Δευτέρα, Δεκεμβρίου 24, 2018

Ο άλλος κυρ Αλέξανδρος της Σκιάθου

Μωραϊτίδης, Αλέξανδρος, 1850-1929




Αλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850-1929). Ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης γεννήθηκε στη Σκιάθο, πρωτότοκος γιος ανάμεσα σε επτά αδέρφια. Ο πατέρας του, ξάδερφος της μητέρας του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, καταγόταν από αρχοντική οικογένεια του Μυστρά και η μητέρα του από ιερατική οικογένεια της Σκιάθου. Στη Σκιάθο τέλειωσε το δημοτικό σχολείο και το 1871 αποφοίτησε από το Βαρβάκειο γυμνάσιο στην Αθήνα σε ηλικία εικοσιενός ετών. Λόγος της καθυστέρησης ήταν η απουσία της τρίτης τάξης του γυμνασίου από τη Σκιάθο που σε συνδυασμό με την οικονομική ανέχεια της οικογένειάς του τον ανάγκασε να περιμένει αρκετά πριν το ταξίδι του στην Αθήνα. Ένα χρόνο αργότερα γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών από όπου αποφοίτησε δέκα χρόνια αργότερα (1881). Από το 1872 υπήρξε μέλος του Παρνασσού, όπου γνώρισε τους εκδότες Δημήτριο Κορομηλά και Βλάση Γαβριηλίδη. Με τη βοήθειά τους ξεκίνησε η ενασχόλησή του Μωραϊτίδη με τη δημοσιογραφία. Από το 1880 και για είκοσι χρόνια εργάστηκε ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση. Το 1901 παντρεύτηκε τη Βασιλική Φουλάκη, με την οποία αποφάσισαν να ζήσουν εν παρθενία. Από το 1907 ο Μωραϊτίδης εγκατέλειψε τη λογοτεχνική και δημοσιογραφική του δραστηριότητα και μετά το θάνατο της Βασιλικής (1914) αποτραβήχτηκε από τα εγκόσμια και ασχολήθηκε μόνο με τη συγγραφή και μετάφραση θεολογικών κειμένων ως το 1919, οπότε πείστηκε από το δημοσιογράφο Στέφανο Δάφνη να τυπώσει τον πρώτο τόμο των διηγημάτων του. Το 1914 τιμήθηκε με το Αριστείο των γραμμάτων και των Τεχνών. Το 1828 αναγορεύτηκε πρόσεδρο μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Λίγο πριν το θάνατό του έγινε μοναχός και άλλαξε το όνομά του σε Ανδρόνικος. Πέθανε το 1929. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1872 με το (θωρούμενο ως χαμένο) δράμα "Μιχαήλ Κομνηνός. Δεσπότης της Ηπείρου" που βραβεύτηκε στο Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό. Ένα χρόνο αργότερα παρουσίασε τη μετάφραση του ποιήματος "Η Βερενίκης κόμη" από τα λατινικά (1873). Το 1874 ανέλαβε τη δημοσίευση των πρακτικών της Ελληνικής Βουλής στην "Εφημερίδα", ενώ παράλληλα διακωμωδούσε την πολιτική κίνηση από τις στήλες της σατιρικής εφημερίδας "Αγορά", την οποία εξέδιδε ο ίδιος. Τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε το θεατρικό έργο "Βάρδας Καλλέργης" και ακολούθησε δυο χρόνια αργότερα "Η καταστροφή των Ψαρών", που βραβεύτηκε στο Νικοδήμειο διαγωνισμό και το ιστορικό μυθιστόρημα "Δημήτριος ο πολιορκητής". Από το 1874 και ως το 1881 δημοσίευσε ποιήματα θεατρικά μονόπρακτα αλλά και κριτικά άρθρα στο "Μη χάνεσαι" και σε ημερολόγια της εποχής. Το 1875 δημοσιεύτηκε στο "Αθηναϊκόν Ημερολόγιον" του Δημητρίου Κορομηλά η κωμωδία του "Τις πταίει" και το 1876 η κωμωδία "Τα δύο δόμινα". Πήρε μέρος στο Λασσάνειο δραματικό διαγωνισμό το 1889 και το 1896 με τα έργα "Άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως" και "Χαμάρετος" αντίστοιχα. Από το 1880 ως το 1907 δημοσίευσε σε εφημερίδες και περιοδικά διηγήματα και ταξιδιωτικές εντυπώσεις που εκδόθηκαν με τίτλους "Διηγήματα" και "Με του βορηά τα κύματα", σε δύο εξάτομες συλλογές. Ο Μωραϊτίδης δοκίμασε τις δυνατότητές του στην ποίηση, την πεζογραφία, το θέατρο, τη μετάφραση και το δοκίμιο. Η ποιητική του παραγωγή είναι μικρή σε έκταση και περιλαμβάνει λυρικά και θρησκευτικά ποιήματα, γραμμένα στη δημοτική (τα νεανικά του) και την καθαρεύουσα (εκείνα της ωριμότερης περιόδου της ζωής του). Για το θέατρο έγραψε αρχικά κωμωδίες και εν συνεχεία πέρασε στο χώρο της μίμησης της σαικσπηρικής γραφής. Ωστόσο στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας ο Μωραϊτίδης κατέχει κυρίως θέση διηγηματογράφου. Τα διηγήματά του εντάσσονται στο χώρο της ηθογραφίας και κυριαρχούνται από πνεύμα έντονης θρησκευτικότητας και αγάπης για τη φύση. Η γλώσσα τους είναι περίτεχνη καθαρεύουσα, με εξαίρεση τα διαλογικά μέρη. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη βλ. Άγρας Τέλλος, "Μωραϊτίδης Αλέξανδρος", Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 17. Αθήνα, Πυρσός, 1931 (τώρα και στον τόμο Τέλλος Άγρας Κριτικά Τόμος τρίτος· Μορφές και κείμενα της πεζογραφίας· Φιλολογική επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος, σ.3004-305. Αθήνα, Ερμής, 1984), Αργυρίου Αλεξ., "Μωραϊτίδης Αλέξανδρος", Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 7. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1987, Γιάκος Δημήτρης, "Μωραϊτίδης Αλέξανδρος", Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας10. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Δημητρακόπουλος Φώτης, "Αλέξανδρος Μωραϊτίδης", Η παλαιότερη πεζογραφία μας· Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Στ΄ (1880-1900), σ.210-228. Αθήνα, Σοκόλης, 1997.
(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2010) Χριστουγεννιάτικα διηγήματα, Εκδόσεις Πατάκη
(2009) Χριστουγεννιάτικα διηγήματα, Εκδόσεις Πατάκη
(2008) "Άρατε πύλας...", Παρρησία
(2008) Με του Βορηά τα κύματα, Εκδοτικός Οργανισμός Π. Κυριακίδη
(2006) Άγιον Όρος, Εκδόσεις του Φοίνικα
(2006) Κωνσταντινούπολις, Εκδοτικός Οργανισμός Π. Κυριακίδη
(1997) Χριστουγεννιάτικα διηγήματα, Εκδόσεις Πατάκη
(1990) Τα διηγήματα, Γνώση
(1987) Το τάξιμον, Νεφέλη
(1976) Με τα πανιά και άλλα διηγήματα, Παπαδημητρίου
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2016) Διηγήματα της θάλασσας, Αρμός
(2016) Το δικό μας Πάσχα, Νάρκισσος
(2015) Διηγήματα των Χριστουγέννων, Αρμός
(2013) Πάσχα των Ελλήνων, Άγκυρα
(2013) Χριστούγεννα και χιονιάς, Νάρκισσος
(2012) Αγαπημένες ελληνικές ιστορίες για τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, Μίνωας
(2008) Πάσχα των Ελλήνων, Άγκυρα
(2007) Οι πιο αγαπημένες ιστορίες για τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, Μίνωας
(2004) Ελληνικά διηγήματα, Εκδόσεις Πατάκη
(2004) Ο Όσιος Νήφων (1736-1809) και η Ιερά Μονή Ευαγγελισμού Σκιάθου, Ergo
(2003) Πασχαλινά διηγήματα, Αρμός
(1994) Διηγήματα των Χριστουγέννων, Αρμός
(1991) Τα διηγήματα, Γνώση
Μεταφράσεις
(2016) Πλάτων, Απολογία Σωκράτους, Ζαχαράκης Κ. Μ.
Αποτέλεσμα εικόνας για καστρο σκιαθουΑΛΤΑΝΟΥ (1890)
 


Αλέξανδρος Μωραϊτίδης


Τώρα είνε έρημον το χωριό μου, το Κάστρο μου. Εις τον βράχον του επάνω, τον υψηλόν, όπου υπήρχον τα σπιτάκια του χωριού μου, του Κάστρου μου, τα εύμορφα μικρά σπιτάκια, μόνον χαλάσματα έμειναν, και από της τόσαις εκκλησίτσαις του, μία μόνον απέμεινεν, ο Χριστός μόνον, ο κάτασπρος Χριστός, οπού μακρόθεν ξεχωρίζει ασπροβολών, πρωί- πρωί, εις του ηλίου το ακτινοβόλημα. Και όταν τα γλυκοχαράγματα εμφανισθή εις την πλαγιάν επάνω του βουνού ο ποιμήν, να προγγίση τα γίδια του, εις το Πρυή επάνω, τον Χριστόν θ' αντικρύση, κάτασπρον, την πρώτην εκκλησίαν, την Μητρόπολιν, καταμεσής 'ς το έρημο χωριό μου, εις το Κάστρο μου. Και κάμνων τον σταυρόν του θα ειπή:
— Χριστέ, βοήθει!
Και όταν πάλιν ο ναύτης ξαγναντίση με το καϊκάκι του από τον κάβον της Γλώσσας, ή από την Ζαγοράν, πρώτα-πρώτα τον Χριστόν θα ίδη, κάτασπρον, θα κάμη τον σταυρόν του και θα πη κι' αυτός:
— Χριστέ, βοήθει!
Κι' αν είνε και νησιώτης, θα ισάρη επάνω, ς' το πρυμνιό κατάρτι, την σημαία του, θα χαιρετίση την πατρίδα και θα πη κι' αυτός:
— Βοήθα με, Χριστέ μου!
Πόσαις φοραίς, ω έρημο χωριό μου, αχ! ω Κάστρο μου, επέρασα το σάπιο ξύλινο γεφυράκι σου, με τρέμοντα τα μέλη, με καρδίαν πάλλουσαν, με την μαννού μου την γρηά, για ν' ανάψωμε τα κανδηλάκια τ' ασημένια του Χριστού, ή και για να λειτουργήσουμε, και ύστερα να συνάξουμε κάππαρι και κρίταμα. Μ' εσταύρωνε τρεις φοραίς 'ς το στήθος η μαννού μου η γρηά, η Παπαλεξανδρίνα.
— Χριστέ βοήθει, Χριστέ βοήθει, Χριστέ βοήθει!
Κ' επερνούσα έτσι αβλαβής το ξύλινο γεφυράκι, που έτρεμε, που εσείετο, να πέση κάτω, εις το πετρώδες όρυγμα, δι' ου απεχωρίζετο από της άλλης νήσου το έρημο χωριό μου, το Κάστρο μου, μικρά βραχώδης, αιπεινή (=δυσπρόσιτος) χερσόννησος, φρούριον παμπάλαιον, από τον καιρόν των Βενετσιάνων, ερημωθέν μετέπειτα, διά γεφύρας ξυλίνης, άνω βαθυτάτου χάσματος, συνδεόμενον προς την όλην νήσον. Η γέφυρα αύτη εις τους χρόνους των κλεφτών ανεσύρετο την νύκτα προς ασφάλειαν, να μη το πατήσουν οι κλέφτες το αγαπημένον Κάστρο μου.
Πόσαις φοραίς μετά την λειτουργίαν ανίχνευα τας αγριοσυκάς, και πόσαις φοραίς πάλιν εσύναζα κάππαριν εις τους βράχους του, ή ανερευνούσα τας φωλεάς των αγριοπεριστερών, με κίνδυνον να πέσω κάτω, εις την άβυσσον των κυμάτων, τα οποία πάντοτε, αφρισμένα, δέρνουν, ως μαινόμενα, τα γκριφιασμένα μαύρα του θεμέλια και ψοφούν βοΰζοντα από της Χαλκιδικής τον αντίλαλον.
Και όταν πλέον ήθελα να επιστρέψω εις την κωμόπολιν, με τάλλα τα παιδιά, κατεβαίναμεν ολίγον παρακάτω από τον Χριστόν, εκεί όπου ο βράχος κατέρχεται αποτόμως προς την θάλασσαν, και όπου σχηματίζεται χάσμα επικίνδυνον, πληρούμενον αιωνίως θαλασσοβοής και αφρού των κυμάτων, τα οποία μέσα εκεί ροχθούν και αλαλάζουν, ότε το χάσμα φοβερόν αντιλαλεί, μακράν, ως ν' αποθνήσκη εκεί κάτω ζωντανή ψυχή, και κράζει και ζητεί βοήθειαν. Με τάλλα τα παιδιά, διαβαίνοντες τ' απάτητα χαλάσματα των οικίσκων γεμάτα όφεις και σκορπίους, εφθάναμεν επάνω εις το όρυγμα, ν' ακούσωμεν τον πένθιμον αντίλαλον, με φρίκην. Ν' ακροασθώμεν τρέμοντες τον ύστατον της Αλτανούς της χήρας βογγητόν, της χήρας όπου είχε τα πολλά παιδιά, διάλογον συνάπτοντες εν τρόμω προς τον γοερόν αντίλαλον:
— Αλτανοουουουουού! . . .
— Ουουουουουουου! . . .
— Έχεις παιδιιιιί! . . .
— Εεεεεέχωωωω! . . .
— Πώς το λέεεεεένεεεε; . . .
— Μανωωωωώληηηηη . . .
— Τ' Άι-Μανώλη να μη βγήηηηη!
***

Αποτέλεσμα εικόνας για σκαμπαβίαΤην πρωίαν της παραμονής μόνον η σκαμπαβία του Μανώλη της Αλτανούς η ασπρογάλανη «Γαλανομμάτα» ήτο δεμένη μέσα εις το Διαπόρτι, μέρος μικρότατον θαλάσσης μεταξύ δύο σκοπέλων μεγάλων και υψηλών, κάτω ακριβώς του Κάστρου, προς το πέλαγος, οίτινες απέφραττον τον βορράν οπωσδήποτε. Δύο σκοπέλων τεφρών, οι οποίοι ως βάρκες εφαίνοντο, βλεπόμενοι από την πανύψηλον του Κάστρου άκραν. Εν μέσω αυτών εσχηματίζετο το γαλήνιον Διαπόρτι, όπερ ο Μανώλης μετεχειρίζετο ως όρμον του. Δύο-τρεις άλλαι, μικρότεραι σκαμπαβίαι, ήσαν συρμέναι έξω, υψηλά εις τους θάμνους της ακτής, διά την τρικυμίαν, εκεί όπου εκχύνεται του Αγά το Ρέμα, ένας χείμαρρος γεμάτος πρασινάδα εις τας όχθας του και καβούρια εις το ρεύμα του. Χιόνος παχύτατον στρώμα εκάλυπτεν όλην την νήσον από μιας ημέρας. Το χωρίον επάνω εις τον βράχον του ανεπαύετο ως κλωσσούν αγριοπερίστερον. Κανείς δεν εφαίνετο έξω άνθρωπος. Αλλ' ο Μανώλης της Αλτανούς με την γαλάζιαν χονδρήν γούναν του και τον γαλάζιον κούκον του ευρίσκετο εντός της σκαμπαβίας του, ετοιμάζων αυτήν προς πλουν. Την εξεχιόνισε καλά, έστησε τον ιστόν, εδοκίμασε το ιστίον, τους τροπωτήρας, προσέδεσε τον φλόκον, έβγαλε τα νερά, κ' έβλεπε προς την ακτήν, κάποιον αναμένων. Έβλεπεν όμως υπόπτως και τον ουρανόν και τα κατέναντι βουνά.
— Τα κατέβασε πάλιν τα μούτρα της η Ζαγορά! εψιθύρισεν, ιδών κατάμαυρον το Πήλιον.
Και κατελήφθη αίφνης υπό συνεχών χασμημάτων, και ήρχισε να συλλογίζηται. Αληθώς, ο Μανώλης την τρικυμίαν πολλάκις την περιεφρόνησεν, αλλ' αυτήν την φοράν ησθάνετο κάποιαν αόριστον αδιαθεσίαν. Έχωσε τα χέρια του εις της τσέπες του και διελογίζετο ως μετανοημένος εργάτης.
Ο πνευματικός τού είπε να μη δουλέψη την ημέραν της Παραμονής, αφού μάλιστα η χιών διέκοψε πάσαν εργασίαν. Ήτο Παραμονή των Χριστουγέννων. Του είπε να σηκωθή την νύκτα, ν' ακούση τας «Ώρας», να εξομολογηθή και να ετοιμασθή να μεταλάβη την επαύριον, τα Χριστούγεννα. Αλλ' έλα που είχε δώση τον λόγον του εις τον πάτερ- Γαλακτίωνα, τον οικονόμον της Μονής, να μεταφέρη τροφάς εις το αποκεκλεισμένον υπό των χιόνων Μετόχιον; Την τρικυμίαν, το γνωρίζομεν, πολλάκις, την περιεφρόνησεν, αλλά τον καλόν ναύλον ουδέποτε.
Αν το φορτίον ήτο έτοιμον από την αυγήν, δεν θα εσυλλογίζετο διόλου ο Μανώλης τους λόγους του πνευματικού του, αλλ' η βραδύτης του οικονόμου της Μονής και η μαυρίλα του Θερμαϊκού και τα συννεφάκια του Πηλίου τον έκαμον να ενθυμηθή όλα τα ανωτέρω και να χασμάται και να προτιμά να μη δουλέψη την ημέραν εκείνην, αλλά να ανέλθη επάνω και να ακούση την λειτουργίαν του, ως καλός χριστιανός. Πλην τέλος εφάνη εις την άμμον έξω ο οικονόμος ο πάτερ-Γαλακτίων, σύρων μετά κόπου ονάριον φορτωμένον. Ο Μανώλης ιδών αυτόν, πάραυτα με τα κουπιά επλησίασε προς την ακτήν, εις μέρος, όπου εσχηματίζετο φυσική διά σκοπέλων αποβάθρα, και εδιπλάρωσε την σκαμπαβίαν του με φόβον και με προσοχήν, να προφθάση πριν ξεσπάση ο άνεμος.
— Του οποίου, βλουημένε, άργησα κομμάτι, εδικαιολογείτο ο πάτερ- Γαλακτίων. Παραμονή βλέπεις.
Και συντόμως παρέδιδε το φορτίον, δυο σάκκους αλέσματος και δυο δοχεία πλήρη οίνου και ελαίου και έτερον μικρόν, περιέχον θερμαντικόν τι ποτόν. Ήτο κάθιδρως από την κουραστικήν κατάβασιν και κατακόκκινος — σφυρίξας, πρωί-πρωί και δύο-τρία ρούμια — με χιονισμένα τα κόκκινα γένεια του, ως να εκυλίσθη καθ' οδόν εις το χιόνι. Από του Κάστρου μέχρι της ακτής δεν είνε πολύ το διάστημα. Μία κατωφέρεια ξηρά και βραχώδης είνε μόνον, ήτις δεν είχε πιάσει και πολύ χιόνι.
Ενώ εγίνετο όμως η φόρτωσις, η μαυρίλα του Θερμαϊκού ηυξάνετο, εκτεινομένη προς νότον πλέον κελαινή(=μαύρη), και η κορυφή του Πηλίου εχάνετο ολίγον κατ' ολίγον εις τα νέφη, ενώ ριπαί κρυεραί του ανέμου συνετάραττον υπούλως την γαλήνην του πελάγους και την παγεράν σιγήν της χιονισμένης νήσου. Ένας πετεινός έξω από μίαν εκκλησίτσαν του βράχου είχε λαλήσει. Σημείον μεταβολής του καιρού. Ο πάτερ-Γαλακτίων προβλέπων εμπόδια και ακούων τα συνεχή του Μανώλη χασμήματα, εξηκολούθει να δικαιολογήται διά την βραδύτητά του, χασμώμενος όμως και αυτός.
— Του οποίου, τσινάει ο κυρ-Μέντιος. Πρώτη φορά, του οποίου, τον σαμαρώσαμε και τσινάει. Του οποίου, μ' έφυγε και πήγε μέσα εις τα χιόνια και μ' έρριξε κάτου, του οποίου, και μ' έκαμε τα μούτρα σαν δυο ώραις νύχτα . . . του οποίου . . .
— Έλα, του οποίου, και του οποίου, κάμε γλήγωρα, παρετήρησεν ο Μανώλης, και θα μας χαλάση ο καιρός.
Ο πάτερ-Γαλακτίων, αφού παρέδωσε το φορτίον, έκαμε κίνησιν ως να θέλη να επιβιβάση και τον όνον του. Συγχρόνως δε και ο Μανώλης και ο πάτερ-Γαλακτίων εχασμήθησαν.
— Του οποίου τι είνε βλουημένε;
Ηρώτησεν ο Μανώλης και ηθέλησε ν' απομακρύνη αποτόμως την σκαμπαβίαν.
Αλλ' ο πάτερ-Γαλακτίων βιαζόμενος ν' αποστείλη εις το Μετόχιον και το ονάριον, να τροφοδοτήση δε τους μοναχούς κινδυνεύοντας από της πείνης ένεκα του αποκλεισμού, ηύξησε τον ναύλον και έταξεν εις τον Μανώλην και έν αιγίδιον, όστις τότε ευρέθη εις την δυσάρεστον θέσιν να μη δύναται να περιφρονήση ένα τόσον καλόν ναύλον, συνοδευόμενον μάλιστα και με τόσον τρυφερόν και Χριστουγεννιάτικον δώρον.
— Εγώ να περιφρονήσω ποτέ μου ναύλον; έλεγε πάντοτε ο κυβερνήτης της «Γαλανομμάτας». Την τρικυμίαν μάλιστα, την περιφρονώ πάντοτε.
Μετ' ολίγον λοιπόν η γερή σκαμπαβία έκαμε το πανάκι της και απήρε, κατευθυνομένη προς δυσμάς. Ο Μανώλης χασμηθείς το τελευταίον ισχυρόν χάσμημά του, έπιασε το τιμόνι και διέταξε τον πάτερ-Γαλακτίωνα να μένη εις την πρώραν, προσέχων τον φλόκον. Το ονάριον ίστατο ακίνητον εν μέσω της κοιλίας του σκάφους, ως νύμφη κ' εκαμάρονε τα κύματα που εχαιρέτιζον όλα εν παρατάξει την ωραίαν του Μανώλη σκαμπαβίαν. Νησιώται τινές από τα ύψη του Κάστρου, ιδίως από την ταράτσαν της Πόρτας εθεώρουν περιέργως την αποπλέουσαν «Γαλανομμάταν», η οποία χορεύουσα και πηδώσα έσχιζε τα κύματα μετά χάριτος ζηλευτής, εν ώ ήδη ανεμοστρόβιλος σχηματισθείς εις την κορυφήν του Πηλίου, ανετάραττε το πέλαγος, κατάμαυρον ηπλωμένον, ως πένθιμον σινδόνιον.
— Δεν βλέπεις, αθεόφοβε, τον καιρό!
Ηκούσθη φωνή τρέμουσα γυναικός, από το μέρος του Χριστού το πενθίμως προς πάσαν φωνήν αντιλαλούν, όπου εγγύς ην ο οίκος της χήρας της Αλτανούς, ότε η σκαμπαβία διήρχετο κάτωθεν, ουρίως πλέουσα προς δυσμάς.
— Δεν βλέπεις, αθεόφοβε τον καιρό!
Επανέλαβεν ο πένθιμος αντίλαλος, πενθιμωτέραν καταστήσας την φωνήν της χήρας της Αλτανούς. Και ο πάτερ-Γαλακτίων και ο Μανώλης ατενίσαντες προς τ' άνω, όπου ακτινοβολούσεν ο κάτασπρος Χριστός με λάμπουσαν ήδη, χιονισμένην την οροφήν, έκαμαν τον σταυρόν των.
Ο Μανώλης βεβαίως τον έβλεπε τον καιρόν, αλλά δεν τον εφοβείτο. Με την γαλάζιαν γούναν του την χονδρήν, με τον γαλάζιον κούκκον του τον βαρύν, καθήμενος οπίσω εις την πρύμνην, εκράτει σθεναρώς το πηδάλιον άδων συγχρόνως:
Σαν αποθάνω, μάννα μου, 'ς το κύμα να με ρίξης . . . ν' αρθούν οι γλάροι να με κλαιν . . .
— Μανώλη!
Ηκούσθη και πάλιν φωνή κλαίουσα από του βράχου, φωνή πενθούντος, η φωνή της χήρας της Αλτανούς.
— Μανωωωώληηη!
Επανέλαβε πάλιν μίαν φοράν ο αντίλαλος, θρηνητικώτερον, πενθιμώτερον ακόμη. . .
Το ονάριον έστρεψε την κεφαλήν του αντιθέτως, ίνα μη προσπίπτη εις το κτηνωδώς ακίνητον πρόσωπόν του το χιονόνερον, όπερ ήρχισε να επιρρίπτη ορμητικώς ο γραίγο-λεβάντες την στιγμή εκείνην εκραγείς μετά βίας.
Η σκαμπαβία έπλεε ταχέως. Ήδη απεμακρύνθη του Κάστρου, ενώ το χιονόνερον ετίναζεν εις την πρύμνην της «Γαλανομμάτας» τον τελευταίον αντίλαλον της Αλτανούς, πένθιμον πάντοτε, ως στεναγμόν πνιγομένου:
— Μανωωωώληηη!
***
Η χήρα η Αλτανού, μία υψηλή-υψηλή χήρα, 'σαν λεύκα, με μια μαύρη μανδήλα πάντοτε, και με μια πλέον μαύρη καρδιά, καρδιάν θαλασσοκαμένην, είχε χάσει πολλούς, όλους, εις την θάλασσαν, η άτυχος.
Η θάλασσα είχε φάγει όλην την γενεάν της. Τον άνδρα της και πέντε τέκνα της. Ο άνδρας της, ο καπετάν Χιόνας, ένας ναύτης κάτασπρος, με κάτασπρα γένεια και κάτασπρα ρούχα, επνίγη με τα δύο τέκνα του, ότε η βρατσερίτσα του σύμψυχος απώλετο, απέξω από την Κύμην, φορτωμένη κρασιά. Άλλα δύο παιδιά της, δύο ωραία ναυτόπουλα, μπαρκαρισμένα με την γολέτταν του καπετάν Διανέλου, μίαν σάπιαν σκάφην, σκουμαΐδαν (=ξεφτίλα) εμπαικτικώς καλουμένην, επνίγησαν και τα δύο, αγκαλιασμένα σαν αδελφάκια, ότε η σκουμαΐδα εναυάγησεν εις το Άγιον Όρος φορτωμένη σοδιά από το Μετόχι της Λαύρας, από την Σκύρον. Ένα άλλο παιδάκι της, μικρό, πέντε χρονών, της το έφερεν ο πορτάρης του Κάστρου, νεκρόν φουσκωμένο σαν τουλουμάκι. Είχε καταβή εις την ακρογιαλιάν κάτω χωρίς να το ίδουν, και ώρμησεν αγαλλόμενον σαν γλαρόπουλο, να παίξη ανύποπτον με τα καταγάλανα νερά και επνίγη. Είχεν ακούσει προσέτι από τον πατέρα της η χήρα η Αλτανού ότι ο προπάππος της, γέρων 70 ετών, παλαιός ναύτης και αυτός, εξελθών, ένα βράδυ, από τον εσπερινόν — Ιούλιος μήνας — και θελήσας να πλύνη τους πόδας του, κάτω εις τον αιγιαλόν τον δροσερόν και καθαρόν πάντοτε, ωλίσθησεν αίφνης και κατέπεσεν, ο γέρων, πρηνής προς τα ένδον, εις τάπατα, και παρευθύς απερροφήθη, γενόμενος άφαντος. Διά τούτο ησθάνετο μίσος προς το ακόρεστον δι' αυτήν και τους ιδικούς της στοιχείον, και ωρκίσθη εις τον Χριστόν, τον γείτονά της, το τελευταίον παιδί της εις ο συνεκέντρωσε πλέον όλην την γενεάν της, τον Μανώλην της, να μη το κάμη ναύτην. Αλλ' όσην αποστροφήν ησθάνετο η χήρα η Αλτανού προς την θάλασσαν, τόσην αγάπην και πόθον έτρεφε προς το υγρόν θηρίον ο Μανωλάκης της.
***
Από τα μικρά του χρόνια τίποτε άλλο δεν εζήλευσεν εις αυτόν τον κόσμον ο Μανώλης παρά την θάλασσαν. Παις ακόμη, παιδάριον δεκαετές, ξεσκούφωτον, ξυπόλυτον, ξεμανίκωτον, κρυφά-κρυφά, εξετρύπωνεν από την πορτίτσαν του κατωγίου, σαν κοτόπουλο, όταν η μητέρα του έλειπεν εις τον φούρνον, και ίσα εις την θάλασσαν, να παίξη εις το γιαλό τα ψωμάκια, να πιάση καβούρια, να καραβίση. Ο Πορτάρης του Κάστρου ο γείτονάς της, πολλαίς φοραίς το εγλύτωσεν από πνίξιμον.
— Πάλε στον γιαλό; πάλε στον γιαλό; Τον έδερνε τον Μανώλην η μητέρα του. Τον έβαλε κατόπιν εις το σχολείον, να μάθη δυο γράμματα. Αλλά ποιον κυνηγούσεν ο παιδονόμος, ο Τσιτσούκας ο αγριάνθρωπος, με μίαν χονδρήν πλεκτήν μάστιγα, καραβίσιαν μάστιγα, μίαν σαλαμάστραν φοβεράν; Ποιον κυνηγούσεν εις τα βράχια του αγρίου εκείνου αιγιαλού;
Κυνηγούσε πάντοτε τον Μανώλην της Αλτανούς ξεσκούφωτον, ξυπόλυτον, ξεμανίκωτον, ανασκουμπωμένον ως τα γόνατα, βουτηγμένον μέσα εις την θάλασσαν, μ' ένα φύλακα γεμάτον καβούρια αντί βιβλίων.
— Να τον κάμης ψαρά!
Είπεν ο διδάσκαλος, παρηγορών ημέραν τινά την γραίαν, ετοιμάζουσαν την μάστιγα με οργήν παράφορον.
— Ταχειά θα πάγω, μάννα, ταχειά θα πάγω 'ς το σκολειό!
Εφώναζε μετά δακρύων ο Μανώλης, αποφεύγων ούτω την μαστίγωσιν.
Αλλά «ταχειά» πάλιν ο παιδονόμος ο Τσιτσούκας με την σαλαμάστραν (=πλεχτό χοντρό σκοινί) του, πάλιν τον Μανώλην κατεδίωκεν εις τας επικινδύνους εκείνας παραλίας.
Ήλθαν αι εξετάσεις. Και ενώ, τα παιδία όλα μετέβαινον αλλαγμένα, με τα βιβλία των, να εξετασθώσιν, ο Μανώλης της Αλτανούς εθεάθη πάλιν εις την ακρογιαλιάν, πέραν εις την Παναγίτσαν εις τα Ηλιόβολα, μ' έν καλαμίδι πέντε οργυιών, ξυπόλυτος, ξεσκούφωτος, αλιεύων γαϊτανάδες και γιούλους. Και όταν ο παιδονόμος ο αγριάνθρωπος, έσπευσε να τον συλλάβη, ο Μανώλης ευρέθη αίφνης μέσα εις μίαν ζυμωτικήν σκάφην, απομακρυνόμενος του λιμένος του Κάστρου και πλέων προς το Διαπόρτι άφοβα.
— Τι να το κάμω; τι να το κάμω;
Έκλαιε και ωδύρετο η μητέρα του η χήρα η Αλτανού, η θαλασσοκαμένη χήρα, της οποίας τόσον εμαύρισε την μανδήλαν και την καρδίαν η αχόρταστος θάλασσα. Υπώπτευεν ότι και ο Μανώλης της, καθώς και τ' άλλα παιδιά της θα εγίνετο βορά του απανθρώπου εχθρού της, τον οποίον εφαντάζετο πλέον η δυστυχής, ως άγριον κήτος, όπου εμούστωσεν από το αίμα της γενεάς της.
Και τον είχεν αναθρέψει τον Μανωλάκην της με τα δάκρυα η χήρα. Ξανθός παις, με γαλανά ματάκια, άσπρος κάτασπρος, σαν τον πατέρα του τον μπάρμπα-Χιονάν, κατά της καλλονής του οποίου εφαντάζετο, ότι ενέδραν φοβεράν είχε στήσει η αδυσώπητος θάλασσα.
— Για την θάλασσαν σ' έχω εγώ; Ανεστέναζε πολλάκις η χήρα.
Και όσον εμεγάλωνε, τόσον ηύξανε και ο προς την θάλασσαν έρως του. Τίποτε άλλο δεν εζήλευεν εις αυτόν τον κόσμον ο Μανώλης της Αλτανούς από την θάλασσαν. Με ποίας μαγείας, με ποία μαγγανεύματα, τον εγοήτευσε τόσον τον ορφανόν της υιόν, το υγρόν στοιχείον; Η γαλανάδα της τον εμάγευεν, η γαλήνη της τον ανέπαυεν, η τρικυμία της τον εμέθυε καθήμενον επί βράχου και θελγόμενον από τους αφρούς των κυμάτων, οίτινες πολλάκις ερράντιζον το πρόσωπόν του. Να ήτο άρωμα να την ροφήση διά μιας; Να ήτο γάλα να την καταπιή; Να ήτο γαλανόν ιμάτιον να την φορέση; Να ήτο μητέρα του να κοιμηθή κοντά της; Πολλαίς φοραίς, την νύκτα με την σελήνην δραπετεύων από τον οικίσκον του, ανήρχετο εις την υψηλήν του Κάστρου κορυφήν όπου εφύλαττεν η βάρδεια, εις το Κανόνι, και δεν εχόρταινε να θεωρή το πέλαγος, απλούμενον γύρω του ως χρυσογάλανον καθρέπτην.
Εν τούτοις η μητέρα του δεν έπαυε να διαλογίζεται πώς να μετατρέψη τον πόθον αυτόν του υιού της, ον εθεώρει ολέθριον.
Ή άλλος τις το υπέδειξεν εις την δυστυχή μητέρα, ή μόνη της το εσκέφθη — η πενία τέχνας κατεργάζεται, — και ιδού μετ' ολίγον ο Μανώλης, ο ασπρογάλανος υιός της Αλτανούς, ευρέθη από την θάλασσαν εις το βουνόν, βοσκός δεκαεξαετής βόσκων τας αίγας του γέρω-Παππού, του πρώτου ποιμένος της νήσου, όστις είχε πέντε παιδιά, όλα γιδοβοσκούς, όλα ζωντανά.
— Να μου το κάμης τσομπανάκι, γέρω-Παππού.
Είπεν η χήρα η Αλτανού, η χήρα η πενθηφόρος, παραδίδουσα τον Μανωλάκην της εις τον ποιμένα. Σ' αυτόν κρέμονται, γέρω Παππού μου, οι νόμοι και οι προφήται.
— Ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει!
Παρετήρησεν ο γέρω-Παππούς, παίρνων συγχρόνως την πρέζαν του. Και παρέδωκε μετ' ολίγον εις τον μικρόν ξανθόπαιδα «τα γαλάρια» (=γαλακτοφόρα) του, διακόσια περίπου αιγίδια προς βοσκήν, εγχειρίσας αυτώ και μίαν λύραν τρίχορδον, μίαν ωραίαν ξεστήν λύραν, φέρουσαν γλυφάς (=χαραγμένες φιγούρες)  αιγών και βουνών και τράγων. Τον διέταξε δε αυστηρώς ο γέρω-Παππούς να μη πλησιάζη εις τας ακτάς και τους αιγιαλούς, προς αποφυγήν αγροζημιών, διότι ήσαν προς τα μέρη εκείνα συνήθως κτήματα καλλιεργημένα.
Αλλά πώς ήτο δυνατόν ο Μανώλης της Αλτανούς να ζήση μακράν του αιγιαλού; Χωρίς να πατήση εις την θάλασσαν; Να κολυμβήση, να πιή, να φάγη θάλασσαν, μίαν φοράν τουλάχιστον την ημέραν; Τας πρώτας ημέρας επειδή ο γέρω-Παππούς, τον παρεφύλαττεν, αναγκασθείς να τηρήση την διαταγήν αυτού, δεν προσήγγισεν εις τους αιγιαλούς και πήγε να σκάση, να σκαρταδιάση. Ούτε έφαγεν, ούτε εκοιμήθη ούτε ήγγισε καν την τρίχορδον. Τρυπωμένος μέσα εις ένα θαμνώδη σχοίνον, με την καπίτσα του, με τα τσαρουχάκια του, συνεχώς εστέναζεν, ολοφυρόμενος την απροσδόκητον συμφοράν.
— Πώς τώκαμα αυτό! Πώς μου τώκαμαν αυτό!
Ενώ, γύρω-γύρω, με περιέργειαν τον έβλεπον τα γαλάρια — αι γαλακτοφόροι αίγες με τους μαστούς γεμάτους, ως καρδάραις, βοσκούσαι εις τον δρυμόν.
Κ' εξετρύπωνεν από τον σκοτεινόν σχοίνον να ιδή την θάλασσαν και δεν έβλεπε. Βουνόν δασώδες την απέκρυπτε.
Ημέρας τινάς μετέπειτα επροφυλάχθη και πάλιν, αλλ' υπέφερεν ως υπό πυρετού, παραμιλών την νύκτα εις τον ύπνον του με κλαυθμούς:
— Κομμάτι θάλασσα, καϋμένα παιδιά! Κομμάτι θάλασσα! Χάθηκε κομμάτι θάλασσα!
Αλλά επί τέλους είτε διότι πολύ εστενοχωρήθη ο παις, είτε διότι ανεθάρρησε, μη βλέπων πλέον να τον κατασκοπεύη ο γέρω-Παππούς, κατήλθεν από την αυγήν με τα γαλάρια του εις τον Μεγάλον Ασέληνον, μίαν αμμώδη ωραίαν παραλίαν, κ' εισδύσας εν τω άμα μετά πόθου εις τα κύματα επλύθη, εδροσίσθη, έπαιξε με την θάλασσαν, και ανήλθεν είτα επί τινος σκοπέλου όπου καθήμενος έκρουε την τρίχορδον λύραν του γέρω-Παππού, τραγωδών. γλυκύτατα:
Σαν αποθάνω, μάννα μου, 'ς το κύμα να με ρίξης· Ν' αρθούν οι γλάροι να με κλαιν, τα ψάρια να με θάψουν· Ν' αρθή κ' ένα γλαρόπουλο, γλυκά να με φιλήση . . .

Πέντ' έξ μικρά θαλασσοπούλια με ασπρόμαυρα πτερά, ένα ωραίο κοπαδάκι, ήλθαν γύρω-γύρω εις τον βράχον κ' εκαράβιζαν, θελγόμενα από το θαλασσινόν του Μανώλη άσμα, ενώ τα γαλάρια του γέρω-Παππού εισορμήσαντα εις τον εγγύς ελαιώνα, έβοσκον, λαιμάργως καταβροχθίζοντα τα τρυφερά των ελαιών βλαστάρια, πλήρη ελαιοκάρπου.
Η σκηνή αύτη επανελήφθη πολλάκις έκτοτε, ώστε ο ποιμήν, ο γέρω- Παππούς, απαυδήσας να πληρώνη τα πρόστιμα των αγροζημιών, απέπεμψε τον επιζήμιον βοσκόν.
— Ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει!
Επανέλαβεν ο γέρω-Παππούς προς την χήραν την Αλτανού, ελθούσαν, με την μαύρην μανδήλαν της και την κατάμαυρην καρδίαν της, να παραπονεθή.
Αλλ' εις το χωρίον δεν εφάνη πλέον ο Μανώλης.
— Μη πνίγηκε! Μη μπαρκάρισε! Έκλαιεν η μητέρα του. Ότε μετά τινας ημέρας, έξαφνα, ενεφανίσθη μίαν πρωίαν εις τον αιγιαλόν του Κάστρου μία ωραία σκαμπαβία. Ο νεαρός Μανώλης, ο οποίος την εκυβέρνα, την προσώρμισε κάτω-κάτω, παράμερα, προς την Παναγίαν 'ς τα Ηλιόβολα, όπου άρχισε να την επιδιορθώνη. Τη βοηθεία μερικών περιέργων την έσυρεν έξω υψηλά, να μη την φθάνη η τρικυμία και την εμερεμέτισε μετά προσοχής ως τέλειος ναυπηγός, την εμπάλωσε μόνος του, εξετάζων τα μαδέρια της, την εκαλαφάτισε, την επίσσωσε, και ακολούθως την εχρωμάτισεν όλην γαλάζια με ένα άσπρο ζωνάρι εις τα παραπέτα. Και την ωνόμασε «Γαλανομμάταν».
— Καλορρίζικη! τω ηυχήθησαν όλοι, όταν την έρριψεν εις την θάλασσαν.
***
Ιδού τι είχε συμβή:
Αποπεμφθείς από τον ποιμένα τον γέρω-Παππού ο Μανώλης, εφοβήθη να επανέλθη εις το χωρίον, μήπως φυλακισθή διά τας αγροζημίας. Και καταφυγών εις το Ξάνεμον, εις ένα όρμον της νήσου, δίωρον απέχοντα από του Κάστρου, έμεινεν εκεί παρά τινι κηπουρώ, επί τη προφάσει να παρέχη μικράν τινα βοήθειαν εις αυτόν εν τω κήπω, κυρίως όμως, ίνα ανιχνεύη την αψάρευτον εκείνην ακτήν.
Ότε μίαν πρωίαν καταβάς, κατά το σύνηθες, προς άγραν, βλέπει έκθαμβος μίαν μεγάλην σκαμπαβίαν, διπλαρωμένην εις τους φοβερούς εκείνους σκοπέλους, έρημον, κινδυνεύουσαν να διαλυθή εκ των συχνών προς τους βράχους κτυπημάτων. Μένει δ' έτι μάλλον έκθαμβος ότε, παρατηρήσας εδώ κ' εκεί επί ώραν, ουδένα είδε ναύτην.
— Εγγλέζικη σκαμπαβία! είπεν ο Μανώλης. Θα την άρπαξαν τα κύματα από κανένα καράβι.
Δεν χάνει καιρόν. Πηδά ως καλός αυθέντης πλέον εις αυτήν. Εντός της ευρίσκετο πλήρης ο εξαρτισμός και κώπαι· τοποθετεί λοιπόν τας κώπας, την απομακρύνει από του κινδυνώδους εκείνου μέρους και τοποθετήσας τον ιστόν και υψώσας το ιστίον, κατέπλευσεν αισίως εις το Κάστρο κινήσας, ως είδομεν, την περιέργειαν πάντων και εφελκύσας συνάμα την συμπάθειαν των νησιωτών, οίτινες εχάρησαν τωόντι, διότι τον εκ γενετής εκείνον ναύτην είδον προβιβασθέντα αίφνης υπό της τύχης εις κυβερνήτην μιας ωραίας ταξειδιωτικής σκαμπαβίας.
Μόνον η μητέρα του κατεθλίβη, η χήρα η Αλτανού.
— Πάει κι' αυτό!
Εθρήνησεν η θαλασσοκαμένη χήρα, μη δυνηθείσα να ελευθερωθή από την απαισιοδοξίαν της.
Και τότε πράγματι ησθάνθη βοΰσασαν εις τα ώτα της την παροιμίαν του ποιμένος, του γέρω-Παππού.
— Ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει!
Ο Μανώλης όμως διά του ζήλου και διά της δραστηριότητός του έγεινε μετ' ολίγα έτη ο πρώτος μικροκυβερνήτης του χωρίου, συγκεντρών εις χείρας του τους καλλιτέρους ναύλους. Να υπάγη εις Γλώσσαν να φέρη κρασιά διά τους παντοπώλας. Να υπάγη εις Κυρά-Παναγιάν διά τυριά. Να μεταφέρη εις Λοκρίδα τους μελισσοκόμους.
— Άξια βάρκα!
Την εκαμάρωναν οι νησιώται την σκαμπαβίαν. Και την διετήρει τόσον καθαράν. Γαλάζια πάντοτε η «Γαλανομμάτα» με άσπρο ζουνάρι. Με πανάκια κάτασπρα. Συγυρισμένη πάντοτε η «Γαλανομμάτα», λαμπροφορεμένη πάντοτε. Και ο Μανώλης της Αλτανούς όρθιος, εις την πρύμνην, κρατών τα πηδάλιον και καμαρώνων εαυτόν. Καταγάλαζος και ο Μανώλης. Με την γαλάζιαν βλούζαν του και τον γαλάζον κούκκον του. Θαρρείς και ανέδυσεν εκ του βυθού του κυανού πόντου. Κυάνεος. Κυανοπλόκαμος.
Και όμως η μητέρα του δεν ηδύνατο να τον βλέπη. Εκόπτοντο τα ήπατά της. Εις τα βάθη της ψυχής της εσχηματίσθη πεποίθησις, ότι δεν θ' απέφευγε την συνάντησιν προς την τελευταίαν δυστυχίαν της, ήτις μακρόθεν ωρύετο εγγίζουσα, ως λέων ζητών ν' αρπάση τινά, να καταπίη τινά ακόμη. Τας φοβεράς τρικυμιώδεις νύκτας, ότε το πέλαγος εκείνο το άγριον ανέτρεπεν ως καρυόφλοια τα μικρά πλοιάρια, ήνοιγε τα παράθυρον το μικρόν, το βλέπον προς εκείνο το αντιλαλούν του Κάστρου όρυγμα, και εφώναζε ή εθρήνει μάλλον:
— Μανώλη, παιδί μου ου ου ου ου!
— Ου ου ου ου ου!
Έφθανε βοϋζων ο θρήνος κάτω εις το Διαπόρτι, όπου ο Μανώλης άφοβα ησύχαζε μεταξύ των δύο εκείνων σκοπέλων.
Άλλην πάλιν τρικυμιώδη νύκτα αφυπνιζομένη έντρομος και νομίζουσα, ότι το τέκνον της κοιμάται πλησίον της:
— Παιδί μου! εκραύγαζεν.
Αλλ' ο Μανώλης εκοιμάτο από ετών πλέον με την «Γαλονομμάταν» του.
Μίαν ημέραν προ της Παραμονής, επανελθών ο Μανώλης εκ Ζαγοράς με κάστανα και μήλα, ανέβη να χαιρετίση την μητέρα του, να της κάμη μετάνοιαν, να λάβη την ευχήν της, να μεταλάβη τα Χριστούγεννα, καθώς τον εσυμβούλευσε και ο πνευματικός του. Και έρριψεν εις την ποδιάν της ολίγα αργυρά κέρματα. Αλλ' έντρομος η γραία τα ετίναξε πέραν, ως να ήσαν οφείδια.
— Ας μη μ' άφινες να πιω το γάλα της! Εδικαιολογήθη ο Μανώλης, ιδών ότι η γραία ήτο ακόμη αδυσώπητος. Και την επαύριον, ως είδομεν, τυχόντος ναύλου, απέπλευσεν, ίνα μεταφέρη τροφάς εις το Μετόχιον της Μονής.
***
Αφού η «Γαλανομμάτα» απεμακρύνθη ικανώς από το Κάστρον τόσον, ώστε να μη ακούεται πλέον ο αντίλαλος των θρήνων της χήρας της Αλτανούς, ο καιρός μετετράπη αίφνης εις δυτικόν, επικίνδυνον μαΐστρον, χιονιστήν φοβερόν. Αλλ' η σκαμπαβία σθεναρώς έπλεε, φέρουσα τας τροφάς διά το Μετόχιον, τον οικονόμον πάτερ Γαλακτίωνα, καθήμενον έμφοβον παρά τον φλόκον, με ανεμιζόμενα τα κόκκινα τα γένεια του, και τον κυρ Μέντιον, τον αδάμαστον όνον, ησυχάζοντα εν τη κοιλία του πλοιαρίου, κτυπώντα δε κάποτε τα ώτα του, οσάκις ησθάνετο το χιονόνερον, παγωμένον, προσβάλλον αυτά.
— Δεν είδα ησυχώτερον επιβάτην από τον κυρ-Μέντιον. Παρετήρησεν ο Μανώλης, ίνα ενθαρρύνη τον κιτρινίσαντα εκ του φόβου πάτερ- Γαλακτίωνα,
— Του οποίου, βλουημένε, τσινάει καμμιά φορά, το ζωντόβολο, απήντησεν ο πάτερ-Γαλακτίων, προσποιούμενος αφοβίαν. Κ' εξηκολούθησε.
— Τώρα, του οποίου, κάνει τα καλά του· του οποίου, βλουημένε, σαν τσινίση, τότε να ιδής. Του οποίου, πετάει τα μαδέρια της «Γαλανομμάτας» πέρα-πέρα ως να πης τρία, του οποίου . . .
Ριπή αίφνης του μαΐστρου εκλόνισε την «Γαλανομμάταν» ως φύλλον καρυάς. Έτριξεν ο ιστός της, εβούιξε το ιστίον, εμπατάρισεν από το άλλο μέρος με ορμήν ο φλόκος, και παρ' ολίγον να παρασύρη εις το πέλαγος τον πάτερ-Γαλακτίωνα. Επταρνίσθη και ο κυρ-Μέντιος και ήρχισε να κροτή τους εμπροσθίους πόδας του κατά της κοιλίας της «Γαλανομμάτας» ως εάν ευρίσκετο επί πλακοστρωμένης άλωνος.
— Του οποίου, βλουημένε, δεν σ' λέω πώς τσινάει καμμιά φορά, το ζωντόβολο;
Ο Μανώλης ατρόμητος κρατεί διά της μιας χειρός το πηδάλιον κ' εκτείνων την άλλην, προσπαθεί να συλλάβη το ηνίον του όνου και συγκρατήση αυτόν. Αλλ' αι ριπαί του μαΐστρου επέρχονται αλλεπάλληλοι μετά χιονοβολής. Τα κύματα εξαγριούνται σχάζοντα ως να καχλάζωσιν επί πυράς ηφαιστείου, και, το κινδυνωδέστερον, είνε ανάγκη τώρα να παρακάμψωσι μίαν πλήρη υφάλων άκραν, όπισθεν της οποίας έκειτο το Μετόχιον της Μονής. Τότε εις τας περιπλόκους αυτάς στιγμάς, ο Μανώλης, λησμονήσας να λασκάρη την σκόταν του πανίου, εδέχθη όλην την ορμήν του ανέμου, όστις το διέρρηξεν εις δύο, άχρηστον πλέον ράκος. Συγχρόνως χιονόνερον κατάπυκνον εθάμβωσε τους οφθαλμούς του και δεν είδε πλέον τίποτε. Ήκουσε μόνον ροήν αφρίζοντος ύδατος, πληρούντος την «Γαλανομμάταν» κ' ησθάνθη τον πάτερ-Γαλακτίωνα
μυκώμενον: «Του οποίου πνιγήκαμε, καπετάνιο μου!»
Άλλο τίποτε δεν ήκουσε πλέον ο Μανώλης, ούτε είδε. Κύματα και ύφαλοι, πλοιάριον και επιβάται εκαλύφθησαν από αφρούς συρίζοντας, λυσσώντας, σαρκάζοντας την ασθένειαν του ανθρώπου. Και συγχρόνως ο ουρανός τεφρός και σκοτεινός, εφάνη ως να κατήλθε προς τα κάτω χαμηλά προς το πέλαγος, κ' εκάλυψε τέλος και τους αφρούς υπό νεφέλην χιονίζουσαν.
***
— Δόξα σοι ο Θεός! Έλεγεν ο πάτερ-Γαλακτίων, περί την εσπέραν, εξελθών εις την άμμον του Μετοχίου της Μονής του και καταφιλών ως αγίαν εικόνα την μπουκαπόρτα την ξυλίνην της «Γαλανομμάτας» εφ' ης καθήμενος ο ναυαγός επεβιβάσθη εις την άμμον εκείνην, ολίγω μακράν της οποίας συνέβη το ναυάγιον της «Γαλανομμάτας». Ο ποιμήν της Μονής, ένας άλλος γηραλέος μοναχός, κίτρινος, σκυθρωπός πάντοτε, με αραιόν τμήμα πώγωνος, ομοιάζοντος προς πώγωνα τράγου, ιδών από του κελλίου του το ναυάγιον, έσπευσε προς την άμμον, φέρων μεθ' εαυτού και όσα ηδύνατο σκεπάσματα και ιμάτια και χιτώνας, διά τους ναυαγούς· και αφού εκουκούλωσε προς στιγμήν τον Πάτερ-Γαλακτίωνα, με μίαν χονδρήν κάπαν, εως ου συνέλθη, εμάνθανε παρ' αυτού συγκεκομμένας τινάς ειδήσεις περί του δυστυχήματος.
— Του οποίου, βλουημένε, δεν μπορώ να καταλάβω τι έγεινεν ο καϋμένος. Θεός σχωρέσ' τονε! . . .
Εθλίβη ο γέρων ποιμήν διά την απώλειαν των τροφίμων, διότι είχε δύο ημέρας νήστις, μετά των δύο υπηρετών του, αλλ' εθλίβη περισσότερον διά τον απολεσθέντα νεαρόν κυβερνήτην της σκαμπαβίας, τον οποίον πολλάκις εξένισεν εις το πτωχικόν του κελλίον ποδισμένον από «παρακαιρόν».
— Του οποίου, βλουημένε, δεν τον είδα. Απήντα εις τας ερωτήσεις του ποιμένος ο πάτερ-Γαλακτίων. Και κατόπιν, αφού εξάλλαξεν εις το κελλίον, θερμότατον από τα καίοντα επί της μαύρης εστίας του μεγάλα κούτσουρα, και αφού έπιε δυο τρία ρωμάκια, διηγείτο λεπτομερώς τα του ναυαγίου.
— Του οποίου, βλουημένε, τον ερρούφηξεν η θάλασσα, τον κατάπιε σαν λουκουμάκι. Του οποίου, ο καϋμένος ο κυρ Μέντιος εβάσταξε κάμποσο, ως εδωδά απόξω, μια τουφεκιά δρόμο, του οποίου έβλεπα, του οποίου, τα μάτια μεγάλα-μεγάλα σαν γαλιός, του οποίου σαν αφάληνα ο καϋμένος ο κυρ-Μέντιος. Μα ο κατακαϋμένος ο καπετάνιος χάθηκε από μπροστά μου σαν αστραπή. Εγώ ήμουνα απάνω 'ς τη μπουκαπόρτα. Η «Γαλανομμάτα» 'ς τον αφρό ακόμα, σαν να χόρευε. Του οποίου ο κατακαϋμένος ο Μανώλης 'ς την πρύμνη με το τιμόνι. Του οποίου 'ς την στιγμή, όσο να κυττάξω, χάθηκεν από μπροστά μου. Μέσ' 'ς την τρομάρα μου εφώναξα: Μανώλη! Του οποίου κανένας δεν μ' αφουγκράσθηκε. Του οποίου μόνον χιόνι έβλεπα ανακατωμένο με τα κύματα, και άκουα μόνον βογγητόν θηρίου πληγωμένου, τον βογγητόν της θάλασσας.
Και προσέθηκε δακρύων ο πάτερ-Γαλακτίων:
— Θεός σχωρέσ' τονε!
***
Κανείς δεν γνωρίζει τι απέγεινε πλέον η χήρα η Αλτανού, η χήρα με τα πολλά παιδιά που τα έφαγεν όλα η θάλασσα, η άσπονδος εχθρά της. Κανείς δεν γνωρίζει τι απέγεινε πλέον η χήρα η Αλτανού, η ψηλή-ψηλή, σαν λεύκα, με την μαύρην μανδήλα και την κατάμαυρην καρδιά, η θαλασσινή Νιόβη. Μόνον όταν τα παιδιά πηγαίνουν τώρα εις το έρημο χωριό μου, 'ς το Κάστρο μου, αφού προσκυνήσουν τον κάτασπρον Χριστόν με τ’ ασημένια κανδηλάκια του, αφού συνάξουν σύκα από τας αγριοσυκάς, από μέσα από τα έρημα χαλάσματα και κάππαριν από τας βραχώδεις του Κάστρου άκρας, την ώραν που θα φύγουν, πλησιάζουν με τρόμον επάνω εις το αντιλαλούν εκείνο όρυγμα, εις το κατασκότεινον βάθος του οποίου αλαλάζει και βοϋζει το αφρισμένον κύμα, ως ν' αποθνήσκη εκεί κάτω ζωντανή ψυχή, και συνάπτουν, εις το χείλος του ορύγματος καθήμενα τα άκακα παιδία, συνάπτουν πένθιμον διάλογον προς την χήραν την Αλτανού, που είχε τα πολλά παιδιά.
— Αλτανουουουού!
— Ουουουουουού!
— Έχεις παιδιιιιιιί;
— Εεεεεεεέχωωωωωω!
— Πως το λέεεεεεένεεεε;
— Μανώωωωωωώληηηη!
— Τ' Άη-Μανώλη να μη βγη!. . .
Η φήμη όμως διέδωσε και η παράδοσις του μικρού χωρίου διέσωσεν ότι η χήρα η Αλτανού, εκεί οπού εμοιρολογούσεν από πάνω από το όρυγμα ανακαλούσα το τελευταίον ναυτόπουλό της, τον Μανώλην της, το ώμορφο θαλασσοπούλι της, ως τον ωνόμαζε τώρα με τους παθητικούς της θρήνους, η άπαις και έρημος μητέρα, εξαπατηθείσα από τον σχηματιζόμενον αντίλαλον οπού επανελάμβανε γοερώς το γλυκύ όνομά του, έκυψε τόσον πολύ η άμοιρος, ώστε, επάνω εις την έκστασίν της εκείνην, έπεσε μέσα εις αυτό να συναντήση θαρρούσα το τελευταίον παιδί της . . . .



    ALTANOU
By Alexandros Moraitidis
Μετάφραση στα Αγγλικά : Βασίλης Μηλίτσης

 






Now my village, my Castle, is deserted. Upon the high bluff of the beautiful little houses of my village, the Castle, only ruins have remained; of its numerous chapels, only one was rescued, which was dedicated to Christ; the whitewashed Christ that can be seen from afar sparkling in the morning rays of the sun. And when in the serene twilight the shepherd appears on the upper slope of the mountain leading his goats uphill to the location of Pryis, the first thing to behold is the Christ, snow-white, that used to be the principal church, the cathedral, as it were, right in the midst of my village, my Castle; and crossing himself he will exclaim:



Christ, help me!

And again when the seafarer in his small sloop rounding the cape at Glossa, with Zagora, looming in the distance comes into view, his first glance will fall on the snowy Christ, he will cross himself and likewise say:

Christ, help me!


And when a native islander returns home, he will hoist the flag on the foremast, will greet his sweet island and he will also enunciate:

Christ, help me!

Oh, my desolate village, oh my Castle, how many times have my old granny I and crossed your worm-eaten little wooden bridge, with trembling limbs and fast beating hearts, in order to light the  Christ’s silver lamps, pray and afterwards pick caper and sea fennel? Before traversing the bridge, my old granny, Priest Alexandros’ wife, would cross my breast three times and invoke:

Christ, help us, Christ, help us, Christ, help us!

And then sound and safe we would cross over the wooden bridge, which shook and trembled on the verge of collapsing into the rocky chasm; the latter separated my deserted village, built on a rugged peninsula, from the rest of the island. On this peninsula at the time of the Venetians an ancient castle had been erected, which later fell into disuse. The castle communicated with the island by that wooden bridge over that very deep gap. The bridge was drawn up at those times against thieves attempting to enter the castle [around which my homonymous village was built.]
I often reminisce how after the mass in the little church I used to look for wild fig trees and the times again when I plucked wild herbs on the rocks or searched the rock dove nests at the risk of tumbling into the mouth of the abyss underneath, right into the raging foaming waves that are furiously beating the black sea bed and reverberating the echo from across Chalcidice.

And when I wanted to visit the deserted village in the company of my peers, we descended a little further from the Christ to that point where the cliff falls abruptly to the sea and where a perilous chasm is formed perennially tortured in a cacophony sea din and filled with foamy breakers, which roar and ululate to a great distance as though a living entity gives up its ghost and cries calling for help. Walking through the untrodden ruins of the cottages infested with serpents and scorpions, my friends and I would reach the brink of the drop in order to harken, affrighted, to the lugubrious echo; to listen, trembling in fear, to the moans of Altanou  –  the widow, who had many children – and, despite our terror, start a dialogue with the plangent echo:



Altanououou!

Ououou!

Do you have a kiiiid?

I doooooo!

What’s his naaaame?

Manoooooliiis….

On St Emmanuel’s Day [i.e. on Christmas Day] don’t let him go out to seaaaa!

***
In the morning of Christmas Eve, only Manolis’, Altanou’s son’s, blue and white sloop, the so-called Blue-Eyed, was moored at Diaporti, a narrow cove between two big and high reefs, right below the Castle. These twin gray reefs, having the appearance of two boats as seen from the lofty edge of the Castle, constituted a natural protective barrier to the northerly wind. Between these two cliffs lay the calm cove of Diaporti, which Manolis used as a mooring place. Two or three more boats, in case of a stormy sea, had been dragged out on the shore, high up among the shrubs of the beach at the point of Αgha’s Stream, a green gully, the banks of which teemed with crabs. Deep snow had covered the entire island since the day before. The hamlet upon the bluff rested resembling a wild dove brooding on its eggs. No resident dared budge out. Altanou’s son, Manolis, however, swathed in his thick, blue fur coat with the blue cap on his head, was sitting in his sloop, and getting her ready to sail. He carefully swept the snow from the boat, put up the mast, tested the sail and the oarlocks, rigged the jib sail, bailed out the ballast and kept staring at the shore as if expecting someone. At the same time he regarded the sky and the opposite mountains with misgiving.




Zagora has frowned again! He murmured seeing the jet black Pelion Mount.

Whereupon he was overwhelmed by frequent yawns and he took to brooding. It was true that Manolis often spurned sea storms, but this time he was vaguely apprehensive. He put his hands deep into his pockets and began contemplating like a laborer grudging his work.


His Father Confessor was averse to his working on Christmas Eve; besides the snow had stopped all work. He admonished him to rise early and attend the service of the Hours, to confess his sins in order to be prepared to receive the Holy Eucharist on Christmas Day. However, he had promised Father Galaktion, the cellarer of the monastery, to carry victuals to the monastery’s snowbound grange. As it was previously mentioned, Manolis scorned sea storms, but never did he despise money.



If the cargo had been ready at dawn, Manolis would never have deliberated his confessor’s words, but the cellarer’s delay, the overcasting gloom of the Thermaikos Gulf and the menacing clouds over Pelion made him yawn and regret working on such a day. He would rather have risen and like a good Christian gone to church to attend the divine service. However, at last, Father Galaktion, the cellarer, turned up laboriously hauling a small loaded burro by the bridle. No sooner had Manolis seen the cellarer than he rowed to the shore, exactly to the natural landing place between the twin reefs and brought his sloop alongside very carefully in case the wind began blowing.




Bless you, I mean, I’m a bit late. You see, it’s Christmas Eve, Father Galaktion justified himself.
And immediately he consigned his freight, to wit two sacks of grist and two cans, one of wine and the other of oil; added to these there was a smaller one filled with some kind of grog. The monk was sweating profusely, because of the exhausting descent, his faced flushed – he had swilled three glasses of rum early in the morning – his beard white with snow as though he had rolled in the snow on his way down. From the castle down to the shore is not far; only a short, dry and rocky descent that does not allow much snow to stay.
While the boat was being loaded, the darkness from Thermaikos was expanding southwards growing gloomier and the peak of Pelion was gradually vanishing behind dense clouds; at the same time cold gusts of wind treacherously disturbed the calmness of the sea and the gelid silence of the snow- covered island. A rooster outside a small church on the cliff crowed: a sign that the weather was changing. Anticipating problems and hearing Manolis’ constant yawns, Father Galaktion kept on accounting for his delay, contracting himself Manolis’ yawns.


You see, I mean, master Mendios, the burro bucks. First time saddled and bucks. I mean, he runs wild into the snow and tosses me off, I mean, and makes my mug like hell… I mean…

Don’t I-mean-me. Hurry up, the weather’ll turn foul.


Having delivered his cargo, Father Galaktion hesitated as if he wanted to get his burro on board the boat, too. Meanwhile both Manolis’ and the monk’s mouths gaped in a protracted yawn.

Bless you! What’s the matter?

Asked Monolis and tried to cast off in haste.

But as Father Galaktion, besides his desire to provide the snowbound monks being on the verge of starvation with victuals, was also in earnest to send the burro to the grange. Therefore, he increased the fare price and promised Manolis a baby goat, added to that. The latter in no way could help spurning such a good price when it especially went with such a tender Christmas present.


I could never wave aside such a fare. In fact, I always spurn a sea storm, the skipper of the The Blue Eyed soliloquized.

After a while the sturdy sloop hoisted her sail and set a westward course. Not being able to stifle a last and protracted yawn, Manolis took hold of the tiller and ordered Galaktion to stay put on the prow and take care of the jib sail. The small burro stood immobile amidships like a bride admiring the waves which greeted in array Manolis beautiful sloop. Certain islanders from the height of the Castle regarded apprehensively the The Blue Eyed put out to sea, dance and hop ripping gracefully through the choppy sea, while an inchoate whirlwind  blowing from the peaks of Pelion agitated the sea, which now appeared as an outspread, night black, sepulchral shroud.






Don’t you see the turn of the weather, you ungodly soul?
A trembling woman’s voice was heard from the location of Christ, against which all sounds echoed lugubriously. Near that place there was Altamou, the widow’s house whence the voice was heard as the sloop was sailing along the shore westward in seemingly fair weather.
Don’t you see the turn of the weather, you ungodly soul?
The lugubrious echo was heard again rendering widow Altanou’s voice more mournful. Both Manolis and Father Galaktion crossed themselves on gazing high up at the sparkling snow-topped roof of Christ.



Manolis certainly saw the turn of the weather but he was not afraid. Clad in his thick, blue fur coat, his heavy blue cap on his head, he was sitting at the stern firmly holding the tiller and singing at the same time:


When I die, mother, bury me in the sea….
For the sea gulls to come and lament for me
Manolis!

A weeping voice was heard again issuing from the cliff – a mournful voice, Altanou, the widow’s voice.


Manoliiiis!

The echo this time was more plaintive, still more funereal than before.



Suddenly a northeaster wind started blowing forcibly and the burro turned its stolid brutal head away from the vehemently pelting sleet.



The sloop was at full speed. It had already stood out from the Castle, while the sleet struck on the prow of the The Blue Eyed the last Altanou’s echo, always mournful like the agonizing rattle of a drowned man.

Manoooliiis!
***

Altanou, the widow, an imposing, poplar-like tall woman, always wearing a black kerchief, her heart being likewise black and sea-stricken, the hapless woman had many dear ones perished at sea.


The sea had swallowed her whole family line; a husband and her five children. Captain Hionas, her husband, an able seaman, always clad in white, with a snow white beard, and his two sons drowned at sea when their yawl with a cargo of wine perished off the coat of Kymi. Two more of her children, two handsome young sailors, embarked on Captain Dianelo’s ketch, a rotten vessel, deridingly called the tub, both drowned, two loving brothers in one another’s arms, when the tub foundered off the coast of Athos, loaded with grain from Skyros destined to the Lavra Grange. She also lost still another child, only five years old; it was brought to her dead and bloated like a small wineskin by the castle gate keeper; the little one had climbed down to the beach unattended and like a young seabird rushed exulted into the sea to play with the blue waters, imperceptive of the danger, and drowned. Altanou, the widow, had also heard from her father that her seventy year-old grandfather, an old salt himself, on a July evening after the vespers went to the seaside to cool his feet in the crystal clear waters when he suddenly slipped and fell into an undercurrent and vanished to the bottom of the sea. That is why she nurtured nothing but hatred for the insatiable element that snatched her dear ones from her, and swore by Christ, her neighbor, not to let her scion, Manolis, to whom she had focused all her perished stock, become a sailor. But the more abhorrence the widow felt of the sea, the more desire and love her little Manolis harbored for the wild aqueous element.




***
Since his early childhood, Manolis had no more in his mind in the whole world than his flagrant desire for the sea. Still a ten year older, bareheaded, barefoot and shirtless, he would furtively like a chicken would issue from the ground floor’s narrow door when his mother was out on an errand, and rush straight to the seaside to catch crabs and play with building toy boats. His mother’s neighbor, the castle gate keeper, had many times rescued him from certain drowning.

Again to the beach, eh?
His mother would spank him. Then she sent him to school to get some education. However, who did Tsitsoukas, the brutish children’s supervisor, go after on the crags of those rugged shores brandishing a thick, close-braided whip, a formidable cat o’ nine tails? He would always pursue Manolis, the widow’s son, bareheaded, barefoot and shirtless, knee deep in the water with his pants rolled half-way up, his schoolbag filled with crabs instead of books.






You’d better let him become a fisherman!
Said the teacher consoling the old woman one day as she was swaying the whip in high gudgeon.

Tomorrow, mommy, tomorrow I’ll go to school!

Manolis was bawling in tears avoiding thus a thrashing.

But “tomorrow” Tsitsoukas, the supervisor, whip in hand, was after Manolis again on those perilous coasts.


The end term exams came. All the other children, well-dressed and carrying their books, went to school to take their final examinations; Altanou’s son was seen at the seaside again, over at the location of Panagitsa in Iliovola, a five-fathom fishing pole in hand, bareheaded and  barefoot trying to catch catfish and wrasse. When the brutal supervisor hasted to arrest him, Manolis suddenly boarded a kneading tub and drifted away from the castle shore sailing undaunted towards Diaporti.


What shall I do with this kid?

His mother, Altanou, the sea-stricken widow, whose headscarf, as well as her soul, was dyed black by the insatiable sea, cried her heart out. She was apprehensive that her Manolis, like the rest of her children, would fall prey to her arch enemy, which the poor woman had already pictured as a fearsome gluttonous leviathan bloated by the blood of her stock.

And little Manolis was brought up with the widow’s tears. He was a blond, the Blue Eyed boy, very fair-skinned like his father, Captain Hionas, against whose extremely good looks – she believed – the invidious, unforgiving sea had set a treacherous trap.

Have I reared you for the monster to have you, too?

The more he grew up, the more his love for the sea increased. Nothing in this world did Altanou’s Manolis long for but the sea. By what sorcery and charms did the aqueous element bewitch the widow’s orphan son? Its blueness bewitched him, its calmness comforted him, and its storms intoxicated him as he was sitting on a cliff fascinated by the spume of the breakers, which often sprayed his face. If only it were perfume to inhale it in one drag. If only it were milk to drink it in one gulp. If only it were a blue raiment to put it on. If only it were his mother to lull him to slumber in her arms. Many a time, at a moon-lit night, escaping from his cottage, he would climb up to the high top of the Castle, at the Cannon, where the night guard kept vigil, and insatiably gaze at the sea spreading around him like a golden purple mirror.


His mother, however, did not cease to ponder upon the way to change his son’s yearning, which she considered pernicious.


Either someone made the suggestion or the hapless mother herself thought it up – for necessity is the mother of invention – behold Manolis, Altanou’s fair son, turned up from the sea on the mountains, a sixteen year-old adolescent tending the goats of his old grandfather, the leading goatherd of the island, who had five living sons, all goatherds.


Turn him into a good shepherd, grandfather.

Said Altanou, the sorrowful widow, delivering her dear Manolis to the shepherd.
The Law and the Prophets depend on him, my dear grandfather.

It's impossible to escape from what is destined!
Remarked her old grandsire, meanwhile sniffing his tobacco. And presently he turned over to the blond-haired boy his milk goats, around two hundred, to lead them to pasture. Moreover, he handed him a three-stringed wooden lyre – beautifully crafted with engraved pictures of mountains, pastures and nanny-and billy-goats. He also strictly forbade him to approach the coast and other locations near the sea, because those places had been usually tilled and the animals could cause damage to the crops.

But how could Altanou’s Manolis avoid living away from the sea shore? How could he help not putting his feet into the water, swimming in it, drinking and tasting it, at least once a day? In the beginning, as he was watched by his old grandfather, he was compelled to abide by the order; therefore he neither went near the shore nor he attempted to play up to mischief. He did not feel like eating or drinking; he did not even touch the three- stringed lyre. Holed up in a bushy terebinth, swathed in his cape and wearing his shepherd’s clogs, he sighed incessantly, bewailing his unhoped-for misfortune.

How could I have done such a thing! How could I have done it!

While all around him the milk goats were regarding him curiously, their distended udders ready to fill the milking churns to the brim after grazing in the forest.

Presently he came out of his dark terebinth shrub to take in vain a look of the sea. Alas, it was concealed by the forested mountain.
After a couple of days he kept away from the sea, but he suffered as if he were feverish and in his delirious sleep he was weeping:

Just a little sea, poor boys! Only a little sea! What’s so bad about a piece of sea?

Finally, either because the boy much aggrieved or because he was emboldened not being watched by the spying old man, one day at dawn he led his goats down to the location of Big Aselinos, a spacious sandy beach, where he longingly splashed into the sea, washed, cooled himself and played with the waves. A little later he climbed onto a reef where he sat and in accompaniment of his old grandfather’s three-stringed instrument and sang sweetly:


When I die, mother, throw me into the sea…. For the sea gulls to come and mourn for me,
And then the fish will bury me after a sweet little gull has come and sweetly kissed me…

A nice flock of small seabirds, of black and white feather flew around the reef and sat by him lured by Manolis’ sea song, while old grandfather’s milk goats rushed into a nearby olive grove and grazed greedily devouring the tender shoots being full of olive fruit.




This scene had since been repeated many times so that, fed up with reimbursing the crop damages, old grandfather dismissed the detrimental goatherd.

It's impossible to escape from what is destined!
Repeated her old grandfather to Altanou, the black dressed and heartbroken widow, who had come to complain.


Manolis no longer appeared in the village.

Has he perhaps drowned? Has he perhaps embarked?
His mother wept when after some days a pretty sloop made her appearance on the Castle beach one morning. Her skipper was young Manolis, who moored his vessel at the lowest point out of the way toward the location of Panagitsa at Iliovola. There he began to repair her. Aided by some people who had gone there out of curiosity, he hauled the boat out of the water to a place where rough seas could not reach her. He touched her up carefully as an able ship builder could, mended her, after examining her beams, caulked and tarred her, and then he painted her all blue, save a white streak along the gunwales. Finally, he named her The Blue Eyed.

Godspeed! They all wished him, as Manolis launched her.
***
Here is what has transpired:

Dismissed by his old grandfather, the shepherd, Manolis was afraid to return to the village lest he would be prosecuted for the agrarian damages. Therefore he took refuge to Xanemo, a bay of the island, two hours journey from the Castle, stayed there with a gardener with the excuse of helping him with the garden; his real purpose, however, was to reconnoiter that coast unexploited by fishermen.


One morning Manolis descended to the seaside as usual and to his great surprise he saw alongside those dreadful reefs a big boat, a derelict, at the risk of being smashed against the rocks due to the frequent lashings of the waves. For a while he stood there dazzled and having waited for an hour he saw no sailors nearby.

This is an English launch! She must have drifted off a ship by the waves! He said.

Not wasting more time, he jumped in the boat and took possession of her as her proper owner. All the rigging and the oars were in the boat. He adjusted the oars in the locks and rowed away from that dangerous place. Then he put up the sail and reached the Castle unimpeded, exciting, as it was mentioned, the curiosity of those present. He also gained the affection of the islanders, who were really glad to see that born sailor serendipitously promoted to the skipper of a pretty seafaring sloop.



Only his mother, the widow, was much distressed.

This is it, too!

The sea-stricken widow bemoaned her fate, as she was not able to free herself from her gloomy forebodings.

And then indeed she recalled her old grandfather, the shepherd’s, maxim: 


It's impossible to escape from what is destined!
Manolis, however, through his zeal and industry, after a few years became the first petty captain of the village to obtain the best fares. He transported wine from Glossa, and cheese from Kyra-Panagia for the local grocers. He also ferried beekeepers to Locris.


A seaworthy boat!

The islanders took pride in his sloop. Manolis had her always shipshape, blue with the white streak along the gunwales, her sails snow white. Spick-and-span, the The Blue Eyed was always brightly ornate. And Altanou’s Manolis, standing upright at the stern, steering the tiller and flaunting himself. He was dressed all in sea blue, wearing his blue shirt and his blue cap on his head. One could think that he emerged out of the bottom of the blue sea. Blue with blue ringlets.



And yet his mother was always scared stiff. She could not stand losing him. Deep in her heart she was convinced that she could not avoid meeting her ultimate woe, which was gradually drawing near as a roaring lion seeking to devour her. During those dreadful, stormy nights when the raging seas turned over the small vessels like nutshells and sank them, she would open the tiny window with the view of the echoing chasm by the Castle and cried out, nay she wailed:



Manolis, my sooooooon!

Ooooooon!

Her wailing echoed back as far down as Diaporti, where Manolis rested undaunted between those twin reefs.


Again another stormy night waking up terrified and thinking that her son was sleeping at home, she cried:

My son!

But Manolis had been sleeping on the The Blue Eyed since some years ago.

One the day before Christmas Eve having returned from Zagora with a cargo of chestnuts and apples, ascended to the village to greet his mother, bow to her and ask for her blessing so that he could receive the Eucharist on Christmas Day according to his Confessor’s injunction. He put some silver coins in her apron, but the old woman threw them away in terror as though they were venomous serpents.
You should have prevented me from drinking her milk!
Said Manolis, implying the sea, as he saw that the old woman was still implacable. Thus on the following day, he sailed off on the lucrative fare of transporting victuals to the monastery grange.
***
After the The Blue Eyed had sailed from the Castle to such a distance as the echo of the widow’s wailing could no longer be heard, the wind changed suddenly to a  fierce northwestern fraught with snow and danger. But the sloop kept on sailing firmly loaded with the grange victuals; the celarer, Father Galaction, scared stiff, was sitting near the jib sail, his ruddy beard waving in the wind, and master Mendios, the untamed burro, standing still amidships, only occasionally shaking his long ears vigorously each time he felt the icy sleet inflict them.




I have never seen such a quiet passenger as master Mendios.

Remarked Manolis to enhearten Father Galaktion, who had gone yellow with fear.
The blockhead of a beast, bless you, sometimes bucks.
Father Galaktion replied feigning intrepidity and went on speaking:

Now it is well behaved, I mean, but if it turns hot-tempered, and then you shall see. I mean; it will smash The Blue Eyed’s beams in a jiffy, I mean…

A sudden blast of the northeastern shook the The Blue Eyed as if she were a nutshell. The mast creaked, the sail flapped violently and the jib heeled over nearly throwing Father Galaktion overboard. Master Mendios, the burro, sneezed and began stamping his fore hooves against the bottom of the Blue Eyed as though he was trotting on paved threshing floor.



Bless you, I mean, haven’t I just told you the darned beast bucks sometimes?
Manolis held the tiller fearlessly with one hand while with the other struggled to grab the burro’s bridle and curb him. But the gusts of the gale fell upon them in successive snowfalls. The huge waves raged and made the water churn and boil like the fires of a volcano; and on top of all this tempest, the sloop had to  give a wide berth to a whole perilous cluster of reefs, behind which lay the grange of the monastery. Then, at those difficult moments, Manolis forgot to slack the main sheet, which received the entire force of the wind and was ripped in its middle – rendered thus a useless rag. In the meantime the thick sleet blinded his eyes and he could no longer see anything. He only heard the rush of the foaming water that was rendering the Blue Eyed waterlogged and heard the monk moaning: “I mean, we are drowning, my captain!”




Manolis no longer heard or saw anything. Reefs, boat and passengers were overwhelmed by the foaming seas, which hissed and raged mocking human frailty. In the meantime the sky, grey-dark, appeared to verge on the sea and finally cover the foaming breakers themselves with a snowy cloud.


***
Thank God!
Exclaimed Father Galaktion around evening being stranded on the beach and profusely kissing like a holy icon the wooden hatch of the Blue Eyed, upon which he was sitting when he was cast onto the beach, a little further from the boat’s wreck. The abbot of the monastery, a senile, pallid and sullen monk, with a straggling, pointed beard under his chin and making him look like a billy-goat, upon seeing the wreck from his cell, he hurried down to the beach with as many covers and dry clothes as he could carry to succor the shipwrecked. Having wrapped up Father Galaktion with a thick cape, until the latter recovered, he was informed desultorily about the accident.




Bless you, I mean, I don’t know what has become of him, poor lad. God rest him!...

The old pastor, the chief of the grange, naturally regretted the loss of the victuals, as he and his two underlings had eaten only sparingly for two days; but he grieved far more for the lost young skipper of the sloop, to whom he had often offered his hospitality in his poor cell, when he was weather-bound. 

Bless you, I mean, I didn’t see him,
Father Galaktion would respond to the old monk’s questions. And later, when he changed in the cell, cozy and heated by the big logs burning in a roaring fire in the hearth, and drank two glasses of rum, he started relating the boat-wreck in great detail.
Bless you, I mean, he was swallowed, literally sucked by the sea, like a cookie. I mean, poor master Mendios had been well behaved till a stone’s throw from here, I mean, his eyes as large as the sea, poor master Mendios. The hapless skipper, though, vanished from before my eyes like a flash of lightening. I was sitting in the hatch. The Blue Eyed danced on the foam. I mean, poor Manolis was at the tiller on the stern. And then, I mean, no sooner had I looked at him than he disappeared from sight. In my fear and confusion I cried to him: ‘Manolis!’ but nobody heard me. And, I mean, all I saw was snow and heavy seas, and heard only the roar of the waves as if it were the moans of a wild beast.

And Father Galaktion added with tearful eyes:

God rest his soul!
***
No one knows what has become of Altanou, the widow, whose all her children perished at sea, her bitter enemy. No one knows what has become of Altanou, the widow, the Niobe of the sea, who was as tall as a poplar tree, with her black kerchief and even blacker, grief-laden heart. And the children that visit my deserted village, the Castle, now, they pray at the snow white chapel of Christ with its little, silver lamps, and then pick figs from the fig-trees among the bleak ruins and caper from the rocky cliffs of the Castle; on leaving the village, they approach in dread that echoing gap, in the Cimmerian bottom of which the roiling sea roars and ululates as though a living entity were dying, and sitting on the brink of the precipice, the unoffending children start a mournful dialog with Altanou, the widow, who once had many kids, now all dead.




Altanououou!

Ououou!

Do you have a kiiiid?

I doooooo!

What’s his naaaame?

Manoooooliiis….

On St Emmanuel’s Day don’t let him go out to seaaaa!
Rumor had it and tradition handed it down that Altanou, the widow, the childless and desolate mother, once standing on the edge of the chasm and lamenting Manolis, her last sailor boy, her beautiful seabird – as she used to call him in her heartbreaking dirge – she plangently repeated the sweet name of her son. Deceived by the echo that reverberated against the gap and thinking her son was alive, the hapless woman in an ecstasy of joy bowed too far over the edge and fell into it hoping to meet her last child…

Δεν υπάρχουν σχόλια: