Σάββατο, Οκτωβρίου 31, 2020

Μενδώνη : τα παίζει όλα για όλα, για να εκθεμελιώσει , διαλύσει και αποσπάσει τα αρχαία του Σταθμού Βενιζέλου

 

Άτακτες κινήσεις Μενδώνη για τα αρχαία της Βενιζέλου

Σε μια ασυνήθιστη και πάντως εντελώς αντιθεσμική κίνηση, με οσμή ωμής προσπάθειας παρέμβασης στην δικαιοσύνη, προέβη την Πέμπτη 29 Οκτωβρίου η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη.Λίνα Μενδώνη: Οι βασικές αρχές του προγράμματος για τον πολιτισμό Επισκέφθηκε αυτοπροσώπως την πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), Μαίρη Σαρπ,Η νέα πρόεδρος του ΣτΕ μία ακριβώς βδομάδα πριν από την εκδίκαση στη μείζονα Ολομέλεια των τριών αιτήσεων ακύρωσης κατά της υπουργικής απόφασης που η ίδια η υπουργός υπέγραψε και εξέδωσε περί “ανακατασκευής” του σταθμού Βενιζέλου στο μετρό της Θεσσαλονίκης, με αποξήλωση και τεμαχισμό ενός ολόκληρου βυζαντινού αρχαιολογικού τοπίου!

Το ερώτημα γεννάται αβίαστα: τι δουλειά έχει σε μια τέτοια συγκυρία να επισκέπτεται τον δικαστή η υπουργός, αντίδικος η ίδια ως εκπρόσωπος του Δημοσίου, σε μια τέτοια πολύκροτη υπόθεση; Άλλως, όπως λέει κι ο λαός, “τι δουλειά έχει η αλεπού στο παζάρι”;

Με τις θεσμικές διαδικασίες φαίνεται ότι δεν τα πηγαίνει και τόσο καλά η υπουργός Πολιτισμού: την ίδια ακριβώς ημέρα που επισκέφθηκε την πρόεδρο του ΣτΕ, κατέθεσε στο δικαστήριο και το υπουργείο Πολιτισμού, εκπρόθεσμα κατά 24 ολόκληρες μέρες, τις έγγραφες απόψεις που , σύμφωνα με το άρθρο 23 του Προεδρικού Διατάγματος 18/1989,  υποχρεούται  να καταθέσει για την αίτηση ακύρωσης που συνυπέβαλαν ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων, ο Ενιαίος Σύλλογος Υπαλλήλων ΥΠΠΟΑ Αττικής, Στερεάς και Νήσων, ο Σύλλογος Εκτάκτων Αρχαιολόγων, η Πανελλήνια Ένωση Συντηρητών Αρχαιοτήτων και έξι προσωπικότητες της Θεσσαλονίκης.

Η καθυστέρηση αυτή, μάλιστα, όπως προβλέπει το ακριβώς επόμενο άρθρο του ίδιου Προεδρικού Διατάγματος συνιστά ιδιαίτερα πειθαρχικό παράπτωμα.

Ειδικότερα, όπως ρητά προβλέπεται:

“1. Η παράλειψη της έγκαιρης αποστολής προς το Συμβούλιο των στοιχείων και πληροφοριών που προβλέπονται από τα προηγούμενα άρθρα, καθώς και της έκθεσης, συνιστά ιδιαίτερο πειθαρχικό αδίκημα των αρμοδίων για την ενέργεια αυτή υπαλλήλων.

2. Η πειθαρχική δίωξη ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις για το πειθαρχικό δίκαιο κάθε κατηγορίας υπαλλήλων. Την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης μπορεί να προκαλέσει και ο Πρόεδρος του Συμβουλίου με έγγραφο του προς τον αρμόδιο υπουργό ή τη διοίκηση του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Στην περίπτωση αυτή καθίσταται υποχρεωτική η άσκηση της δίωξης. Η πειθαρχική απόφαση εκδίδεται το αργότερο μέσα σε δύο μήνες από τη λήψη του εγγράφου για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης. Η απόφαση που εκδίδεται κοινοποιείται αμελλητί και στον Πρόεδρο του Συμβουλίου”.

Εκνευρισμός και μεθοδεύσεις

Δεν γνωρίζουμε αν η πρόεδρος του ΣτΕ προτίθεται ή όχι να κινήσει τις προβλεπόμενες διαδικασίες. Ούτε αν η επίσκεψη της υπουργού στόχευε να προλάβει ένα τέτοιο, απίθανο εδώ που τα λέμε, ενδεχόμενο ή, το πιθανότερο, να ισχυροποιήσει τη θέση της στην επίδικη υπόθεση και να ενισχύσει με την αυτοπρόσωπη παρουσία της τα αδύναμα ενδεχομένως επιχειρήματα που εμπεριέχουν οι έγγραφες απόψεις που με τόση καθυστέρηση κατέθεσε σχετικά η πλευρά της.

Εκτιμούμε, ωστόσο, πως η υπουργική επίσκεψη καθαυτή συνιστά μια προβληματική για την όλη διαδικασία παραθεσμική ενέργεια. Δίχως να τρέφουμε πολλές αυταπάτες για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το δικαστικό σύστημα στη χώρα, δεν μπορούμε παρά να διαπιστώσουμε πως για την υπουργό Πολιτισμού φαίνεται πως ο διαχωρισμός των εξουσιών και η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, καθώς και η τήρηση της νομιμότητας, της διοικητικής δικονομίας, αλλά και των προσχημάτων, είναι ψιλά γράμματα.

Λίγες ώρες, πάντως, μετά από την επίσκεψή της στην πρόεδρο του ΣτΕ, η Λίνα Μενδώνη δεν αμέλησε από το βήμα της Βουλής, να δηλώσει πόση εμπιστοσύνη έχει στις αποφάσεις του ΣτΕ, με αφορμή ακριβώς το ζήτημα των αρχαιοτήτων της Βενιζέλου, αλλά και να επιτεθεί με οξύτητα στην αξιωματική αντιπολίτευση και σε όσους αντιτίθενται στις πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης για το θέμα αυτό.

 Θα πρέπει να επισημανθεί πως τις τελευταίες ημέρες παρατηρείται έντονος εκνευρισμός στις κινήσεις του υπουργείου Πολιτισμού γύρω από το ζήτημα των αρχαιοτήτων της Βενιζέλου. Το μαρτυρούν και δύο περιστατικά που αμφότερα σχετίζονται με την κοινή συνέντευξη τύπου

που παραχώρησαν στις 21 Οκτωβρίου οι επτά συνολικά φορείς που έχουν καταθέσει στο ΣτΕ τις τρεις αιτήσεις ακύρωσης της υπουργικής απόφασης Μενδώνη.

Νουθεσίες του Γ.Γ. Πολιτισμού στην καθηγήτρια Μαλλούχου-Tufano

Το πρώτο σημειώθηκε την παραμονή της συνέντευξης τύπου, κατά την διάρκεια της συνεδρίασης του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ). Εκεί, ο πρόεδρος του Συμβουλίου και Γενικός Γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού, Γιώργος Διδασκάλου Γιώργος Διδασκάλου - Γενικός Γραμματέας Πολιτισμού - Home | Facebookεπιχείρησε να… νουθετήσει το μέλος του Συμβουλίου, αρχαιολόγο εξειδικευμένη στην αναστήλωση μνημείων και ομότιμη καθηγήτρια της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Πολυτεχνείου Κρήτης, Φανή Μαλλούχου-Tufano,Μαλλούχου-Tufano Φανή - Bodossaki Lectures on Demand που επρόκειτο την επομένη να παραστεί στην συνέντευξη των φορέων, εκπροσωπώντας την Europa Nostra.

Ας σημειωθεί πως η κ. Μαλλούχου-Tufano, που, μεταξύ άλλων έχει πολυετή ευδόκιμη υπηρεσία στην Υπηρεσία Συντήρησης Μνημείων Ακρόπολης του υπουργείου Πολιτισμού, ενώ έχει διατελέσει και εκλεγμένη πρόεδρος της Επιτροπής Κρίσεως και Απονομής των Βραβείων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Europa Nostra για την Πολιτιστική Κληρονομιά (European Union Prize for Cultural Heritage/Europa Nostra Awards), είναι αναπληρωματικό μέλος του ΚΑΣ. Μετέχει δε στις συνεδριάσεις του όταν απουσιάζει το τακτικό μέλος Μανόλης Κορρές. Επομένως θα συμμετείχε και στην συνεδρίαση του Δεκεμβρίου 2019 που γνωμοδότησε υπέρ της λύσης “απόσπασης – επανατοποθέτησης”, εάν είχε γίνει δεκτή η αίτηση εξαίρεσης του Μανόλη Κορρέ που είχε κατατεθεί λόγω παρουσίας στη συνεδρίαση του αδελφού του, ο οποίος είχε κληθεί από την “Αττικό Μετρό” ως εμπειρογνώμονας για να τεκμηριώσει την εφικτότητα της λύσης “απόσπασης-επανατοποθέτησης των αρχαιοτήτων στο σταθμό Βενιζέλου. Υπό κανονικές συνθήκες θα συμμετείχε, επίσης, και στην συνεδρίαση της 23ης Σεπτεμβρίου, όταν και εγκρίθηκε τελικά η μελέτη για την απόσπαση που εκπόνησε η κοινοπραξία ΑΚΤΩΡ -KORRES ENGINEERING. Αν είχε, βέβαια, προσκληθεί, πράγμα το οποίο δεν έγινε, “εκ παραδρομής”, κατά τον πρόεδρο του ΚΑΣ…

Στην συνεδρίαση λοιπόν της 20ης Οκτωβρίου ο Γενικός Γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού, που δεν φημίζεται για την ευγένεια και το τακτ στη συμπεριφορά του, ούτε λίγο ούτε πολύ κατηγόρησε την εγνωσμένου κύρους καθηγήτρια πως ενδεχόμενη συμμετοχή της στην συνέντευξη τύπου θα έπληττε το… κύρος του ΚΑΣ! Η κ. Μαλλούχου-Tufano αντέτεινε πως θα παραστεί στην συνέντευξη ως εκπρόσωπος όχι του ΚΑΣ βεβαίως, αλλά της Europa Nostra, ενώ μπροστά στην επιμονή του κ. Διδασκάλου υποχρεώθηκε να θέσει την παραίτησή της στην διάθεσή του.

Η κ. Μαλλούχου-Tufano, παρέστη τελικώς στην τόσο ενοχλητική για την πολιτική ηγεσία του Υπουργείο Πολιτισμού συνέντευξη τύπου, όπου μεταξύ άλλων ανέφερε και τα εξής: 

“Οι μοναδικές χωρικές και υλικές ποιότητες των αρχαίων του σκάμματος Βενιζέλου  επιβάλλουν τη διαφύλαξη και κληροδότησή τους στις επερχόμενες γενεές με όσο το δυνατόν πιο αλώβητη την φυσική και άυλη υπόστασή τους. Αυτό επιτυγχάνεται μόνο με τη διατήρηση και ανάδειξή τους κατά χώραν, χωρίς καμία μετακίνηση, πάνω στη γη που τα φιλοξένησε για δεκαέξι αιώνες

Ένα τοπίο πόλης, αποτελούμενο από αλλεπάλληλες επικαθήσεις ανομοιογενών επιχώσεων καθώς και από ποικίλα εξίσου ανομοιογενή υλικά δομής, δεν τεμαχίζεται και δεν μεταφέρεται -ακόμη και με την πλέον εξελιγμένη και έμπειρη τεχνογνωσία- χωρίς να υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη ως προς την φυσική του ακεραιότητα και ως προς την αυθεντικότητά του ως υλικού τεκμηρίου των εγγενών άυλων – αισθητικών, περιβαλλοντικών, κοινωνικών, τεχνικών και τεχνολογικών – αξιών που αυτό φέρει. Ένα τμήμα αστικού ιστού, όπως οι αρχαιότητες του σταθμού Βενιζέλου, αντιπροσωπεύει το κατεξοχήν ακίνητο, αμετακίνητο, μνημείο”.

“Διαρροές” εγγράφων και επιχείρηση εκφοβισμού

Τη σφοδρή ενόχληση της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Πολιτισμού απηχεί και το δημοσίευμα που αναρτήθηκε στο φιλοκυβερνητικό και εξόχως φιλομενδωνικό Liberal.gr μετά από την συνέντευξη των φορέων. Σε αυτό επιχειρείται να στηθεί ένα σενάριο “σκανδαλώδουςδιαρροής”εγγράφων από την δικογραφία που βρίσκεται στο ΣτΕ για την υπόθεση των αρχαιοτήτων της Βενιζέλου.   

Η συντάκτρια του δημοσιεύματος

προχώρησε στην καταγγελία πως όσα δημόσια υποστήριξε στην συνέντευξη τύπου η πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων Σταματία Μαρκέτου στο kozani.tv: "Είμαστε επιστήμονες δεν μπορεί να μας  φιμώσει κανείς"για προσπάθεια παραπλάνησης του ΣτΕ από το υπουργείο Πολιτισμού, με ψευδή δεδομένα που εμπεριέχονται στις έγγραφες απόψεις που κατέθεσε το υπουργείο στο ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο, προέρχονται από “σκανδαλώδη διαρροή” εγγράφων.

Για ρεπορτάζ που παρουσιάζεται ως άτυπο δελτίο τύπου του Υπουργείου Πολιτισμού, έκανε λόγο ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων στην απάντησή του, σημειώνοντας πως “πρόκειται για στρατευμένες πένες που το μόνο που καταφέρνουν είναι να εκθέτουν τους εμπνευστές των μεθοδεύσεων και βεβαίως τους ίδιους ως εκτελεστικά όργανα αυτών” και καταγγέλλοντας την συντάκτρια πως “φαντάζεται δήθεν “διαρροές” και μάλιστα “σκανδαλώδεις” στην άσκηση των δικονομικών δικαιωμάτων του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων”.

Δριμεία καταγγελία για το θέμα εξέδωσε και η συνδικαλιστική παράταξη του υπουργείου Πολιτισμού Ενωτική Αγωνιστική Κίνηση, τονίζοντας πως “δεν υπάρχουν «σκανδαλώδεις διαρροές». Αυτό που είναι σκανδαλώδες είναι το έγκλημα που σχεδιάζει η πολιτική ηγεσία του ΥΠΠΟΑ και η Αττικό Μετρό. Σκανδαλώδεις είναι οι μεθοδεύσεις τους και τα ψέματα που διακινούν ανερυθρίαστα, ακόμη και προς το ΣτΕ! Σκανδαλώδης είναι η συγκάλυψη του εγκλήματος από λιγοστές πια πένες του πολιτιστικού ρεπορτάζ και η χείρα βοηθείας που άκριτα προσφέρει η «έγκριτη» ρεπόρτερ στους πολιτικούς ενορχηστρωτές του εγκλήματος. Σκανδαλώδης είναι ο τρόπος που λειτουργεί η συγκεκριμένη δημοσιογράφος ως κύμβαλον αλαλάζον”.

Στις απαράδεκτες μεθοδεύσεις της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Πολιτισμού για το θέμα των αρχαιοτήτων της Βενιζέλου και την προσπάθεια φίμωσης των αντίθετων με την πολιτική της φωνών έχουμε αναφερθεί πρόσφατα. Όπως άλλωστε έχουμε αναφερθεί και στο είδος της δημοσιογραφίας που ασκεί η συγκεκριμένη δημοσιογράφος του Liberal, με αφορμή τότε την επίθεση που εξαπέλυσε εναντίον του “Κοσμοδρόμιου” μετά την αποκάλυψή μας για τον διορισμό από την Λίνα Μενδώνη στη θέση του προϊσταμένου στην Μονάδα Εσωτερικού Ελέγχου του υπουργείου Πολιτισμού ενός υπηρεσιακού στελέχους που ελέγχεται από τις δικαστικές αρχές για σοβαρά κακουργήματα.

Το ενδιαφέρον είναι πως οι πρακτικές αυτές δεν έχουν, όπως φαίνεται, ουδόλως περιοριστεί. Αντίθετα, επαναλαμβάνονται και συστηματοποιούνται σε βαθμό τέτοιο, που συνιστούν, αυτοτελώς πλέον, πολιτικό ζήτημα.

Κορυφώνεται η καμπάνια των υποστηρικτών των αρχαιοτήττων

Πάντως, οι φορείς που, συντονισμένα πλέον, αγωνίζονται για την διάσωση των μοναδικής σημασίας αρχαιοτήτων της Βενιζέλου δεν δείχνουν να πτοούνται από τις σπασμωδικές αντιδράσεις του υπουργείου Πολιτισμού. Τουναντίον, κορυφώνουν σταδιακά τις ενέργειες και την καμπάνια τους, ενόψει της κρίσιμης συνεδρίασης του ΣτΕ στις 6 Νοεμβρίου.       

Την ίδια ημέρα που η Λίνα Μενδώνη έκανε την κίνησή της προς την πρόεδρο του ΣτΕ δόθηκε στην δημοσιότητα ένα σύντομο αλλά περιεκτικό βίντεο που ετοιμάστηκε από την Κίνηση Πολιτών Θεσσαλονίκης για την Προστασία της Πολιτιστικής Κληρονομιάς και η Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού.

Σε αυτό, προσωπικότητες του καλλιτεχνικού και επιστημονικού χώρου, όπως ο Γιώργος Αρβανίτης, πρόεδρος του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, η Φιλαρέτη Κομνηνού, ο Σωκράτης Μάλαμας, η Ελένη Γερασιμίδου, ο Γιώργος Καζαντζής, η Λυδία Φωτοπούλου, ο Αργύρης Μπακιρτζής, η Έφη Σταμούλη, ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος, η Σοφία Νικολαΐδου, ο διεθνούς φήμης βυζαντινολόγος Πάολο Οντορίκο και ο ακαδημαϊκός Παναγιώτης Βοκοτόπουλος, εξηγούν μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα γιατί οφείλουμε να σταθούμε όλοι απέναντι στον εγκληματικό τεμαχισμό του μοναδικού αρχαιολογικού χώρου που αντίστοιχός του δεν διασώθηκε πουθενά στον κόσμο.

Η ταχύτητα με την οποία διαδόθηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης το συγκεκριμένο βίντεο και οι δεκάδες χιλιάδες προβολές που είχε μέσα σε ένα μόλις 24ωρο από την ανάρτησή του δείχνουν την ευρύτερη απήχηση που έχουν πλέον οι απόψεις των υποστηρικτών της διάσωσης των αρχαιοτήτων στη Βενιζέλου.

Και αυτό είναι, προφανώς, που ενοχλεί σφόδρα την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού και καθοδηγεί, εν πολλοίς, τις αντιδράσεις της. Σημαντική παρέμβαση του Jean-Pierre Sodini, Ομότιμοu Καθηγητή, Paris I Pantheon-Sorbonne και μέλους της Ακαδημίας des Inscriptions et Belles-Lettres υπέρ της κατά χώραν διατήρησης των αρχαιοτήτων στον Σταθμό Βενιζέλου / Μετρό Θεσσαλονίκ

PK (2014) Το Μπόλιγουντ όπως δεν το είδατε ποτέ...

PK (2014) - PK (2014) - User Reviews - IMDbPK (2014) | Στις καλύτερες 250 ταινίες όλων των εποχών!

 Ένας αλλόκοτος ξένος  περιφέρεται σε μια ινδική  πόλη κάνοντας ερωτήσεις που κανείς ποτέ δεν τόλμησε να θέσει.Οι ερωτήσεις του είναι τόσο τολμηρά παιδιάστικες, που σαστίζουν τους ερωτώμενους και δεν ξέρουν αν πρέπει να τον πάρουν στα σοβαρά ή να προσβληθούν .

 Ο γνωστός από τα αρχικά του P.K., με τις αθώες ερωτήσεις του και την παιδιάστικη περιέργειά του, θα βρεθεί σε ένα ταξίδι αγάπης, γέλιου και αποχαιρετισμού... 

Μια έξυπνη σάτιρα επιστημονικής  φαντασίας , που αναφέρεται στο ακανθώδες θέμα της οργανωμένης θρησκείας. Το μιούζικαλ "PK" του Μπόλιγουντ φωτίζει τις αντιφατικές κοινωνικές αντιλήψεις ενός λαού που προχωρά με βήματα σημειωτόν προς την πρόοδο εξαιτίας των κοινωνικών προλήψεων και της θρησκοληψίας .

PK (film) - Wikipedia

ΤΙΤΛΟΙ ΤΕΛΟΥΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΗΘΟΠΟΙΟ

 https://www.gazzetta.gr/sites/default/files/styles/scale_n_crop_812x457/public/article/2020-10/sean-connery-james-bond-star039s-harsh-attack-on-us-competition.jpg?itok=XGPzG93_

Σον Κόνερι (1930-2020) - Βικιπαίδεια

Οι πιο εντυπωσιακές φωτογραφίες πτηνών για το 2020

Ο διαγωνισμός «Bird Photographer of the Year 2020» επέλεξε και μοιράστηκε τις καλύτερες φωτογραφίες πτηνών για το 2020.

forbes.com

Amazing Birds: 20 Shortlisted Images Competing For Bird Photographer Of The Year 2020

Cecilia Rodriguez

new born yellow bitterns,  Bird Photographer Of The Year

Yellow Youngsters: Yellow Bittern, Best Portrait category.

Photo: Deliang Tong - Bird Photographer of the Year

As part of its fifth annual edition, the Bird Photographer of the Year (BPOTY) 2020 competition organized by the British natural history photo library Nature Photographers Ltd (NPL), has unveiled a selection of shortlisted images culled from more than 15,000 received from photographers representing 60-plus countries around the world.

“The standard of this year’s imagery is simply stunning and it was a very difficult job to whittle the entries down to the shortlist for final judging,” the organizers explained.

A list of the finalists will be announced on April 1, 2020, and the winners will be presented on August 22.

“Winning this competition is getting harder,” said naturalist and TV host Chris Packham, who heads the judging team. “And that’s the way it should be because photography is evolving more rapidly than ever: It is visibly edging closer to being able to facilitate perfection.”

“Every year, the standard just keeps improving, making the job of the judges increasingly tricky,” BPOTY Director and Competition Coordinator Rob Read explained. “There are so many technically brilliant photographs to look at, it takes something truly outstanding to catch the eye I hope that this is demonstrated by the amazing shortlist that the judges have produced this year.”

One of the main aims of the competition is to support bird-related conservation initiatives and to promote both the art of bird photography and the work of wildlife photographers.

The BPOTY is open to professional and amateur photographers and offers a top prize of £5,000 plus other awards including camera equipment, binoculars, outdoor clothing and travel vouchers.  

The competition awards the Best Portfolio and gold, silver, bronze and honorable mentions in various categories including Best Portrait, Birds in the Environment, Attention to Detail, Bird Behavior, Birds in Flight, Garden and Urban Birds, Creative Imagery, Young Bird Photographer, Black and White, Inspirational Encounters and Conservation Documentary.

Here you can see the full first-cut list of entries.

Beautiful Bird- Bird Photographer Of The Year

Burning: White Stork, Birds in the Environment category.

Photo: Pavel Chekanov - Bird Photographer of the Year

Beautiful Bird , Bird Photographer Of The Year

Peeping: Spotted Owlet, Best Portrait category.

Photo: Tomasz Szpila - Bird Photographer of the Year

Beautiful Bird, Bird Photographer Of The Year

Shortlisted, Black-and-White category.

Photo: Jean-Marie Ville - BIRD PHOTOGRAPHER OF THE YEAR

Beautiful Bird , Bird Photographer Of The Year

Changing Diet Bearded Tit, Bird Behaviour category.

Photo: Barry Carter - Bird Photographer of the Year

Beautiful Bird, Bird Photographer Of The Year

Heron Dance: Grey Heron, Birds in Flight category.

Photo: Andreas Hemb - Bird Photographer of the Year

Beautiful Bird, Bird Photographer Of The Year

Great Egret, Birds in the Environment category.

Photo: Guang Hua Chen - Bird Photographer of the Year

Beautiful Bird, Bird Photographer Of The Year

Big/Small: Northern Gannet, Best Portrait category.

Photo: Manuel Enrique González Carmona - Bird Photographer of the Year

Beautiful Eagle , Bird Photographer Of The Year

Golden Autumn Colours: Golden Eagle, Birds in Flight category.

Photo: Jari Peltomäki - Bird Photographer of the Year

Beautiful Bird, Bird Photographer Of The Year

Peek-a-boo: Least Bittern, Birds in the Environment category.

Photo: Joshua Galicki - Bird Photographer of the Year

Beautiful Piping Plover, Bird Photographer Of The Year

Plover Vs Worm: Piping Plover, Bird Behaviour category.

Photo: Matthew Filosa - Bird Photographer of the Year

Beautiful falconet,  Bird Photographer Of The Year

Pied Falconet: Best Portrait category

Photo: Gary Zeng - Bird Photographer of the Year

Beautiful singing wren, Bird Photographer Of The Year

Singing the Blues: Eurasian Wren, Bird Behaviour category.

Photo: Simon Roy - Bird Photographer of the Year

Beautiful starling, Bird Photographer Of The Year

All the Fun of the Fair: Common Starling, Garden and Urban Birds category.

Photo: Ben Andrew - Bird Photographer of the Year

Beautiful Spotted Woodpecker, Bird Photographer Of The Year

Camouflage: Great Spotted Woodpecker, Birds in the Environment category.

Photo: Peter Bartholomew - Bird Photographer of the Year

Beautiful penguin, Bird Photographer Of The Year

Raider in the Storm: Gentoo Penguin, Birds in the Environment category.

Photo: Renato Granieri - Bird Photographer of the Year

Beautiful Bird, Bird Photographer Of The Year

Shortlisted, Young Bird Photographer of the year category.

Photo: Nathan Yoder - BIRD PHOTOGRAPHER OF THE YEAR

Beautiful singing sparrow, Bird Photographer Of The Year

Savannah Calling: Savannah Sparrow, Best Portrait category.

Photo: Brad James - Bird Photographer of the Year

amazing pelican, Bird Photographer Of The Year

Tongue in Cheek?: Brown Pelican, Best Portrait category.

Photo: Matthew Filosa - Bird Photographer of the Year

flamingos from the air, Bird Photographer Of The Year

Oasis: Flamingos, Birds in the Environment category

Photo: Ali Kabas - Bird Photographer of the Year

Follow me on Twitter or LinkedInCheck out some of my other work here

H Καρυοφυλλιά Καραμπέτη ερμηνεύει ηχητικά την "Περσεφόνη" του Γιάννη Ρίτσου

 

Γιάννης Ρίτσος

img.discogs.com/ljpE2c9AhiqhB4yk4daaB2flJs0=/fi...

Γιάννης Ρίτσος (1909-1990) - Βικιπαίδεια

The rape of Persephone - theDelphiGuide.comΠερσεφόνη


(Έχει γυρίσει, όπως κάθε καλοκαίρι, απ’ την ξένη σκοτεινή χώρα, στο μεγάλο, εξοχικό, πατρικό της σπίτι, — πολύ ωχρή, σαν κουρασμένη απ’ το ταξίδι, σαν άρρωστη απ’ τη μεγάλη διαφορά κλίματος, φωτός, θερμότητας. Σαν ένα στρώμα προφυλακτικής σκιάς σκεπάζει ακόμα το πρόσωπό της και τα χέρια της. Μένει ξαπλωμένη στον παλιό καναπέ, σ’ ένα ευρύχωρο, φρεσκοασβεστωμένο δωμάτιο, στο πάνω πάτωμα, με κλεισμένα τα παντζούρια στα τρία παράθυρα και στην μπαλκονόπορτα. Ωστόσο η αντηλιά φωτίζει έντονα τους τοίχους με τρεμάμενα ραβδωτά φέγγη. Στο πάτωμα, ένα σωρό πανέρια, γεμάτα αγριολούλουδα, όμοια μ’ εκείνα που δεν είχε προφτάσει να πάρει μαζί της, τότε, στο πρώτο ξαφνικό ταξίδι της. Φαίνεται πως, πριν από λίγο, της τα ’χαν φέρει οι φιλενάδες της για τα καλωσορίσματα. Τώρα, μένει κοντά της μονάχα μια νέα με ανάλαφρο κυανό φόρεμα, με κυανή ταινία στα μαλλιά, σα να ’ναι η πιο πιστή, η θυσιασμένη της φίλη, η υδάτινη Κυάνη. Πλάι στον καναπέ, πάνω σε μια καρέκλα, ένα πιάτο με δροσερό νερό. Η φίλη της, κάθε τόσο, βρέχει εκεί ένα βατιστένιο, κεντητό μαντιλάκι, το στύβει και το αποθέτει χαμηλά στο μέτωπο της ταξιδιώτισσας, κρύβοντάς της τα φρύδια. Πότε πότε, καμιά σταγόνα κυλάει λοξά στο μάγουλό της, νοτίζει το φαρδύ πολύχρωμο μαξιλάρι, — έτσι κάπως σα να κλαίει με ξένα δάκρυα. Και τα μαλλιά της είναι λίγο βρεγμένα. Έξω, μόλις ακούγεται η θάλασσα —γαλήνια, λάδι— και κάποτε η φωνή κάποιου κολυμβητή. Η αντηλιά τότε δυναμώνει στο δωμάτιο. Μιλάει η ταξιδιώτισσα):

Αλήθεια σου λέω, — ήμουν καλά εκεί πέρα. Συνήθισα. Εδώ δεν αντέχω·
είναι πολύ το φως —μ’ αρρωσταίνει— απογυμνωτικό, απροσπέλαστο·
όλα τα δείχνει και τα κρύβει· αλλάζει κάθε τόσο — δεν προφταίνεις· αλλάζεις·
αισθάνεσαι το χρόνο που φεύγει — μια ατέλειωτη, κουραστική μετακίνηση·
σπάζουν τα γυαλικά στη μετακόμιση, μένουν στο δρόμο, αστράφτουν·
άλλοι πηδούν στη στεριά, άλλοι ανεβαίνουν στα πλοία· — όπως τότε,
έρχονταν, φεύγαν οι επισκέπτες μας, έρχονταν άλλοι·
μέναν για λίγο στους διαδρόμους οι μεγάλες βαλίτσες τους —
μια ξένη μυρωδιά, ξένες χώρες, ξένα ονόματα, — το σπίτι
δε μας ανήκε· — ήταν κι αυτό μια βαλίτσα μ’ εσώρουχα καινούρια, άγνωστά μας —
μπορούσε κάποιος να την πάρει απ’ το πέτσινο χερούλι και να φύγει.

Εκείνο τον καιρό, χαιρόμασταν βέβαια. Μια κίνηση τότε
έμοιαζε κάπως σαν ανέβασμα· — κάτι έρχονταν πάντα·
και μόλο που και τότε φοβόμασταν πως θα ’φευγε, δεν ξέραμε ακόμη
το κρυφό πήδημα του πλοίου απ’ τ’ άλλο μέρος του ορίζοντα
ή του χελιδονιού και της αγριόχηνας απ’ τ’ άλλο μέρος του λόφου.

Επάνω στο τραπέζι αστράφταν τα ποτήρια, τα πιάτα, τα πιρούνια
χρυσά και γαλάζια απ’ την ανταύγεια της θάλασσας. Το τραπεζομάντιλο
άσπρο, καλοσιδερωμένο, ήταν μια λάμψη επίπεδη· δεν είχε
διόλου εσοχές να καταφεύγουν άλλα νοήματα, άλλες εικασίες. Τώρα
τούτο το φως αβάσταχτο, — παραμορφώνει τα πάντα, τα δείχνει
μέσα στην παραμόρφωσή τους· κι η φωνή της θάλασσας
κουραστική, μ’ εκείνο το ασταθές της απέραντο, τα φευγαλέα χρώματά της,
με τις εναλλασσόμενες διαθέσεις της. Κι αυτοί οι ανόητοι βαρκάρηδες
με τα βρακιά τους ανασκουμπωμένα, μουσκεμένα, σ’ εξοργίζουν·
χώρια οι κολυμβητές, σαν καρβουνιάρηδες, πασαλειμμένοι με άμμο,
γελώντας, φωνασκώντας (χαρούμενοι τάχα) μόνο για να τους ακούσουν
σα να μην επαρκούν στον εαυτό τους.

Κει πέρα,
κανείς δεν πέφτει στο νερό· κανείς δε φωνάζει. Τα τρία ποτάμια,
σταχτιά, ακατάδεχτα, καθώς συρρέουν τριγύρω στο μεγάλο βράχο,
έχουν ολότελα άλλο θόρυβο —ισχυρό, ομοιόμορφο—
εκείνον τον ακίνητο θόρυβο της αιώνιας ροής· — τον συνηθίζεις·
σχεδόν δεν τον ακούς.

Όταν πρωτόρθε στο σπίτι ο αδελφός της μητέρας
είχε κάτι σταχτί, σαν αυτά τα ποτάμια. Ξαφνικά είχε αρρωστήσει.
Τον βάλαν στο μεγάλο κρεβάτι· του πήραν βεντούζες (θαρρώ είχε κρυώσει
απ’ το μεγάλο φως κι απ’ τη ζέστη) · — θυμάμαι τις πλάτες του
μελαχρινές, φαρδιές, δυνατές, σα χλοϊσμένο λιβάδι. Φοβόμουν
μην πάρει φωτιά το τρίχωμά του, — τόσο σιμά το σπαρματσέτο,
άσπρο το σπαρματσέτο στο ασημένιο κηροπήγιο. Μετά το ακουμπήσαν
στο μάρμαρο του νιπτήρα. Το δωμάτιο μύριζε καμένο μπαμπάκι.
Τα ρούχα του, ακόμη ζεστά, ριγμένα στην καρέκλα. Κοιτούσα
το σπαρματσέτο να στάζει μεγάλες σταγόνες στο μάρμαρο.

Ο θείος
έπιασε τη ματιά μου. Ντράπηκα. Ήθελα να φύγω. Δεν μπορούσα.
Είχε γυρίσει ανάσκελα· είχε κατεβάσει τη φανέλα του·
και μόλο που το στήθος του ήταν σκοτεινό, κι η φανέλα του κάτασπρη,
είχες ωστόσο την εντύπωση πως μια κατάμαυρη κουρτίνα
είχε σκεπάσει κάτι πολύ φωτεινό κι επικίνδυνο. Έτσι, τότε,
ο θείος, με το σεντόνι ανεβασμένο ώς πάνω στο πηγούνι,
χαμογελούσε ωραία μέσ’ απ’ τον πυρετό του. Κάτω απ’ το σεντόνι
ξεχώριζαν τα δυνατά του πόδια ώς τη ρίζα. Βγήκα απ’ το δωμάτιο.
Δεν τον ξανάδα όσο έμεινε· γυρνούσα στους αγρούς.

Τρεις μήνες αργότερα
έστειλε στη μητέρα, από μια ξένη χώρα, ένα σωρό παλιά του ρούχα
για τους φτωχούς. Αμέσως αναγνώρισα το σώμα του. Ένα παντελόνι
το αφήσαν αρκετές ημέρες στην κρεμάστρα του διαδρόμου. Το κοιτούσα
ώρες ολόκληρες, τ’ άγγιζα με τα χέρια μου· σκεφτόμουν να το κλέψω,
να το κρύψω κάτω απ’ το στρώμα μου, να το φορέσω. Φοβόμουν. Μια μέρα,
έβαλα μια καρέκλα· ανέβηκα· έχωσα το πρόσωπό μου και το οσμιζόμουν.
Έπεσα απ’ την καρέκλα. Τρόμαξα. Δε χτύπησα. Με το θόρυβο τρέξαν.
Δεν είπα τίποτα. Καθόλου πόνος. Μια γεύση μονάχα βαθιάς αμαρτίας.

Το παντελόνι εκείνο το ’δωσαν σ’ ένα δικό μας υπηρέτη.
Ίσα ίσα του ερχόταν. Οι υπηρέτες (θα το ’χεις προσέξει)
έχουν έναν παράξενο δικό τους τρόπο, μια δική τους ζωή, ολότελα ξέχωρη,
κλειστή κι επίβουλη, παρόλη τη βουβή αφοσίωση, που δείχνουν,
παρόλο μάλιστα το σεβασμό τους· κάποια εχθρότητα κι αδηφαγία
στα μάτια τους, στα χείλια τους και, προπάντων, στα χέρια,
τα ρωμαλέα, τα αυστηρά, τα επιδέξια, τα αυτοέμπιστα,
βαριά, χοντροκομμένα σαν αρκούδες,
αργόπρεπα, παρότι τόσο σβέλτα, όταν ξύστριζαν τ’ άλογα,
όταν ζεύαν το αμάξι ή τεμαχίζαν ένα βόδι
ή κάρφωναν ένα τραπέζι ή σκάβανε τον κήπο —

Θε μου, πόσο κουτοί και πόσο ανίδεοι, — μήτε που ξέρουν τί όμορφοι που ’ναι
μες στο κρουστό, ιδρωμένο δέρμα τους, δοσμένοι στη δουλειά τους
ανάμεσα σε σφυριά, σε καρφιά, σε πριόνια, — ένα σωρό εργαλεία
με άγνωστα ονόματα, — τρομαχτικά στη χρησιμότητά τους,
τρομαχτικά στη μυστικότητά τους, ή τη συνωμοτικότητά τους μάλλον,
ξύλα και σίδερα πολύπλοκα, λάμες ακονισμένες, λάμψεις —

Κι όλοι τους έχουν μια βαριά μυρωδιά από ασάλευτο νερό και από πεύκο
ή γάλα συκιάς. Ποτέ δεν ξεκουμπώνουν μπροστά μας
ούτε ένα κουμπί της πουκαμίσας τους. Ποτέ δε γελάνε. Όμως, το ξέρεις
πως μεταξύ τους μένουνε γυμνοί, χωρατεύουν, παλεύουν
τα μεσημέρια του καλοκαιριού, στα κάτω δωμάτια.
Μια μέρα τους είδα
μέσ’ απ’ την κλειδαρότρυπα. Ο ένας κοιμόταν, κατάχαμα στο στρώμα·
οι άλλοι τον γύμνωσαν αθόρυβα, του βάψαν με καπνιά τη φύση
λουρίδες λουρίδες, σαν όρθιο φίδι. Εκείνος ξύπνησε· τους πήρες στο κυνήγι·
τρέχανε κάτω απ’ τις αψίδες, γύρω στις κολόνες, γελούσαν
ένα μεγάλο γέλιο ιστορικό.
Τρόμαξα. Το ’βαλα στα πόδια. Θε μου,
λουρίδες λουρίδες, μια φως, μια σκιά, σε μιαν απέραντη κάθετη σήραγγα,
κάτι κλειστό, προδοτικό. Πνιγόμουνα. Κι ήθελα να φωνάξω. Δε φώναξα.
Ανέβηκα δυο δυο τα σκαλοπάτια· — βούιζε το κλιμακοστάσιο δροσερό, ισκιωμένο,
κι έξω ακουγόταν το χρυσό λιοπύρι κι οι φωνές των βαρκάρηδων
μακρινά μακρινά, σκοτεινά, σαν τρίχωμα αντρικής μασκάλης. Πνιγόμουν.
Έτρεξα επάνω, στο μεγάλο δωμάτιο, άνοιξα την μπαλκονόπορτα·
μπήκε μια μυρωδιά από κατράμι και χαρούπι, μια μυρωδιά από κόκκινο·
το σκυλί της μητέρας κοιμόταν στον ίσκιο της μεγάλης μουσμουλιάς
με τη μουσούδα του πάνω στα δυο πόδια του. Σφάλισα πάλι την πόρτα.

Ίσως γι’ αυτό διαλέγουμε στο τέλος τη σκιά. Το σκοτάδι είναι μαύρο —
μαύρο, στιλπνό, αναλλοίωτο, χωρίς αποχρώσεις. Γλιτώνεις
απ’ την προσπάθεια να διακρίνεις, — προς τί;
Ο υπηρέτης εκείνος
ήταν φτιαγμένος σαν από σκοτάδι. Θυμάσαι; — Όταν μ’ άρπαξε
μαζεύαμε λουλούδια στο μεγάλο λιβάδι. Τα κανίσκια γεμάτα
κρόκους, βιολέτες, κρίνους, ρόδα, αμάραντα, υακίνθους· — εγώ είχα σκύψει
πάνω σ’ ένα παράξενο λουλούδι —σα νάρκισσος έμοιαζε,— ένας νάρκισσος
πρωτόφαντος, μ’ εκατό χρώματα, μ’ εκατό μίσχους·
σπίθιζαν πάνω του οι σταγόνες της δροσιάς. Κι εγώ εκεί, θαμπωμένη,
γερτή, σαν αναδιπλωμένη εντός μου, σα σκυμμένη σ’ ένα πηγάδι,
να βλέπω τη μορφή μου (αυτάρκης σχεδόν), ερωτευμένη
με την τριανταφυλλένια σκιά στις άκρες των χειλιών μου,
με την κρουστή, φιλντισένια κοιλότητα ανάμεσα στα στήθη.

Πάνω απ’ την πλάτη μου πλατάγιζε σαν σημαία το λιοπύρι·
μου ’καιγε τα μαλλιά· χιλιάδες άστρα λεπτότατα αναβόσβηναν,
ένα σε κάθε τρίχα μου, με πεντάχτινα χρώματα. Τα ’βλεπα
μέσα στο δροσερό νερό (ή μέσα σ’ εκείνον τον νάρκισσο; — δεν ξέρω), αμέτρητα
σπιθίζανε γύρω στο πρόσωπό μου, σα να ’χα πιάσει φωτιά, και σα να ’θελα
να πέσω μέσα στο νερένιο είδωλό μου να τη σβήσω.

Κι άξαφνα
είδα ορθωμένα μπρος στα μάτια μου τα δυο κατάμαυρα άλογά του
σαν τυφλωμένα απ’ το φως, (τα ’δα μες στο νερό κι εκείνα). Φώναξα,
όχι από φόβο αλλά από θάμπος, σαν να με κατάπιε το λουλούδι εκείνο,
σα να ’πεσα μες στο πηγάδι, σα να πήδησα μεμιάς όλη τη σκάλα
ώς τα δωμάτια των υπηρετών· κι ένιωσα στο γυμνό μου πέλμα
το εξαίσιο γλίστρημα του κάτω ημικύκλιου. Μόλις που πρόφτασα
να δω που πέφτανε σ’ αυτό το ρήγμα τα κανίσκια σας με τα λουλούδια,
η κρήνη του κήπου, το πέτρινο λιοντάρι, η χάλκινη χελώνα.

Θυμάμαι αυτή την αυστηρή, εσωτερική πυκνότητα, και πάνω της
σας άκουσα να με φωνάζετε με τ’ όνομά μου·
και τ’ όνομά μου ήταν ξένο· κι οι φίλες μου ξένες·
ξένο το επάνω φως με τα τετράγωνα, κάτασπρα σπίτια,
με τους σαρκώδεις, πολύχρωμους καρπούς, προσποιητούς κι αυθάδεις,
μ’ εκείνο το εύθραυστο, αδηφάγο στόμα των δημητριακών. Δε φοβήθηκα διόλου.

Την απώλεια μόλις την ένιωσα στην άκρη των χειλιών μου
που ξαφνικά στεγνώσαν· — δε σχημάτιζαν φθόγγο ή διάθεση φθόγγου,
μονάχα η μακρινή, σκοτεινή ελευθερία, ανταμωμένη
σώμα με σώμα — εγώ κι εκείνη — η μια μέσα στην άλλη — ένα απίστευτο σώμα.
Κι ένιωσα τότε το χέρι του τυλιγμένο στη μέση μου
τραχύ, δασύτριχο, μυώδες, να δαμάζει την αντίστασή μου· —ποιάν αντίσταση;—
εγώ δεν ήμουν εγώ· — κανένας φόβος λοιπόν για μια ταπείνωση· τα πάντα
είχαν ακινητήσει σε μια απέραντη διαύγεια
ενός συντελεσμένου ακατόρθωτου.
«Φοβάσαι;», μου είπε
(τί ανίσχυροι που ’ναι οι πολύ δυνατοί· — φοβούνται πάντα
μήπως δεν τους φοβόμαστε όσο πρέπει, — οι ωραίοι, οι ανύποπτοι
μέσα στην παιδική αλαζονεία τους). «Ναι, του είπα, — φοβάμαι»,
κι εκείνος μ’ έσφιξε πάνω του πιότερο, τόσο που αισθάνθηκα του χεριού του το τρίχωμα
να εισδύει μέσ’ απ’ τους πόρους μου σα να ’μουν δεμένη στο σώμα του
με χιλιάδες λεπτότατες ρίζες — καθόλου δεσμευμένη, μια κι ήμουν αφημένη.

Εκεί, τα σπίτια είναι υπόγεια, τα ποτάμια υπόγεια, ο ουρανός υπόγειος·
λίγες λεύκες μονάχα τεφρές στο υπόγειο περιβόλι,
τα μαύρα κυπαρίσσια, οι άγονες ιτιές, η άγρια μέντα
και μερικές ροδιές.
Μου καθάριζε ρόδια με τα ίδια του τα χέρια.
Τα δάχτυλά του μαύριζαν ακόμη πιο πολύ. Τα κουκιά του ροδιού θαμποφέγγαν
σα γυάλινα φιαλίδια γεμάτα μ’ αίμα. Με τάιζε στην παλάμη του
ανάμεσα στα μεγάλα πιθάρια και στα πέτρινα σκαμνιά, μη και ξεχάσω
και δε γυρίσω πάλι κοντά του. — Πώς να μη γυρίσω; Τούτη η θάλασσα
σου τινάζει το φέγγος της, τριμμένο γυαλί, στα μάτια, στο στόμα,
μες στο πουκάμισο μες στα σαντάλια.
«Κράτησέ με, —του έλεγα·— άφησέ με
να ’‘μαι μονάχα το ένα —έστω μισό·— τ’ ολόκληρο μισό (όποιο να ’ναι),
όχι τα δυο, τα χωριστά και τα άσμιχτα, γιατί δε μου μένει
παρά να ’μαι η τομή —δηλαδή να μην είμαι—
μια κάθετη μονάχα μαχαιριά κι ο συθέμελος πόνος —»·
και το μαχαίρι, ούτε κι αυτό να μην είναι δικό σου. «Δεν αντέχω, —του έλεγα·— κράτησέ με».

Εκείνος είναι η μεγάλη, σκοτεινή βεβαιότητα — η μόνη. Κατηφής πάντα
με τα χοντρά του φρύδια να του κρύβουν τα μάτια,
τόσον όρθιος, κι ωστόσο σα σκυμμένος,
κλεισμένος στον εαυτό του, μες στο τρίχωμά του, αόρατος σχεδόν,
δαγκώνοντας ένα φύλλο ή καπνίζοντας την πήλινη πίπα του
κι η μικρή φλόγα να φωτίζει απ’ τα κάτω τα ρουθούνια του
σα ν’ αστράφτει μακριά σ’ ένα έρημο, σάρκινο τοπίο,
ένα τοπίο απορροφητικό· — μ’ απορροφούσε.
Στον τυφλό τοίχο του υπογείου
ήταν δυο χάλκινοι κρίκοι κρεμασμένοι. Γυαλίζαν
μ’ ένα φως μυστικό, μαυροπράσινο· — ίσως εκεί να γυμναζόταν κάποιος
ή να κρεμάστηκε ένας όμορφος νέος. Μ’ άρεσε να τους βλέπω —
δυο τρύπες ανοιχτές στο πουθενά — της γέμιζα μ’ ό,τι ήθελα.

Θυμάσαι
εκείνο το άγαλμα που το χαζεύαμε ένα μεσημέρι στο Γυμνάσιο,
φτιαγμένο με χρυσάφι, ασήμι, μόλυβδο, χαλκό, κασσίτερο
βαμμένο σε χρώμα σκοτεινό (τώρα το νιώθω πόσο του έμοιαζε) —
θαρρώ πως ήταν του Σεράπιδος —έργο του Βρύαξη του Αθηναίου—
ω, κάτι θα ’ξερε κι αυτός. Πολύ μας άρεσε με τη δάφνη στο μέτωπο,
ωραίος, με την εξαίσια κούραση διαχυμένη στο σώμα του
σαν νικητής του πεντάθλου που εμφανίζεται μετά τους αγώνες,
γυμνός, λίγο πριν μπει στο λουτρώνα, στο στενό κύκλο των φίλων του
(πάντοτε οι νικητές έχουν ελάχιστους φίλους ή κανέναν).
Στεκόταν
κάπως αμήχανος μέσα στη νίκη του, μην ξέροντας πώς ν’ απαντήσει,
ενδοτικός κι απρόσιτος. Τότε ένα σύννεφο θαρρώ τριανταφυλλένιο
σκίασε ακέριο το αμφιθέατρο. Το μεγάλο του νύχι του αντίχειρα
πλάταινε λίγο λίγο (αυτό το πρόσεξα ιδιαίτερα· δε σου το ’πα)
σαν ακρογιάλι ακατοίκητο, περιχυμένο
εκείνη την απέραντη μελαγχολία των ηρώων. Κι εκεί, σε μια κερκίδα,
έμενε ένα άδειο μπουκάλι λεμονάδας, αντιφέγγοντας
μ’ επίπλαστη οικειότητα κάτι αυστηρό και τελειωμένο.
Παράξενο, τώρα, να μιλώ και ν’ ακούω τη φωνή μου. Άλλοτε τρόμαζα
μην προδοθώ. Μονάχα μέσα μου έλεγα, ξανάλεγα
αργά, βαθιά τ’ όνομά του. Τον φώναζα βουβά τις νύχτες,
«Νυχτερινέ, Νυχτερινέ», στραμμένη προς τον τοίχο.
Πώς έγινε
κι έσμιξαν όλα, κει κάτω, στο χαμηλό ουρανό, που, κάποτε,
η φωνή ενός πουλιού τον τρυπάει; — ο υπηρέτης, το άγαλμα, ο θείος —
όλα άηχα, από σάρκα και σκιά.
Εδώ σε καταδιώκει
μια μυρωδιά από ρετσίνι ζεστό και καμένο κριθάρι. Τα νησιά, σκόρπια
μέσα στη λάμψη της θάλασσας, πάντοτε κάτι σου αξιώνουν,
κάτι σου παίρνουν ή σου απαγορεύουν. Εδώ, τα μεσημέρια,
πηγμένα μες στο φως, μοιάζουνε με νεκρή λουτρόπολη. Μια αλλόφρονη γυναίκα
τρέχει γυμνή, φωνάζοντας ανάμεσα σε ασβεστωμένα θεόκλειστα σπίτια,
μες στον κίτρινο αέρα· κι η θάλασσα λαμποκοπάει μαρμαρωμένη
με κατάρτια κι ασάλευτες σημαίες. Κι εκείνη η γυναίκα να τρέχει
τρελή· — στιγμές στιγμές ακούγεται η κινούμενη κραυγή της πάνω στο λόφο
κι άλλοτε το λαχάνιασμά της εδώ, κάτω απ’ τις γρίλιες.

Κει πέρα
τίποτα δεν ταράζει τη σιωπή. Μονάχα ένας σκύλος (κι αυτός δε γαβγίζει),
άσκημος σκύλος, ο δικός του, σκοτεινός με στραβά δόντια,
με δυο μεγάλα μάτια αόριστα, πιστά και ξένα,
σκοτεινά σαν πηγάδια, — κι ούτε ξεχωρίζεις μέσα τους
το πρόσωπό σου, τα χέρια σου ή το πρόσωπό του.
Ωστόσο
διακρίνεις το σκοτάδι ακέριο, συμπαγές και διάφανο,
πλήρες, παρηγορητικό, αναμάρτητο. Κάνει πως δε σε βλέπει
κι όμως οσμίζεται διαρκώς τα πάντα.
Την ώρα που ονειρεύομαι,
νιώθω άξαφνα η ανάσα του ν’ αχνίζει κάτω απ’ το πηγούνι μου
ή να περνάει απ’ τους κροτάφους μου σα να μου παρακολουθεί τη σκέψη,
το ρίγος, την επιθυμία, (και τα βλέπω κι εγώ). Οι κινήσεις μου όλες
κι οι πιο ήσυχες κι απλές, όταν χτενίζομαι, όταν πλένομαι,
νιώθω ν’ αντιχτυπούν μέσα στη λίμνη της αναπνοής του,
να γράφουν κύκλους ατελείωτους ώς το μεγάλο εκείνο βάθος
το αδιαπέραστο σαν την ανυπαρξία. Κάθε λέξη αποσιωπημένη,
κάθε χειρονομία αναβλημένη, μπαίνουν στο δικό του χώρο,
στη δική του εξουσία, — τις εισπνέει.
Κάποτε,
καθώς περπατώ ξεχασμένη στον κήπο, κάτω απ’ τις λεύκες,
ή πλένω ένα πουκάμισο στην πέτρινη γούρνα,
ή αφήνω το χέρι μου στο στήθος μου,
ή κρατώ ένα λουλούδι, με μια δική μου μοναχική τρυφερότητα,

αισθάνομαι άξαφνα γυμνή, καρφωμένη στον τοίχο,
ή στον κορμό ενός δέντρου, ή στο μετάλλινο καθρέφτη της εισόδου,
προπάντων εκεί, στον καθρέφτη, διπλά καρφωμένη,
δίπλα ορατή, χωρίς κρησφύγετο, χωρίς ένα φύλλο,
σε μια συμπυκνωμένη διαφάνεια, από μέσα κι απέξω φωτισμένη
απ’ τους δυο προβολείς της ανάσας του που τινάζονται
απ’ τα στενά του υπονοητικά ρουθούνια
τα μαντικά, αισθησιακά, θρησκευτικά ρουθούνια.
«Διώχτον· διώχτον»,
του φώναζα καμιά φορά, καθηλωμένη εκεί, οργισμένη,
σε μια ακαθόριστη ενοχή κι αθωότητα, μην έχοντας
τίποτα πια να κρύψω — ελεύθερη στην ανημπόρια μου. Μονάχα τα μαλλιά μου
να τρέχουν πέρα δώθε, να μπαίνουν, να βγαίνουν
μες στα ρουθούνια του, σαν αεικίνητες ρίζες, να φεγγοβολάνε
ολόγυρά μου σα φτερά και σαν κύματα. Τα ’βλεπα. Αυτά μου ξανάδιναν
μιαν άλλη περηφάνια —τη δική μου— μιαν ανεξαρτησία
απέναντι στο σκυλί και στον αφέντη του.
Κι άλλωστε
από ποιόν και για ποιόν με φυλάει; Για τον αφέντη του τάχα; Για μένα; Ένα βράδυ, στον κήπο
πήδησε και μου αγκάλιασε τη μέση με τα μπροστινά του πόδια. Στο δεξί μηρό μου
έμεινε κάτι υγρό, χλιαρό. Φοβήθηκα τότε. Κι αλήθεια,
αντίκρυ μου ορθωνόταν το μεγάλο φίδι, με τη γλώσσα του έξω. Μήπως
απ’ αυτό με προφύλαξε; Από ποιόν και για ποιόν με φυλάει;

Το στίγμα μένει ακόμη στο μηρό μου, στιλπνό, γαλατώδες,
σαν το καινούργιο δέρμα μιας κλεισμένης πληγής. Εκσπερμάτωση τάχα
ή μήπως δάκρυ; Κλαίνε κι οι σκύλοι· —το ξέρω — τόσο που κάποτε
μου γίνεται και συμπαθής, — όταν κοιτάζει στο ποτάμι την ασκήμια του
το βράδυ, με φεγγάρι· όταν αφήνεται πειθήνια να του περνώ στο τραχύ τρίχωμά του
ανθούς από ασφοδήλια, μαργαρίτες, μέντα· — τόσο αστείος
μες στη χοντροκομμένη υποταγή του, — παίρνει κάτι
απ’ την αδυναμία των ανθρώπων.
Αλλά μήπως κι αυτός
δε νικήθηκε κάποτε από άνθρωπο; Τον σύραν έξω στο φως, τον χλευάσαν·
πλήθος παιδιά και κακοί γέροντες περιεργάστηκαν, μες στο καταμεσήμερο,
καταμεσής του δρόμου, το σκοτεινό του ρύγχος, τα στραβά του δόντια,
το μαύρο σκονισμένο τρίχωμά του, όπου έμενε ακόμη
μια μαργαρίτα δική μου.
Δε θέλω να τον διώξει.
Είναι μια συντροφιά κι αυτός· — διαρκώς παραμονεύει,
υποχρεώνοντάς με να παραμονεύω τον εαυτό μου, να τον βρίσκω.

Δω πέρα, ένα σωρό φωνές κι ανταύγειες, απ’ αντίθετες μεριές, σε καλούν, σε μοιράζουν,
σαν όταν μπαίναμε στο Στάδιο —θυμάσαι;— καυτερά απογεύματα,
το μάρμαρο ζεστό — μας έκαιγε τα πόδια· οι κερκίδες αχνίζαν· δεν ξέραμε
ποιό απ’ όλα εκείνα τα γυμνά κορμιά ν’ απομονώσουμε· — ένα ατέλειωτο τέντωμα·
πληθαίνανε τα μάτια μας, μας κύκλωναν το πρόσωπο
πασκίζοντας να δουν κυκλικά, γύρω γύρω τα σώματα. Τ’ ακόντια ζυγιάζονταν·
ένα πόδι τινάζονταν στον αέρα· ο δίσκος άστραφτε·
χιλιάδες πέλματα έλαμπαν πετώντας· ένα κάθιδρο στήθος
άγγιζε λαχανιάζοντας το νήμα· — δεν πρόφταινες.

Ποτέ δεν επαρκούμε στις επιθυμίες μας. Η επιθυμία δεν επαρκεί. Απομένει
η κούραση, η παραίτηση, — μια ευτυχισμένη σχεδόν αβουλία,
ο ιδρώτας, η διάσπαση, η ζέστη. Ώσπου φτάνει, επιτέλους, η νύχτα
να σβήσει τα πάντα, να τα σμίξει σ’ ένα στέρεο και άυλο σώμα, δικό σου,
να φυσήξει μια στάλα απ’ το πευκοδάσος ή κάτω απ’ τη θάλασσα,
να βουλιάξουν τα φώτα, να βουλιάξουμε.
Έξω απ’ τα παράθυρα
ακούς να περνάει ο πλανόδιος βιολιστής, ο κουτσός φανοκόρος,
εκείνοι οι αμίλητοι, αργοπορημένοι οδοιπόροι κρατώντας στα χέρια τους
δρύινα κιβώτια δεμένα με κόκκινες ταινίες, και οι άλλοι
πεσμένοι μπρούμυτα, χτυπώντας με τις δυο παλάμες τους το χώμα.

Ακούς και τ’ άλογα στο στάβλο, και το νερό που πέφτει
καθώς υψώνουν οι προσκυνητές δυο πήλινα δοχεία,
το ’να προς την ανατολή και τ’ άλλο προς τη δύση, χύνοντας υδρομέλι
ή κριθαρόνερο ανακατεμένο με άγρια μέντα
πάνω στο λάκκο με τις δάφνες, ενώ μουρμουρίζουν
διφορούμενα λόγια, παρακλήσεις και ξόρκια. Κι η φωνή της μητέρας
κάτι να λέει για τ’ «ολόχρυσο στάχυ, το θερισμένο στη σιωπή». Μήτε η νύχτα
δεν ξεκουράζει· — ένας απέραντος διάδρομος, κρυψίνοος,
με αγάλματα τεράστια, με ζωγραφιστά παραπετάσματα, προσωπίδες, καθρέφτες,
απάτες οπτικές, μεταλλικά αντικείμενα, κρύσταλλα, πόρτες, πέτρες,
μια στο σκοτάδι, μια στο φως, — η ίδια εκείνη σκάλα,
το ’να σκαλί χρυσό και τ’ άλλο μαύρο.
«Σπάσ’ την», του ’λεγα.
Κι οι τρεις γυναίκες πάντα εκεί, με γυρισμένες πλάτες,
με σκεπασμένα πρόσωπα, σκυμμένες πάνω απ’ το άδειο πηγάδι,
φωνάζοντας λόγια ακατανόητα· κι οι αντίλαλοι πολλαπλασιάζοντας
την ανεξήγητη φωνή τους μες απ’ το πηγάδι. Δεν αντέχω εδώ πέρα.

Τούτο το φως το αναστάσιμο, θάνατος. Τράβηξε τις κουρτίνες.
Μεγάλο, αμείλικτο, εχθρικό καλοκαίρι. Ο ήλιος
σε αρπάζει απ’ τα μαλλιά, σε κρεμάει στο γκρεμό. Ποιός με ορίζει;
Εκείνος; Το σκυλί του; Η μητέρα; Καθένας
για κάποιο δικό του σκοπό που με αφορά και που εγώ δεν τον ξέρω.

Ατέλειωτες μέρες. Αργεί να νυχτώσει. Κι η νύχτα σα μέρα — δε σε κρύβει.
Η θάλασσα φεγγοβολάει και τα μεσάνυχτα, ρόδινη ή χρυσοπράσινη.
Τρίζει το αλάτι, πήζοντας στους βράχους. Κάποιος βαρκάρης
κατουράει απ’ το καΐκι στη θάλασσα. Ακούγεται ο ήχος
ανάμεσα σε μουγγά βογκητά· — είναι τα καραβόσκοινα
δεμένα σε μετάλλινους γάντζους — μια διελκυστίνδα
ανάμεσα στο νερό και στο χώμα, — η ίδια σκάλα. Πάνω απ’ τ’ ακρογιάλι
ο δρόμος πάει ανάμεσα σε δυο σειρές σκονισμένες πικροδάφνες. Ένα αγκάθι
τρέμει βαθιά, στον αγρό, σαν κιονόκρανο έτοιμο να πέσει.
Το σφύριγμα ενός κουνουπιού μετατοπίζεται μέσα στην κάμαρα
δίνοντας σήματα παραπλανητικά, γράφοντας γρήγορους ρόμβους,
κουράζοντας την προσοχή σου με οξείες και αμβλείες γωνίες. Ο αέρας
μυρίζει δυνατά ρετσίνι και σπέρμα. Δεν μπορείς ν’ ανασάνεις.

Μετά τα μεσάνυχτα ακούγονται βήματα, — μπορεί και να ’ναι οι υπηρέτες·
ρίχνουνε τα παλιά σιδερικά στο πίσω μέρος του κήπου. Λίγο λίγο,
τα πνίγουν οι τσουκνίδες, — ένα πιάτο αλουμινένιο, ένα κουτάλι,
ένα σπασμένο αγαλμάτιο, ένα τσίγκινο τραπέζι. Με το έμπα του φθινόπωρου
ξεφανερώνονται πάλι, — ο τροχός, ένα κουπί, το τιμόνι,
εκείνος ο άξονας απ’ το παμπάλαιο αμάξι — πράματα της μνήμης,
δικά μας πράματα, άχρηστα, τυραγνισμένα, σκουριασμένα
κι ωστόσο σχεδόν στρογγυλά, σαν τα πιθάρια στο υπόγειο ή σαν τ’ αστέρια.

Γίνεται τότε μια μεγάλη ησυχία, μαλακή, ευγενική, νοτισμένη,
ώς πέρα απ’ τον κήπο, ώς την άκρη της θύμησης, σα να ’χει μεμιάς φθινοπωριάσει.
Κάπου, στο βάθος, ακούγονται κρότοι νωποί, σε μακρινά ξυλουργεία
σα να καρφώνουν μακριά πλανισμένα σανίδια. Τα εσώρουχα
τ’ απλωμένα στο σκοινί της αυλής αργούν πολύ να στεγνώσουν.

Την ώρα εκείνη που κατεβαίνουν οι λαγοί στο δρόμο. Αστράφτουν τα μάτια τους
στους προβολείς των τελευταίων αμαξιών. Μεγάλη ησυχία,
επίπεδη, απλωμένη, — δεν μπορείς να τη διπλώσεις·
η μια γωνιά της βρέχεται μες στο ποτάμι,
η δεύτερη ανυψώνεται προς το νοτιά, πέρα, στη θάλασσα,
η τρίτη χάνεται στο απέναντι νησί, στο δάσος,
η τέταρτη μες στο φεγγάρι με τα κίτρινα χόρτα.

Είναι όμορφα με το φθινόπωρο. Ανασαίνω. Ο ήλιος χάνει
τη δεσποτεία του, την τρομερή έπαρσή του. Τα πάντα ημερεύουν·
τα πάντα επιστρέφουν στον εαυτό τους, τόσο που λέω
μην είναι ο θάνατος ο πιο αληθινός εαυτός μας. Το άστρο της εσπέρας
ανατέλλει πολύ πιο ψηλά, κρυστάλλινο, διάφανο· μαρμαίρει
ευοίωνο πάνω απ’ το μαύρο δάσος, σαν μια ελάχιστη
σταγόνα πεντακάθαρο νερό, αχτινοβολώντας
πολύ κοντά, σαν κολλημένο στο τζάμι του παράθυρου και ταυτόχρονα
απέραντα μακριά, — μια λευκή λάμψη, ένα δάκρυ
διυλισμένο, όλο διαύγεια, ανεξαρτησία κι ευφροσύνη ματαιότητα —
μια σιωπηλή, βαθιά βεβαιότητα του τέλους και του πάντα.

Τότε είναι η ώρα να επιστρέψω κοντά του, σχεδόν λυτρωμένη,
ή μάλλον για να λυτρωθώ μες στον ίσκιο του. Τράβηξε τις κουρτίνες. Κοίτα
μια μέλισσα στάθηκε ασάλευτη στο δαχτυλίδι μου,
βομβίζει κιόλας —την ακούς;— μια ηχητική δαχτυλιδόπετρα.

Κλείσε, λοιπόν, τις κουρτίνες. Δεν αντέχω εδώ πέρα.
Τούτο το φως με τρυπάει με χιλιάδες βελόνες,
μου τυφλώνει τα μάτια. Δεν το αντέχω. Τράβηξέ τες, σου λέω, τις κουρτίνες.

(Η φίλη της σηκώθηκε να τραβήξει τις κουρτίνες. Μα εκείνη τινάχτηκε απ’ τον καναπέ. Το βρεγμένο μαντίλι έπεσε στο πάτωμα. Έφτασε με δυο βήματα στο παράθυρο. Έπιασε το κορδόνι. Σταμάτησε εκεί, με το χέρι υψωμένο. Και, μεμιάς, άνοιξε διάπλατα τις γρίλιες. Έμεινε έτσι, μες στο εκτυφλωτικό φως, σαν άγαλμα που λίγο λίγο ζωντανεύει. Κινεί το χέρι της. Νεύει προς τα έξω. Μια βάρκα γεμάτη νεαρές κολυμβήτριες περνάει. Φωνάζουν. Χαιρετούν. Στο δρόμο της ακρογιαλιάς, που αχνίζει απ’ τη ζέστη, περνάει ένα μεγάλο μαύρο σκυλί (μήπως εκείνο;) κρατώντας ανάμεσα στα δόντια του ένα καλάθι με πολύχρωμους καρπούς. Κοιτάζει αόριστα, σαν τυφλό, προς το παράθυρο. Ένας ωραίος, ηλιοκαμένος κολυμβητής, περνώντας πλάι του, του δίνει μια κλωτσιά στην κοιλιά με το γυμνό του πόδι. Η κόρη, στο παράθυρο, γέλασε. Το σκυλί συνέχισε το δρόμο του. Η νέα γύρισε μέσα. Χτύπησε το κουδούνι. Ένας υπηρέτης, με ριγωτό γκριζόμαυρο παντελόνι, πολύ εφαρμοστό (ίσως εκείνο του θείου της), παρουσιάστηκε στην πόρτα. "Να ετοιμαστεί το τραπέζι", του είπε. Εκείνος έφυγε. Οι δυο φίλες άνοιξαν την μπαλκονόπορτα και τ’ άλλα δυο παράθυρα. Το δωμάτιο πλημμύρισε φως. Μοσκοβολάνε τα λουλούδια στα καλάθια. Ακούγονται πιο δυνατές οι φωνές απ’ τη θάλασσα, ανάμειχτες με τους χτύπους απ’ τα πιάτα και τα μαχαιροπίρουνα κάτω στην τραπεζαρία. Το νοτισμένο μαντίλι μένει στο πάτωμα σαν ένα μικρό, πονηρό, άσπρο πουλί, ήμερο τάχα και υπάκουο. Λίγο λίγο στεγνώνει κι αχνίζει).

ΑΘΗΝΑ, ΕΛΕΥΣΙΝΑ, ΔΙΜΗΝΙΟ, ΣΑΜΟΣ, Δεκέμβρης 1965–Δεκέμβρης 1970

 

«Η ζωγραφική είναι άχραντο μυστήριο, όπως ο έρωτας...» - Γυναίκες του Γ. Μόραλη

Γιάννης Μόραλης, Μορφή, 1951

H Καρυοφυλλιά Καραμπέτη ερμηνεύει ηχητικά την Περσεφόνη του Γιάννη Ρίτσου

Η «Περσεφόνη» του Γιάννη Ρίτσου ζωντανεύει μέσα από μία πρωτότυπη ηχητική περφόρμανς στον επιβλητικό Αρχαιολογικό χώρο της Ελευσίνας, με πρωταγωνίστρια την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, σε σύλληψη ιδέας του Μιχαήλ Μαρμαρινού.

Η “Περσεφόνη” (1965) του Γιάννη Ρίτσου, κείμενο της ποιητικής συλλογής Τέταρτη διάσταση, του διεθνούς φήμης Έλληνα ποιητή, παρουσιάζεται για πρώτη φορά στον Αρχαιολογικό Χώρο Ελευσίνας, αποκτώντας ιδιαίτερη βαρύτητα, καθώς η καλλιτέχνιδα με την χαρακτηριστική χροιά και την μοναδική ερμηνεία της, βρίσκεται ακριβώς πάνω από τη σπηλιά της Περσεφόνης στον λόφο των αρχαιοτήτων. Παράλληλα, το Ρολόι της πόλης, κατασκευής του 1924 που βρίσκεται σε απόσταση μόλις λίγων μέτρων, ενεργοποιείται με την παρουσία της. Πρόκειται για ένα κεντρικό τοπόσημο με σημειολογική αξία για την Ελευσίνα, καθώς συνδέει δύο ξεχωριστές περιόδους της τοπικής ιστορίας, την αρχαιότητα με την εκβιομηχάνιση της.

Ηχητική εγκατάσταση: Κωνσταντίνος Μπώκος
Οργάνωση και εκτέλεση παραγωγής: Too Far East Productions
Παραγωγή Κινηματογράφησης: Alaska Films
Κοστούμι: Γιώργος Ελευθεριάδης </span></p>

Μια αλλιώτικη Καθαρή Δευτέρα στην τουρκοκρατούμενη Ήπειρο

  Η ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ Διήγημα του  Χρήστου Χρηστοβασίλη (1862-1937) Ήμουν τότε παιδί όχι πλειότερο από οχτώ χρονών και μαθήτευα στον παπα-Αντ...