Νεο-εθνο-λαϊκο-φιλελευθερισμός
πηγή: Εποχή
Το παράδειγμα της Γερμανίας αποτελεί την
πιο κραυγαλέα περίπτωση στροφής της Χριστιανοδημοκρατίας σε θέσεις που
υπηρετούσε μερικές δεκαετίες πριν και τις οποίες υποτίθεται ότι είχε
εγκαταλείψει στην σύγχρονη εποχή
Το
παράδειγμα της Γερμανίας αποτελεί την πιο κραυγαλέα περίπτωση στροφής
της Χριστιανοδημοκρατίας σε θέσεις που υπηρετούσε μερικές δεκαετίες πριν
και τις οποίες υποτίθεται ότι είχε εγκαταλείψει στην σύγχρονη εποχή.
Πίσω από τη νεοσυντηρητική στροφή με εθνικό πρόσημο κρύβεται η αδυναμία
του συστήματος να πάρει τις ανάσες που χρειάζεται χωρίς να χρειαστεί να
ανοίξει και πάλι το χρονοντούλαπο του αυταρχισμού.
Το 2018 θα περάσει στην ιστορία ως η χρονιά που επισημοποίησε το προξενιό της νεοφιλελεύθερης κεντροδεξιάς με την εθνολαϊκιστική ακροδεξιά. Ενα σύστημα που παράγει διαρκώς διογκούμενες ανισότητες σε ολόκληρη την Ευρώπη και δεν μπορεί, πλέον, να αναβαπτίζεται με μύθους περί «ελευθερίας επιλογών» βουτάει, τώρα, στο σκουπιδοντενεκέ της ιστορίας, για να ανακαλύψει εχθρούς και να δανειστεί συνθήματα, που ως τώρα ήταν αποκλειστική ιδιοκτησία περιθωριακών νεοφασιστικών μορφωμάτων. Η εξέλιξη αυτή είναι πανευρωπαϊκή αν όχι παγκόσμια και εξηγεί γιατί πλέον και στην Ελλάδα αυτό το φαινόμενο κάνει την εμφάνιση του χωρίς προσχήματα και ενδοιασμούς.
Το παράδειγμα της Γερμανίας είναι επίσης ενδεικτικό και αποτελεί ως ένα βαθμό και πυξίδα για την πορεία των νεοσυντηρητικών στην Ευρώπη. Mπορεί η Ανγκέλα Μέρκελ να είχε δώσει τα σαφή διαπιστευτήρια της με την προσήλωση στη (νεοφιλ)ελεύθερη οικονομία της αγοράς από το 2003, κατά τη διάρκεια του ιστορικού συνεδρίου της Λειψίας, αλλά δεν είχε χρειαστεί να δικαιολογήσει αυτή την πολιτική, την οποία ακολούθησε πιστά καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας της και με κάποια εθνολαϊκά ή θρησκοληπτικά επιχειρήματα. Η Μέρκελ προερχόταν από το χώρο των θετικών επιστημών, ήταν προτεστάντρια και μάλιστα όχι ιδιαιτέρως ενεργή, αλλά οι χρυσές εποχές της παντοδυναμίας του νεοφιλελευθερισμού δεν χρειάζονταν κανενός είδους πατριωτικό ή θρησκευτικό αλατοπίπερο για να νοστιμίσουν τη συνταγή της ελεύθερης οικονομίας με το αόρατο μεν, δίκαιο, όμως, χέρι της αγοράς. Ηταν η καλύτερη επιλογή για τη συγκεκριμένη περίοδο. Η γεμάτη κατανόηση καγκελάριος, που άφηνε, όμως, τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε να ισοπεδώνει οικονομικά με ντιρεκτίβες, απειλές και ρητορείες ολόκληρα κράτη.
Η «νονά» των ανισοτήτων
Στη διάρκεια της θητείας της οι ανισότητες διευρύνθηκαν τόσο στη Γερμανία όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά η καγκελάριος επέμενε ότι η ευδαιμονία συνεχίζεται. Μπορούσε, άλλωστε, να παρουσιάζει ως μέτρο σύγκρισης και παράδειγμα προς αποφυγή ταυτόχρονα τα δεινά των «Νοτίων της Ευρώπης». Ομως, το αφήγημα αυτό δεν θα μπορούσε να έχει απεριόριστη διάρκεια ζωής. Οι φτωχοί γίνονταν φτωχότεροι, την ώρα που οι γερμανικές επιχειρήσεις έσπαγαν το ένα ρεκόρ κερδών μετά το άλλο, η κοινωνική ασφάλεια έμοιαζε όλο και περισσότερο με σκισμένο δίχτυ και οι κοινωνικές αναταραχές στην υπόλοιπη Ευρώπη γεννούσαν σταδιακά απορίες για το τι πάει λάθος. Η άνοδος της ακροδεξιάς από ένα παροδικό φαινόμενο στην πρώην «κομμουνιστική» ανατολή, όπως προσπάθησαν να το παρουσιάσουν αρχικά οι «ελίτ», μετατράπηκε σε χιονοστιβάδα που έπληξε τα ποσοστά, αλλά και την αυτοπεποίθηση των παραδοσιακών εκφραστών ενός «μονόχρωμου» στην ουσία του δικομματισμού. Η ανακάλυψη εχθρών, άλλοτε υπό τη μορφή των «τεμπέληδων του Νότου» και μετά με το χαρακτηρισμό των μεταναστών ως «κυνηγών της καλοπέρασης» δεν κατανοήθηκε ποτέ ως απειλή για την ίδια τη νομιμοποίηση της δημοκρατίας. Η ακροδεξιά ιδεολογία ανθούσε και ρίζωνε στην Ευρώπη και οι… Χριστιανοί και Δημοκράτες το μόνο που σκέφτονταν ως αντίδραση ήταν να ψελίζουν λόγια κατανόησης για τις ανησυχίες των «απλών συμπατριωτών» τους.
2015, η χρονιά κλειδί
Η ευκαιρία που βρήκαν οι νεοσυντηρητικοί για να αποτινάξουν οριστικά από πάνω τους εθνικές ενοχές και να υιοθετήσουν πλήρως την εθνολαϊκιστική φρασεολογία δόθηκε το 2015 με την πολιτική του «καλωσορίσματος», την οποία επιπόλαια (όπως λένε) υιοθέτησε η κυρία Μέρκελ. Δεν έχει καμιά σημασία αν από τα τέλη του ίδιου χρόνου η καγκελάριος πέρασε γρήγορα στο στρατόπεδο των υποστηρικτών των κλειστών συνόρων. Δεν μετράει ούτε καν το γεγονός ότι επιχειρηματίες και βιομήχανοι λένε σήμερα ότι η αποδοχή των προσφύγων ήταν μια σωστή επιλογή, αφού οι περισσότεροι από αυτούς ενσωματώθηκαν ταχέως και επιτυχώς στην αγορά εργασίας και αποτέλεσαν σημαντική ένεση για την οικονομία της χώρας. Η ρετσινιά είχε ήδη βγει. Το σύνθημα για αντεπίθεση είχε δοθεί. Οι σκληροπυρηνικοί της Χριστιανοδημοκρατίας είχαν ήδη αποφασίσει ότι το κόμμα θα πρέπει να παίξει πλέον από τα έξω δεξιά. Πόσες φορές δεν ακούστηκε η φράση: «Δεν χαρίζουμε τους ψηφοφόρους της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (ή της Λεπέν ή της Χρυσής Αυγής) στην ακροδεξιά». Σε αυτή τη μίνι εξέγερση πρωτοστάτησαν οι Βαυαροί, εκεί όπου παραδοσιακά έχεις την αίσθηση ότι οι κοινωνικές εξελίξεις γίνονται πάντα αντιληπτές μετά τη δραστική μεσολάβηση ενός μηχανισμού χρονοκαθυστέρησης.
Οι πιέσεις προς τη Μέρκελ έγιναν αφόρητες. Οχι τόσο για αυτά που πιστεύει, αλλά για αυτά που υποτίθεται ότι εκπροσωπούσε, δηλαδή μια πιο ήπια, ανθρωπιστική, αλλά, συνάμα, και καθαρά πρακτική εκδοχή της Χριστιανοδημοκρατίας. Η συντηρητική παράταξη έχει, όμως, καταλήξει πανευρωπαϊκά στο συμπέρασμα ότι μπορεί να πείσει τις μάζες να μείνουν στην αγκαλιά της υποσχόμενη «νεοφιλελευθερισμό με πατριωτικό πρόσωπο». Οι ικανοί, οι «άριστοι», οι επιχειρηματικά σκεπτόμενοι είναι οι ιδιοκτήτες του μέλλοντος. Αν μάλιστα συνδυάζουν αυτές τις ικανότητες με την αρετή του πατριώτη, που θέλει να προστατεύσει τα σύνορά του από ξένα σώματα, τότε ακόμα καλύτερα. Το μέλλον ανήκει στα κολλεγιόπαιδα που σπούδασαν και πέτυχαν στην Αμερική, αλλά στο βάθος της καρδιάς τους ονειρεύονται να γυρίσουν στην πατρίδα, να εμφυσήσουν στη δική τους κοινωνία την θεωρία των «απεριόριστων ευκαιριών» και να πηγαίνουν την Κυριακή στην εκκλησία συν γυναιξί και τέκνοις. Η Χριστιανοδημοκρατία αποφάσισε οριστικά ότι δεν μπορεί να αφήσει σε κάποιους στα δεξιά της να καπηλευτούν τις αρχές του «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια». Είναι οι έννοιες που μπορούν να εγγυηθούν την ασφάλεια σε ένα κόσμο γεμάτο απειλές και δύκολες εξισώσεις. Γιατί, φυσικά, κανείς νεοφιλελεύθερος δεν μπορεί να ξεπεράσει τον ευατό του και να μιλήσει για ριζική αναδιανομή πλούτου, ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, διασφάλιση του δημόσιου χαρακτήρα όλων των βασικών αγαθών και υπηρεσιών.
Ανατριχιάζει κανείς όταν διαβάζει νεοσυντηρητικούς να κατηγορούν τη Μέρκελ ότι μετατόπισε το κόμμα προς τα Αριστερά, ζητώντας μια νέα «συντηρητική επανάσταση» που θα «τελειώσει οριστικά με τις ιδέες του ‘68». Αν όλα αυτά σας θυμίζουν κάτι, έχετε απόλυτα δίκιο. Απλώς, στις χώρες του Νότου καμιά φορά οι ιδέες από το Βορρά καταλήγουν ακόμα πιο εκχυδαϊσμένες, ακόμα πιο ακατέργαστες και θορυβώδεις.
Ας μείνουμε όμως στη Γερμανία. Πόσο πιο δεξιά μπορεί να πάει λοιπόν ένα κόμμα που ουσιαστικά ποδηγέτησε την Ευρώπη για πάνω από μια δεκαετία; Την κρισιμότερη, ίσως, δεκαετία για το μέλλον της ευρωπαϊκής ιδέας. Η Μέρκελ προσπάθησε να αποφύγει τώρα τα χειρότερα. Τουλάχιστον όσο παραμένει καγκελάριος. Απέτρεψε την ολοκληρωτική ρεβάνς των ακραίων «οικονομιστών» μέσα στο κόμμα σε συνεργασία με τους εμπόρους πατριωτισμού. Επέλεξε μια πιο λάιτ εκδοχή του συντηρητισμού, που δείχνει να αποζητά μετά μανίας η κομματική γραφειοκρατία στο πρόσωπο της διαδόχου της στο κόμμα, που πολλοί πάντως θεωρούν ότι μπορεί να αποδειχθεί μεταβατική. Αυτές τις ημέρες αρνήθηκε να ανακοινώσει ανασχηματισμό, προκειμένου να κατευνάσει με ένα υπουργείο το μεγάλο της αντίπαλο και εκπρόσωπο του σκληρού οικονομικού κατεστημένου, Φρίντριχ Μερτς.
Ο εφιάλτης έχει όνομα: Βέμπερ
Οι αντιδράσεις αυτές είναι, όμως, σπασμωδικές και δεν πείθουν ότι μπορεί να κρατήσουν το κόμμα μακριά από το λαϊκισμό, που μοιάζει να σαρώνει στο πέρασμά του όποιες φωνές λογικής προσπαθούν να επιβιώσουν στο δημόσιο διάλογο. Η αδυναμία της να αποτρέψει την υποψηφιότητα του υπερσυντηρητικού Μάνφρεντ Βέμπερ για την προεδρία της Κομισιόν δείχνει ότι το μόνο που μπορεί να επιτύχει πια η κυρία Μέρκελ είναι να τρενάρει λίγο κάποιες εξελίξεις. Δεν μπορεί, πλέον, να τις καθορίσει. Αυτή τη στιγμή, η Χριστιανοδημοκρατία δείχνει να ακολουθεί μια πορεία αντίστροφη εκείνης που υποτίθεται ότι χάραζε δύο και πλέον δεκαετίες πριν, όταν δήλωνε ότι θέλει να σταματήσει να είναι ένα κόμμα όπου αποφασίζουν αυταρχικοί άνδρες με άχρωμα κοστούμια και αραιά γκρίζα μαλλιά. Δεν είναι άσχετα όλα αυτά με το γεγονός ότι συνολικά η Ευρώπη δείχνει να γυρνάει μερικές δεκαετίες πίσω ή αν προτιμάτε στον προηγούμενο αιώνα.
Στο ερχόμενο ευρωκοινοβούλιο, οι Χριστιανοδημοκράτες θα εκπροσωπούν το 25 με 30% του σώματος. Οι σοσιαλδημοκράτες θα είναι ακόμα χαμηλότερα και δεν θα τούς φτάνουν για να δημιουγήσουν πλειοψηφίες. Κάποιοι «ακομπλεξάριστοι δεξιοί» κάνουν ήδη υπολογισμούς για τα κοινά σημεία, που θα μπορούσαν να βρουν με τους κάθε λογής εμπόρους πατριωτισμού για να μπορέσουν να παραμείνουν νόμιμοι ιδιοκτήτες της Ευρώπης.
Το 2018 θα περάσει στην ιστορία ως η χρονιά που επισημοποίησε το προξενιό της νεοφιλελεύθερης κεντροδεξιάς με την εθνολαϊκιστική ακροδεξιά. Ενα σύστημα που παράγει διαρκώς διογκούμενες ανισότητες σε ολόκληρη την Ευρώπη και δεν μπορεί, πλέον, να αναβαπτίζεται με μύθους περί «ελευθερίας επιλογών» βουτάει, τώρα, στο σκουπιδοντενεκέ της ιστορίας, για να ανακαλύψει εχθρούς και να δανειστεί συνθήματα, που ως τώρα ήταν αποκλειστική ιδιοκτησία περιθωριακών νεοφασιστικών μορφωμάτων. Η εξέλιξη αυτή είναι πανευρωπαϊκή αν όχι παγκόσμια και εξηγεί γιατί πλέον και στην Ελλάδα αυτό το φαινόμενο κάνει την εμφάνιση του χωρίς προσχήματα και ενδοιασμούς.
Το παράδειγμα της Γερμανίας είναι επίσης ενδεικτικό και αποτελεί ως ένα βαθμό και πυξίδα για την πορεία των νεοσυντηρητικών στην Ευρώπη. Mπορεί η Ανγκέλα Μέρκελ να είχε δώσει τα σαφή διαπιστευτήρια της με την προσήλωση στη (νεοφιλ)ελεύθερη οικονομία της αγοράς από το 2003, κατά τη διάρκεια του ιστορικού συνεδρίου της Λειψίας, αλλά δεν είχε χρειαστεί να δικαιολογήσει αυτή την πολιτική, την οποία ακολούθησε πιστά καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας της και με κάποια εθνολαϊκά ή θρησκοληπτικά επιχειρήματα. Η Μέρκελ προερχόταν από το χώρο των θετικών επιστημών, ήταν προτεστάντρια και μάλιστα όχι ιδιαιτέρως ενεργή, αλλά οι χρυσές εποχές της παντοδυναμίας του νεοφιλελευθερισμού δεν χρειάζονταν κανενός είδους πατριωτικό ή θρησκευτικό αλατοπίπερο για να νοστιμίσουν τη συνταγή της ελεύθερης οικονομίας με το αόρατο μεν, δίκαιο, όμως, χέρι της αγοράς. Ηταν η καλύτερη επιλογή για τη συγκεκριμένη περίοδο. Η γεμάτη κατανόηση καγκελάριος, που άφηνε, όμως, τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε να ισοπεδώνει οικονομικά με ντιρεκτίβες, απειλές και ρητορείες ολόκληρα κράτη.
Η «νονά» των ανισοτήτων
Στη διάρκεια της θητείας της οι ανισότητες διευρύνθηκαν τόσο στη Γερμανία όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά η καγκελάριος επέμενε ότι η ευδαιμονία συνεχίζεται. Μπορούσε, άλλωστε, να παρουσιάζει ως μέτρο σύγκρισης και παράδειγμα προς αποφυγή ταυτόχρονα τα δεινά των «Νοτίων της Ευρώπης». Ομως, το αφήγημα αυτό δεν θα μπορούσε να έχει απεριόριστη διάρκεια ζωής. Οι φτωχοί γίνονταν φτωχότεροι, την ώρα που οι γερμανικές επιχειρήσεις έσπαγαν το ένα ρεκόρ κερδών μετά το άλλο, η κοινωνική ασφάλεια έμοιαζε όλο και περισσότερο με σκισμένο δίχτυ και οι κοινωνικές αναταραχές στην υπόλοιπη Ευρώπη γεννούσαν σταδιακά απορίες για το τι πάει λάθος. Η άνοδος της ακροδεξιάς από ένα παροδικό φαινόμενο στην πρώην «κομμουνιστική» ανατολή, όπως προσπάθησαν να το παρουσιάσουν αρχικά οι «ελίτ», μετατράπηκε σε χιονοστιβάδα που έπληξε τα ποσοστά, αλλά και την αυτοπεποίθηση των παραδοσιακών εκφραστών ενός «μονόχρωμου» στην ουσία του δικομματισμού. Η ανακάλυψη εχθρών, άλλοτε υπό τη μορφή των «τεμπέληδων του Νότου» και μετά με το χαρακτηρισμό των μεταναστών ως «κυνηγών της καλοπέρασης» δεν κατανοήθηκε ποτέ ως απειλή για την ίδια τη νομιμοποίηση της δημοκρατίας. Η ακροδεξιά ιδεολογία ανθούσε και ρίζωνε στην Ευρώπη και οι… Χριστιανοί και Δημοκράτες το μόνο που σκέφτονταν ως αντίδραση ήταν να ψελίζουν λόγια κατανόησης για τις ανησυχίες των «απλών συμπατριωτών» τους.
2015, η χρονιά κλειδί
Η ευκαιρία που βρήκαν οι νεοσυντηρητικοί για να αποτινάξουν οριστικά από πάνω τους εθνικές ενοχές και να υιοθετήσουν πλήρως την εθνολαϊκιστική φρασεολογία δόθηκε το 2015 με την πολιτική του «καλωσορίσματος», την οποία επιπόλαια (όπως λένε) υιοθέτησε η κυρία Μέρκελ. Δεν έχει καμιά σημασία αν από τα τέλη του ίδιου χρόνου η καγκελάριος πέρασε γρήγορα στο στρατόπεδο των υποστηρικτών των κλειστών συνόρων. Δεν μετράει ούτε καν το γεγονός ότι επιχειρηματίες και βιομήχανοι λένε σήμερα ότι η αποδοχή των προσφύγων ήταν μια σωστή επιλογή, αφού οι περισσότεροι από αυτούς ενσωματώθηκαν ταχέως και επιτυχώς στην αγορά εργασίας και αποτέλεσαν σημαντική ένεση για την οικονομία της χώρας. Η ρετσινιά είχε ήδη βγει. Το σύνθημα για αντεπίθεση είχε δοθεί. Οι σκληροπυρηνικοί της Χριστιανοδημοκρατίας είχαν ήδη αποφασίσει ότι το κόμμα θα πρέπει να παίξει πλέον από τα έξω δεξιά. Πόσες φορές δεν ακούστηκε η φράση: «Δεν χαρίζουμε τους ψηφοφόρους της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (ή της Λεπέν ή της Χρυσής Αυγής) στην ακροδεξιά». Σε αυτή τη μίνι εξέγερση πρωτοστάτησαν οι Βαυαροί, εκεί όπου παραδοσιακά έχεις την αίσθηση ότι οι κοινωνικές εξελίξεις γίνονται πάντα αντιληπτές μετά τη δραστική μεσολάβηση ενός μηχανισμού χρονοκαθυστέρησης.
Οι πιέσεις προς τη Μέρκελ έγιναν αφόρητες. Οχι τόσο για αυτά που πιστεύει, αλλά για αυτά που υποτίθεται ότι εκπροσωπούσε, δηλαδή μια πιο ήπια, ανθρωπιστική, αλλά, συνάμα, και καθαρά πρακτική εκδοχή της Χριστιανοδημοκρατίας. Η συντηρητική παράταξη έχει, όμως, καταλήξει πανευρωπαϊκά στο συμπέρασμα ότι μπορεί να πείσει τις μάζες να μείνουν στην αγκαλιά της υποσχόμενη «νεοφιλελευθερισμό με πατριωτικό πρόσωπο». Οι ικανοί, οι «άριστοι», οι επιχειρηματικά σκεπτόμενοι είναι οι ιδιοκτήτες του μέλλοντος. Αν μάλιστα συνδυάζουν αυτές τις ικανότητες με την αρετή του πατριώτη, που θέλει να προστατεύσει τα σύνορά του από ξένα σώματα, τότε ακόμα καλύτερα. Το μέλλον ανήκει στα κολλεγιόπαιδα που σπούδασαν και πέτυχαν στην Αμερική, αλλά στο βάθος της καρδιάς τους ονειρεύονται να γυρίσουν στην πατρίδα, να εμφυσήσουν στη δική τους κοινωνία την θεωρία των «απεριόριστων ευκαιριών» και να πηγαίνουν την Κυριακή στην εκκλησία συν γυναιξί και τέκνοις. Η Χριστιανοδημοκρατία αποφάσισε οριστικά ότι δεν μπορεί να αφήσει σε κάποιους στα δεξιά της να καπηλευτούν τις αρχές του «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια». Είναι οι έννοιες που μπορούν να εγγυηθούν την ασφάλεια σε ένα κόσμο γεμάτο απειλές και δύκολες εξισώσεις. Γιατί, φυσικά, κανείς νεοφιλελεύθερος δεν μπορεί να ξεπεράσει τον ευατό του και να μιλήσει για ριζική αναδιανομή πλούτου, ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, διασφάλιση του δημόσιου χαρακτήρα όλων των βασικών αγαθών και υπηρεσιών.
Ανατριχιάζει κανείς όταν διαβάζει νεοσυντηρητικούς να κατηγορούν τη Μέρκελ ότι μετατόπισε το κόμμα προς τα Αριστερά, ζητώντας μια νέα «συντηρητική επανάσταση» που θα «τελειώσει οριστικά με τις ιδέες του ‘68». Αν όλα αυτά σας θυμίζουν κάτι, έχετε απόλυτα δίκιο. Απλώς, στις χώρες του Νότου καμιά φορά οι ιδέες από το Βορρά καταλήγουν ακόμα πιο εκχυδαϊσμένες, ακόμα πιο ακατέργαστες και θορυβώδεις.
Ας μείνουμε όμως στη Γερμανία. Πόσο πιο δεξιά μπορεί να πάει λοιπόν ένα κόμμα που ουσιαστικά ποδηγέτησε την Ευρώπη για πάνω από μια δεκαετία; Την κρισιμότερη, ίσως, δεκαετία για το μέλλον της ευρωπαϊκής ιδέας. Η Μέρκελ προσπάθησε να αποφύγει τώρα τα χειρότερα. Τουλάχιστον όσο παραμένει καγκελάριος. Απέτρεψε την ολοκληρωτική ρεβάνς των ακραίων «οικονομιστών» μέσα στο κόμμα σε συνεργασία με τους εμπόρους πατριωτισμού. Επέλεξε μια πιο λάιτ εκδοχή του συντηρητισμού, που δείχνει να αποζητά μετά μανίας η κομματική γραφειοκρατία στο πρόσωπο της διαδόχου της στο κόμμα, που πολλοί πάντως θεωρούν ότι μπορεί να αποδειχθεί μεταβατική. Αυτές τις ημέρες αρνήθηκε να ανακοινώσει ανασχηματισμό, προκειμένου να κατευνάσει με ένα υπουργείο το μεγάλο της αντίπαλο και εκπρόσωπο του σκληρού οικονομικού κατεστημένου, Φρίντριχ Μερτς.
Ο εφιάλτης έχει όνομα: Βέμπερ
Οι αντιδράσεις αυτές είναι, όμως, σπασμωδικές και δεν πείθουν ότι μπορεί να κρατήσουν το κόμμα μακριά από το λαϊκισμό, που μοιάζει να σαρώνει στο πέρασμά του όποιες φωνές λογικής προσπαθούν να επιβιώσουν στο δημόσιο διάλογο. Η αδυναμία της να αποτρέψει την υποψηφιότητα του υπερσυντηρητικού Μάνφρεντ Βέμπερ για την προεδρία της Κομισιόν δείχνει ότι το μόνο που μπορεί να επιτύχει πια η κυρία Μέρκελ είναι να τρενάρει λίγο κάποιες εξελίξεις. Δεν μπορεί, πλέον, να τις καθορίσει. Αυτή τη στιγμή, η Χριστιανοδημοκρατία δείχνει να ακολουθεί μια πορεία αντίστροφη εκείνης που υποτίθεται ότι χάραζε δύο και πλέον δεκαετίες πριν, όταν δήλωνε ότι θέλει να σταματήσει να είναι ένα κόμμα όπου αποφασίζουν αυταρχικοί άνδρες με άχρωμα κοστούμια και αραιά γκρίζα μαλλιά. Δεν είναι άσχετα όλα αυτά με το γεγονός ότι συνολικά η Ευρώπη δείχνει να γυρνάει μερικές δεκαετίες πίσω ή αν προτιμάτε στον προηγούμενο αιώνα.
Στο ερχόμενο ευρωκοινοβούλιο, οι Χριστιανοδημοκράτες θα εκπροσωπούν το 25 με 30% του σώματος. Οι σοσιαλδημοκράτες θα είναι ακόμα χαμηλότερα και δεν θα τούς φτάνουν για να δημιουγήσουν πλειοψηφίες. Κάποιοι «ακομπλεξάριστοι δεξιοί» κάνουν ήδη υπολογισμούς για τα κοινά σημεία, που θα μπορούσαν να βρουν με τους κάθε λογής εμπόρους πατριωτισμού για να μπορέσουν να παραμείνουν νόμιμοι ιδιοκτήτες της Ευρώπης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου