Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη
Πρώτη δημοσίευση: Χριστούγεννα του 1896 ,στην εφημερίδα Ακρόπολις.
Ο προβλεπτικός ο κάπηλος, δια να έρχωνται ασκανδαλίστως να ψωνίζουν αι καλαί οικοκυράδες, αι γειτόνισσαι, είχε σιμά εις τα βαρέλια και τας φιάλας, προς επίδειξιν μάλλον, ολίγον σάπωνα, κόλλαν, ορύζιον και ζάχαριν, είχε δε και μύλον, δια να κόπτη καφέν. Αλλ’ έβλεπέ τις, πρωί και βράδυ, να εξέρχωνται ατημέλητοι και μισοκτενισμένοι γυναίκες, φέρουσαι την μίαν χείρα υπό την πτυχήν της εσθήτος, παρά το ισχίον, και τούτο εσήμαινεν, ότι το οψώνιον δεν ήτο σάπων, ούτε ορύζιον ή ζάχαρις.
΄Ηρχετο πολλάκις της ημέρας η γριά - Βασίλω, πτωχή, έρημη και ξένη στα ξένα, ήτις δεν είχε προλήψεις κι έπινε φανερά το ρούμι της. Ήρχετο και η κυρά-Κώσταινα η Κλησάρισσα, ήτις εβοηθούσε το κατά δύναμιν εις την εκκλησίαν, ισταμένη πλησίον του μανουαλίου, δια να κολλά τα κεριά, και όσας πεντάρας έπαιρνε την Κυριακήν, όλας τας έπινε, μετ’ ευσυνειδήτου ακριβείας, την Δευτέραν, Τρίτην και Τετάρτην.
Ήρχετο κι η Στρατίνα, νοικοκυρά με δύο σπίτια, οπού εφώναζεν εις την αυλόπορταν, εις τον δρόμον και εις το καπηλείον όλα τα μυστικά της, δηλ. τα μυστικά των άλλων, και μέρος μεν αυτών έμενον εις την αυλήν, μέρος δε έπιπτον εις το καπηλείον, και τα περισσότερα εχύνοντο εις τον δρόμον, κι εξενομάτιζε τον κόσμον, ποία νοικάρισσα της καθυστερεί δύο νοίκια, ποίος οφειλέτης της χρεωστεί τον τόκον, ποία γειτόνισσα της επήρεν ένα είδος, δανεικόν κι αγύριστον.
Ο μαστρο-Δημήτρης ο φραγκορράφτης της εχρωστούσε τρία νοίκια, ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος πέντε, και τον μήνα που έτρεχεν, εξ. Η Λενιώ, η κουμπάρα της, της πέρασε δευτέραν υποθήκην με δόλον εις το σπίτι, και τώρα ήτον ανάγκη να τρέχη εις δικηγόρους και συμβολαιογράφους, δια να εξασφαλίση τα δίκαιά της. Η Κατίνα, η ανεψιά της από τον πρώτον άνδρα της, της είχεν αφήσει ένα αμανάτι δια να την δανείση δέκα δραχμάς, και τώρα, ακτά την εκτίμησιν δύο χρυσοχόων, απεδείχθη, ότι το ασημικόν ήτο κάλπικον και δεν ήξιζεν ούτε όσα ήξιζαν τα δύο φυσέκια με τες σκουριασμένες μπακίρες – που, αφού, κατά την συνήθειάν της (αυτό δεν το έλεγεν, αλλά ήτο γνωστόν), έβγαλεν έξω το γερο-Στρατήν, τον άνδρα της, την κόρην της, την Μαργαρίταν και την εγγονήν της, την Λενούλαν, ήνοιξε την κρύπτην, απέθεσεν εκεί το ενέχυρον, έβγαλε το κομπόδεμα, έλαβε τα φυσέκια, και τα ενεχείρισε με τρόπον, οπού εσήμαινε να τα δώση και να μην τα δώση, κι εφαίνετο ως να εκολλούσαν τα χέρια της, εις την πτωχήν την Κατίναν.
Η Ασημίνα, η παλαιά νοικάρισσά της, τραγουδίστρα το επάγγελμα, όταν εξεκουμπίσθη κι έφυγε, της εχρωστούσε τρία μηνιάτικα και εννέα ημέρας. Και τα μεν έπιπλα, οπού έπρεπε κατά δίκαιον τρόπον να τα εκχωρήση εις την σπιτονοικοκυράν, τα παρέδωκεν εις τον κούκον της, τον τελευταίον αγαπητικόν της, που να τσάκιζε το πόδι της, να μην είχε σώσει ποτέ… Και εις αυτήν δεν έδωκεν άλλο τίποτε, παρά ένα παλιοφυλαχτόν εκεί, λιγδιασμένον, και της είπε μυστηριωδώς, ότι αυτό περιείχε Τίμιον Ξύλον… Σαν εκγρεμοτσακίσθη και έφυγε, το ανοίγει και αυτή εκ περιεργείας, και αντί Τιμίου Ξύλου, τί βλέπει;… κάτι κουρέλια, τρίχες, τούρκικα γράμματα, σκοντάματα, μαγικά, χαμένα πράματα… Τ’ ακούτε σεις αυτά;
Εισήλθε, ριγών, ο μαστρο-Παυλάκης και εζήτησεν ένα ρούμι. Το παιδί του καπηλείου, οπού τον ήξευρε καλά, του είπε·
–Έχεις πεντάρα;
Ο άνθρωπος έσεισε τους ώμους με τρόπον διφορούμενον.
–Βάλε συ το ρούμι, είπεν.
Πως να έχη πεντάρα; Καλά και τα λεπτά, καλή η δουλειά, καλό και το κρασί, καλή κι η κουβέντα, όλα καλά. Καλλίτερον απ' όλα η ραστώνη, το ν τ ό λ τ σ ε φ α ρ ν ι έ ν τε των αδελφών Ιταλών. Αν εις αυτόν ανετίθετο να συντάξη τον κανονισμόν της εβδομάδος, θα ώριζε την Κυριακήν δια σχόλην, την Δευτέραν δια χουζούρι, την Τρίτην δια σουλάτσο, την Τετάρτην, Πέμπτην και Παρασκευήν δι εργασίαν, και το Σάββατον δια ξεκούρασμα. Ποιός λέγει, ότι αι εορταί είναι πάρα πολλαί δια τους ορθοδόξους Έλληνας, και αι εργάσιμοι είναι πολύ ολίγαι; Αυτά τα λέγουν όσοι δεν έκαμαν ποτέ σωματικήν εργασίαν και ηξεύρουν μόνον δια τους άλλους να θεσμοθετούν.
Ακριβώς την ώραν ταύτην ήλθεν απ’ αντικρύ ο Δημήτρης ο φραγκορράφτης, δια να πίη το πρωινόν του. Μόνην παρηγορίαν είχε, να κάμνη αυτά τα συχνά ταξιδάκια, καθώς τα ωνόμαζε. Διέκοπτεν επί πέντε λεπτά την εργασίαν του, δέκα φοράς την ημέραν, και ήρχετο να πίνη ένα κρασί. Έπαιρνεν εργασίαν από τα μαγαζιά και εδούλευεν ως κάλφας εις το δωμάτιόν του. Εισήλθε και παρήγγειλεν ένα κρασί. Είτα, ιδών τον Παύλον·
–Βάλε και του μαστρο-Παυλάκη ένα ρούμι, είπεν.
Ως από Θεού σταλμένος, δια να λύση το ζήτημα της πεντάρας, μεταξύ του πελάτου και του υπηρέτου, εκάθισε πλησίον του Παύλου και ήρχισε τοιαύτην ομιλίαν, η οποία ήτο μεν συνέχεια των ιδίων λογισμών του, εις δε τον Παύλον εφάνη ως συνηγορία υπέρ των ιδικών του παραπόνων.
–Που σκόλη και γιορτή, μαστρο-Παυλέτο, φίλε μου, είπεν· ούτε καθισιό, ούτε χουζούρι. Τ’ Άη-Νικολάου δουλέψαμε, τ’ Άη-Σπυρίδωνα δουλέψαμε, την Κυριακή προχθές δουλέψαμε. Έρχονται Χριστούγεννα, και θαρρώ, πως θα δουλεύουμε, χρονιάρα μέρα…
Ο Παύλος έσεισε την κεφαλήν.
–Θέλω κάτι να πω, αλλά δεν ξέρω για να τα σταμπάρω περί γραμμάτου μαστρο-Δημήτρη μου, είπε. Μου φαίνεται, πως αυτοί οι μαστόροι, αυτοί οι αρχόντοι, αυτή η κοινωνία πολύ κακά έχουνε διωρισμένα τα πράγματα. Αντί να είναι η δουλειά μοιρασμένη ίσια τις καθημερινές, πέφτει μονομιάς και μονομπάντα. Δουλεύουμε βιαστικά τις γιορτάδες, και ύστερα χασομερούμε εβδομάδες και μήνες τις καθημερινές.
–Είναι και η τεμπελιά εις το μέσο, είπε μετά πονηράς αυθαδείας το παιδί του καπηλείου, ωφεληθέν από μίαν στιγμήν, καθ’ ην ο αφέντης του είχεν ομιλίαν εις το κατώφλιον της θύρας και δεν ηδύνατο ν’ ακούση.
–Ας είναι, τί να σου κάμη η προκομμάδα και η τεμπελιά; είπεν ο Δημήτρης. Το σωστό είναι, πολλά κεσάτια και ολίγη μαζωμένη δουλειά. Καλά λέει ο μαστρο-Παύλος. Άλλο αν είμαι ακαμάτης εγώ, ας πούμε, ή ο Παύλος, ή ο Πέτρος, ή ο Κώστας ή ο Γκίκας. Εμένα η φαμίλια μου δουλεύει, εγώ δουλεύω, ο γυιός μου δουλεύει, το κορίτσι πάει στη μοδίστρα. Και μ’ όλα αυτά, δεν μπορούμε ακόμα να βγάλουμε τα νοίκια της κυρα-Στρατίνας. Δουλεύουμε για την σπιτονοικοκυρά, δουλεύουμε για τον μπακάλη, για τον μανάβη, για τον τσαγκάρη, για τον έμπορο. Η κόρη θέλει το λούσο της· ο νέος θέλει το καφενείο του, το ρούχο του, το γλέντι του. Ύστερα, κάμε προκοπή.
–Υγρασία μεγάλη, μαστρο-Δημήτρη, είπεν ο Παυλέτος, αποκρινόμενος εις τους ιδίους στοχασμούς του. Υγρασία κάτω στα μαγαζιά, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαρειά, ρεματισμοί, κρυώματα. Ύστερα κόπιασε, αν αγαπάς, να αργάζης τομάρια. Το δικό μας το τομάρι άργασε πια, άργασε…
–Καλά αργασμένο το δικό σου, μαστρο-Παύλο, αυθαδίασε πάλιν ο υπηρέτης, αινιττόμενος ίσως τας μεταξύ του Παύλου και του γυναικαδέλφου του σκηνάς.
Είτα εισήλθεν ο κάπηλος. Ο μαστρο-Δημήτρης απήλθε, να επαναλάβη την εργασίαν του και η ομιλία έπαυσεν.
Ο μαστρο-Παύλος αφέθη εις τας φαντασίας του. Σάββατον σήμερον, μεθαύριον παραμονή, την άλλην Χριστούγεννα. Να είχε τουλάχιστον λεπτά δια να αγοράση ένα γαλόπουλο, να κάμη και αυτός Χριστούγεννα στο σπίτι του, καθώς όλοι! Μετενόει τώρα πικρώς, διότι δεν επήγε τας τελευταίας ημέρας εις τα βυρσοδεψεία να δουλεύση και να βγάλη ολίγα λεπτά, δια να περάση πτωχικά τας εορτάς. «Υγρασία μεγάλη, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαρειά. Κόπιασε να αργάζης τομάρια! Το σικό μας το τομάρι θέλει άργασμα!»
Είχεν ακούσει τον λαϊκόν μύθον δια τον τεμπέλην, οπού επήγαιναν να τον κρεμάσουν, και όστις συγκατένευσε να ζήση υπό τον όρον να είναι «βρεμένο το παξιμάδι». Εγνώριζε και την άλλην διήγησιν δια το τεμπελχανιό, το οποίον ίδρυσε, λέγουν, ο Μεχμέτ Αλής εις την πατρίδα του Καβάλαν. Εκεί, επειδή το κακόν είχε παραγίνει, ο επιστάτης εσοφίσθη να στρώνη μίαν ψάθαν, επί της οποίας ηνάγκαζε τους αέργους να εξαπλώνωνται. Είτα έβαζε φωτιάν εις την ψάθαν. Όποιος επροτίμα να καή, παρά να σηκωθή από την θέσιν του, ήτο σωστός τεμπέλης και εδικαιούτο να φάγη δωρεάν το πιλάφι. Όποιος εσηκώνετο και έφευγε το πυρ, δεν ήτο σωστός τεμπέλης και έχανε τα δικαιώματα. Τόσοι Βαλλιάνοι, τόσοι Αβέρωφ και Συγγροί, εσκέπτετο ο μαστρο–Παύλος, και κανείς εξ αυτών να μην ιδρύση παραπλήσιόν τι εις τας Αθήνας!
Ο μαστρο-Παυλάκης επεριδιάβασεν ακόμη δύο ημέρας και την άλλην ήτο παραμονή. Το γαλόπουλο δεν έπαυσε να το ονειροπολή και να το ορέγεται. Πώς να το προμηθευθή;
Αφού ενύκτωσε, διωγμένος καθώς ήτον από το σπίτι, απετόλμησε και ήλθεν από ένα πλάγιον δρομίσκον και ήτον έτοιμος να χωθή εις το καπηλείον. Ο νους του ήτο αναποσπάστως προσηλωμένος εις το γαλόπουλο. Θα εχρησίμευε τούτο, εάν το είχε, και ως μέσον συνδιαλλαγής με την γυναίκα του.
Εκεί, καθώς εστράφη να εμβή εις το καπηλείον, βλέπει εν παιδίον της αγοράς, με μίαν κοφίναν επ’ ώμων, ήτις εφαίνετο ακριβώς να περικλείη ένα γάλον, αγριολάχανα, πορτοκάλια, ίσως και βούτυρον και άλλα καλά πράγματα. Το παιδίον εκοίταζε δεξιά και αριστερά και εφαίνετο να αναζητή οικίαν τινά. Ήτο έτοιμον να εισέλθη εις το καπηλείον δια να ερωτήση. Έπειτα είδε τον Παύλον και εστράφη προς αυτόν·
–Ξέρεις, πατριώτη, του λόγου σου, που είναι εδώ χάμου το σπίτι του κυρ-Θανάση του Μπελιοπούλου;
–Του κυρ-Θανάση του Μπε…
Αστραπή, ως ιδέα, έλαμψεν εις το πνεύμα του Παύλου.
–Μούπε τον αριθμό και το εξέχασα τώρα γρήγορα έπιασε σπίτι εδώ χάμου, σ’ αυτόν το δρόμο… τον είχα μουστερή από πρώτα… μπροστήτερα καθότανε παρά πέρα, στο Γεράνι.
–Του κυρ-Θανάση του Μπελιοπούλου! αυτοσχεδίασε ο μαστρο-Παύλος· να, εδώ είναι το σπίτι του. Να φωνάξης την κυρα–Παύλαινα, μέσα στην κάτω κάμαρα, στο ισόγειο… αυτή είναι η νοικοκυρά του… πως να πώ; είναι η γενειά του… τη έχει λύσε-δέσε, σ” όλα τα πάντα… οικονόμισσα στο νοικοκυριό του… είναι κουνιάδα του… μαθές θέλω να πω, ανιψιά του… φώναξέ την και δώσε της τα ψώνια.
Και βαδίσας ο ίδιος πέντε βήματα, κατά την θύραν της αυλής, έκαμε πως φώναξε·
–Κυρά-Παύλαινα, κόπιασ’ εδώ να πάρης τα ψώνιαμ που σου στέλλει ο κύριος… ο αφέντης σου.
Καλά ήλθαν τα πράγματα έως τώρα. Ο μαστρο-Παυλάκης έτριβε τας χείρας και ησθάνετο εις την ρίνα του την κνίσαν του ψητού κούρκου. Και δεν τον έμελλε τόσον δια τον κούρκον, αλλά θα εφιλιώνετο με τη γυναίκα του. Την νύκτα επέρασεν εις εν ολονύκτιον καφενείον και το πρωί επήγεν εις την εκκλησίαν.
Όλην την ημέραν προσεκολλήθη εις μίαν συντροφιάν, έπειτα εις μίαν άλλην παλαιών γνωρίμων του, εις το καπηλείον, όπου έμεινε τας περισσοτέρας ώρας ανοικτόν, με τα παράθυρα κλεισμένα, και επέρασε με ολίγους μεζέδες και με αρκετά κεράσματα.
Το βράδυ, αφού ενύκτωσε, επήγε με τόλμην από τας πολλάς σπονδάς και από την ενθύμησιν του κούρκου και έκρουε την θύραν της οικογενείας του. Η θύρα ήτο κλεισμένη έσωθεν.
–Καλησπέρα, κυρα-Παύλαινα, εφώναξεν απ’έξω, χρόνους πολλούς. Πώς πήγε ο γάλος; Βλέπεις, εγώ πάλε;
Ουκ ην φωνή, ουδέ ακρόασις. Όλη η αυλή ήτο ήσυχος. Τα ισόγεια, αι τρώγλαι, τα κοτέτσια της κυρα-Στρατίνας, όλα εκοιμώντο. Ο σκύλος μόνον εγνώρισε τον μαστρο-Παύλον, έγρυξεν ολίγον και πάλιν ησύχασεν.
Υπήρχον εκεί εκτός από το ψυχομέτρι τριων ή τεσσάρων οικογενειών, οπού εκατοικούσαν εις τ' ανήλια δωμάτια, δύο γίδες, δώδεκα όρνιθες, τέσσαρες γάτοι, δύο ινδιάνοι και πολλά ζεύγη περιστερών. Αι δύο γίδες ανεχάραζαν βαθιά εις το σκεπασμένο μανδράκι τους, αι όρνιθες έκλωζον υποκώφως εις το κοτέτσια τους, τα περιστέρια είχαν μαζωχθή εις τους περιστερώνας περίτρομαα από το κυνήγι, οπού ήρχιζον εναντίον των την νύκτα οι γάτοι. Όλοι αυτοί οι μικροί θόρυβοι ήσαν το ροχάλισμα της αυλής κοιμωμένης.
Πάραυτα ηκούσθη κρότος βημάτων εις το σπίτι.
–Έ, μαστρο-Παύλε, είπε πλησιάσασα η κυρα-Στρατίνα, νάχουμε και καλό ρώτημα… Τί γάλος και γαλίζεις και γυαλίζεις και καλό να μούχης, ασίκη μου; Είδαμε κι επάθαμε να σκεπάσουμε το πράμα, να μη προσβαλθή το σπίτι… Εκείνος που ήτον δικός του ο γάλος, ήλθε μεσάνυκτα κι εφώναζε, έκανε το κακό, και μας φοβέριζεν όλους, κι η φαμίλια σου, επειδής τον είχε κόψει το γάλο, μαθές, και τον είχε βάλει στο τσουκάλι, βρέθηκε στα στενά… κλειδώθηκε μες στην κάμαρα, και δεν ήξευρε τι να κάμη… Είπε και ο κουνιάδος σου.. καλό κελεπούρι ήτανε κι αυτό, μαθές… και επέρασεν η φαμίλια σου όλην την ημέραν κλειδομανταλωμένη μέσα, από φόβον μην ξαναέλθη εκείνος πούχε το γάλο και μας φέρη και την αστυνομία… ήτον φόβος να μην προσβαλθή κι εμένα το σπίτι μου. Άλλη φορά, τέτοιαα αστεία να μην τα κάνης, μαστρο-Παυλάκη. Τέτοια προσβολή να λείπη από το σπίτι μου, εμένα, τ’ ακουσες;
Ο μαστρο-Παύλος ηρώτησε δειλά·
–Τώρα… είναι μέσα η φαμίλια μου;
–Είναι μέσα όλοι τους, κι έχουνε κλειδωμένα καλά, και το φως κατεβασμένο, δια τον φόβο των Ιουδαίων. Κοίταξε, μη σε νοιώση από πουθενά, κείνος ο σκιάς ο κουνιάδος σου, πάλε…
–Είναι μέσα;
–Ή μέσα είναι, ή όπου είναι έφθασε… να, κάπου ακούω τη φωνή του.
Ηκούσθη, τω όντι, μία φωνή εκεί πλησίον, ήτις δεν υπέσχετο καλά δια τον νυκτερινόν επισκέπτην.
–Έ, μαστρο-Παυλίνε, έλεγε, καλός ήταν ο γάλος…
Ποίος ήτον ο ομιλήσας, άδηλον. Ίσως να ήτο ο μαστρο-Δημήτρης ο γείτων. Δυνατόν να ήτο και ο φοβερός γυναικάδελφος του μαστρο–Παύλου.
–Και να μην πάρω κι εγώ ένα μεζέ; παρεπονέθη ως τόσον ο άνθρωπός μας.
Τι σου χρειάζεται ο μεζές, μαστρο-Παυλάκη μου; επανέλαβεν η Στρατίνα. Τα πράματα είναι πολύ σκούρα. Άφσε τα αυτά. Δουλειά, δουλειά! Η δουλειά βγάζει παλληκάρια. Ό,τι έγινε–έγινε, να πας να δουλέψης, να μου φέρης εμένα τα νοίκια μου. Τ’ ακούς;
–Τ’ ακούω.
–Φέρε μου εσύ τον παρά, κι εγώ, με όλη τη φτώχεια, την θυσιάζω μια γαλοπούλα και τρώμε. Ηκούσθη από μέσα βραχνός μορμυρισμός, είτα φωνή μικρού παιδιού είπε
–Την υγειά σου, μάτο-Πάλο, τεμελόκυλο, κακέ πατέλα. Τόνε φάαμε το λάλο. Να πάλε κι εσύ πέντε, κι άλλε πέντε, δέκα!
Προφανώς ήτον μέσα ο φοβερός ο γυναικάδελφος, και είχε δασκαλέψει το παιδί να τα φωνάζη αυτά.
–Μη στέκεσαι στιγμή, μαστρο-Παυλέτο, είπεν η Στρατίνα· το καλό που σου θέλω! Δρόμο τώρα, και μεθαύριο δουλειά, δουλειά!…
Ηκούσθη κρότος, ως να εσηκώθη τις από μέσα, και να επλησίαζε με βαρύ βήμα προς την θύραν.
–Δρόμο, επανέλαβε μηχανικώς ο Παύλος, συμμορφούμενος εμπράκτως με την λέξιν… δρόμο και δουλειά!
Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ
Α Slacker’s Christmas
(Title of the Original: Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη)
Translated by Vassilis C. Militsis
|
Greek News - Greek-American Weekly Newspaper
The gelid northerly wind was blowing and high up in the mountains was snowing. One morning, master-Pavlos Piskoletos entered Patsopoulos’ public house to steady himself with an invigorating cup of rum, as he was ousted from home by his wife, reviled by his mother-in-law, beaten by his brother-in-law, exorcised by Madam Stratina, his landlady and shown the open palm by his three-year-old son, diligently coached by his worthy uncle to do this reviling gesture, the way parents do among the scum of society – how to revile, swear, blaspheme, and generally be utterly irreverent to holy symbols, such as the holy Cross, icons, candles, censers and kollyva.* Tales appropriate for the Athenian public!
The farsighted tapster had foreseen to display next to the casks and bottles of grog some bars of soap, starch, rice and sugar in order for the neighboring decent housewives to come and buy without creating a scandal. He also had a coffee mill available. However, you could sometimes see, in the morning on in the evening, ill-kempt, slovenly women holding a hand under the fold of their dress at the hip, which meant that the purchase was not soap or rice or sugar.
Many times in the day, old Vassilo, a poor and derelict stranger, but free from prejudice, frequented the house to drink her rum in full view. Another customer was Mistress-Kostaina, the church help, who attended to the chores as much as she could, standing by the tall candle-stand to attach the candles in the proper order, and the pennies she earned on Sunday she spent all on drinking with conscientious precision on Monday, Tuesday and Wednesday. Among the other women customers was an owner of two houses, Stratina, who at the gate, the yard, the street and the pub aired all her secrets, more precisely the secrets of others. Some secrets fell in the courtyard and some were disclosed in the pub; most of them were divulged in the street, where she gave the names: which tenant had delayed a two-month rent, which debtor had not paid her the interest, which lady from the neighborhood had borrowed something they had not returned.
Master-Dimitris, the frock tailor, was three months behind his rent, Master-Pavlos Pikoletos five, counting the current month, six. Her best woman, Lenio, had deceitfully mortgaged her house twice, and now Stratina had to resort to lawyers and notaries to secure her rights. Katina, a niece of her ex-husband’s, had pawned to her a silver item in lieu of ten drachmas, and now according to the assessment of two goldsmiths, the item proved to be bogus, not worth the two rolls of the rusty copper coins – which, as was her wont, (this she did not say, but it was widely known) made old Stratis, her husband, go out of the house along with Margarita, her daughter, and Lenoula, her granddaughter; then she opened the stash cache, took out the two rolls of coins and with secret reluctance, as though the money was glued to her hands, handed them to poor Katina.
When Assimina, her former tenant, a songstress by profession, cleared out, she owed her three months and nine days’ rent. And her furniture, which she should justly have relinquished to her landlady, she gave it away to her recent boyfriend – may she have broken her leg, may she always be cursed… Stratina received no more than a worthless, greasy old amulet, which, Assimina confidentially told her, contained wood from the Holy Cross … As soon as the artiste beat the hell out, the landlady, burning with curiosity, opened the charm and instead of the Holy Wood, what did she find? … a tangle of rags, hairs, Arabic script, different wizardry – worthless things … Can you hear that, neighbors?
Master-Pavlakis (as Pavlos was called by his diminutive) entered the shop shivering and ordered a cup of rum. The pub’s help knowing him well asked:
⦁ Have you got a nickel?
The man shrugged his shoulders ambiguously.
⦁ Bring me one, he said
He had no nickel. Money was all right, so was work, and wine, and good company. Best of all however was indolence, what fratelli Italians called dolce far niente. If he were assigned to make out the rules of the week, he would appoint Sunday as a holiday, Monday for leisure, Tuesday for sauntering around, Wednesday, Thursday and Friday for work, and Saturday for rest. Who claims that the Greek orthodox holidays are too many and the working days too few? This is said by those who have never done any manual labor and they only know to pass laws for others.
Just at the same moment, Dimitris, the frock tailor came from across to have his morning drink. His only consolation was the frequent short trips, as he used to call his drinking visits to the shop. He made five-minute pauses from his work, ten times a day, and went over to have a drink of wine. He also carried his work home and worked in his room as if he were an apprentice.
The frock tailor came into the shop and ordered a cup of wine. On seeing Pavlos, he said:
⦁ Pour a cup of rum for Pavlakis, too.
As if were sent by God to settle the nickel problem between the patron and the waiter, the tailor sat next to Pavlos and took up such a conversation as was the train of his thoughts, but to Pavlos seemed to advocate his own grievances.
⦁ There’s not such a thing as a holiday or a day-off, my friend, master-Pavleto (another diminutive). Neither is there idleness nor leisure. We had to work on Saint Nicholas’ Day, and on Saint Spyridon’s Day; on the day before yesterday, on Sunday we also worked. Christmas is drawing near and I expect to be working, too, on a holy day as it is…
Pavlos nodded his head.
⦁ I want to say something, but I don’t know how to say it, as I’m ill-lettered, master-Dimitris, my friend. It seems to me that all these leaders and rulers of the world, society in general, have set things amiss. Instead of work and leisure being equally divided on working days, either falls lopsidedly. We work hurriedly on holidays and then we dawdle for weeks and months on workdays.
⦁ What about laziness in the meantime?
interrupted with a sly impertinence the help boy of the pub, taking advantage of the fact that his boss was engaged talking with someone at the threshold and could not listen.
⦁ Let it be; what use is hard work or idleness? Wondered Dimitris. As things stand, there’s a big slack of employment and little accumulated work. Master-Pavlos is right, no matter who is lazy, be he myself, or Pavlos, or Petros, or Kostas, or Ghikas. My whole family works, I work, my son works, my daughter is a seamstress apprentice. Despite all this, we can’t make ends meet; we can’t even pay the rent to Stratina. We work for the landlady, for the grocer, the vegetable seller, the shoemaker, the trader. My daughter wants her finery, my son his pastime at the coffeehouse, he also needs new clothes, his entertainment. And then how can you prosper?
⦁ Very damp, master-Dimitris, said Pavletos responding to his own thoughts. Too damp down in the tanneries, the place is too low, heavy work, rheumatism, and colds. Then come, if you dare, to tan hides. Our own hides have already been tanned.
⦁ Yours is well tanned all right, master-Pavlos, the waiter was again being impertinent,
this time alluding to the scenes between Pavlos and his wife’s brother.
Then came over the tapster. Master-Dimitris left to resume his work and the conversation was interrupted.
Master-Pavlos became absorbed in his own imaginings. Today is Saturday, the day after tomorrow is Christmas Eve and the day after, Christmas. If he only had some money at least to buy a poult, as everybody did, for the Christmas feast! Now he sorely regretted not going to the tanneries the last days to work his way into some money so he could spend the season’s holidays frugally. “Too soggy, the place is too low, the work too heavy. Dare come to tan hides! Our skin wants tanning!”
He knew the popular tale about the lazy bloke who was about to hang and condescended to have his life spared provided his rusk was “soggy”. He also knew another story about Idlers’ Inn, allegedly founded by Mehmet Ali in his native town of Kavala. There, since there was too much, idling, the custodian of the inn contrived to lay down a mat where he made idlers lie down and then set the mat on fire. Those who preferred being burnt to getting up were genuine lazybones, who were entitled to eating the offered pilaf. Those who got up to avoid being burnt were not real sluggards and forfeited their rights. There were so many families of benefactors, such as Vallianoses, Averoffs, Syngroses – thought master-Pavlos – and none thought to set up a similar establishment in Athens!
Master-Pavlakis let two days pass by until Christmas Eve came. He did not cease to daydream and hanker after the poult. How could he procure one?
After nightfall, driven out of his house, as usual, he ventured towards the pub through a side alley and was about to get into it. His mind was constantly on the poult. The fowl would also come very handy as a means of making up with his wife.
There, as he was on the point of entering the taproom, he spied a boy carrying on his shoulder a hamper, which appeared to contain a turkey, horseweeds, oranges, some butter perhaps and different groceries. The boy was looking around apparently seeking some house or other. He was about to enter the shop to ask, and on seeing Pavlos turned to him.
⦁ Eh, pal, do you happen to know where Mister Thanassis Βeliopoulos’ house is hereabouts?
⦁ Mister Thanassis Be…
Then Pavlos had a bright idea.
⦁ He’s told me the number and just forgotten it, said the boy. He must have recently found a house in this street … he used to be our customer … he stayed farther on at Gerani before.
⦁ Ah, Mister Thanassis Beliopoulos’! dissembled master-Pavlos, see, that’s his house. Call for mistress-Pavlaina, inside the yard in the ground-floor room … she’s his landlady … how shall I put it? She’s family … he lets her have a free hand on everything … she’s very thrifty with his household … she’s his sister-in-law … I mean, she’s his niece … call for her and give her the shopping.
And taking a few steps to the yard gate, he pretended to call:
⦁ Eh, mistress-Pavlaina, come over here to get the goodies your master … the head of the house has sent.
So far so good. Master-Pavlakis was rubbing his hands and seemed to feel on his nose the tickling from the odor of roasted turkey. But he did not care so much for the turkey as for making up with his wife. He spent the night in an overnight coffee-house and in the morning he went to church.
All day long he joined company after company of old acquaintances in the pub, which was open for the most of the day but his windows were shut. He spent the day on some tidbits and many treats.
At nightfall after many libations, fortified with courage and recalling the turkey, he knocked his family’s door, which was barred from inside.
⦁ Good evening mistress-Pavlaina, Merry Christmas, he cried from outside. How did you like the turkey? You see how I’ve provided for you?
No response from inside. All in the courtyard was quiet. The ground-floor premises, the basement, Mrs Stratina’s chicken coops – all was sleeping. The dog only recognizing master-Pavlos, growled a little and became quiet. Besides three or four families residing in the sunless rooms, there were also two goats, a dozen hens, four tomcats, two turkeys and several pairs of pigeons. The goats were chewing the cud deep in their sheltered small corral, the hens clunking in their perches, the pigeons gathered in their cotes frightened by the tomcats, which hunted them in the night. All these small sounds were the snoring of the slumbering yard.
Soon, there was heard the thump of footfalls inside the house.
⦁ Eh, master-Pavlos, said mistress-Stratina coming near him. What are you talking about? What turkey are you babbling and bragging about, bless you, my lad? We’d been at pains to cover up the scandal, so that the house would not be insulted … The man who should have had the turkey came around midnight and cried his head off threatening all of us, your family in particular, who had already put the turkey in the pot to cook. They were very embarrassed and didn’t know what to do … your brother-in-law said that’s quite a gag of you … locked themselves in all day long dreading lest the owner of the turkey came again and called the police … I was also scared dead about the reputation of my house. No more of your jests, master-Pavlakis. I won’t stand such a shame on my house, do you hear?
⦁ Now … is my family in? Master-Pavlos asked timidly.
⦁ They’re all in, locked up, the lamp turned down for the fear of Jews. Watch out for that boorish brother-in-law of yours, or else…
⦁ Is he in?
⦁ Whether he’s in or not, he must be coming … there I can hear his voice someplace.
Indeed a voice was heard from near about, which foreboded no good to the nocturnal visitor.
⦁ Eh, master-Pavlinos, someone said, very tasty, your turkey…
The one that spoke did not show himself. Perhaps it was master-Dimitris, his neighbor or the dreadful master-Pavlos’ brother-in-law, his sister’s husband.
⦁ Couldn’t I possibly have a snack from the turkey? Asked our man plaintively.
⦁ What use can the snack be to you, my good master-Pavlakis? Things are very grim. Let it be. Work is good for you, only work! Brave men are proved by work. Now it’s all done and over with. You’d better go and work, so that you can bring the rent due to me. Do you hear?
⦁ I do.
⦁ Bring me the money, and in spite of my destitution, I’ll sacrifice one my turkeys to feast.
From within the house a raucous murmur was heard followed by a little child’s voice saying:
⦁ To yaw health, matte-Palo, lathy dog, bad fatha. We’ve ate de toiky. So hea, take five fom my open palm, plus five mo’ fom my otha!
Apparently, his wife’s frightful brother was in the house and had instructed the child to utter these words.
⦁ Don’t tarry a moment, master-Pavletos, said Stratina, for your own good! Off you go now and from the day after tomorrow set down to work!
There was some noise from within as if someone were walking with a heavy step to the door.
⦁ Off I go, Pavlos repeated unconsciously,
Actively agreeing with the word … off you go and work.
*It is a dish based on boiled wheat that is used liturgically in the Eastern Orthodox Church for commemorations of the dead.
______________________
ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΣΕ ΜΙΑ ΠΑΛΙΑ ΑΛΛΑ ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΔΙΑΣΚΕΥΗ
ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ
Νότης ΠεριγιάληςΓιάννης Αργύρης
Τάκης Βουλαλάς
Τζόλη Γαρμπή
Νάσος Κεδράκας
Θάνος Δαδεινόπουλος
Κώστας Καφάσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου