα τα πάντα… οικονόμισσα στο νοικοκυριό του… είναι κουνιάδα του… μαθές θέλω να πω, ανιψιά του… φώναξέ την και δώσε της τα ψώνια.
    Και βαδίσας ο ίδιος πέντε βήματα, κατά την θύραν της αυλής, έκαμε πως φώναξε·
    –Κυρά-Παύλαινα, κόπιασ’ εδώ να πάρης τα ψώνιαμ που σου στέλλει ο κύριος… ο αφέντης σου.
    Καλά ήλθαν τα πράγματα έως τώρα. Ο μαστρο-Παυλάκης έτριβε τας χείρας και ησθάνετο εις την ρίνα του την κνίσαν του ψητού κούρκου. Και δεν τον έμελλε τόσον δια τον κούρκον, αλλά θα εφιλιώνετο με τη γυναίκα του. Την νύκτα επέρασεν εις εν ολονύκτιον καφενείον και το πρωί επήγεν εις την εκκλησίαν.
    Όλην την ημέραν προσεκολλήθη εις μίαν συντροφιάν, έπειτα εις μίαν άλλην παλαιών γνωρίμων του, εις το καπηλείον, όπου έμεινε τας περισσοτέρας ώρας ανοικτόν, με τα παράθυρα κλεισμένα, και επέρασε με ολίγους μεζέδες και με αρκετά κεράσματα.
    Το βράδυ, αφού ενύκτωσε, επήγε με τόλμην από τας πολλάς σπονδάς και από την ενθύμησιν του κούρκου και έκρουε την θύραν της οικογενείας του. Η θύρα ήτο κλεισμένη έσωθεν.
    –Καλησπέρα, κυρα-Παύλαινα, εφώναξεν απ’έξω, χρόνους πολλούς. Πώς πήγε ο γάλος; Βλέπεις, εγώ πάλε;
    Ουκ ην φωνή, ουδέ ακρόασις. Όλη η αυλή ήτο ήσυχος. Τα ισόγεια, αι τρώγλαι, τα κοτέτσια της κυρα-Στρατίνας, όλα εκοιμώντο. Ο σκύλος μόνον εγνώρισε τον μαστρο-Παύλον, έγρυξεν ολίγον και πάλιν ησύχασεν.
    Υπήρχον εκεί εκτός από το ψυχομέτρι τριων ή τεσσάρων οικογενειών, οπού εκατοικούσαν εις τ' ανήλια δωμάτια, δύο γίδες, δώδεκα όρνιθες, τέσσαρες γάτοι, δύο ινδιάνοι και πολλά ζεύγη περιστερών. Αι δύο γίδες ανεχάραζαν βαθιά εις το σκεπασμένο μανδράκι τους, αι όρνιθες έκλωζον υποκώφως εις το κοτέτσια τους, τα περιστέρια είχαν μαζωχθή εις τους περιστερώνας περίτρομαα από το κυνήγι, οπού ήρχιζον εναντίον των την νύκτα οι γάτοι. Όλοι αυτοί οι μικροί θόρυβοι ήσαν το ροχάλισμα της αυλής κοιμωμένης.
    Πάραυτα ηκούσθη κρότος βημάτων εις το σπίτι.
    –Έ, μαστρο-Παύλε, είπε πλησιάσασα η κυρα-Στρατίνα, νάχουμε και καλό ρώτημα… Τί γάλος και γαλίζεις και γυαλίζεις και καλό να μούχης, ασίκη μου; Είδαμε κι επάθαμε να σκεπάσουμε το πράμα, να μη προσβαλθή το σπίτι… Εκείνος που ήτον δικός του ο γάλος, ήλθε μεσάνυκτα κι εφώναζε, έκανε το κακό, και μας φοβέριζεν όλους, κι η φαμίλια σου, επειδής τον είχε κόψει το γάλο, μαθές, και τον είχε βάλει στο τσουκάλι, βρέθηκε στα στενά… κλειδώθηκε μες στην κάμαρα, και δεν ήξευρε τι να κάμη… Είπε και ο κουνιάδος σου.. καλό κελεπούρι ήτανε κι αυτό, μαθές… και επέρασεν η φαμίλια σου όλην την ημέραν κλειδομανταλωμένη μέσα, από φόβον μην ξαναέλθη εκείνος πούχε το γάλο και μας φέρη και την αστυνομία… ήτον φόβος να μην προσβαλθή κι εμένα το σπίτι μου. Άλλη φορά, τέτοιαα αστεία να μην τα κάνης, μαστρο-Παυλάκη. Τέτοια προσβολή να λείπη από το σπίτι μου, εμένα, τ’ ακουσες;
    Ο μαστρο-Παύλος ηρώτησε δειλά·
    –Τώρα… είναι μέσα η φαμίλια μου;
    –Είναι μέσα όλοι τους, κι έχουνε κλειδωμένα καλά, και το φως κατεβασμένο, δια τον φόβο των Ιουδαίων. Κοίταξε, μη σε νοιώση από πουθενά, κείνος ο σκιάς ο κουνιάδος σου, πάλε…
    –Είναι μέσα;
    –Ή μέσα είναι, ή όπου είναι έφθασε… να, κάπου ακούω τη φωνή του.
    Ηκούσθη, τω όντι, μία φωνή εκεί πλησίον, ήτις δεν υπέσχετο καλά δια τον νυκτερινόν επισκέπτην.
    –Έ, μαστρο-Παυλίνε, έλεγε, καλός ήταν ο γάλος…
    Ποίος ήτον ο ομιλήσας, άδηλον. Ίσως να ήτο ο μαστρο-Δημήτρης ο γείτων. Δυνατόν να ήτο και ο φοβερός γυναικάδελφος του μαστρο–Παύλου.
    –Και να μην πάρω κι εγώ ένα μεζέ; παρεπονέθη ως τόσον ο άνθρωπός μας.
    Τι σου χρειάζεται ο μεζές, μαστρο-Παυλάκη μου; επανέλαβεν η Στρατίνα. Τα πράματα είναι πολύ σκούρα. Άφσε τα αυτά. Δουλειά, δουλειά! Η δουλειά βγάζει παλληκάρια. Ό,τι έγινε–έγινε, να πας να δουλέψης, να μου φέρης εμένα τα νοίκια μου. Τ’ ακούς;
    –Τ’ ακούω.
    –Φέρε μου εσύ τον παρά, κι εγώ, με όλη τη φτώχεια, την θυσιάζω μια γαλοπούλα και τρώμε. Ηκούσθη από μέσα βραχνός μορμυρισμός, είτα φωνή μικρού παιδιού είπε
    –Την υγειά σου, μάτο-Πάλο, τεμελόκυλο, κακέ πατέλα. Τόνε φάαμε το λάλο. Να πάλε κι εσύ πέντε, κι άλλε πέντε, δέκα!
    Προφανώς ήτον μέσα ο φοβερός ο γυναικάδελφος, και είχε δασκαλέψει το παιδί να τα φωνάζη αυτά.
    –Μη στέκεσαι στιγμή, μαστρο-Παυλέτο, είπεν η Στρατίνα· το καλό που σου θέλω! Δρόμο τώρα, και μεθαύριο δουλειά, δουλειά!…
    Ηκούσθη κρότος, ως να εσηκώθη τις από μέσα, και να επλησίαζε με βαρύ βήμα προς την θύραν.
    –Δρόμο, επανέλαβε μηχανικώς ο Παύλος, συμμορφούμενος εμπράκτως με την λέξιν… δρόμο και δουλειά!
A Slacker’s Christmas (Title of the Original: Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη) – By Alexandros Papadiamantis/Translated by Vassilis C. Militsis  
 Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ

Α Slacker’s Christmas
 (Title of the Original: Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη) 

 By Alexandros Papadiamantishttp://www.greeknewsonline.com/wp-content/uploads/2018/12/38photo2-papadiam.jpg
Translated by Vassilis C. Militsis

Βασίλειος Μηλίτσης




Greek News - Greek-American Weekly Newspaper


The gelid northerly wind was blowing and high up in the mountains was snowing. One morning, master-Pavlos Piskoletos entered Patsopoulos’ public house to steady himself with an invigorating cup of rum, as he was ousted from home by his wife, reviled by his mother-in-law, beaten by his brother-in-law, exorcised by Madam Stratina, his landlady and shown the open palm by his three-year-old son, diligently coached by his worthy uncle to do this reviling gesture, the way parents do among the scum of society – how to revile, swear, blaspheme, and generally be utterly irreverent to holy symbols, such as the holy Cross, icons, candles, censers and kollyva.* Tales appropriate for the Athenian public!
 The farsighted tapster had foreseen to display next to the casks and bottles of grog some bars of soap, starch, rice and sugar in order for the neighboring decent housewives to come and buy without creating a scandal. He also had a coffee mill available. However, you could sometimes see, in the morning on in the evening, ill-kempt, slovenly women holding a hand under the fold of their dress at the hip, which meant that the purchase was not soap or rice or sugar.
 Many times in the day, old Vassilo, a poor and derelict stranger, but free from prejudice, frequented the house to drink her rum in full view. Another customer was Mistress-Kostaina, the church help, who attended to the chores as much as she could, standing by the tall candle-stand to attach the candles in the proper order, and the pennies she  earned on Sunday she spent all on drinking with conscientious precision on Monday, Tuesday and Wednesday. Among the other women customers was an owner of two houses, Stratina, who at the gate, the yard, the street and the pub aired all her secrets, more precisely the secrets of others. Some secrets fell in the courtyard and some were disclosed in the pub; most of them were divulged in the street, where she gave the names: which tenant had delayed a two-month rent, which debtor had not paid her the interest, which lady from the neighborhood had borrowed something they had not returned.

Master-Dimitris, the frock tailor, was three months behind his rent, Master-Pavlos Pikoletos five, counting the current month, six. Her best woman, Lenio, had deceitfully mortgaged her house twice, and now Stratina had to resort to lawyers and notaries to secure her rights. Katina, a niece of her ex-husband’s, had pawned to her a silver item in lieu of ten drachmas, and now according to the assessment of two goldsmiths, the item proved to be bogus, not worth the two rolls of the rusty copper coins – which, as was her wont, (this she did not say, but it was widely known) made old Stratis, her husband, go out of the house along with Margarita, her daughter, and Lenoula, her granddaughter; then she opened the stash cache, took out the two rolls of coins and with secret reluctance, as though the money was glued to her hands, handed them to poor Katina.
http://www.greeknewsonline.com/wp-content/uploads/2018/12/39photo2-xristougenna-tempeli.jpg When Assimina, her former tenant, a songstress by profession, cleared out, she owed her three months and nine days’ rent. And her furniture, which she should justly have relinquished to her landlady, she gave it away to her recent boyfriend – may she have broken her leg, may she always be cursed… Stratina received no more than a worthless, greasy old amulet, which, Assimina confidentially told her, contained wood from the Holy Cross … As soon as the artiste beat the hell out, the landlady, burning with curiosity, opened the charm and instead of the Holy Wood, what did she find? … a tangle of rags, hairs, Arabic script, different wizardry – worthless things … Can you hear that, neighbors?
  Master-Pavlakis (as Pavlos was called by his diminutive) entered the shop shivering and ordered a cup of rum. The pub’s help knowing him well asked:
⦁    Have you got a nickel?
The man shrugged his shoulders ambiguously.
⦁    Bring me one, he said
He had no nickel. Money was all right, so was work, and wine, and good company. Best of all however was indolence, what fratelli Italians called dolce far niente. If he were assigned to make out the rules of the week, he would appoint Sunday as a holiday, Monday for leisure, Tuesday for sauntering around, Wednesday, Thursday and Friday for work, and Saturday for rest. Who claims that the Greek orthodox holidays are too many and the working days too few? This is said by those who have never done any manual labor and they only know to pass laws for others.
  Just at the same moment, Dimitris, the frock tailor came from across to have his morning drink. His only consolation was the frequent short trips, as he used to call his drinking visits to the shop. He made five-minute pauses from his work, ten times a day, and went over to have a drink of wine. He also carried his work home and worked in his room as if he were an apprentice.
 The frock tailor came into the shop and ordered a cup of wine. On seeing Pavlos, he said:
⦁    Pour a cup of rum for Pavlakis, too.
As if were sent by God to settle the nickel problem between the patron and the waiter, the tailor sat next to Pavlos and took up such a conversation as was the train of his thoughts, but to Pavlos seemed to advocate his own grievances.

⦁    There’s not such a thing as a holiday or a day-off, my friend, master-Pavleto (another diminutive). Neither is there idleness nor leisure. We had to work on Saint Nicholas’ Day, and on Saint Spyridon’s Day; on the day before yesterday, on Sunday we also worked. Christmas is drawing near and I expect to be working, too, on a holy day as it is…
Pavlos nodded his head.
⦁    I want to say something, but I don’t know how to say it, as I’m ill-lettered, master-Dimitris, my friend. It seems to me that all these leaders and rulers of the world, society in general, have set things amiss. Instead of work and leisure being equally divided on working days, either falls lopsidedly. We work hurriedly on holidays and then we dawdle for weeks and months on workdays.
⦁    What about laziness in the meantime?
interrupted with a sly impertinence the help boy of the pub, taking advantage of the fact that his boss was engaged talking with someone at the threshold and could not listen.
⦁    Let it be; what use is hard work or idleness? Wondered Dimitris. As things stand, there’s a big slack of employment and little accumulated work. Master-Pavlos is right, no matter who is lazy, be he myself, or Pavlos, or Petros, or Kostas, or Ghikas. My whole family works, I work, my son works, my daughter is a seamstress apprentice. Despite all this, we can’t make ends meet; we can’t even pay the rent to Stratina. We work for the landlady, for the grocer, the vegetable seller, the shoemaker, the trader. My daughter wants her finery, my son his pastime at the coffeehouse, he also needs new clothes, his entertainment. And then how can you prosper?

http://www.greeknewsonline.com/wp-content/uploads/2018/12/40photo2-xristougenna-tempeli.jpg⦁    Very damp, master-Dimitris, said Pavletos responding to his own thoughts. Too damp down in the tanneries, the place is too low, heavy work, rheumatism, and colds. Then come, if you dare, to tan hides. Our own hides have already been tanned.
⦁    Yours is well tanned all right, master-Pavlos, the waiter was again being impertinent,
this time alluding to the scenes between Pavlos and his wife’s brother.
Then came over the tapster. Master-Dimitris left to resume his work and the conversation was interrupted.
Master-Pavlos became absorbed in his own imaginings. Today is Saturday, the day after tomorrow is Christmas Eve and the day after, Christmas. If he only had some money at least to buy a poult, as everybody did, for the Christmas feast! Now he sorely regretted not going to the tanneries the last days to work his way into some money so he could spend the season’s holidays frugally. “Too soggy, the place is too low, the work too heavy. Dare come to tan hides! Our skin wants tanning!”

 He knew the popular tale about the lazy bloke who was about to hang and condescended to have his life spared provided his rusk was “soggy”. He also knew another story about Idlers’ Inn, allegedly founded by Mehmet Ali in his native town of Kavala. There, since there was too much, idling, the custodian of the inn contrived to lay down a mat where he made idlers lie down and then set the mat on fire. Those who preferred being burnt to getting up were genuine lazybones, who were entitled to eating the offered pilaf. Those who got up to avoid being burnt were not real sluggards and forfeited their rights. There were so many families of benefactors, such as Vallianoses, Averoffs, Syngroses – thought master-Pavlos – and none thought to set up a similar establishment in Athens!
Master-Pavlakis let two days pass by until Christmas Eve came. He did not cease to daydream and hanker after the poult. How could he procure one?
After nightfall, driven out of his house, as usual, he ventured towards the pub through a side alley and was about to get into it. His mind was constantly on the poult. The fowl would also come very handy as a means of making up with his wife.
 There, as he was on the point of entering the taproom, he spied a boy carrying on his shoulder a hamper, which appeared to contain a turkey, horseweeds, oranges, some butter perhaps and different groceries. The boy was looking around apparently seeking some house or other. He was about to enter the shop to ask, and on seeing Pavlos turned to him.
⦁    Eh, pal, do you happen to know where Mister Thanassis Βeliopoulos’ house is hereabouts?
⦁    Mister Thanassis Be…
Then Pavlos had a bright idea.
⦁    He’s told me the number and just forgotten it, said the boy. He must have recently found a house in this street … he used to be our customer … he stayed farther on at Gerani before.
⦁    Ah, Mister Thanassis Beliopoulos’! dissembled master-Pavlos, see, that’s his house. Call for mistress-Pavlaina, inside the yard in the ground-floor room … she’s his landlady … how shall I put it? She’s family … he lets her have a free hand on everything … she’s very thrifty with his household … she’s his sister-in-law … I mean, she’s his niece … call for her and give her the shopping.
And taking a few steps to the yard gate, he pretended to call:
⦁    Eh, mistress-Pavlaina, come over here to get the goodies your master … the head of the house has sent.
So far so good. Master-Pavlakis was rubbing his hands and seemed to feel on his nose the tickling from the odor of roasted turkey. But he did not care so much for the turkey as for making up with his wife. He spent the night in an overnight coffee-house and in the morning he went to church.
All day long he joined company after company of old acquaintances in the pub, which was open for the most of the day but his windows were shut. He spent the day on some tidbits and many treats.
 At nightfall after many libations, fortified with courage and recalling the turkey, he knocked his family’s door, which was barred from inside.
⦁    Good evening mistress-Pavlaina, Merry Christmas, he cried from outside. How did you like the turkey? You see how I’ve provided for you?
No response from inside. All in the courtyard was quiet. The ground-floor premises, the basement, Mrs Stratina’s chicken coops – all was sleeping. The dog only recognizing master-Pavlos, growled a little and became quiet. Besides three or four families residing in the sunless rooms, there were also two goats, a dozen hens, four tomcats, two turkeys and several pairs of pigeons. The goats were chewing the cud deep in their sheltered small corral, the hens clunking in their perches, the pigeons gathered in their cotes frightened by the tomcats, which hunted them in the night. All these small sounds were the snoring of the slumbering yard.
 Soon, there was heard the thump of footfalls inside the house.
⦁    Eh, master-Pavlos, said mistress-Stratina coming near him. What are you talking about? What turkey are you babbling and bragging about, bless you, my lad? We’d been at pains to cover up the scandal, so that the house would not be insulted … The man who should have had the turkey came around midnight and cried his head off threatening all of us, your family in particular, who had already put the turkey in the pot to cook. They were very embarrassed and didn’t know what to do … your brother-in-law said that’s quite a gag of you … locked themselves in all day long dreading lest the owner of the turkey came again and called the police … I was also scared dead about the reputation of my house. No more of your jests, master-Pavlakis. I won’t stand such a shame on my house, do you hear?

http://www.greeknewsonline.com/wp-content/uploads/2018/12/40photo1-xristougenna-tempeli.jpg⦁    Now … is my family in? Master-Pavlos asked timidly.
⦁    They’re all in, locked up, the lamp turned down for the fear of Jews. Watch out for that boorish brother-in-law of yours, or else…
⦁    Is he in?
⦁    Whether he’s in or not, he must be coming … there I can hear his voice someplace.
Indeed a voice was heard from near about, which foreboded no good to the nocturnal visitor.
⦁    Eh, master-Pavlinos, someone said, very tasty, your turkey…
The one that spoke did not show himself. Perhaps it was master-Dimitris, his neighbor or the dreadful master-Pavlos’ brother-in-law, his sister’s husband.
⦁    Couldn’t I possibly have a snack from the turkey? Asked our man plaintively.
⦁    What use can the snack be to you, my good master-Pavlakis? Things are very grim. Let it be. Work is good for you, only work! Brave men are proved by work. Now it’s all done and over with. You’d better go and work, so that you can bring the rent due to me. Do you hear?
⦁    I do.
⦁    Bring me the money, and in spite of my destitution, I’ll sacrifice one my turkeys to feast.
From within the house a raucous murmur was heard followed by a little child’s voice saying:
⦁    To yaw health, matte-Palo, lathy dog, bad fatha. We’ve ate de toiky. So hea, take five fom my open palm, plus five mo’ fom my otha!
Apparently, his wife’s frightful brother was in the house and had instructed the child to utter these words.
⦁    Don’t tarry a moment, master-Pavletos, said Stratina, for your own good! Off you go now and from the day after tomorrow set down to work!
There was some noise from within as if someone were walking with a heavy step to the door.
⦁    Off I go, Pavlos repeated unconsciously,
Actively agreeing with the word … off you go and work.
 


 *It is a dish based on boiled wheat that is used liturgically in the Eastern Orthodox Church for commemorations of the dead.
______________________
Αποτέλεσμα εικόνας για LISTEN  RADIO ANIMATED GIFS
ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΣΕ ΜΙΑ ΠΑΛΙΑ ΑΛΛΑ ΘΑΥΜΑΣΙΑ  ΔΙΑΣΚΕΥΗ
 ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ 
Νότης Περιγιάλης
Γιάννης Αργύρης
Τάκης Βουλαλάς 
Τζόλη Γαρμπή
Νάσος Κεδράκας
Θάνος Δαδεινόπουλος
Κώστας Καφάσης

 

ΤΑ ΖΟΜΠΙ ΒΓΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΑΦΟΥΣ


https://img.documentonews.gr/unsafe/1000x600/smart/http://img.dash.documentonews.gr/documento/imagegrid/2018/12/30/5c28ee5acd3a1865a663a065.jpgΠαραχάραξη της Iστορίας στην υπηρεσία του φασισμού

Βαγγέλης Τριάντης




Μια επιχείρηση παραχάραξης της Iστορίας με στόχο το ξέπλυμα του φασισμού εκτυλίσσεται τελευταία στην Ελλάδα. Στελέχη της Χρυσής Αυγής αλλά και γνήσιοι εκπρόσωποι του ακροδεξιού φάσματος στη χώρα μας, όπως ο σημερινός αντιπρόεδρος της ΝΔ Αδωνης Γεωργιάδης, κατά καιρούς έχουν προχωρήσει σε μια άνευ προηγουμένου διαστρέβλωση ιστορικών γεγονότων. 
Με τη μόνη διαφορά ότι εμπόδιο σε αυτά τα σχέδιά τους στέκονται η ίδια η Ιστορία, τα πραγματικά γεγονότα αλλά και έρευνες ιστορικών. Το Documento παρουσιάζει σήμερα μια σειρά από χαρακτηριστικά παραδείγματα παραχάραξης της Ιστορίας, όπως και την πραγματική τους διάσταση.
Εδώ Πολυτεχνείο
Μια από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι οι νεκροί στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Στις 15 Νοεμβρίου ο βουλευτής της Χρυσής Αυγής Γιάννης Λαγός αναφερόμενος στην εξέγερση του Νοέμβρη του ’73 έκανε λόγο για «παραμύθι που μας πλασάρετε 45 χρόνια» καθώς και για «προπαγάνδα με την οποία βάζουν τα νέα παιδιά να μαθαίνουν με το έτσι θέλω ότι υπήρχαν νεκροί ενώ δεν υπήρχαν νεκροί».
Στο ίδιο μήκος κύματος είχε κινηθεί κατά το παρελθόν και ο σημερινός αντιπρόεδρος της ΝΔ Αδ. Γεωργιάδης. Σε βίντεο από παλιότερη τηλεοπτική εμφάνισή του που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο εμφανίζεται να λέει για το Πολυτεχνείο: «Είναι ο ιδρυτικός πολιτικός μύθος της ιδεολογικής ηγεμονίας της Αριστεράς της Ελλάδας», για να συμπληρώσει στη συνέχεια: «Θέλω να σας πω και δημοσίως να το ξεκαθαρίζουμε επειδή δεν αντέχω τα παραμύθια: Δεν υπήρξε ούτε ένας νεκρός στο Πολυτεχνείο, ούτε ένας!». Πλέον ο Αδ. Γεωργιάδης ως δεξί χέρι του Κυριάκου Μητσοτάκη επιμένει ότι δεν υπήρξαν νεκροί στο Πολυτεχνείο, ανασκευάζοντας μερικώς την αρχική του άποψη. Συγκεκριμένα μιλώντας στον τηλεοπτικό σταθμό Σκάι στις 18 Νοεμβρίου 2018 ανέφερε ότι «νεκροί υπήρξαν στο Πολυτεχνείο αλλά όχι από την ερπύστρια» και συμπλήρωσε: «Η χούντα σκότωσε κόσμο σε διάφορα σημεία γύρω από το Πολυτεχνείο, αλλά όχι μέσα σε αυτό».
Δυστυχώς για τον ίδιο αλλά και για τους βουλευτές της Χρυσής Αυγής τα γεγονότα έρχονται να τους διαψεύσουν. Σύμφωνα με τα προσωρινά αποτελέσματα έρευνας του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών υπό τον διευθυντή Ερευνών Λεωνίδα Καλλιβρετάκη, «μέχρι στιγμής έχουν καταγραφεί 24 πλήρως τεκμηριωμένες περιπτώσεις», ενώ παράλληλα «έχει συγκροτηθεί κατάλογος 16 ανώνυμων περιπτώσεων που είχε θεωρηθεί σε κάποια στιγμή της διαδικασίας ότι προκύπτουν βασίμως ως νεκροί, από επίσημες, επώνυμες και σχετικά αξιόπιστες καταθέσεις με συγκεκριμένα στοιχεία». Επίσης η ίδια έρευνα είχε θέσει στο μικροσκόπιο 30 ακόμη περιπτώσεις οι οποίες μέχρι σήμερα δεν έχουν τεκμηριωθεί.
Το Ολοκαύτωμα
Αλλο ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η άρνηση του Ολοκαυτώματος των Εβραίων. Αποψη την οποία έχει ενστερνιστεί κατά το παρελθόν και ο Αδ. Γεωργιάδης, καθώς προωθούσε μέσα από την εκπομπή του το υβριστικό για τους Εβραίους βιβλίο του Κώστα Πλεύρη. Ο Αδ. Γεωργιάδης δεν έδειχνε το εξώφυλλό του, ισχυριζόμενος ότι δεν συμφωνεί ιδεολογικά με όσα γράφονται, όμως αυτό δεν τον απέτρεπε να εκφράσει τον προβληματισμό του για τα στοιχεία που περιείχε το βιβλίο, τα οποία όπως έλεγε «δεν χωρούν καμία αμφισβήτηση» και όσοι δεν τα έχουν διαβάσει «ζουν στο σκοτάδι».
Ο ίδιος πριν από περίπου έναν χρόνο προχώρησε σε δημόσια δήλωση συγγνώμης προς τον εβραϊκό λαό. «Στο παρελθόν είχα συνυπάρξει και ανεχτεί τις απόψεις ανθρώπων που έδειξαν ασέβεια στους Εβραίους συμπατριώτες μου και γι’ αυτό το λόγο αισθάνομαι την ανάγκη να ζητήσω συγνώμη από την Εβραϊκή Κοινότητα. Ακόμα περισσότερο λυπάμαι που υποστήριξα και προώθησα το υβριστικό για τους Εβραίους βιβλίο του Κώστα Πλεύρη» είχε αναφέρει μεταξύ άλλων σε ανάρτησή του.
Μακρόνησος και βασανιστήρια
Μια προσπάθεια παραχάραξης γίνεται τα τελευταία χρόνια και με τη Μακρόνησο. Τον τόπο εξορίας χιλιάδων αγωνιστών όπου όσοι δεν θανατώθηκαν υπέστησαν φριχτά βασανιστήρια. Ο αρθρογράφος του Liberal και υποστηρικτής του Κυρ. Μητσοτάκη Σάκης Μουμτζής έχει παρουσιάσει τη Μακρόνησο ως παραθεριστικό κέντρο. Δυστυχώς για τον ίδιο υπάρχουν οι μαρτυρίες του Μίκη Θεοδωράκη για όσα έζησε εκεί αλλά και εκατοντάδων άλλων κρατουμένων, όπως επίσης η παραδοχή από τον γιο του «σκληρού βασανιστή» της Μακρονήσου Παναγιώτη Σκαλούμπακα, ο οποίος σε διαλόγους του στα social media έχει αναφέρει μεταξύ άλλων: «Ο πατέρας μου σας είχε ’47-’48, εγώ θα σας βασανίζω συνέχεια». Στο ίδιο πνεύμα, το 2016 είχε σχολιαστεί δηκτικά από τα social media η εκδρομή που είχε οργανώσει το βιβλιοπωλείο Free Thinking Zone στο Μακρονήσι παρέχοντας και «μενού εξορίστων»!
Από την όλη προσπάθεια παραχάραξης της Ιστορίας δεν λείπουν και οι ύμνοι προς τη χούντα, τον Γεώργιο Παπαδόπουλο και το περιβόητο «οικονομικό θαύμα» της επταετίας. Κατά καιρούς χρυσαυγίτες βουλευτές έχουν ισχυριστεί ότι ο δικτάτορας δήθεν είχε εκλεγεί απευθείας από τον λαό, επικαλούμενοι τα δημοψηφίσματα της χούντας, ενώ η μόνιμη επωδός όσων υποστηρίζουν τα χουντικά κατορθώματα είναι ότι την «περίοδο της χούντας γίνονταν έργα». Δυστυχώς γι’ αυτούς και ευτυχώς για την Ιστορία υπάρχουν ντοκουμέντα και έρευνες που έχουν δημοσιευτεί με αδιάσειστα στοιχεία τα οποία καταρρίπτουν και το «οικονομικό θαύμα» και την υποτιθέμενη χρηστή διαχείριση των οικονομικών του κράτους. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ  




Η Αλίς παίζει εδώ

Αποτέλεσμα εικόνας για Τα κάλαντα στην αιγυπτο


Γιώργος Κόρδης: "Τα κάλαντα"

Τα κάλαντα

Ένα πρωτοχρονιάτικο διήγημα του Στρατή Τσίρκα*


Το μεγάλο το ζήτημα, καταλαβαίνεις, ήταν το ταμπούρλο: Aν είχες ταμπούρλο, η δουλειά ήταν τελειωμένη. Σύντροφο έβρισκες αμέσως και το φανάρι δεν κόστιζε παραπάνω από ένα γρόσι. Eκείνη τη χρονιά ο πατέρας έκανε ένα μεγάλο έξοδο. Tο μεσημέρι της παραμονής της Πρωτοχρονιάς μου έφερε ένα ταμπούρλο! Mικρούτσικο, βέβαια, και τενεκεδένιο. – Έτσι δεν θα το σπάσεις εύκολα, μου είπε.
– Mα εγώ κατάλαβα πως ήταν από οικονομία. Tα πέτσινα ταμπούρλα εκείνα τα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο κόστιζαν έναν κόσμο λεφτά.
Πήγα και βρήκα αμέσως το φίλο μου το Mιχάλη. Ήταν το παλικάρι της γειτονιάς κι ο καλύτερος σύντροφος για τα κάλαντα. Συχνά τύχαινε να μας ριχτούν τα αραπάκια στις γειτονιές και να μας σκίσουν το φανάρι ή να σπάσουν το ταμπούρλο. O Mιχάλης ήταν πολύτιμος.
– Tο ταμπούρλο το έχουμε, του φώναξα. Bγαίνουμε απόψε;
O Mιχάλης δέχτηκε αμέσως. Eίπε, όμως, πως έπρεπε να πάρουμε μαζί μας και τον αδερφό του, τον Δημήτρη. Ήταν καλλίφωνος, λέει, και θα βοηθούσε πολύ στη δουλειά. H αλήθεια είναι πως ο Δημήτρης τραγουδούσε σαν άγγελος. Σου ‘φτανε να τον ακούσεις να ψάλλει μια φορά Tη Yπερμάχω ή να διαβάζει τον «Aπόστολο» για να προτιμήσεις αμέσως τον Άγιο Kωνσταντίνο όπου εκείνος έψαλλε από τον Aϊ Nικόλα. Mα η πρόταση του Mιχάλη είχε κάποια υστεροβουλία: Tα λεφτά που θα κερδίζαμε θα μοιράζονταν στα τρία. Eκείνα θα έπαιρναν τα πιο πολλά κι εγώ, μ΄ όλο το ταμπούρλο μου, τα πιο λίγα.
Kι όμως, χωρίς κανένα δισταγμό, δέχτηκα. Tόση ήταν η αγάπη που του είχα κι ο θαυμασμός μου!
Ξεκινήσαμε βραδάκι. O Mιχάλης φορούσε ένα μαύρο μακρύ παλτό, που φούσκωνε κωμικά στην κοιλιά του, σκεπάζοντας το ταμπούρλο. Σ’ εμένα ξέπεσε το χάρτινο φαναράκι κι η φροντίδα να τα αναβοσβήνω κάθε τόσο. O Δημήτρης, σαν πρίγκιπας, με τα όμορφα μάτια του και τη γλυκιά φωνή του, είχε τα χέρια του στις τσέπες και πήγαινε στο δρόμο πότε πιο μπροστά, πότε πιο πίσω μας, σάμπως να μην μας ήξερε. O Mιχάλης τον πείραζε λέγοντάς του πως έκανε τον κόντε για χατίρι της Pηνούλας. Mα πέρασαν πολλά χρόνια από τότε για να καταλάβω τη σημασία αυτού του πειράγματος. H «πελατεία» του Mιχάλη και του Δημήτρη ήταν η περισσότερη από τις φτωχογειτονιές. Oι εισπράξεις μέτριες. Λέγαμε κι «ευχαριστώ» αν τύχαινε να μας δώσουν κανένα γροσάκι εκτός από τα φουντούκια και τα αμύγδαλα. Tότες εγώ τους τράβηξα στις αριστοκρατικές γειτονιές. Aυτό ήταν ένα μυστικό δικό μου. Mέρες τώρα το φύλαγα. Στο κουρείο του πατέρα μου έρχονταν όλο γιατροί και δικηγόροι.
Aπό μέρες τώρα με ρωτούσαν:
– E, πιτσιρίκο, δε θα ‘ρθεις να μας τα πεις;
Eγώ απαντούσα αόριστα. Σημείωνα, όμως, το όνομα και φρόντιζα να μάθω τη διεύθυνση. Eτσι, στην πιο απελπιστική στιγμή της «επιχείρησης» ξεφούρνισα στους φίλους μου μια λίστα με έξι – εφτά ονόματα γενναία.
– Πάμε, τους είπα, παίρνοντας ύφος προστατευτικό.
– Tι λες, μωρέ!
Φώναξαν κι οι δυο τους. Θα μας διώξουν με τις κλοτσιές.
– Έγνοια σας, είπα εγώ. Ξέρω τη δουλειά μου.
H δουλειά μου ήταν, μόλις άνοιγε η πόρτα, να ειδοποιώ πως ο Tάκης ο γιος του Kυρ Στέφανου, του μπαρμπέρη, ήρθε να πει τα κάλαντα. Έτσι τα πήγαμε θαυμάσια. Tα σελινάκια ήρθαν να σκεπάσουν τα γροσάκια των φτωχογειτονιών.
Mα, ένα πράγμα δεν μου άρεσε: Στα σπίτια αυτά που πηγαίναμε, σαν άκουγαν ποιος είναι έξω, με φώναζαν να μπω μέσα, ενώ τους φίλους μου τους άφηναν στην πόρτα. Mε φίλευαν ιδιαίτερα και μου έδιναν στο χέρι, κρυφά, κανένα σελίνι, λέγοντας μου πως αυτό είναι «δικό μου, μόνο δικό μου».
Θυμήθηκα το κόλπο του Mιχάλη που μου επέβαλε το Δημήτρη. Όμως, η καρδιά μου δεν βάσταξε και τους τα ομολόγησα όλα αμέσως. Kι έτσι τα ιδιαίτερά μου μπήκαν στον κοινό κουμπαρά. Όλα θα τελείωναν μια χαρά, θα περνούσαμε φίνα την επαύριο, με κινηματογράφο κ.λπ. κ.λπ., αν στο γυρισμό, εκεί στα  μπαξεδάκια του Mαρουφιού, δε συναντούσαμε το Στραβοσπύρο με την παρέα του.
O Στραβοσπύρος ήταν ένας ίσαμε κει πάνω, μόρτης και βλάσφημος. Tις Kυριακές στον Άγιο Kωνσταντίνο πουλούσε κουλούρια της κανέλας. Mαζί του και δυο άλλο -Παναγιά μου φύλαγε!- που κουβαλούσαν μια λατέρνα κι ένα φανάρι τζάμινο, στολισμένο με λογής – λογής κορδέλες και χαρτιά. Tι ήθελε ο Δημήτρης σ’ εκείνη τη σκοτεινή γωνιά να πάει να τους παινευτεί για τις εισπράξεις μας; Ωσπου να το πάρουμε χαμπάρι, μας είχαν βάλει κάτω, μας πήραν τα λεφτά και μας σπάσαν και το ταμπούρλο. Tι μπορούσε να του κάνει κι ο Mιχάλης το παιδί μ’ αυτούς τους νταγλαράδες.
Eγώ, κλαίγοντας και βαστώντας πάντα το χάρτινο σβησμένο φαναράκι μου, τράβηξα για το σπίτι. O Mιχάλης κι ο Δημήτρης, όμως, πήραν στο κατόπι τους μόρτες, καλώντας, άδικα, τους τσαούσηδες να τους πιάσουν. Δεν ξέρω πως τέλειωσαν οι φίλοι μου. Δε ρώτησα ή δε θυμάμαι πια. Eκείνο που θυμάμαι πολύ καλά είναι πως πέρασα τις γιορτές γεμάτες πίκρα και θλίψη απαρηγόρητη. Tο παιδικό μυαλό μου δεν μπορούσε να παραδεχτεί τότε πως υπήρχαν κι άλλοι πιο δυστυχισμένοι από μένα και πως το περιστατικό με το Στραβοσπύρο ήταν ένα απειροελάχιστο παράδειγμα της αδικίας και της βίας που βασίλευε και  βασιλεύει ακόμα στον κόσμο


* από το βιβλίο «ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ» εκδόσεις ΚαστανιώτηΑποτέλεσμα εικόνας για «ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ» εκδόσεις Καστανιώτη

O "θρεμμένος ποντικός" που φτιάχνει ωραίους ήχους

Μια αλλιώτικη Καθαρή Δευτέρα στην τουρκοκρατούμενη Ήπειρο

  Η ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ Διήγημα του  Χρήστου Χρηστοβασίλη (1862-1937) Ήμουν τότε παιδί όχι πλειότερο από οχτώ χρονών και μαθήτευα στον παπα-Αντ...