Ο επίμονος σπόνσορας
Λουντοβίκο Σφόρτσα, 27/7/1452 – 12/5/1508
Λουδοβίκος Σφόρτσα - Βικιπαίδεια
—της Εύης Τσακνιά—
dimartblog.com
Όταν επισκέφθηκα για πρώτη φορά το Λούβρο στα 18 μου, απογοητεύτηκα λίγο με την περίφημη Τζοκόντα του Λεονάρντο ντα Βίντσι. Ίσως να είχα φανταστεί ένα μεγαλύτερων διαστάσεων, πιο επιβλητικό έργο, ίσως να έφταιγαν τα πλήθη που συνέρρεαν για να τη θαυμάσουν, ίσως το ότι την εικόνα της τη βλέπαμε παντού, ακόμα και στα σοκολατάκια. Αντ’ αυτής, την προσοχή μου τράβηξε ένα μικρό πορτρέτο του Λουντοβίκο Σφόρτσα, τον οποίον αντίκρυζα για πρώτη φορά και μου είχε εξάψει εξαρχής την περιέργεια διαβάζοντας για τη ζωή του Λεονάρντο ντα Βίντσι και για τον καταλυτικό ρόλο που έπαιξε ο Σφόρτσα στην καλλιτεχνική του πορεία. Αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, χρωστάμε πολλά όχι μόνο στους καλλιτέχνες αλλά και στους χορηγούς τους. Χωρίς αυτούς τους φιλότεχνους και τολμηρούς επιχειρηματίες, η τέχνη δεν θα ήταν αυτό που ξέρουμε σήμερα.
Στις 27 λοιπόν Ιουλίου του 1452, γεννήθηκε ο Λουντοβίκο Σφόρτσα, γόνος της ηγετικής οικογένειας των Σφόρτσα και μετέπειτα Δούκας του Μιλάνου, ο επονομαζόμενος και “il moro”, «ο μαύρος», λόγω της σκουρόχρωμης επιδερμίδας του. Ο Σφόρτσα, ως γνήσιος αναγενησιακός πρίγκηπας, ήταν ανήσυχος, φιλότεχνος και χορηγός καλλιτεχνών της εποχής του, αλλά περισσότερο γνωστός ως ο κατεξοχήν προστάτης και σπόνσορας του συνομηλίκου του Λεονάρντο ντα Βίντσι.
Μετά από αρκετές περιπλανήσεις, απορρίψεις και απογοητεύσεις, κυρίως στον τομέα των εφευρέσεων και της μαγειρικής (που ήταν μεγάλο πάθος του), ο Λεονάρντο συναντά και πείθει τον Σφόρτσα να τον προσλάβει για να εκσυγχρονίσει την κουζίνα του παλατιού. Η συνάντηση αυτή ήταν μοιραία για την μετέπειτα πορεία και των δύο. Παρ’ όλο που οι ευφάνταστες εφευρέσεις του Λεονάρντο κόστισαν υλικές καταστροφές, ακόμη και ανθρώπινα θύματα στο παλάτι, ο Σφόρτσα έδειξε σπάνια ανεκτικότητα και παρέμεινε σταθερός αρωγός του, μεταθέτοντάς τον κάθε φορά σε πιο ασφαλές πόστο. Βέβαια, υποχρέωση του καλλιτέχνη ήταν και να ζωγραφίζει τα πορτρέτα της οικογενείας και των κυριών της αυλής, κάτι που ο Λεονάρντο έκανε στα διαλείμματα του σχεδιασμού των εφευρέσεών του.
Η κυρία με την ερμίνα
Σε αυτά τα διαλείμματα αποδίδονται μερικά από τα ωραιότερα διάσημα πορτρέτα του Λεονάρντο, όπως η αριστουργηματική «Kυρία με την ερμίνα», η νεαρή ερωμένη του Σφόρτσα Τσετσίλια Γκαλεράνι “La bella principessa”, η Μπιάνκα Σφόρτσα, αδερφή του Λουντοβίκο, και πολλά άλλα.
Ως υπεύθυνος των διασκεδάσεων και των συμποσίων του παλατιού, μετά τον καταστροφικό εκσυγχρονισμό της κουζίνας, ο Λεονάρντο ανέλαβε τη διοργάνωση της γιορτής του γάμου του Λουντοβίκο Σφόρτσα με την ωραία Μπεατρίτσε ντ’ Έστε. Το μεγαλεπίβολο project του, όπου η γαμήλια τελετή θα ελάμβανε χώρα στην αυλή, μέσα σ’ ένα τεράστιο κέικ 60 μέτρων, ομοίωμα του παλατιού, κατέρρευσε όταν τη νύχτα της παραμονής του γάμου η νοστιμότατη αυτή εγκατάσταση, χτισμένη με τούβλα από μπισκότο, αμύγδαλα, σταφίδες και γύρω-γύρω πολύχρωμο γλάσο, κατασπαράχτηκε από αμέτρητους αρουραίους και πουλιά, που κατέφθασαν από όλη την περιοχή.
Μετά το φιάσκο της τελετής του γάμου του, ο φιλότεχνος νιόπαντρος προσπαθεί να απομακρύνει διακριτικά τον Λεονάρντο από το παλάτι και τον συστήνει στον ηγούμενο της Santa Maria delle Grazie, που ζητούσε έναν καλλιτέχνη για να ζωγραφίσει τον τοίχο της τραπεζαρίας της μονής. Αφού λοιπόν έχει ησυχάσει για δυο χρόνια ο Σφόρτσα, δέχεται ένα γράμμα από τον ηγούμενο, ο οποίος απελπισμένος του περιγράφει, έχοντας ήδη μπει στον τρίτο χρόνο από την ανάθεση του έργου, πως το μόνο που αντικρύζει στον γυμνό ακόμα τοίχο της μονής είναι το μισοτελειωμένο περίγραμμα ενός τραπεζιού, ενώ οι βοηθοί του Λεονάρντο, αντί να ανακατεύουν τα χρώματα, κουβαλούν φαγητά και κρασιά από τα κελάρια του μοναστηριού, τα οποία ο ζωγράφος στήνει σε κάποια σύνθεση για να δει πως θα δείξουν, τα σκιτσάρει και ύστερα τα καταβροχθίζει.
Τέλος, μετά από τρία χρόνια και εκατοντάδες δοκιμαστικά σχέδια, ο Λεονάρντο αποφασίζει να περιλάβει στον Μυστικό Δείπνο μόνο μερικά ψωμάκια, λιωμένα γογγύλια και λίγες φετούλες από χέλι. Και όταν πια έμεινε ικανοποιημένος από την τοποθέτηση των φαγητών στο τραπέζι, τους τελευταίους μήνες ζωγράφισε στο τσάκα-τσάκα τον Ιησού και τους μαθητές του, προς μεγάλη απογοήτευση όσων νόμιζαν ότι οι γεμάτες πνευματικότητα μορφές των Αποστόλων ήταν η πρώτη μέριμνα του ζωγράφου.
Η κατανόηση και η ανεκτικότητα του Σφόρτσα για τις τρελές εφευρέσεις του Λεονάρντο δεν πήγαν χαμένες γιατί, όταν το 1498 ο Λουδοβίκος ο 12ος της Γαλλίας πολιορκεί το Μιλάνο και τα κάστρα πέφτουν το ένα μετά το άλλο, η μόνη επιτυχής πολεμική μηχανή των Μιλανέζων είναι ο περίφημος «καρδαμοκόφτης» του Λεονάρντο, ο οποίος είχε σχεδιαστεί για την μαζική συγκομιδή του κάρδαμου, την εποχή των εκσυγχρονιστικών εφευρέσεών του για την κουζίνα του παλατιού, αλλά μόλις δοκιμάστηκε πετσοκόψε ουκ ολίγους χωρικούς που δούλευαν στα χωράφια του Σφόρτσα. Είχε έρθει επιτέλους η ώρα να ανασυρθεί από τις αποθήκες του παλατιού και να επιστρατευτεί κι αυτός στην ηρωϊκή αντίσταση. Έτσι, με τον καρδαμοκόφτη, οι Μιλανέζοι πρόλαβαν να ξεπαστρέψουν κάμποσους Γάλλους, προτού αυτοί να τους καταλάβουν ολοκληρωτικά.
Ο Σφόρτσα κατάφερε να διαφύγει τότε, αλλά το 1500 επέστρεψε με
ελβετούς μισθοφόρους στην γειτονική πόλη της Νοβάρα, με σκοπό να πάρει
πίσω το Δουκάτο. Δυό μήνες αργότερα εμφανίστηκε στη Νοβάρα ο Λουδοβίκος ο
12ος κι αυτός με Ελβετούς μισθοφόρους. Οι Ελβετοί δεν
θέλησαν να πολεμήσουν Ελβετούς, κι έτσι ο Σφόρτσα συνελήφθη από τους
Γάλλους με αναίμακτο και πολιτικάντικο τρόπο και έζησε υπό γαλλική
αιχμαλωσία τα τελευταία χρόνια της ζωής του ,στο μεσαιωνικό κάστρο του
Λος (Chateau de Loch) στην Αντρ-ε-Λουάρ στη Γαλλία, όπου πέθανε το 1508,
αφού είχε προσπαθήσει να δραπετεύσει, παρ’ όλες τις ανέσεις και τις
ελευθερίες της κράτησής του.
Αργότερα, οι Ελβετοί, θέλοντας να επανορθώσουν, παρέδωσαν το δουκάτο πίσω στον πρωτότοκο γιο του, τον Μαξιμιλιανό Σφόρτσα.
Ο Λεονάρντο έζησε 11 χρόνια περισσότερα από τον σπόνσορά του. Το 1513 έβαλε πλώρη για την την παπική αυλή της Ρώμης όπου και εγκαταστάθηκε και, παρ’ όλες τις προστριβές του με τους αυλικούς, κατάφερε να αναλάβει το έργο της αποξήρανσης των ελών του Ποντίνι, που σχεδίασε με απόλυτη ακρίβεια. Μέχρι το τέλος της ζωής του, το 1519, έκανε αυτά που έκανε πάντα κι αυτά που ήξερε να κάνει καλύτερα. Αν και είχε μειωθεί η καλλιτεχνική του παραγωγή λόγω των προβλημάτων υγείας του, συνέχιζε να ζωγραφίζει και να πειραματίζεται με νέες τεχνικές και τεχνοτροπίες, έστηνε αυλικές εορτές, σχεδίαζε αρδευτικά έργα,καταπιανόταν με αρχιτεκτονικά σχέδια για μελλοντικά ανάκτορα, δεν αντιστάθηκε στιγμή στην ανήσυχη και φιλέρευνη φύση του.
Εξάλλου, όπως έλεγε κι ο ίδιος, «είναι πιο εύκολο να αντισταθείς στην αρχή παρά στο τέλος».
* Οι πιο νόστιμες λεπτομέρειες αυτής της ιστορίας προέρχονται στο βιβλίο της Αγλαΐας Κρεμέζη, Συνταγές & ιστορίες για μάγειρες με ανησυχίες, Εκδόσεις Ωκεανίδα, 1993.
* * *
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου