Στο μυαλό του Τσακαλώτου
Βλέπουμε σινεμά γιατί μας αρέσει να μπαίνουμε στη ζωή των άλλων, να ζούμε ιστορίες που δεν έχουμε ζήσει, να βλέπουμε μέρη που δεν έχουμε επισκεφτεί. Διαβάζουμε εφημερίδες κι ακούμε ειδήσεις, όχι μόνο για να μάθουμε τι τρέχει, αλλά και γιατί μας ευχαριστεί ν΄ ακούμε και να διαβάζουμε ό,τι δεν ξέρουμε. Το φαινόμενο έχει δύσκολη (εξελικτική) εξήγηση, αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης.
Υπάρχουν χρονογράφοι και σχολιαστές που είναι απόλαυση να τους διαβάζεις και να τους ακούς, γιατί εκφράζονται με έναν καλά αρθρωμένο τρόπο. Ο λόγος τους ρέει όμορφα και χωρίς σολοικισμούς: από το υποκείμενο στο ρήμα κι από κει όπου πρέπει κι όπου προβλέπεται από τη γραμματική και την προφορική παράδοση. Όλα τα μόρια και τα στοιχεία της πρότασης είναι σωστά τοποθετημενα, συντεταγμένα, ευφωνικά, σχεδόν ποιητικά.
Υπάρχουν κι άλλοι τεχνίτες του λόγου, που αξίζει να τους παρακολουθήσει κανείς, όχι μόνο για τα αρμονικά ελληνικά τους, αλλά και για τις πρωτότυπες ιδέες που περιέχει αυτό που έχουν να πουν. Μερικές φορές, τα πρωτότυπα πράγματα διατυπώνονται βέβαια μ’ έναν υπερβολικό ή ακόμα και προκλητικό τρόπο. Ο καλόπιστος αναγνώστης/ακροατής συνήθως συγχωρεί αυτές τις «παρεκτροπές», γιατί καταλαβαίνει ότι υπηρετούν το νόημα.
Όλα αυτά είναι ωραία και χρήσιμα πράγματα, που μας τέρπουν και μας κρατούν σε πνευματική ετοιμότητα. Η ασχημία προκύπτει όταν ορισμένοι ατάλαντοι, που δεν έχουν στην πραγματικότητα κάτι να πουν, επιστρατεύουν την αμφιβόλου ποιότητος «παιδεία» που απέκτησαν στην αλλοδαπή και αποφαίνονται επί παντός του επιστητού με ύφος εκατό καρδιναλίων. Για κάποιον περίεργο λόγο, αυτή η μεταμοντέρνα ποικιλία ευδοκιμεί ιδιαίτερα στον χώρο του «ακραίου κέντρου».
Enter Tάκης Θεοδωρόπουλος (της «Καθημερινής») κι ακούστε τί βρήκε να πει για τον Ευκλείδη Τσακαλώτο: «Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος είναι χιουμορίστας χωρίς να έχει ανάγκη από το χιούμορ του. Ο ίδιος είναι πιο αστείος από τα αστεία του. Οχι επειδή έχει κάποιο φυσικό χαρακτηριστικό, απ’ αυτά που διευκολύνουν τους γελοιογράφους. Ούτε επειδή δεν ξέρει πού να βάλει τα χέρια του όταν ανακρούεται ο εθνικός ύμνος, όπως ο Τσίπρας, ή ντύνεται αεροπόρος, όπως ο Καμμένος. Γίνεται αστείος με τον τρόπο που μιλάει. Οι λέξεις της ελληνικής βγαίνουν από το στόμα του σαν να τον κάνουν να υποφέρει και για να τις εκδικηθεί τις κάνει να υποφέρουν. Σχέση ερωτική που λένε. Δύο είναι τα ερωτήματα. Το πρώτο αφορά τη θητεία του στο ελληνικό Πανεπιστήμιο, όπου δίδασκε πριν γίνει γνωστός στο πανελλήνιο ως ο μακροβιότερος μνημονιακός υπουργός Οικονομικών. Σε ποια γλώσσα δίδασκε; Η επάρκεια της γλωσσικής έκφρασης είναι απαραίτητη για τη μετάδοση της γνώσης. Είτε μιλάς για αστροφυσική, είτε για οικονομικά, είτε για τον Πλάτωνα χρειάζεσαι μία τουλάχιστον γλώσσα για να μπορείς να εκφραστείς. Αναρωτιέμαι τι έμαθαν οι φοιτητές του ακούγοντας την τσακαλωτική».
Το ποιος είναι ο αστείος δεν θα το σχολιάσω. Προσωπικά εκστασιάζομαι όταν ακούω τον χειμαρώδη λόγο του Τσακαλώτου, ο οποίος αναζητεί -live και διαρκώς- τόσο το νόημα όσο και τον πιο πρόσφορο τρόπο για να το περιγράψει όταν μιλάει στη Βουλή. Είναι σαν να βλέπεις έναν σπρίντερ να αγωνίζεται -άσε που μαθαίνεις πάντοτε κάτι καινούργιο. Σ’ αυτή την άσκηση ο κ. Θεοδωρόπουλος και μερικοί άλλοι θα είχαν πολύ χαμηλές επιδόσεις, γιατί θέλει γνώση, τέχνη και πραγματική πίστη στις ιδέες σου για να μη βρίσεις, να μην προσβάλεις και ταυτοχρόνως να πεις ό,τι έχεις να πεις χωρίς εκπτώσεις.
Ένας κοινός φίλος μου είχε συστήσει πριν πολλά χρόνια τον Τσακαλώτο με τα εξής λόγια: «ένας ωραίος τύπος απ’ το εξωτερικό, που ξέρει γράμματα. Απόλυτα ανιδιοτελής. Περιοδεύει σε πόλεις και σε χωριά σαν τον Απόστολο Παύλο, κηρύσσοντας τον Ορθό Λόγο της Αριστεράς». Έκτοτε παρακολουθώ αυτόν τον πανεπιστημιακό-Υπουργό, που μέχρι στιγμής έχει τιμήσει και τις δυο ιδιότητές του. Όχι ανώδυνα κι όχι χωρίς να τσαλακωθεί.
Ο αρθρογράφος της «Καθημερινής» δεν φαίνεται να καταλαβαίνει στοιχειώδη πράγματα. Πρώτον, ότι άλλο να είσαι υπουργός εξωτερικών ή επίτροπος στην ΕΕ και να προσπαθείς να τα βγάλεις πέρα με σπασμένα αγγλικά, κι άλλο να είσαι έλληνας επιστήμονας της Διασποράς που πότε-πότε παρατονίζει χωρίς να χάνεται ο ειρμός και το νόημα. Δεύτερον, ότι ατέλειες ανάλογου τύπου δεν εμπόδισαν τους κινέζους, τους ιάπωνες, αλλά και τους έλληνες, που σταδιοδρόμησαν στην Αμερική να συνεισφέρουν στην Επιστήμη τους και να αναδειχθούν ακαδημαϊκά. Τρίτον, ότι το χιούμορ, όπως και αν το προφέρει κανείς, είναι όχι μόνο χαρακτηριστικό ευφυίας, αλλά και ένδειξη γνωστικής σιγουριάς. Είναι φανερό ότι ο Τσακαλώτος έχει ήσυχη τη συνείδησή του, νοιώθει άνετα με τις ιδέες του και είναι ο ίδιος πεισμένος για την ορθότητα των επιχειρημάτων του. Όταν λοιπόν επιστρατεύει τη Σκάρλετ Γιόχανσον για να αστειευθεί, το κάνει από αυτή ακριβώς την ηγεμονική θέση –και όχι από τη σεξιστική θέση εκείνου του ανεκδιήγητου, που (παρα)μιλούσε για τη «μισή Αθήνα».
Αν και θα ακουστεί σουρεαλιστικό, έχω ένα μικρό (συναισθηματικής τάξεως) κώλυμα, που μ’ εμποδίζει να επεκταθώ σε όσα άστοχα και καθόλου ωραία έχει κατά καιρούς γράψει ή πει ο κήνσορας της «Καθημερινής». Κατά σύμπτωση, Τάκης Θεοδωρόπουλος ονομάζεται ο καλύτερός μου φίλος, ένας ευφυής και έντιμος άνθρωπος, που επίσης σπούδασε στη Γαλλία, χωρίς όμως να πάρουν τα μυαλά του αέρα και χωρίς να κάνει τα συμπλέγματά του Θεωρία. Ας τελειώσω λοιπόν α λα Φλωράκη, υπενθυμίζοντας το γνωστό «όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου