Δευτέρα, Μαΐου 31, 2021

Ο Μιθριδάτης σολάρει αλλά (ο αλγόριθμος) δεν τρεντάρει….

Τον Μιθριδάτη στην Βουλή οι μισοί δεν τον ήξεραν καν. Κι όταν τον έμαθαν, μάλλον γκουγκλάριζαν για να βρουν την ελληνική εκδοχή του Τούπακ Σακούρ. Είδαν τον κύριο με τα γυαλιά και την χωρίστρα κι έπαθαν πολιτισμικό, έως και υπαρξιακό, σοκ.  Από τους άλλους μισούς, οι περισσότεροι κάπου, κάποτε, κάτι είχαν ακούσει από Ημισκούμπρια αλλά μέχρι εκεί.

Μετά ήρθε το «Για να μην τα χρωστάω» και τον έμαθαν όλοι. Ο Μιθριδάτης μπήκε στην ατζέντα του πρωινού καφέ – σε διακομματική γκάμα, από το Μαξίμου έως την Κουμουνδούρου. Οι στίχοι του 12λεπτου short music film, όπως αποκαλεί ο ίδιος το δημιούργημά του, αναλύονται καθημερινά από τα κομματικά επιτελεία μαζί με τις δημοσκοπήσεις της Metron Analysis και της Κάπα Research.

Εχει γούστο η ιστορία. Ενας 45άρης ράπερ με κοστούμι και γιλέκο ήρθε να πολιτικοποιήσει ξανά, και επιθετικά, το τραγούδι. Με ένα «μουσικό δρώμενο», ένα μουσικό ντοκιμαντέρ 12 λεπτών – αντιπεμπορικό σε διάρκεια κατά τους στοιχειώδεις κανόνες του μάρκετινγκ, και «αντικαλλιτεχνικό» κατά πολλούς και ειδικούς -, περνά γενεές δεκατέσσερις την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό, εξοργίζει, διχάζει, αποθεώνεται, κατακεραυνώνεται και σπάει τα διαδικτυακά ταμεία.

«Μια πρωθυπουργάτζα που έχει στην καβάτζα κάθε ορντινάτζα, δευτεράτζα για μπροστάντζα» και «αστεία δυναστεία που φλερτάρει επταετία, και το Σύνταγμα, ένα όνομα απλά σε μια πλατεία»: Δεν το λες και θεσμική αβρότητα, το λες όμως καλλιτεχνική ελευθερία – ενδεχομένως και πρωτοπορία.

Γιατί το έκανε; Γιατί έτσι του βγήκε.

Ο ίδιος λέει ότι «δεν είπα σε μια νύχτα από το πουθενά την ώρα που έπινα το μοχίτο ότι θα γράψω ένα κομμάτι. Μάζεψα πολύ σαπίλα όλο αυτό το χρονικό διάστημα που βιώνουμε την πανδημική συνθήκη υπό τέτοιου είδους κυβερνητικής διαχείρισης». Και για όσους θέλουν να ακούσουν και πιο πέρα από το επίκαιρο των στίχων, πρόσθεσε: «Μάλιστα, δεν είναι τα 2 χρόνια σε 12 λεπτά, κάποια σημεία είναι τα 40 χρόνια σε 12 λεπτά».

Στο δια ταύτα, ο Μιθριδάτης είναι πέντε μέρες talk of the town, έγινε θέμα στην Βουλή, και ο συμβατικός τύπος του έχει αφιερώσει τόσο χώρο όσο δεν του είχε δώσει σε όλη του την καριέρα. Οι φιλελεύθεροι αρθρογράφοι έγραψαν ότι «τον επιστράτευσε ο ΣΥΡΙΖΑ» για να «διασώσει τον Τσίπρα», και τα ΝΕΑ διέθεσαν μια σελίδα για να πουν ότι λαϊκίζει και διχάζει: «Από την αρχή μέχρι το τέλος», έγραψαν, «το μουσικό αυτό πόνημα επιχειρεί να δώσει σημερινό χαρακτήρα και περιεχόμενο σε μα πολιτική διαμάχη που η Ελλάδα προσπαθεί να αφήσει πίσω της. Αυτή που διαχωρίζει τους πολίτες στους δικούς μας και τους άλλους».

Ο,τι απ’ όλα κι εάν ισχύει, ο Μιθριδάτης έγινε viral. Και χθες, πέντε 24ωρα μετά την πρώτη ανάρτησή του, το «Για να μην τα χρωστάω» έπιασε το 1 εκατομμύριο views στο YouTube. Δεν «τρεντάρισε» όμως. Επιασε το ρεκόρ του Παντελίδη στο «Σε παραδέχομαι» αλλά στα trends των social media δεν μπήκε.

Ο ίδιος λέει ότι μπορεί να φταίει ο «αλγόριθμος». Κάποιοι άλλοι λένε πως μπορεί να φταίει το ότι και τα social media έχουν… διαφημιστική ψυχή – εισπράττουν διαφημιστικά έσοδα από εκείνους που μπορούν να πληρώσουν.

Μπορεί απλώς να φταίει και το ότι, σχεδόν από το πουθενά, ένας baby boomer ράπερ κατάφερε να ταράξει την πολιτική ζωή του τόπου.

Ο,τι σολάρει, άλλωστε, μπορεί να παίξει και στα μπαρ. Κι ό,τι τρεντάρει μπορεί και να πολιτικοποιήσει τους απολιτίκ. Και να τους στείλει στην κάλπη αντί για μοχίτο στην παραλία.

Οπότε, «Σους, σιωπή και σώπαινε, η TV μιλάει τώρα, είναι το πολίτευμα που έχει πια η χώρα»…

 

Σπίθα

 Μουσική: Θέμης Καραμουρατίδης

Στίχοι : Λιζέτα Καλημέρη

 

Monsieur Maigret, Commissaire Simenon
Monsieur Maigret, Commissaire Simenon

Κώστας Θ. Καλφόπουλος
Δημοσιογράφος, συγγραφέας
 

Πηγή: theartofcrime.gr

Η θέση του Ζωρζ Σιμενόν (1903-1989) στη σύγχρονη ευρωπαϊκή λογοτεχνία είναι δεσπόζουσα και αδιαμφισβήτητη. Όμως ο χαρακτηρισμός «αστυνομικός συγγραφέας», όπως και σε άλλες ανάλογες περιπτώσεις (Γκράχαμ Γκρην, Πατρίσια Χάισμιθ, Κόρνελλ Γούλριτς, ακόμα και ο «δικός μας» Γιάννης Μαρής), αδικεί μία πολυσχιδή προσωπικότητα και ένα συγγραφικό δημιούργημα, που, ως Romanbaum («μυθιστορηματικό δέντρο», όπως το χαρακτήρισε ο Friedrich Ani σε ένα παλαιότερο εκτενές κείμενό του στη Neue Zürcher Zeitung με αφορμή τα εκατοστά γενέθλια του Σιμενόν), όμοιό του δύσκολα εντοπίζεται.

Η περίπτωσή του είναι συνυφασμένη με την παραδοσιακή σύγχυση που επικρατεί στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες ένας κυρίαρχος πολιτισμός ενσωματώνει και «εθνικοποιεί» δημιουργούς που έγραψαν σε μία «μείζονα γλώσσα» (γαλλικά, γερμανικά), αν και η καταγωγή τους ήταν άλλη, συγγενής ή γειτονική με το κυρίαρχο πολιτισμικά έθνος –Βέλγος ο Σιμενόν, Τσέχος ο Κάφκα, Αυστριακός ο Χάντκε- και δεν είναι πολύ διαφορετική από εκείνη των συμπατριωτών του Georges Rémi (Hergé), του δημιουργού του Τεντέν, του βάρδου Jacques Brel, αλλά και του ποδηλάτη και πολυνείκη του «Γύρου της Γαλλίας», Eddy Merckx: και οι τέσσερις αυτοί Βέλγοι είχαν συνήθως τη μοίρα του Ηρακλή Πουαρώ, καθώς ο περισσότερος κόσμος τούς συγχέει και τους θεωρεί Γάλλους, όπως συχνά συμβαίνει με τον δαιμόνιο ντετέκτιβ στα βιβλία της Άγκαθα Κρίστι. Εδώ είναι η αδιαφιλονίκητη κυριαρχία της francophonie, καθώς αφομοιώνονται στον κυρίαρχο γαλλόφωνο (λαϊκό) πολιτισμό (λογοτεχνία, κόμιξ, μουσική, σπορ) τέσσερις σημαντικές προσωπικότητες του Βελγίου.

Ο Σιμενόν είναι –στην κυριολεξία– ένα ιερόν τέρας: γράφει ακατάπαυστα (ξεκινώντας από τη λεγόμενη «ευτελή λογοτεχνία»), ταξιδεύει διαρκώς (σε χώρες και ηπείρους), ερωτεύεται συνεχώς (με οργιώδεις ρυθμούς και εναλλαγές στις παρτεναίρ του, όπως ο ίδιος αφήνει να εννοηθεί). Το μαρτυρά αδιάψευστα ο βίος και η πολιτεία του και το επιβεβαιώνει ο όγκος του έργου του. Ουσιαστικά, κάθε ολοκληρωμένο κείμενο γι’ αυτόν θα έπρεπε να λαμβάνει υπ' όψη του την βιογραφία του Pierre Assouline, παρά τις όποιες ενστάσεις υπάρχουν για αυτή, αλλά και κάποια από τα Ημερολόγιά του, όπως και την αλληλογραφία του με τον André Gide. Για τον Ασσουλίν, ο Σιμενόν γράφει για τους «ασήμαντους ανθρώπους που ζούνε ανάμεσα στους καταναγκασμούς και την επιβίωση, αναζητώντας την ανθρωπιά» και «την ψυχή του Παρισιού» σε πολλά από τα έργα του, που παρήγαγε κατά κόρον με ρυθμό 5-6 βιβλία τον χρόνο.

Στο κομμάτι της αστυνομικής λογοτεχνίας ο Σιμενόν δημιουργεί έναν ήρωα (τον επιθεωρητή Ζυλ Μαιγκρέ) παγκόσμιας εμβέλειας και αναγνωρισιμότητας (χάρις, επιπλέον, στην πίπα του, που θαρρεί κανείς πως κλείνει το μάτι στον –επίσης Βέλγο!– Magritte στο «Αυτό δεν είναι μία πίπα»), modernart20thcentury / Η χρήση των λέξεων, Rene Magritteκαθώς και τη διαισθητική του μέθοδο, αλλά, ταυτόχρονα, εμφανίζει ένα alter ego, καθώς διεμβολίζει και εμπλουτίζει μία σημαντική λογοτεχνική παράδοση, εκείνη του roman policier, εμπεδώνοντας σε συγγραφικό και κινηματογραφικό επίπεδο την εμβληματική φυσιογνωμία του επιθεωρητή Μαιγκρέ στα πρόσωπα των Ζαν Γκαμπέν, Χάιντς Ρύμανν, Μπρoύνο Κρεμέρ κ.ά.

Το έργο του Ζωρζ Σιμενόν χωρίζεται σε δύο μεγάλες κατηγορίες (δημοσιογραφικό, παντελώς άγνωστο στην Ελλάδα, και συγγραφικό) και σε τρία (και όχι δύο) μέρη: στα romans alimentaires (ευτελή μυθιστορήματα γραμμένα με εικοσιτέσσερα διαφορετικά ψευδώνυμα, προς βιοπορισμόν, κάτι που θα επαναληφθεί αρκετά χρόνια αργότερα και στην περίπτωση του δικού μας Γιάννη Μαρή-Τσιριμώκου), στα romans durs («σκληρά μυθιστορήματα»), όπου ο άνθρωπος εμφανίζεται ουσιαστικά γυμνός μπροστά στη μοίρα και την κοινωνία, και στα roman policiers, δηλαδή σ’ εκείνα που πρωταγωνιστεί, εκ πρώτης όψεως και αναγνώσεως, ο επιθεωρητής Μαιγκρέ, αλλά και η συμβία του, όπου όμως πρωτίστως αναδεικνύεται ο κοινωνικός περίγυρος (milieu) του μικροαστού (petit bourgeois), η γαλλική (και όχι μόνο) επαρχία με τα ένοχα μυστικά της, αλλά και η ατμόσφαιρα (και ατμοσφαιρικότητα) των παρισινών μπιστρό, των λαϊκών ξενοδοχείων και των κλαμπ, εκεί που αναπνέει βαριά, ασθματικά σχεδόν «η ανθρώπινη μοναξιά μέσα στο πλήθος», όπως εύστοχα το διατύπωσε ο Paul Morand.

Ο Σιμενόν είναι ένας συγγραφέας που συμπάσχει με τους ήρωές του, ίσως για τον κύριο λόγο, ότι γράφοντας γι’ αυτούς, όπως παραδέχεται, μπαίνει στο πετσί τους, στη θέση τους: μοιράζεται μαζί τους τη διάθεση για φυγή και απόδραση, τη δίψα για ερωτικές βραδιές κι ανθρώπινη επαφή, την ανάγκη για στοργή και συντροφικότητα, αλλά μόνο όσο διαρκεί η συγγραφή του κάθε έργου.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τον επιθεωρητή Μαιγκρέ: ένας μικροαστός με λαϊκά χαρακτηριστικά, ένας κατ’ εξοχήν εσωστρεφής χαρακτήρας, «μπαλωματής της κατεστραμμένης ανθρώπινης μοίρας», ένας αντι-Ιαβέρης, που «κατανοεί χωρίς να καταδικάζει» (Φρ. Άνι) και αφήνεται στις περιποιήσεις και τη φροντίδα της συζύγου του (πιθανόν, φόρος τιμής στη μητέρα του, αν διαβάσει κανείς παράλληλα το ύστερο Γράμμα στη μητέρα), σε βαθμό που ακόμα και το αν θα πάρει μία ασπιρίνη εναπόκειται στην προθυμία της Μαντάμ Μαιγκρέ.

Ο Σιμενόν δεν γράφει απλώς για τον Μαιγκρέ: περιπλανιέται μαζί του στους παρισινούς δρόμους, κάνει διακοπές στην Κυανή Ακτή, επισκέπτεται τη γαλλική επαρχία, ταξιδεύει στην Ολλανδία, στην Αφρική και την Αμερική, κυρίως όμως ονειρεύεται μαζί του, όπως εύστοχα επισημαίνει ο Hans Altenheim («Ένα όνειρο του Μαιγκρέ»): «είναι το όνειρο της μικροαστικής σταθερότητας, ένα –εκρομαντισμένο– όνειρο των μικρών ανθρώπων, ένα νοσταλγικό ενύπνιο από ένα Παρίσι που είναι ακόμα προσκολλημένο στον 19ο αιώνα». Πρόκειται για μία τρόπον τινά εκλαϊκευμένη αντιστροφή μπενγιαμινικού Passagenwerk: όμως, αντί για φαντασμαγορικές στοές και ιστορικά μπουλβάρ προβάλλουν λαϊκά εστιατόρια και φτωχικές συνοικίες που θυμίζουν φωτογραφίες του Cartier-Bresson, του Brassaï ή του Doisneau, όπου, χάρις στη συγγραφική δεινότητα, ο αναγνώστης μετατρέπεται σε πλάνητα, καθώς χάνεται (και βρίσκεται εκ νέου) στην δαιδαλώδη παρισινή τοπογραφία του Σιμενόν, που συνυπάρχει με τον γαλλικό ποιητικό ρεαλισμό, όπως θεμελιώνεται με τον μύθο του Ζαν Γκαμπέν και αρθρώνεται πρωτίστως στα έργα του Jean Renoir.

Στο έργο του εμφανίζεται ο «γυμνός άνθρωπος» (l’ homme nu) στα «σκληρά μυθιστορήματα» (roman dur) σε μια γραφή που αποβάλλει προγραμματικά τη «λογοτεχνικότητα» και στηρίζεται, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, σ’ ένα λεξιλόγιο που περιλαμβάνει περίπου 2000 λέξεις: το «ανθρώπινο κτήνος» ή, στην ξεχωριστή περίπτωσή του, «ο γυμνός άνθρωπος», που ξαναβρίσκει τον εαυτό του αργά, επώδυνα, σχεδόν βασανιστικά, δραπετεύοντας συχνά από τις ψυχαναγκαστικές καταστάσεις του κοινωνικού περίγυρου, ακόμα κι όταν εξαναγκάζεται σε φόνο: για τον Σιμενόν «δεν υπάρχουν εγκληματίες, παρά μόνο εγκληματικές πράξεις, που διαπράττονται συχνά από φυσιολογικούς ανθρώπους που δεν ήταν προετοιμασμένοι για το έγκλημα» (Georg Hensel), αναζητώντας συστηματικά κι επίμονα «συγκεκριμένους όρους και συγκεκριμένους ανθρώπους, που δεν περιγράφουν την ψυχική τους κατάσταση, αλλά πράττουν». Ένα δομικό στοιχείο που ξεχωρίζει επί πλέον, είναι τα ψυχογραφικά πορτραίτα των ζευγαριών, φαινομενικά αρμονικά, ενίοτε αταίριαστα, στην ουσία όμως καταπονημένα, ραγισμένα, συχνά απόμακρα. Στα βιβλία του, έρωτας και θάνατος, αγάπη και μίσος, φυγή και μοναξιά είναι αναπόσπαστα συστατικά της εργοβιογραφίας του, όχι απλά sujets ενός ευφάνταστου, πληθωρικού συγγραφέα. Στο Œuvre του (75 Maigret και 118 non-Maigret μυθιστορήματα, χώρια τα διηγήματα και οι κινηματογραφικές μεταφορές των μυθιστορημάτων) αναδεικνύεται και τέμνεται, μέσα από μια ξεχωριστή οικονομία της αφήγησης, η «ανθρώπινη κατάσταση» στον 20ό αιώνα. Ταυτόχρονα όμως αποτυπώνεται, μελαγχολικά, ανθρωπολογικά και συνάμα ουμανιστικά, ο αμοραλισμός ενός ολόκληρου «κόσμου του χτες», που είναι ευρωπαϊκός και υπερατλαντικός, πραγματικός και συγγραφικός, ευαίσθητος και κυνικός, μικροαστικός και λαϊκός, και βρίσκεται σε διαρκή αναταραχή, όπου όμως προτεραιότητα έχουν συνήθως οι μοίρες των «μικρών ανθρώπων»: γι’ αυτούς γράφει και αυτοί τον αγάπησαν ως συγγραφέα.

Notice bibliographiqueΤέλος, για τους νομικούς υπάρχει (τουλάχιστον) ένα βιβλίο του με ιδιαίτερο ενδιαφέρον: το Γράμμα στον δικαστή μου (Lettre à mon juge, 1946), μία ενδοσκόπηση στην ανθρώπινη ψυχή, που αναζητεί την κατανόηση μέσα από μια βαθειά εξομολόγηση απέναντι στον θεσμικό κριτή της. Bonne lecture!Monsieur Simenon, Commissaire Simenon – Έγκλημα και Τιμωρία/Crime and  Punishment/Crime et Châtiment/Delitto e castigo/Преступление и наказание 

 

 ΛΙΜΠΕΡΤΥ ΜΠΑΡ

Liberty Bar

Ο ΜΑΙΓΚΡΕ βρίσκεται στην Αντίμπ, κωμόπολη και θέρετρο με ωραίες βίλλες στην Κυανή Ακτή, κοντά στη Νίκαια. Ένας ιδιότυπος Αυστραλός ονόματι Μπράουν, που ζούσε σε μια βίλα με την ερωμένη του και τη μητέρα της, έχει βρεθεί δολοφονημένος. Στο εξαθλιωμένο αλλά ατμοσφαιρικό Λίμπερτυ Μπαρ κάποιες άλλες γυναίκες διεκδικούν μια σχέση με το θύμα. Μυστικά και παράξενες ισορροπίες στη μικροκοινωνία του θέρετρου. Έχουμε την αίσθηση ότι ο Μαιγκρέ ενδιαφέρεται πολύ περισσότερο να ανακαλύψει ποιος ήταν το θύμα απ' το να αναζητήσει τον ίδιο τον δολοφόνο. Ο Μαιγκρέ σε μια από τις πρώτες διάσημες ιστορίες του, όπου αναπτύσσει τον προσωπικό του κώδικα δικαίου.

Το Liberty Bar του Ζώρζ Σιμενόν στο ελληνικό ραδιόφωνο σε μια ιστορική διασκευή

 Στο ρόλο της Ζαζά η Κυβέλη 

 Παίζουν με τη σειρά που ακούγονται: Λυκούργος Καλλέργης (Μαιγκρέ), Γιάννης Φέρτης, Ελένη Χατζηαργύρη, Γιάννης Αργύρης, Δημήτρης Νικολαΐδης, Νίκος Καζής 

 Μετάφραση και ραδιοφωνική προσαρμογή : Κυβέλη Μυράτ  

Σκηνοθεσία:  Μιχάλης Μπούχλης

Εσείς έχετε διαβάσει Φόλκερ Κούτσερ; Αν όχι, σίγουρα έχετε δει κάποιο επεισόδιο από το περίφημο «Babylon Berlin»...

 

diastixo.gr

Volker Kutscher: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης

Volker Kutscher: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Photo: © Andreas Chudowski

O Φόλκερ Κούτσερ, Γερμανός συγγραφέας και δημοσιογράφος, γεννήθηκε το 1962 στο Λίντλαρ της Κολωνίας. Μετά τις σπουδές του στη Γερμανική Φιλολογία, τη Φιλοσοφία και την Ιστορία, εργάστηκε ως συντάκτης στον ημερήσιο Τύπο, ενώ σύντομα έγραψε και το πρώτο του αστυνομικό μυθιστόρημα. Σήμερα ζει στην Κολωνία και ασχολείται αποκλειστικά με τη συγγραφή. Η σειρά αστυνομικών βιβλίων του με πρωταγωνιστή τον Γκέρεον Ρατ έχει αγαπηθεί πολύ τόσο από το αναγνωστικό όσο και από το τηλεοπτικό κοινό («Babylon Berlin», ΕΡΤ). Τα δύο πρώτα βιβλία της σειράς, Το βρεγμένο ψάρι, που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Διόπτρα τον Φεβρουάριο, και ο Βωβός θάνατος, που βρίσκεται από σήμερα στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, επίσης από τις Εκδόσεις Διόπτρα, μας έδωσαν την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη.

Τι σας ώθησε να γράψετε το μυθιστόρημα Το βρεγμένο ψάρι;

Το βρεγμένο ψάρι είναι το πρώτο από μια σειρά δέκα αστυνομικών μυθιστορημάτων, με τα οποία θέλω να περιγράψω την πορεία της Γερμανίας από τη δημοκρατία προς τη δικτατορία. Η σειρά αυτή ξεκινά με ένα βιβλίο που αναφέρεται χρονικά στο 1929 και θα ολοκληρωθεί μ’ ένα βιβλίο που θ’ αναφέρεται στο 1938. Στη Γερμανία, μόλις κυκλοφόρησε ο όγδοος τόμος, που αναφέρεται στη χρονική περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων του 1936 στο Βερολίνο.

Ο τίτλος Το βρεγμένο ψάρι είναι πολύ ιδιαίτερος. Πώς προέκυψε;

Ο τίτλος αυτός οφείλεται στο γεγονός ότι, τότε, οι διεξάγοντες τις έρευνες για την εξιχνίαση των δολοφονιών στο Βερολίνο, που συνεργάζονταν με τον Ερνστ Γκένατ, αποκαλούσαν τις άλυτες περιπτώσεις «βρεγμένα ψάρια».

Ο αστυνόμος Γκέρεον Ρατ μετατίθεται στο Βερολίνο και βρίσκεται αντιμέτωπος με πολιτικές και κοινωνικές αναταραχές. Γιατί δεν υπήρχε πολιτική σταθερότητα εκείνη την περίοδο στο Βερολίνο;

Η δημοκρατία έπρεπε να επωμιστεί το βάρος και τις επιπτώσεις του χαμένου πολέμου, δηλαδή την πληρωμή τεράστιων ποσών αποζημίωσης, τον διεθνή εξοστρακισμό, αλλά και την κατοχή της Ρηνανίας και της περιοχής του Ρουρ. Οι παλιές ελίτ της αυτοκρατορικής εποχής του Κάιζερ επέρριπταν την ευθύνη για αυτά και για την ήττα στον πόλεμο στη δημοκρατία, ενώ στην πραγματικότητα υπεύθυνες ήσαν αυτές. Στις αρχές της δεκαετίας του ’30 ήρθε επιπλέον και η μεγάλη οικονομική κρίση, η οποία κλόνισε τη δημοκρατία, που μόλις είχε αρχίσει να αναπτύσσεται σιγά-σιγά.

Ένας νεκρός που φέρει ίχνη απάνθρωπων βασανιστηρίων παραμένει αίνιγμα για το Εγκληματολογικό της Αστυνομίας. Γιατί ο Γκέρεον Ρατ αναλαμβάνει αυτή τη δύσκολη υπόθεση;

Ο επιθεωρητής Ρατ ανήκε στο Τμήμα Ηθών της Αστυνομίας, αλλά προτιμούσε να είναι στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών. Για να αποδείξει τις ικανότητές του στην εξιχνίαση ανθρωποκτονιών, διερευνά την υπόθεση αυτή με δική του πρωτοβουλία.

Η έρευνά του τον οδηγεί σε μια ομάδα εξόριστων Σοβιετικών αντιφρονούντων, που έχουν πολύ χρυσό προκειμένου να αγοράσουν όπλα. Γιατί θέλουν να μεταφέρουν τον χρυσό με τρένο στη Γερμανία;

Ο χρυσός ανήκει σε μια πλούσια γυναίκα, στην κόμισσα Σοροκίνα, η οποία συμπαθούσε και υποστήριζε την τροτσκιστική οργάνωση. Ήθελε λοιπόν να προωθήσει τον χρυσό στους άντρες που περιβάλλουν τον εραστή της, Καρδάκοφ, ώστε να τον χρησιμοποιήσουν για να αγοράσουν όπλα και να πολεμήσουν κατά του Στάλιν.

Παράλληλα, βλέπουμε τις κομμουνιστικές κινητοποιήσεις, που έρχονται σε σύγκρουση με τη ραγδαία άνοδο του ναζισμού, και όλα συνθέτουν ένα βερολινέζικο ντελίριο. Αυτά τα γεγονότα που συνέβαιναν στο Βερολίνο τι απήχηση είχαν στην υπόλοιπη Γερμανία;

Δεν γίνονταν παντού αυτά που συνέβαιναν τότε στους δρόμους του Βερολίνου. Αλλά ό,τι γινόταν στην πρωτεύουσα, οι μάχες που διεξάγονταν εκεί είχαν μεγάλη σημασία για ολόκληρη τη χώρα. Οι ήρωες του μυθιστορήματος ζουν σε μια πόλη, που είναι εκρηκτική ως προς τη διασκέδαση. Μπαρ, κινηματογράφοι, καμπαρέ. Για ποιο λόγο το Βερολίνο βίωνε αυτή την ελευθερία ηθών; Οι δυνατότητες αυτής της πολιτιστικής και νυχτερινής ζωής υπήρχαν ήδη πριν από το 1914, αλλά μετά τον πόλεμο, όταν με την επανάσταση του 1918/19 διαλύθηκαν τα δεσμά της αυτοκρατορικής περιόδου του Κάιζερ, το Βερολίνο μπόρεσε να νιώσει τις πρόσφατα κερδισμένες ελευθερίες που έφερε η δημοκρατία.

Μια δημοκρατία καταστρέφεται γρηγορότερα απ’ όσο χτίζεται – και αυτό είναι κάτι που θέλω επίσης να δείξω με τα μυθιστορήματά μου.

Ο Γκέρεον Ρατ είναι νέος, γοητευτικός και ερωτεύεται την Τσάρλυ. Τι τον κάνει να διαφέρει από τους υπόλοιπους αστυνομικούς, που μοιάζουν σαν να βουλιάζουν στο τέλμα;

Ο Γκέρεον Ρατ βλέπει τον εαυτό του ως έναν τυπικό αστυνομικό. Αυτό που τον ξεχωρίζει, είναι ότι δεν τηρεί πάντοτε τον νόμο, όταν κρίνει απαραίτητο να κινηθεί αλλιώς. Η δικαιοσύνη είναι πιο σημαντική γι’ αυτόν από τον νόμο. Προτιμά, επίσης, να εργάζεται μόνος του παρά μαζί με τους συναδέλφους του, κάτι που τον κάνει να αντιμετωπίζει προβλήματα με τους ανωτέρους του.

Τα μυθιστορήματά σας έγιναν μπεστ σέλερ, ενώ γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία και στην τηλεοπτική μεταφορά τους. Πώς νιώθετε γι’ αυτό;

Φυσικά, είμαι χαρούμενος γι’ αυτό. Κάθε συγγραφέας θέλει τα βιβλία του να διαβαστούν από όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους.

Πώς συνδυάζετε τη δημοσιογραφία με τη συγγραφή;

Δεν εργάζομαι πλέον ως δημοσιογράφος. Εδώ και χρόνια μπορώ να βγάζω τα προς το ζην μόνον από τη συγγραφή μυθιστορημάτων και από τότε έχω επικεντρωθεί επαγγελματικά σε αυτόν τον τομέα.

Θα ξέρετε, βέβαια, ότι και στην Ελλάδα η δουλειά σας έχει μεγάλη απήχηση.

Ναι, και χαίρομαι πολύ. Ελπίζω ότι στους Έλληνες αναγνώστες θα αρέσουν και τα υπόλοιπα μυθιστορήματα με τον Γκέρεον Ρατ. Όπως προανέφερα, η σειρά αυτή θα αποτελείται από δέκα βιβλία και ελπίζω ότι οι αναγνώστες μου θα με ακολουθήσουν μέχρι το δέκατο και τελευταίο, επειδή βλέπω τα μυθιστορήματά μου αυτά ως ένα ενιαίο μεγάλο έργο.

Είστε ικανοποιημένος από τη διασκευή του «Babylon Berlin» στη μικρή οθόνη;

Η τηλεοπτική προσέγγιση παρουσιάζει πολλά πράγματα διαφορετικά από ό,τι εγώ στα μυθιστορήματά μου. Ωστόσο, είμαι πολύ ικανοποιημένος για τη μεγάλη επιτυχία που σημειώνει. Ακόμη και αν η μεταφορά στην οθόνη παρουσιάζει την ιστορία με διαφορετικό τρόπο σε ορισμένες πτυχές, ουσιαστικά κάνει το ίδιο με τα μυθιστορήματα: Εξηγεί πώς μπορεί να διαλυθεί μια δημοκρατία!

Ποια είναι η γνώμη σας για την Ελλάδα;

Πάντα μου αρέσει να βρίσκομαι στην Ελλάδα! Μου αρέσει η χώρα, οι άνθρωποί της και φυσικά το ελληνικό φαγητό!

Τι θα απευθύνατε στους αναγνώστες που θα διαβάσουν τη συνέντευξή σας;

Η Ελλάδα είναι το λίκνο του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Οι Έλληνες μας χάρισαν την ιδέα της δημοκρατίας – και αυτό πρέπει να το έχει πάντα στη συνείδησή του ο καθένας μας. Και ελπίζω ότι η επίγνωση αυτή θα οδηγήσει και τους Έλληνες στο να γνωρίζουν ότι η δημοκρατία είναι ένα επίτευγμα εύθραυστο, που δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο – πρέπει να αγωνιζόμαστε για να το διατηρήσουμε. Μια δημοκρατία καταστρέφεται γρηγορότερα απ’ όσο χτίζεται – και αυτό είναι κάτι που θέλω επίσης να δείξω με τα μυθιστορήματά μου.

Μετάφραση από τα γερμανικά: Ευθύμιος Χατζηιωάννου, μεταφραστής, δημοσιογράφος

Το βρεγμένο ψάρι
Volker Kutscher
μετάφραση: Τάσος Ψηλογιαννόπουλος
Διόπτρα
736 σελ.
ISBN 978-960-653-268-9
Τιμή €18,80
001 patakis eshop

Βωβός θάνατος
Volker Kutscher
μετάφραση: Τάσος Ψηλογιαννόπουλος
Διόπτρα
808 σελ.
ISBN 978-960-653-286-3
Τιμή €18,80
001 patakis eshop

Ο Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης είναι συγγραφέας.

“Viva il Greco” /Ζήτω τα Ελληνικά”: Ένας Ιταλός συγγραφέας αποθεώνει την αρχαία ελληνική γλώσσα


"Ζήτω τα ελληνικά" – Ένας Ιταλός τα συγκρίνει με τα λατινικά και τα αποθεώνει

Δεληολάνης Δημήτρης

Μπορεί οι Έλληνες να μην έχουμε σε πολύ εκτίμηση την πανάρχαια γλώσσα μας, αλλά κάποιοι άλλοι την έχουν. Και μάλιστα όταν αυτοί οι άλλοι είναι κληρονόμοι μίας επίσης ιστορικής γλώσσας, όπως είναι τα λατινικά. Ο Ιταλός συγγραφέας Νικόλα Γκαρντίνι έγραψε βιβλίο με τίτλο “Viva il Greco” (“Ζήτω τα Ελληνικά”). Αντί για δικά μας λόγια παραθέτουμε τις δύο πρώτες σελίδες από την εισαγωγή του. Τα σχόλιά μας περιττεύουν. Ο Γκαρντίνι μας υπενθυμίζει ποιοι είμαστε στους χαλεπούς καιρούς μας.

«Είναι αλήθεια πως τα αρχαία ελληνικά μας απασχολούν όλους μας από τους αρχαίους χρόνους. Είναι επίσης αλήθεια πως η γλώσσα αυτή φαίνεται μακρινή και μυστηριώδης, ακόμη και ξένη, σε όποιον δεν είχε έρθει σε επαφή μαζί της στα χρόνια του Λυκείου, ούτε αρκούν ώστε να μας την καταστήσουν οικεία όλες οι ελληνικές ετυμολογίες που επικαλούμαστε καθημερινώς.

Απεναντίας, τα λατινικά, φαίνεται να συνδέονται πιο στενά με την καθημερινότητα μας, σαν στενός συγγενής. Κατ΄ αρχάς, χρησιμοποιούν το ίδιο αλφάβητο με εμάς. Δευτερευόντως, ακόμη κι όταν δεν τα καταλαβαίνουμε, έχουμε την αίσθηση πως καταλάβαμε, καθώς το λεξιλόγιο τους είναι ο γεννήτορας του δικού μας. Παρόλο που οι διατυπώσεις και οι έννοιες δεν αντιστοιχούν πλέον, παραμένει μια αυταπάτη συνέχειας και συγγένειας.

Η ιστορία των αρχαίων ελληνικών και των λατινικών, καθώς παρακολουθούμε τις τροχιές τους στο χάρτη του ευρωπαϊκού πολιτισμού, είναι η ίδια. Υπάρχουν όμως και διαφορές. Δεν περιλαμβάνουμε σε αυτές μόνον τις ιδιαίτερες περιστάσεις που γνώρισε κάθε μια από τις δυο αυτές γλώσσες, αλλά και τον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο κατά το πέρασμα των αιώνων η κάθε μια θεωρήθηκε κι έγινε αντιληπτή.

Γλώσσα επαναπατρισμού

Τα λατινικά υποδείκνυαν διάρκεια και σταθερότητα, τα ελληνικά εξάλειψη και καταστροφή. Εξαφανίστηκαν από το χάρτη της μελέτης για πολλούς αιώνες και μετατράπηκαν σε κάτι σαν την ίδια την προσωποποίηση της νοσταλγίας. Την εποχή της νεωτερικότητας, μετά τις θριαμβολογικές αποκαταστάσεις της Αναγέννησης, η γνώση των ελληνικών έγινε όλο και πιο συχνά μυθικό στοιχείο, που σηματοδοτούσε τον αγώνα εναντίον των διαλυτικών δυνάμεων, την αντιπαράθεση στην παρακμή, την ανάκτηση της ισχύος, την επιστροφή στις ρίζες, έναν “επαναπατρισμό”, ή ακόμη και μια διερεύνηση του Εγώ.

Ο Χαίλντερλιν, ο Λεοπάρντι, ο Νίτσε και ο Φρόιντ είναι παραδείγματα, μόνο και μόνο για να επικαλεστούμε κάποια διακεκριμένα ονόματα. Το θέμα δεν αφορά μόνον τη γλώσσα: αφορά και τη σκέψη, τη φαντασία, τη ζωή. Η ελληνική γλώσσα είναι ανθρώπινοι και θεϊκοί ήρωες, είναι πολιτική, μύθοι, τοποθεσίες, ηθικές αξίες, αισθητικές αντιλήψεις, αισθήματα και συναισθήματα. Επίσης φέρει μέσα της όλη την αμφισημία των αρχαίων πραγμάτων, μηνύματα τα οποία την ίδια στιγμή που εμφανίζονται σπεύδουν να εξαφανιστούν, ώστε να μας αναγκάσουν να διδαχθούμε άλλους κωδικούς, άλλες κατηγορίες, άλλες προθέσεις.

Συναντάμε δυσκολίες έκφρασης, εκλεπτυσμένες διατυπώσεις, ξέχειλη γλωσσική αφθονία, που οι σύγχρονες μεταφράσεις μας ποτέ δεν θα αποδώσουν στην εντέλεια. Υπάρχει επίσης και ένα ιδιαίτερο αίσθημα ευθύνης, που επικαλύπτει τη μελέτη με ένα πέπλο κάποιου είδους συγκίνησης, καθώς είναι πασίγνωστο πως όταν ασχολούμαστε με τα ελληνικά, ασχολούμαστε με τις δικές μας απαρχές ή τουλάχιστον με την προβολή των δικών μας απαρχών.

Σύγχρονα έπη

Η ιστορία των ελληνικών είναι αρχαιότερη από εκείνη των λατινικών. Οι λογοτεχνικές τους αρχές, όπως δείχνουν η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, συμπίπτουν με έναν πολύ υψηλό βαθμό γλωσσικής και πολιτιστικής ανάπτυξης. Και όχι μόνο. Τα ομηρικά έπη, όσο αρχαϊκά και παγωμένα σε κάποια τυποποίηση κι αν είναι, είχαν τόσο μεγάλη επιτυχία που τα κατέστησε πάντα σύγχρονα με όλη τη λογοτεχνία που ακολούθησε, αποτελώντας τη βάση μιας κοινής παιδείας και μιας εθνικής μνήμης.

Δεν υπάρχει σημαντικός συγγραφέας που να μην αναμετρήθηκε με εκείνα τα κείμενα. Η ίδια η φιλοσοφική αναζήτηση αναγκάστηκε να αναμετρηθεί με το κύρος του Ομήρου. Και θα αναδειχτούν νέοι συνεχιστές και μιμητές του Ομήρου πολλούς αιώνες μετά τη γέννηση του Χριστού. Τα λατινικά δεν είχαν ένα τόσο εντυπωσιακό ξεκίνημα. Απεναντίας, η μοίρα τα ανάγκασε να αρνούνται με όλο και μεγαλύτερη πεποίθηση την αρχαιότητά τους, μέχρις ότου η γραφή τους δεν τελειοποιήθηκε και διακανονίστηκε από δυο διδασκάλους όπως ο Κικέρων και ο Βιργίλιος. Η ψυχή των ελληνικών είναι συγκριτική.

Ζήτω τα Ελληνικά

Θεωρεί τον άλλον (αρχής γενομένης με τους Τρώες) και τον καθορίζει μέσω αντιθέσεων, συμμετριών, παραλληλισμών, συγκρίσεων. Αναζητά και εκφράζει τη συζήτηση, τη φιλονικία, τον αγώνα –δικαστικό, αθλητικό, στρατιωτικό, ρητορικό– και ταυτόχρονα επιδιώκει τη φιλία και την γενναιόδωρη ανταλλαγή. Αυτή την τάση προς το διάλογο αναμφίβολα την ευνοούν οι γεωπολιτικές συνθήκες του έθνους. Οι Έλληνες θεωρούσαν πως αποτελούσαν έναν ενιαίο λαό, αλλά αισθάνονταν και ήταν διαιρεμένοι.

Όταν αναφερόμαστε σε αυτούς, δεν εννοούμε ένα ενιαίο κράτος, αλλά επικαλούμαστε ένα σύνολο πόλεων, εκατοντάδων, που κάθε μια από αυτές κυβερνάται ανεξάρτητα. Υπήρχαν μοναρχίες, ολιγαρχίες, τυραννίες, δημοκρατίες και όλες αυτές προσπαθούσαν συνεχώς να συσχετιστούν μέσω της διπλωματίας ή μέσω του πολέμου, συνάπτοντας συμμαχίες και διαχειριζόμενες εκεχειρίες, αμοιβαίες επιρροές, ακόμη και ενώπιον της μόνιμης απειλής ξένων παρεμβάσεων, όπως των Περσών πρώτα και των Μακεδόνων αργότερα.

Οι Έλληνες κατάφεραν να μετατρέψουν τις διαιρέσεις σε κρίσιμες ευκαιρίες και αυτή βεβαίως είναι η πιο ζωντανή και θετική κληρονομιά τους. Ας μάθουμε από αυτούς: να μιλάμε και να κάνουμε διάλογο, να αναγνωρίσουμε τις ιδιομορφίες και να εμπλουτίσουμε με αυτές την έρημο της ούτω αποκαλούμενης παγκοσμιοποίησης. Αποτελεί μεγάλη ανάγκη για εμάς να αποδώσουμε εκ νέου στις γλώσσες μας όραμα κι επίγνωση, να αποδώσουμε κοινωνικό ή, για να εκφραστώ με μια ελληνική λέξη, πολιτικό βάρος σε ό,τι στοχαζόμαστε και λέμε.

Λατρεία για τη λέξη

Οι ομιλίες, ακόμη και οι πιο ιδιωτικές, αδειάζουν και χάνουν τη σημασία τους όταν παύουν να αναμετρούνται με κάποια αντίληψη του κόσμου. Από την εποχή του Ομήρου η ιστορία της ελληνικής γλώσσας χαρακτηρίζεται από πραγματική λατρεία για τη λέξη, και η απόδειξη βρίσκεται σε όλες τις μορφές της ελληνικής λογοτεχνίας.

Με τις λέξεις αναζητούσαν την αλήθεια και το νόημα των πραγμάτων και η αλήθεια και το νόημα των πραγμάτων ενδέχεται να συμπίπτουν με την ίδια τη λέξη. Και αυτή η αναζήτηση συνεχίζεται με την επίγνωση πως η αλήθεια ξεφεύγει ή διασχίζεται ή δεν αφήνει να την πιάσεις και η ανθρώπινη γλώσσα είναι μονίμως εκτεθειμένη στον κίνδυνο να εκφράσει λανθασμένες παραστάσεις. Γι΄ αυτό οφείλει πάντα να επιβλέπει επί των μηχανισμών της για το γενικότερο αγαθό».

____________________

 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Ακόμαμία ένθερμη Ιταλίδα ελληνίστρια , που γοητεύτηκε από την ελληνική γλώσσα
https://www.illibraio.it/wp-content/uploads/2016/10/andrea-marcolongo.jpg.webpH ελληνίστρια Andrea Marcolongo (Andrea Marcolongo Muratović) επισκέφθηκε την Ελλάδα για τρεις εκδηλώσεις με αφορμή τα βιβλία της «Η υπέροχη γλώσσα. 9 λόγοι για ν' αγαπήσεις τα αρχαία ελληνικά», το οποίο έχει σημειώσει τεράστια επιτυχία, με πωλήσεις που ξεπέρασαν τα 100.000 αντίτυπα, και έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, και «Το μέτρο του ηρωισμού» που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Πατάκη.

Τη συναντήσαμε στο Βιβλιοπωλείο Πατάκη (Βιβλιοπωλείο Πατάκη) και μας μίλησε για τη σχέση της με την Ελλάδα και τα αρχαία ελληνικά.

Βρείτε τα βιβλία της:
📓 «Η υπέροχη γλώσσα. 9 λόγοι για ν' αγαπήσεις τα αρχαία ελληνικά» https://bit.ly/2VfBKj1
📘 «Το μέτρο του ηρωισμού» https://bit.ly/2UZ1hbd

 https://www.illibraio.it/wp-content/uploads/2016/10/la-lingua-geniale.jpg.webp


Ecco perché amare il greco antico, una lingua geniale ...

Γιατί ενοχλείται η Δεξιά από τους πολιτικοποιημένους καλλιτέχνες;

 

Μια αλλιώτικη Καθαρή Δευτέρα στην τουρκοκρατούμενη Ήπειρο

  Η ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ Διήγημα του  Χρήστου Χρηστοβασίλη (1862-1937) Ήμουν τότε παιδί όχι πλειότερο από οχτώ χρονών και μαθήτευα στον παπα-Αντ...