Παρασκευή, Δεκεμβρίου 28, 2018

Βιβλιοπρόταση

Κώστας Κατσουλάρης: «Στο στήθος μέσα χάλκινη καρδιά» (εκδόσεις Μεταίχμιο) 
 

Αθήνα, Σεπτέμβριος 2013: ο 15χρονος Νάσος Γκέτσιος είναι ένας εξαιρετικός μαθητής του γυμνασίου. Οι  επιδόσεις  του στα ομηρικά έργα  τον καθιστούν ιδιαίτερα συμπαθή στον καθηγητή του Αργύρη Σταυρινό . Όμως ο Νάσος δεν εμφανίζεται στο λύκειο την πρώτη μέρα της νέας σχολικής χρονιάς . Όλοι θεωρούν ως   «φυσικό φαινόμενο» την εξαφάνιση του παιδιού, αλλά  ο  Σταυρινός δε δέχεται αυτήν την εξήγηση και ξεκινάει την επίμονη αναζήτησή του στον καθημαγμένο από τη χρεοκοπία Κολωνό.
 Οι νυχτερινές κυρίως περιπλανήσεις του Αργύρη στη Κολωνό θα αναδείξουν  την φρικτή πραγματικότητα που βασιλεύει στην περιοχή: την ανάδυση από τα τάρταρα της Ιστορίας του φασιστικού τέρατος. Κυρίαρχος πλέον είναι ο Χρυσαυγίτης στην ταλαιπωρημένη από την ανεργία και ανασφάλεια γειτονιά. Φοράει το προσωπείο του πατριωτισμού , γοητεύει με δήθεν αντισυστημικά πολιτικά  κηρύγματα   και επιδεικτικές πράξεις αλληλεγγύης τους κατοίκους, σπέρνει το μίσος και τη βία κατά των ξένων, προκαλώντας  την αντίστοιχη βία εκ μέρους των αντιφασιστών της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς .
Με αφορμή λοιπόν την  αγωνιώδη αναζήτηση του Νάσου ο μικρόκοσμος του σχολείου ανάγεται σε εικόνα του  ευρύτερου πολιτικού και κοινωνικού τοπίου στην Ελλάδα της τελευταίας δεκαετίας. 
Ο Ομηρικός όμως πόλεμος που διδάσκει ο καθηγητής φαντάζει ειδυλλιακός σε σχέση με τον "πόλεμο" που ξεδιπλώνεται στους δρόμους και τις πλατείες της κατεστραμμένης από τα Μνημόνια χώρας   Πρόκειται για   έναν εντελώς διαφορετικό πόλεμο, όπως λέει ο κεντρικός ήρωας του  Μυθιστορήματος χαρακτηριστικά: «Εγώ διδάσκω τον πόλεμο, μελετάω τον πόλεμο, τον πιο διάσημο πόλεμο όλης της Ιστορίας, είμαι ολόκληρος βουτηγμένος στο αίμα. Αλλά αυτός εδώ ο πόλεμος, αυτή η καθημερινή κακομοιριά, με κλοτσιές, μπουνιές, βρισιές, απειλές με ανόητα συνθήματα στους τοίχους […] είναι ο δικός σας πόλεμος, μια νεοελληνική παρωδία».

 Gerontakos





[Απόσπασμα]

Βάδιζαν κατά μήκος της Μαραθωνομάχων, προς την Ακαδημία Πλάτωνος, πιασμένοι αγκαζέ, σαν ζευγάρι του παλιού καιρού. Σε μιαν άλλη ζωή, θα ζούσε ήρεμος κι ευτυχισμένος στο πλευρό της. Θα έκαναν επτά ή δώδεκα παιδιά. Η παρουσία της λειτουργούσε πάνω του τόσο κατευναστικά, που ήθελε να αποκοιμηθεί στον ώμο της. Να µια ακόμα σκέψη που καλά θα έκανε να τη φυλάξει για τον εαυτό του.
Λίγο παρακάτω, στάθηκαν για λίγα δευτερόλεπτα μπροστά στο κλειστό πια κατάστημα του βουλευτή της Χρυσής Αυγής και υποψήφιου Περιφερειάρχη Αττικής στις πρόσφατες εκλογές. Το μαγαζάκι του το ονόμαζε «Φάλαγγα», είχε ξεπουλήσει το εμπόρευμα και κατέβασε ρολά τις μέρες που ακολούθησαν την άσκηση δίωξης εναντίον του. Απ' έξω έδειχνε τώρα μίζερο και μικρό, αλλά για καιρό γνώρισε πιένες. Πωλούσε στολές παραλλαγής, στρατιωτικά αξεσουάρ, σημαίες με κέλτικα σύμβολα, ρόπαλα του μπέιζμπολ, μαχαίρια και σιδερογροθιές. Στις εκλογές της προηγούμενης εβδομάδας ο λαός της Αττικής τον είχε τιμήσει με 181.000 ψήφους, ποσοστό 11,3%.
Κοίταξε γύρω του τον ήσυχο δρόμο· ήταν μεσημέρι, λίγοι διαβάτες έσερναν το βήμα τους εδώ κι εκεί. Ένα μαγαζί με ψιλικά, ένα υποκατάστημα ΟΠΑΠ, κάποια συνεργεία με ανταλλακτικά κι αξεσουάρ αυτοκινήτων, ένα πλυντήριο - λιπαντήριο, κι αίφνης κάποια χαμόσπιτα που εξείχαν καλύπτοντας όλο το πεζοδρόμιο. Μια μονοκατοικία φρεσκοβαμμένη, κίτρινη, πορτοκαλί και κόκκινο, φωσφόριζε στο μάτι· απέναντί της, μια μικρότερη ήταν βαμμένη απαλό ροζ. Κοιτούσε τις προσόψεις, στις μικρές μονοκατοικίες, στα άσχημα διώροφα του ’60, στις λίγες νεόδμητες πολυκατοικίες· αναζητούσε πρόσωπα πίσω από τις κουρτίνες, συνθήματα στους τοίχους, μυστικά σημάδια που να έκαναν φανερούς τους χιλιάδες ψηφοφόρους της ναζιστικής οργάνωσης που ζούσαν στη γειτονιά. Κάθε τόσο, μια ελληνική σημαία ξεπρόβαλλε σε κάποια βεράντα, σε συχνότητα ίσως λίγο μεγαλύτερη από αλλού. Αυτό ήταν όλο; Μερικές ξεθωριασμένες ελληνικές σημαίες παραπάνω; Πού ήταν όλοι αυτοί που, μόλις λίγες μέρες πριν, είχαν αναδείξει πρώτο, με 20,5%, τον υποψήφιο της Χρυσής Αυγής για τον Δήμο Αθηναίων; Το μεγαλύτερο ποσοστό στη χώρα. Τι κι αν ο εν λόγω υποψήφιος, δημοτικός σύμβουλος πλέον, βρισκόταν στη φυλακή, όπως κι ο αρχηγός τους, κι ο υπαρχηγός τους και μερικά ακόμα πρωτοπαλίκαρα; Τι κι αν, εννιά μήνες τώρα, μετά τη δολοφονία στο Κερατσίνι, εκατοντάδες δημοσιεύματα είχαν αποκαλύψει με κάθε λεπτομέρεια την εγκληματική δράση τους: φωτογραφίες του αρχηγού και των στελεχών τους δίπλα σε σβάστικες, να χαιρετούν ναζιστικά στο νεκροταφείο πεσόντων των Γερμανών στρατιωτών στην Ελλάδα, να εκπαιδεύουν παραστρατιωτικά τάγματα εφόδου, να πρωτοστατούν σε πογκρόμ, μαχαιρώματα, δολοφονίες. Τίποτε απ' όλα αυτά δεν είχε αγγίξει αυτούς τους ανθρώπους, τίποτε δεν τους είχε απωθήσει; Πού ήταν, ποιοι ήταν όλοι αυτοί, ποιο ήταν το πραγματικό τους πρόσωπο;
Κοίταζε γύρω του την ήσυχη γειτονιά που λουζόταν στον αττικό ήλιο – δεν έβρισκε απαντήσεις. Οι αντιφασίστες είχαν επικρατήσει στους δρόμους, είχαν «τσακίσει τους ναζί» στις γειτονιές, είχαν γεμίσει με συνθήματα τους τοίχους των πολυκατοικιών, εδώ κι αλλού, αλλά εκείνοι είχαν κερδίσει τις καρδιές των νοικοκυραίων. Μαγαζάτορες, μικροϊδιοκτήτες της συνοικίας, ο μάστορας στο βουλκανιζατέρ, συνταξιούχοι, δημόσιοι υπάλληλοι, τα άνεργα παιδιά τους, κάποιοι απ’ όλους όσοι ψώνιζαν υπερήφανα στο «Ελληνικό Σούπερ Μάρκετ» της περιοχής, που διατράνωνε ότι απασχολούσε μονάχα Έλληνες... Δεν υπήρχαν δράκοι ή απροσπέλαστα μυστήρια· τον τελευταίο λόγο είχε ο αφανής, ο αγνοημένος άνθρωπος, ο βουβά εξοργισμένος με όλους και όλα.
Προχώρησαν μέσα στη δεντρόφυτη αλέα, πέριξ της οποίας λειτουργούσε για περισσότερους από οκτώ αιώνες η Ακαδημία που είχε ιδρύσει σε αυτόν τον χώρο ο Πλάτωνας. Από τους χιλιάδες σπουδαστές της ανά τους αιώνες, ξεχώριζε ο βορειοελλαδίτης Αριστοτέλης, που είχε εισέλθει στην Ακαδημία στα δεκαεπτά του και φοίτησε εκεί για είκοσι χρόνια. Δεν έχουν μείνει και πολλά από τότε. Ό,τι σεβάστηκαν οι νικητές του Πελοποννησιακού Πολέμου το ξήλωσε, λένε, ο ζηλωτής της νέας θρησκείας, ο Ιουστινιανός. Δεν είχαν μείνει και πολλά, υπήρχε όμως αυτό το υποβλητικό πάρκο, μες στο οποίο τα τζιτζίκια είχαν αρχίσει ήδη να ξελαρυγγιάζονται, προϋπαντώντας άλλο ένα δύσθυμο ελληνικό καλοκαίρι.


1. Ξεφυλλίστε τις πρώτες σελίδες του βιβλίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: