Gabriella Macrì*
Περιοδικό:Σύγκριση
Τα γεγονότα του Β' Παγκοσμίου πολέμου αποτέλεσαν αντικείμενο για έναν αρκετά μεγάλο αριθμό έργων στην πεζογραφία και την ποίηση της νεοελληνικής και της ιταλικής λογοτεχνίας κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Η ιταλική πολεμική λογοτεχνία είναι γεμάτη από μαρτυρίες και χρονικά από την εκστρατεία στη Γαλλία, στη Ρωσία, από τη γερμανική κατοχή και την αντίσταση. Αντίθετα, τα αφηγηματικά έργα που εμπνέονται από τον πόλεμο στην Αλβανία είναι μάλλον λιγοστά σε σχέση με τα αντίστοιχα ελληνικά, για τα οποία ο πόλεμος αυτός αποτελεί πηγή έμπνευσης και ξαναζωντανεύει μέσα από την τραγικότητα του τόσο στην ποίηση όσο και στην πρόζα. Αντικείμενο της παρούσας μελέτης αποτελούν τα μυθιστορήματα δυο συγγραφέων που πολέμησαν στην Αλβανία στα δυο αντίπαλα στρατόπεδα (το ιταλικό και το ελληνικό). Πρόκειται για τον Ιταλό Mario Rigoni Stern1 και τον Έλληνα Γιάννη Μπεράτη. Ο Μπεράτης ξαναζεί τους μήνες που πέρασε στο μέτωπο μέσα από το μυθιστόρημα του "Το πλατύ ποτάμι"* Η πρώτη έκδοση του, το 1946, περιλάμβανε μόνο την Εισαγωγή και το Πρώτο μέρος του Πρώτου βιβλίου, ενώ, το 1965, κυκλοφόρησε σε ολοκληρωμένη έκδοση. Ο Rigoni Stern εξέδωσε το πολύ πιο σύντομο μυθιστόρημα Υψόμετρο Αλβανίας (Quota Albania) το 1971.3 Τα δυο έργα ανήκουν, επομένως, στο λογοτεχνικό είδος της χρονογραφίας και ο αφηγητής αμφοτέρων είναι ομοδιηγητικός. Ο αυτοβιογραφικός τους χαρακτήρας επιβεβαιώνεται από τα ονόματα των δυο πρωταγωνιστών, τα οποία συμπίπτουν με τα ονόματα των συγγραφέων: Μάριο στο Υψόμετρο Αλβανίας και Γιάννης στο Πλατύ ποτάμι. Όσο για τα καθήκοντα τους, στο ιταλικό μυθιστόρημα το αφηγηματικό "εγώ" πολεμάει στην περιοχή του Βαλαμάρε και είναι δεκανέας και αγγελιοφόρος.
Ο πρωταγωνιστής του Μπεράτη, που έφυγε εθελοντής για το μέτωπο μετά την κήρυξη του πολέμου από την Ιταλία, είναι ανθυπασπιστής και διερμηνέας από τα ελληνικά στα ιταλικά στα νότια της περιοχής της Πρεμετής.
Θεωρώντας ως σημείο σύγκλισης των δυο αφηγηματικών έργων την καταδίκη του πολέμου από τους αφηγητές-συγγραφείς, είναι δυνατόν να γίνουν κάποιοι παραλληλισμοί και να βρεθούν κοινά θέματα στα δυο έργα, που παρουσιάζουν, βέβαια, από αφηγηματική και χρονολογική άποψη, κάποιες διαφορές. Στο μυθιστόρημα του Rigoni Stern αναπλάθονται, μέσα από δυο σημειωματάρια που με δυσκολία γλίτωσαν από τις περιπέτειες του πολέμου, οι δυο στρατιωτικές επιχειρήσεις στις οποίες έλαβε μέρος ο συγγραφέας, στη Γαλλία και στην Αλβανία. Πιο συγκεκριμένα, το πρώτο και το δεύτερο κεφάλαιο αφορούν την εκστρατεία στη Γαλλία, ενώ το τρίτο —πολΰ πιο μεγάλο— και το τέταρτο αναφέρονται στην εκστρατεία στην Αλβανία. Η χρονική περίοδος του μυθιστορήματος εκτείνεται από την άνοιξη του 1940 μέχρι τον Απρίλιο του 1941, που σηματοδοτεί και την παράδοση των Ελλήνων στους Γερμανούς. Το ύφος της χρονογραφικής αφήγησης του Rigoni Stern είναι περισσότερο ειδησεογραφικό παρά μυθοπλαστικό, επιλογή που δικαιολογεί κάποια θεματικά και υφολογικά στοιχεία, όπως ο αφηγηματικός ρεαλισμός.
Το μικρό μέγεθος του βιβλίου, παρ' όλη τη σπουδαιότητα των δυο βασικών του θεμάτων, δεν μειώνει την αφηγηματική ένταση. Ο συγγραφέας περιορίζεται, βέβαια, στη σκιαγράφηση του χαρακτήρα των προσώπων —σε κάποιες περιγραφές του είναι πολύ συνοπτικός-χωρίς όμως αυτό να καταστήσει το κείμενο ανεπαρκές. Αφήνει δε ελάχιστο χώρο στις προσωπικές του σκέψεις.
Η ιστορική πραγματικότητα της διήγησης συνεπαίρνει ακόμα περισσότερο τον αναγνώστη και αποκτά ακόμα μεγαλύτερο βάρος με τις χρονολογικές αναφορές που υπογραμμίζουν τις διάφορες φάσεις του πολέμου, καθώς τα τοπωνυμία χαράσσουν τις γεωγραφικές συντεταγμένες του μυθιστορήματος εντείνοντας, έτσι, το ρεαλιστικό στοιχείο του.
Η παρουσία του πολέμου υπογραμμίζει τη σκληρή πραγματικότητα και τις συνθήκες στις οποίες ήταν αναγκασμένοι να ζουν οι Ιταλοί στρατιώτες. Καθώς εξελίσσεται η αφήγηση, το ύφος γίνεται όλο και πιο ειρωνικό, μέχρι να φτάσει σε σαρκαστικές πινελιές, ενώ ο πόλεμος της Αλβανίας καταλαμβάνει όλο και περισσότερο χώρο, ιδιαίτερα στην περιγραφή της τελικής στρατιωτικής παράδοσης (Φεβρουάριος-Απρίλιος) που θα οδηγούσε την Ελλάδα σε ανακωχή με τους ναζιφασιστές.
Παρόλο που η περιγραφή των ορμητικών επιθέσεων των Ιταλών στους Έλληνες —αλλά και αντίστροφα— γίνεται όλο και πιο ζωντανή καθώς προχωράει η διήγηση, ο αφηγητής εναλλάσσει με δεξιοτεχνία τις περιγραφές των ιστορικών γεγονότων με τις στιγμές της ανάπαυλας, κατά τις οποίες αφήνεται να παρασυρθεί από πιο προσωπικές σκέψεις: την πίκρα για το τέλος της σχέσης του με μια κοπέλα* τη συνείδηση ότι ποτέ δεν θα είναι πια ο ίδιος σε σχέση με τους φίλους του στο χωριό μετά από τις τραγικές εμπειρίες που ζει* τη βαθιά απογοήτευση του απέναντι στην ιταλική πολιτική τάξη, την οποία αντιπροσωπεύει ο υπουργός Δημοσίων Έργων που βρίσκεται στο Βαλαμάρε για να λάβει μέρος στον πόλεμο. Η απογοήτευση αυτή θα τον οδηγήσει να αρνηθεί μια θέση στο Υπουργείο που θα του προσφέρει ο ίδιος ο υπουργός.
Η δραματικότητα της εμπειρίας που ζει καταρρίπτει όλα τα όνειρα και τις αυταπάτες του, αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τη ζωή και το θάνατο, την αξία που δίνει στο κάθε πράγμα, αλλά κυρίως καταρρίπτει τη συνείδηση της ματαιότητας του πολέμου και τη μικρότητα όσων τον επιβάλλουν: «Αυτές τις ώρες γύρω από τη φωτιά περιμέναμε όλη την ημέρα[...]. Ο Σπάνια μιμούνταν τα λόγια του Ντούτσε που είχαν φτάσει μέχρι και σε μας ακόμα: "Θα σπάσουμε τα παΐδια των Ελλήνων", "την άνοιξη θα 'ρθουν τα καλύτερα"».4
Το αφηγηματικό "εγώ" δείχνει έναν βαθύ σεβασμό για τους Έλληνες, θεωρώντας ότι μοιράζονται μια κοινή τύχη με τους Ιταλούς: Όταν με στέλνουν να παραλάβω με τον Σαντίνι κάποιον λιποτάκτη που εμφανίστηκε στη διμοιρία 57, αισθάνομαι οίκτο γι' αυτόν τον ψειριάρη, όμοιό μου, που από ένα νησί του Αιγαίου ζεστό και γαλανό βρέθηκε στην κόλαση αυτών των βουνών, άγνωστων τόσο / / / 5 σε αυτόν όσο και σε μένα.
Ο χρόνος στον οποίο ενεργούν τα πρόσωπα στο Πλατύ ποτάμι οροθετείται τους δυο τελευταίους μήνες, τους πιο αιματοβαμμένους του πολέμου στην Αλβανία, δηλαδή από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Απρίλιο του 1941. Το μυθιστόρημα είναι πλούσιο σε γεγονότα και περιγραφές, με πολύ καλά σχεδιασμένη πλοκή. Χωρίζεται σε δυο βιβλία υποδιαιρούμενα σε κεφάλαια με κυρίως θέμα τον ιταλοαλβανικό πόλεμο. Η γεωγραφική του τοποθέτηση περιλαμβάνει την περιοχή της Ηπείρου γύρω από τον ποταμό Αώο (Βοϊοΰσα στα αλβανικά), το πλατύ ποτάμι που δίνει τον τίτλο στο μυθιστόρημα.
Η περιγραφή μαχών και πολεμικών γεγονότων εναλλάσσεται με την περιγραφή των προσώπων. Για τη ζωή τους και την προσωπικότητα τους το αφηγηματικό εγώ παρέχει πολλές πληροφορίες, μένοντας στην ανθρωπινή τους διάσταση. Διηγείται την ιστορία των συστρατιωτών του (κάποιοι είναι εθελοντές, όπως αυτός), κάνει ορισμένες σκέψεις γι' αυτούς και τη ζωή τους, τονίζει τα εσωτερικά τους χαρίσματα που εκδηλώνονται στις πιο δύσκολες στιγμές. Εγκωμιάζεται η τιμιότητα και τα ηθικά χαρίσματα που δεν τους εγκαταλείπουν ούτε απέναντι στους αιχμάλωτους εχθρούς τους.
Δεδομένου ότι πρόκειται για απομνημονεύματα, ο συγγραφέας αφηγείται με ευθύτητα τα γεγονότα του πολέμου. Την περιγραφή των ιταλικών επιθέσεων -υπάρχουν πολλές μέσα στο μυθιστόρημα- διαδέχονται σελίδες με λιγότερη ένταση, στιγμές ανάπαυλας για τους στρατιώτες, κατά τη διάρκεια των οποίων οι σκέψεις τους και οι δραστηριότητες τους στρέφονται προς τα μικρά καθημερινά πράγματα, τη νοσταλγία της οικογένειας και την οργάνωση της ζωής στο στρατόπεδο.
Η μαρτυρία αυτών των δυο μηνών στο μέτωπο παρουσιάζεται πολύ πλούσια σε στοιχεία, είτε από την ιστορική είτε από την ανθρωπινή της άποψη. Στο Δεύτερο μέρος του Πρώτου βιβλίου («Βουνά, ζώα και άνθρωποι»), το αφηγηματικό εγώ με όλο και μεγαλύτερη πικρία συνειδητοποιεί, όπως και ο πρωταγωνιστής του ιταλικού μυθιστορήματος, τις δραματικές συνθήκες στις οποίες τα στρατεύματα αναγκάζονται να ζουν και να πολεμούν και μεταφέρει το θυμό όλων των συστρατιωτών του. Οι δυσκολίες που συναντούν οι στρατιώτες και οι ημιονηγοί είναι πολλές φορές αξεπέραστες, και πολύ συχνοί οι βομβαρδισμοί των Ιταλών.
Όπως στο ιταλικό μυθιστόρημα, έτσι και εδώ είναι έκδηλη η αίσθηση της αδυναμίας απέναντι σε μια απόφαση που επιβάλλεται από αυτούς που κατέχουν την εξουσία. Στο Δεύτερο βιβλίο, με τον τίτλο «Κάθοδος», είναι πολύ γρήγορες οι σκηνές στις οποίες περιγράφεται η εγκατάλειψη της πόλης των Ιωαννίνων από τους στρατιώτες, έπειτα από την υπογραφή της ανακωχής με τους ναζιφασιστές. Οι αποφάσεις παίρνονται ραγδαία. Από την πλοκή δεν λείπουν και αφηγήσεις λεηλασίας κατά των στρατιωτών:
Όλοι οι χωριάτες, κρυφά, φαίνεται, ο ένας απ' τον άλλον, ώστε να προφτάσουν να χάνουν ο,τι χάνουν πρώτου πλακώσει τό τσούρμο, είχανε ξεκινήσει νυχτιάτικα με τσουβάλια, σκοινιά και ταγάρια, για να πλιατσικολογήσουν στα γρήγορα ο,τι λογαριάζανε πώς θα 'χει απομείνει μες στο δάσος [...]. Ή απρόσμενη παρουσία μας τους είχε χαλάσει πολύ τα σχέδια, έτσι καθώς τα 'χαμέ περιμαζέψει όλα γύρω μας, μέσα στό νέο μας μικρό καταυλισμό, άπό χτες τό βραδάκι [...].Τους βλέπαμε τώρα, ίδιους μέ νεκροπούλια, νά κατασκοπεύουν κάθε μας κίνηση, μισοκρυμμένοι πίσω άπό τους κορμούς τους, μέ μάτια λιμάρικα, γιομάτα λαχτάρα καί φθόνο* έτοιμους νά ορμήσουν καί νά καταξεκιστούν ακόμη καί μεταξύ τους πάνω στή μοιρασιά, μέ τήν παραμικρότερη λιποψυχία μας. (σ. 371)
Έπειτα από την υπογραφή της ανακωχής, οι στρατιώτες αρχίζουν να εγκαταλείπουν το στρατόπεδο και να λαχταρούν την επιστροφή στα σπίτια τους:
"Ύστερα άπό τόσα αποκαρδιωτικά θεάματα πού 'χα δει τελευταία, σου 'κάνε, αλήθεια, κατάπληξη αυτός ό άνθρωπος, που 'θελε, βέβαια, νά φύγει καί νά σ' εγκαταλείψει, άλλα πού σου 'λέγε ο,τι εϊχε νά σου πει σά φταίχτης καί σά νά δικαιολογιέται γιά μιά αδυναμία του [...]. "Ητανε έτοιμοι πιά.Τά μάτια τους λάμπανε σά ν' άντικρύζανε κιόλας τό σπιτικό τους. Κατεβαίνανε κι αυτοί μέ μεγάλα βιαστικά βήματα, ό ένας δίπλα στον άλλο. (σσ. 373-374)
Η επιθυμία να ξαναγκαλιάσουν την οικογένεια τους και να ξαναδούν το σπίτι και το χωριό τους είναι παρόμοια με των στρατιωτών που πρωταγωνιστούν στο ιταλικό μυθιστόρημα. Έτσι, με την είδηση της υποχώρησης του ελληνικού στρατού, οι Ιταλοί ετοιμάζονται με μεγάλη χαρά για την επιστροφή στην πατρίδα: Στις 22 Απριλίου του 1941, το βράδυ, ανακοινώθηκε η ανακωχή [...] και μια χαρούμενη βοή υψώθηκε στον ανοιξιάτικο ουρανό. Δεν ήταν η σάλπιγγα που ανήγγελλε επίθεση [...]. Αυτό που ακουγόταν ήταν η παύση πυρός, η ελεύθερη έξοδος, [...] η συνάθροιση των απολυομένων.
Οι δυο συγγραφείς, μάρτυρες επομένως της ίδιας πραγματικότητας ιδωμένης από δυο αντίπαλα στρατόπεδα, παρουσιάζουν ομοιότητες στην εκδήλωση της ανακούφισης των στρατιωτών στην είδηση του τέλους της σύρραξης, παρόλο που για τους Έλληνες οι συνέπειες της ανακωχής ήταν τραγικές.
Και στα δυο μυθιστορήματα ο στόχος δεν είναι η εξύμνηση των μεγάλων πρωταγωνιστών, των κυρίαρχων της ιστορίας. Αφήνουν χώρο στο ανώνυμο πλήθος, που δεν αφήνει χνάρια πίσω του και που βρίσκεται μπλεγμένο σε αυτή την υπόθεση άθελα του: «'Από τώρα και μπρος ή μοίρα μου δεν εξαρτιόταν πια καθόλου απ' τά χέρια μου. Oι άλλοι θ' αποφάσιζαν ό,τι μέ αφορούσε» (σ. 42), δηλώνει ο Γιάννης στην Εισαγωγή του μυθιστορήματος.
Το ίδιο αναφέρει και ο Μάριο στο Υψόμετρο Αλβανίας: «Οι μέρες που περνούν, το κλίμα, η κόπωση, η πείνα και οι ψείρες είναι τα καθημερινά μας προβλήματα [...]. Ο πόλεμος, η Ιταλία, η ειρήνη, η νίκη, ο Ντούτσε και ο βασιλέας είναι πράγματα που δεν με αφορούν».7
Η περιγραφή του εχθρού αποτελεί λειτουργικό θέμα και για τις δυο αφηγήσεις. Στο Πλατύ ποτάμι, ο Γιάννης, η φωνή του Μπεράτη, ειρωνεύεται τους Ιταλούς στρατιώτες με υποτιμητικό τόνο ή επαναλαμβάνοντας ιταλικές λέξεις. Είναι πεπεισμένος ότι ο εξοπλισμός των ιταλικών συνταγμάτων και οι συνθήκες στις οποίες δρουν οι στρατιώτες είναι καλύτερες από εκείνες του ελληνικού στρατού.
Σε αυτές τις εικασίες φαίνεται να απαντάει ο Rigoni Stern με το μυθιστόρημα του, καθώς περιγράφει μια πραγματικότητα διόλου εύκολη για τα ιταλικά τάγματα. Ο Γιάννης περιγράφει τη συμπεριφορά των Ιταλών αιχμαλώτων, την έκπληξη και τη σύγχυση κάποιων στρατιωτών που είχαν φτάσει μόλις τρεις μέρες πριν, νεοφερμένοι, με καθαρή στολή, χαλαροί ακόμη και ανειδίκευτοι σχεδόν στην πολεμική τέχνη. Οι Έλληνες συμπεριφέρονται με σεβασμό στους Ιταλούς αιχμαλώτους.
Σε ένα επεισόδιο στο οποίο, καθώς τους επιτίθενται, καταφέρνουν οι Έλληνες να στήσουν μια ενέδρα και να πιάσουν αιχμαλώτους μερικούς στρατιώτες, αντί να τους απειλήσουν, προσπαθούν να τους ηρεμήσουν επαναλαμβάνοντας τους τις λίγες λέξεις που γνωρίζουν («Γκρέκο, μπόνο, μπόνο», σ. 170) και τους καθησυχάζουν ότι δεν πρόκειται να τους συμβεί τίποτα. Και όταν είναι αναγκασμένοι να σκοτώσουν τον εχθρό, το κάνουν μόνο επειδή η ζωή τους κινδυνεύει: «Τόν σκότωσε. Δε μπορούσε νά κάνει αλλιώς, γιατί κείνη τη στιγμή τόν είδε νά κρατάει τη χειροβομβίδα καί νά 'ναι έτοιμος νά την πετάξει. Ρίχτηκε άπ' τά πλάγια του καί του την άναψε», (σ. 170).
Ο Μπεράτης δεν διστάζει να αποκαλέσει τους Ιταλογερμανούς «βάρβαρους» όταν, την Κυριακή του Πάσχα του 1941, εξαπολύουν την οριστική επίθεση που θα καθορίσει την παράδοση της Ελλάδας και την υπογραφή της ανακωχής: Βέβαια, πόλεμος ήτανε, αλλ' έλεγες πώς και μές στον πόλεμο ίσως τό σκεφτόντουσαν, πώς σήμερα είναι Πάσχα. Ένώ εκείνοι ξεκινούσαν, φαίνεται, άπό εντελώς αντίθετη γραμμή: Επειδή έχουμε Πάσχα, γιορτή χαράς κι ελπίδας μέσα σέ μιαν αναστάσιμη πλάση, ϊσα-ϊσα γι' αυτό θά νιώσουμε ακόμη πιό σκληρή τή χαλύβδινη δύναμη τους. "Ετσι σκεφτήκανε πάντοτε οι βάρβαροι, (σ. 351) Στο Υψόμετρο Αλβανίας, οι Έλληνες στρατιώτες είναι οι εχθροί εναντίον των οποίων οι Ιταλοί πρέπει να πολεμήσουν.
Στα επεισόδια στα οποία συμμετέχουν (κυρίως όταν εξαπολύονται πολεμικές επιθέσεις), το αφηγηματικό "εγώ" εκφράζει για τους Έλληνες αλληλεγγύη και εκτίμηση, ίσως γιατί τους θεωρεί φορείς και συνεχιστές ενός αρχαίου πολιτισμού που ασκεί ακόμη επάνω του κάποια γοητεία.
Όταν φτάνει με τους συστρατιώτες του στη λίμνη Οχρίδα, ο Μάριο εκφράζει τη συγκίνηση του: «Η Μακεδονία, η Ελλάδα, η Ήπειρος: ο Αλέξανδρος, ο Πυρρός, οι ελέφαντες, [...] οι χάρτες του βιβλίου της ιστορίας της τεχνικής σχολής, οι ονειροπολήσεις για μακρινές χώρες. Και τώρα φτάσαμε;».8
Η εκτίμηση που τρέφει για τους Έλληνες είναι ακόμα πιο εμφανής όταν αφηγείται μια νικηφόρο επίθεση του ελληνικού στρατού εναντίον των μελανοχιτώνων, που είχαν φτάσει σε βοήθεια των Ιταλών στρατιωτών και που, όμως, τη στιγμή της σύγκρουσης, εγκαταλείπουν άνανδρα το πεδίο της μάχης: Το ωραίο ήταν όμως ότι δεν σταμάτησαν όταν έφτασαν πια μακριά από τη μάχη. Συνέχισαν μέχρι το αρχηγείο της μεραρχίας, όπου εκεί, βλέποντας τους σε τέτοια κατάσταση, πίστεψαν ότι οι Έλληνες ήταν κοντά και φόρτωσαν τα μουλάρια και τις καρότσες για να οπισθοχωρήσουν.
Η αντεπίθεση όμως τον Ιταλών αντιστρέφει την κατάσταση και οι Έλληνες αναγκάζονται να παραδοθούν. Και ως αιχμάλωτοι ακόμα, «μέσα στα σκουρόχρωμα, βαθιά τους μάτια και μέσα στη σιωπή τους, ήταν γεμάτοι αξιοπρέπεια»,10 σκέφτεται ο Μάριο εκφράζοντας την αλληλεγγύη του ως προς το πρόσωπο τους. Όταν εκθέτει τις σκέψεις του για τις άθλιες συνθήκες στις οποίες βρίσκονται οι Ιταλοί στρατιώτες, ο Μάριο παρατηρεί ότι και οι Έλληνες βρίσκονται στην ίδια κατάσταση: «Και αυτοί είναι αδύνατοι, καταβεβλημένοι μέσα στις στολές τους, γεμάτοι ψείρες και μακριά γένια».11 Η ζωή και η πραγματικότητα των στρατιωτών στο μέτωπο είναι επομένως δύσκολη και για τους δυο. Οι Έλληνες στρατιώτες (στο ιταλικό μυθιστόρημα αποκτούν ρόλο αντιήρωα) εγκαταλείπονται και απομονώνονται όλο και περισσότερο.
Στο Πλατύ ποτάμι, οι δυσκολίες στο συντονισμό είναι εμφανείς από το πρώτο κιόλας κεφάλαιο, όταν ο Γιάννης, με το που φτάνει στον στρατιωτικό σταθμό ανακαλύπτει ότι το όνομα του, ως διερμηνέα, δεν υπάρχει πουθενά («Όχι, δεν είχαν καμμιά ιδέα για τήν αφιξή μου. Δεν τους είχε έρθει κανένα έγγραφο», σ. 54).
Ο αφηγητής και ο υποτακτικός του, ο Νόντας (λειτουργεί ως alter ego του πρωταγωνιστή, σιωπηλός, πιστός και πάντα στο πλευρό του), περιστοιχίζονται συχνά από μια πληθώρα προσώπων, ένα ανώνυμο πλήθος, που παίζει όμως λειτουργικό ρόλο στη δράση: στρατιώτες, ημιονηγοί, Ηπειρώτες και, στα τελευταία κεφάλαια, οι κάτοικοι των Ιωαννίνων και του Μετσόβου. Εκτός από μερικές εξαιρέσεις, όπως ο Αλβανός Ρακίτ, ο μέραρχος Δημάρατος, ο αντισυνταγματάρχης Σγουρός, ο συστρατιώτης Καψωμένος και κάποιοι άλλοι τους οποίους ο αναγνώστης γνωρίζει μέσα από τις περιγραφές του αφηγητή, το πλήθος αυτό διανέμεται στα διάφορα κεφάλαια και σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό στο κάθε επεισόδιο.
Ο συγγραφέας συχνά υπογραμμίζει, όπως αναφέρθηκε, την ανθρωπιά και τη σωστή συμπεριφορά των Ελλήνων, τους ενδοιασμούς τους, αφού έχουν την αίσθηση ότι συμμετέχουν σε έναν παράλογο πόλεμο. Πολύ έντονα και γρήγορα είναι τα επεισόδια στα οποία περιγράφεται η εγκατάλειψη της πόλης από τους στρατιώτες μετά την υπογραφή της ανακωχής: Οι στρατιώτες μας κοιτάζανε πολύ δύσπιστα όταν τους τό αναγγείλαμε, μά δεν είπανε τίποτα.
"Ητανε φανερό πώς τόση ώρα πού λείψανε θά τά 'χανε μιλήσει πιά ξεκάθαρα. Άπ' τίς πρώτες πρωινές ώρες είχαν αρχίσει νά δείχνουν σημάδια ανησυχίας. [...] όλο παιδευόντουσαν με τους γυλιούς τους, πού τους ταχτοποιούσαν καί τους ξαναταχτοποιουσαν σάν τη βαλίτσα σου πρίν γιά ταξίδι, (σ. 373) Στο Υψόμετρο Αλβανίας, το σύνολο των ανώνυμων προσώπων αποτελείται από αυτούς που βρίσκονται στα στρατόπεδα.
Κοντά στο αφηγηματικό " γώ" κινείται μια ομάδα δευτερευόντων προσώπων, αξιωματικών και στρατιωτών, που συνοδεύουν τον Μάριο σε όλες τις σημαντικές στιγμές της αφήγησης, από την εκστρατεία στη Γαλλία μέχρι τον πόλεμο στην Αλβανία. Τα πρόσωπα αυτά αποτελούν το δεσμό ανάμεοα στα δυο πολεμικά γεγονότα που εξιστορούνται, συμμετέχουν στη δράση και είναι καθοριστικά για την εσωτερική ένταση της διήγησης. Ανάμεσα σε αυτά, σημαντικό ρόλο παίζουν ο επικεφαλής συνταγματάρχης, ο ημιονηγός Σπιάνι, ο λοχίας Φοντανέλα και ο Μάρκο, συνομήλικος και φίλος του Μάριο.
Ο συγγραφέας-αφηγητής μάς παρέχει λίγες αλλά ακριβείς πληροφορίες γι' αυτούς (για το οικογενειακό τους περιβάλλον, το παρελθόν και την προσωπικότητα τους), λειτουργικές για την εξέλιξη της διήγησης. Όταν ο Μάριο παρουσιάζει τους μελανοχίτωνες, το αφηγηματικό ύφος αλλάζει προσλαμβάνοντας έναν σαρκαστικό τόνο. Φτάνουν ως ενίσχυση του συντάγματος, αλλά αμέσως θεωρούνται «εκτός τόπου» από τους άλλους στρατιώτες λόγω του φασιστικού φανατισμού τους και της απόλυτης έλλειψης στρατιωτικής εκπαίδευσης. Ο σαρκασμός είναι ακόμα πιο εμφανής όταν σταματάει για να τους περιγράψει και υπογραμμίζει την έλλειψη ομαδικού πνεύματος που τους διακατέχει: Αν τους έβλεπες [...] ήτανε για λύπηση: το φέσι με τη μαύρη φούντα, το κολάρο με το φασιστικό έμβλημα, τα χιτώνια από ύψωμα σαν τη στολή των σχολιαρόπαιδων, η ξιφολόγχη στραβά πάνω από τη σπλήνα, τα αρβυλάκια των φασιστικών παρελάσεων στα πεζοδρόμια [...] Ποιος ξέρει, έπειτα, τι είχαν μέσα στους σάκους και τους γυλιούς που σέρνανε μαζί τους. Πάντως δεν μας πρόσφεραν τίποτα - ούτε ένα τσιγάρο.
Λίγο παρακάτω θα αποδειχτεί η παντελής λιποψυχία τους απέναντι στους βομβαρδισμούς και τις επιθέσεις των Ελλήνων. Η κατάσταση των Ιταλών στρατιωτών καταγράφεται από τον Rigoni Stern με δραματικούς τόνους. Χωρίς προμήθειες, για να μην πεθάνουν από την πείνα αναγκάζονται να φάνε τα μουλάρια: Ο συνταγματάρχης αποφασίζει να βάλει να σκοτώσουν δυο μουλάρια για κάθε τάγμα, αλλά ο δεκανέας επικεφαλής των ημιονηγών δεν ξέρει ποια να διαλέξει και οι οδηγοί που άκουσαν τη διαταγή προσπαθούν να εξαφανιστούν μέσα στη νύχτα, κάτω στην κοιλάδα. Αναγκάζονται, επίσης, να βεβηλώσουν τους τάφους των Αλβανών για να φάνε τα τρόφιμα που, συμφωνά με την παράδοση, αφήνουν στο εσωτερικό τους για τον νεκρό. Η δυσεντερία θερίζει πολλούς στρατιώτες και κάποιοι πεθαίνουν ξεπαγιασμένοι («Και όταν βόμβες και σφαίρες δεν υπήρχαν, σκότωνε η παγωνιά»).14
Είναι φανερή η περιφρόνηση του Μάριο για το φασιστικό καθεστώς, που αποδεικνύεται εντελώς απροετοίμαστο να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες ενός πολέμου που θα οδηγούσε σε μια αβέβαιη νίκη: «Εμάς δεν μας νοιάζει που μας αναφέρουν στις ειδήσεις από το μέτωπο. Όποιος τις ακούει είναι στη ζέστη και έχει να φάει. Μακάρι να μας έδιναν και μας να φάμε και να σκεπαστούμε».15
Ένα άλλο κοινό θέμα και στα δυο μυθιστορήματα είναι η εικόνα του Αλβανού ή Ελληνοαλβανού, κατοίκου της Ηπείρου, παρόλο που και στα δυο έργα πρόκειται για πρόσωπα που εμφανίζονται ελάχιστα. Οι Αλβανοί αποτελούν μια λειτουργική πραγματικότητα στο Υψόμετρο Αλβανίας παρόλο που εμφανίζονται μόνο σε τρία σύντομα επεισόδια (στο ένα πρόκειται για μια γυναίκα), στα οποία παρουσιάζουν συμπεριφορές μάλλον αμφιλεγόμενες απέναντι στους Ιταλούς στρατιώτες. Οι σύντροφοι του Μάριο φιλοξενούνται στις καλύβες τους, τους φιλεύουν με το φτωχό φαγητό που διαθέτουν οι βοσκοί (καλαμπόκια), κοιμούνται στο «ξύλινο πάτωμα» της σοφίτας των μικρών σπιτιών τους (σ. 64). Οι Αλβανοί περιγράφονται ως ένας λαός βοσκών, είναι φτωχοί, ζουν σε χαμόσπιτα, με «μια βαριά κάπα από δέρμα κατσίκας στις πλάτες και παπούτσια υφασμάτινα με τη μύτη γυριστή και σόλα από μουσαμά».16 Οι Ιταλοί τους φωνάζουν «τζατζανέζους», πιθανότατα για τον τρόπο που μιλάνε. Δίνουν την αίσθηση ότι «είναι κουτοπόνηροι!».17
Και ο Μπεράτης στο μυθιστόρημα του συχνά δίνει μια δυσάρεστη εικόνα των Αλβανών, που δείχνουν εχθρότητα απέναντι στους Έλληνες στρατιώτες, και οι Έλληνες της Ηπείρου μιλούν γι' αυτούς με δυσπιστία:
Μά οί κερατάδες [οίΤουρκαλβανοί] δεν μας είχαν αφήσει ούτε ένα ντουφέκι. Μας τά είχαν πάρει δλα. Καί πάντοτε ήταν έτσι. Όταν δέν είχες νά πληρώσεις τό φόρο σου -και κάθε μέρα ήταν καινούργιοι φόροι πού τους έβαζε όποιος ήθελε- ό χωροφύλακας έμπαινε στό σπίτι σου καί σ' άρπαζε ό,τι ήθελε, άπό ζώα, ρούχα, σκεπάσματα, τρόφιμα. [...] 'Ά! πώς περιμέναμε πάντοτε τήν ήμερα πού θά 'ρχόσαστε. (σ. 45)
Ο μοναδικός καλότροπος Αλβανός που εμφανίζεται είναι ο Ρακίτ, ένας βοσκός περίπου 45 χρονών, καλοστεκοΰμενος, που φιλοξενεί στο σπίτι του μερικούς στρατιώτες του τάγματος του Γιάννη. Ο συγγραφέας του αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο και δίνει το όνομα του στον τίτλο. Η συμπάθεια του για τον Ρακίτ διαφαίνεται από την αρχή ακόμα του κεφαλαίου, στην περιγραφή του φυσικού παρουσιαστικού του:
Ήταν ένας άντρας ως εκεί πάνω, γερός, δυνατός, λεβεντόκορμος [...], μέ μεγάλα μαύρα μουστάκια καί μαύρα μάτια. Φορούσε αυτού του είδους τήν αλβανική κυλότα άπό χοντρό σκούρο μπλε ύφασμα κι ένα χοντροσάκκακο άπό τό ίδιο ύφασμα [...]
Στό κεφάλι είχε ένα μικρό μαύρο καλπάκι φορεμένο πολύ πλάγια, (σσ. 175-176) Περιγράφεται ως ένας άντρας με πολύ αξιοπρέπεια, ανήσυχος για το γιο του που τον στρατολόγησαν οι Ιταλοί, μην μαθαίνοντας πλέον νέα του. Είναι μουσουλμάνος, καλός οικογενειάρχης, διατηρεί τις παραδόσεις του πολιτισμού του και υποδέχεται τους Έλληνες με χαμόγελο. Μιλάει «τσάτρα-πάτρα ελληνικά» και εκφράζεται καλύτερα στα ιταλικά. Με την περιγραφή της ευγένειας και της αίσθησης της φιλοξενίας που διακατέχει αυτό το πρόσωπο, το οποίο διαφοροποιείται στη συμπεριφορά από τα άλλα που ο αφηγητής συναντάει στην Ήπειρο, ο Μπεράτης θέλει ίσως να υπογραμμίσει την διαφορετικότητα του, που οφείλεται στα μουσουλμανικά ήθη αλλά και στο πιο ευκατάστατο κοινωνικό επίπεδο σε σχέση με τους άλλους βοσκούς. Είναι ίσως το γεγονός αυτό που του επιτρέπει να είναι πιο διαθέσιμος και γενναιόδωρος με τους συνανθρώπους του.
Το τελευταίο μέρος των δυο μυθιστορημάτων αφορά την παράδοση της Ελλάδας στους ναζιφασιστές και την υπογραφή της ανακωχής. Πρόκειται για ένα θέμα που οι δυο συγγραφείς αντιμετωπίζουν από δυο διαφορετικές οπτικές γωνίες, όχι όμως και εκ διαμέτρου αντίθετες. Στο Πλατύ ποτάμι, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο πρωταγωνιστής μαθαίνει το νέο στα Ιωάννινα, όταν ο κόσμος αρχίζει να ανοίγει τα παράθυρα, μετά την παύση του βομβαρδισμού από τα γερμανικά αεροπλάνα, και να χύνεται στους δρόμους: Κι άξαφνα, όλα τά παντζούρια του απέναντι σπιτιού ανοίξανε με πάταγο, χτυπηθήκανε στους τοίχους, φως καί φωνές ξεχύθηκαν, [...] τρεις στρατιώτες ξεμπουκάραν μεμιάς άπ' την πόρτα, βρεθήκανε στη μέση του δρόμου, χοροπηδούσαν [...] είχανε ένα χαρτί στα χέρια πού όλο τ' άρπαζε ό ένας τ' αλλουνού καί φωνάζανε, ξελαρυγγιαζόντουσαν: Ειρήνη! Έγινε ειρήνη! Τώρα πήραμε τηλεγράφημα! Ειρήνη! Μας ήρθε τηλεγράφημα! Τώρα! Νάτο! Ειρήνη! Ειρήνη! (σ. 356) .
Η αλήθεια, όμως, (το ότι επρόκειτο για ανακωχή) θα μαθευτεί μερικές ώρες αργότερα. Και ανάμεσα στους στρατιώτες κυριαρχεί μεγάλη αναταραχή, δεν καταφέρνουν να κρύψουν την ανακούφιση τους για το τέλος του πολέμου και η επιθυμία να μπορέσουν να γυρίσουν στα σπίτια τους γίνεται όλο και πιο έντονη. Το παραδέχονται βέβαια με κάποια ντροπή, ίσως γιατί γνωρίζουν τις συνέπειες τις παράδοσης. Στο Υψόμετρο Αλβανίας, η ατμόσφαιρα είναι φυσικά πιο εύθυμη. Για το ιταλικό τάγμα το τέλος του πολέμου σημαίνει την επιστροφή στο σπίτι, να αγκαλιάσουν την οικογένεια που έχουν να δουν για πάνω από ένα χρόνο και να επιστρέψουν στη φυσιολογική ζωή. Όπως προέβλεψε ο συγγραφέας σε προηγούμενα κεφάλαια, για κάποιους δεν θα είναι έτσι, αφού θα τους καλέσουν στα όπλα στην εκστρατεία στη Ρωσία, όπως θα συμβεί και για τον ίδιο τον Rigoni Stern. Η εμπειρία του πολέμου, που οδήγησε σε μια δύσκολη περίοδο (τον εμφύλιο πόλεμο) —πολύ τραυματική και γεμάτη ένταση για τις δυο χώρες— πριν από την αποκατάσταση της ειρήνης, και που την έζησαν έτσι και οι δυο συγγραφείς, δεν τους εμπόδισε να κλείσουν το μυθιστόρημα με ένα μήνυμα ζωής και ελευθερίας. Αμφότεροι κλείνουν με μια υδάτινη εικόνα. Το ποτάμι, το νερό που τρέχει είναι ένα μήνυμα ελπίδας για ένα καλύτερο μέλλον, για τη ζωή που συνεχίζεται παντοτινά, χωρίς να σταματά:
Τραβήξαμε ως τήν άκρη του αύλακιού καί κόψαμε δεξιά. Δε φαινότανε κανένας Γερμανός άπ' αυτή τή μεριά. Έπρεπε νά στριφογυρνάς αδιάκοπα άπό δώ κι άπό χει γιά νά βρίσκεις πέρασμα ανάμεσα στά πυκνά μπουλούκια τών φαντάρων πού 'χάνε πιά ξαπλώσει ή καθόντουσαν ένα γύρο άνακούρκουδα. Τό έδαφος ήτανε επίπεδο, μά σβωλιασμένο καί δύσβατο σάν εγκαταλειμμένο χωράφι, κι όσο πλησιάζαμε προς τη μεριά του ποταμού, πού ακουγόταν πιά καθαρά ή βουή του, τόσο γιόμιζε άπό βότσαλα καί άμμο, έτσι πού σου 'δίνε την ψευδαίσθηση πώς φτάνεις πιά σ' ακρογιαλιά. ΘΑΛΑΣΣΑ! - ό ελεύθερος δρόμος! (σσ. 455-456) Ο θετικός συμβολισμός του ποταμού, που ταυτίζεται με τη θάλασσα, γεννάει μια αίσθηση ελευθερίας. Με την ίδια επιθυμία για ζωή κλείνει και το μυθιστόρημα του Rigoni Stern: Εκεί που στρίβει, το ποταμάκι περιστοιχίζεται από δέντρα, με τα κλαδιά να γλείφουν το ρεύμα. Το νερό είναι καθάριο και δροσερό. Στο βυθό δεν έχει πέτρες αλλά ένα είδος πράσινου και σκληρού πηλοΰ. Γδύνομαι και μπαίνω σε αυτό το παγωμένο νερό, που για μια στιγμή μου κόβει την ανάσα [...]. Όταν βγαίνω, ξαπλώνω σε μια πέτρα στον ήλιο. Ψηλά, στη μέση του ποταμού. [...] Κλείνω τα μάτια και κάτω από τα βλέφαρα μου γυρνούνε αμέτρητοι, μικροί πολύχρωμοι ήλιοι. Αφήνομαι να ζήσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου