Από τον Άμνετ στον Άμλετ
«Ποιος ήταν ο Σέξπιρ, εν τέλει, θα μπορούσε να είναι ο Άμλετ, ή εσύ, ή η ποίηση. Αυτοί οι μεγάλοι δημιουργοί που κατόρθωσαν να ενσταλάξουν ολόκληρη την προσωπικότητά τους στο έργο τους, κατόρθωσαν να κάνουν καθολική την ταυτότητά τους έτσι ώστε παρόλο που αισθανόμαστε πως ο Σέξπιρ είναι παντού και βρίσκεται ανάμεσά μας, δεν μπορούμε να τον καθηλώσουμε κάπου σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή ή σε ένα συγκεκριμένο σημείο», Βιρτζίνια Γουλφ, Προσωπικότητες.
Ανακαλώντας κάποια από τα βιβλία γραμμένα από γυναίκες, όπου ο Σέξπιρ κάνει την εμφάνισή του -είτε ως χαρακτήρας, είτε ως έννοια, είτε ως μια περαστική υπόμνηση για τη γραφή, τη ζωή ή τον θάνατο- παρατηρούμε ότι δεν κατονομάζεται, αν και σαφέστατα υπονοείται η ταυτότητά του. Όπως, για παράδειγμα, στο «Ορλάντο» της Γουλφ, όπου εμφανίζεται πίσω από μια πόρτα, να γράφει σκυμμένος πάνω στα χαρτιά του, μια σκιώδης παρουσία, η οποία ωστόσο εμπνέει και στοιχειώνει τον νεαρό ήρωα, ή στο «Ανθρώπινο κροκέ» της Κέιτ Άτκινσον, όπου η φασματική του παρουσία προβάλλει σε ένα νεαρό κορίτσι που ετοιμάζεται να παίξει στο «Όνειρο θερινής νυκτός» ως μια ιδεατή ερωτική φιγούρα -ο άντρας δημιουργός του ονείρου. Ακόμα, τον συναντάμε στις πλείστες αναφορές στην «Τζέιν Εϊρ» της Σαρλότ Μπροντέ, όπου στα κρίσιμα σημεία της πλοκής υπάρχουν πλήθος από αποσπάσματα του βάρδου, ο οποίος και πάλι δεν κατονομάζεται -σαν να είναι «το φάντασμα της σελίδας», αποφεύγουν να αρθρώσουν το όνομά του, όπως συμβαίνει με μια μυθική φιγούρα, έναν μύστη ή ακόμα και μια θεότητα.
Η Γουλφ στο δοκίμιο που προανέφερα σημειώνει επίσης: «Οι άνθρωποι που θαυμάζουμε περισσότερο ως συγγραφείς διαθέτουν κάποιο στοιχείο άπιαστο, ακαθόριστο, αινιγματικό και απρόσωπο. Κορυφώνονται αργά και από το ύψος του λάμπουν» -υπονοώντας ότι ολόκληρη η ζωή μιας μεγαλοφυΐας έχει περάσει στο έργο του και τα βιογραφικά στοιχεία περισσεύουν. Κάτι ανάλογο πρέπει να είχε κατά νου και η Μάγκι Ο' Φάρελ, η οποία πλευρίζει τον βάρδο, μέσα από τους ανθρώπους που τον έζησαν, επιχειρώντας να γράψει όχι τη μυθιστορηματική βιογραφία του, αλλά τη μυθιστορηματική βιογραφία ενός έργου του -εν προκειμένω του πλέον επιδραστικού έργου του Σέξπιρ- του Άμλετ, αναζητώντας τα ερεθίσματα και τα βιώματα που συντέλεσαν στην παραγωγή του.
Στην Ελλάδα τη Μάγκι Ο' Φάρελ τη γνωρίσαμε μέσα από το βιβλίο της «Όταν έφυγες», όπου διακρίνεται η ικανότητά της να χτίζει την πλοκή με μια σειρά από υπαινικτικά μυστήρια και τη σκιώδη ατμόσφαιρα. Το ίδιο συμβαίνει και στον ΑΜΝΕΤ, που τον συναντούμε στην καθηλωτική ατμόσφαιρα του δεκάτου εβδόμου αιώνα –«Άμνετ ή Άμλετ είναι μορφές του ίδιου ονόματος» μας πληροφορεί από την αρχή- και τον ακολουθούμε κατά πόδας στους λασπωμένους δρόμους του Στράτφορντ, στο εργαστήρι του γαντοποιού παππού του, στους αγρούς όπου η εκκεντρική μητέρα του, η Άγκνες, μαζεύει τα διάφορα φυτά και βότανα, και αργότερα (ακολουθούμε) την ίδια την Άγκνες σε θέατρο του Λονδίνου όπου για πρώτη φορά ανεβαίνει ο «Άμλετ», έργο που σύμφωνα με την Ο' Φάρελ αποτελεί μια ελεγεία για τον χαμένο γιο τους. Σ’ αυτή την τελευταία σκηνή είναι εμφανής η επιρροή της από το Ορλάντο της Γουλφ, παρουσιάζοντας τον συγγραφέα στα παρασκήνια να παρακολουθεί το έργο του και τρόπον τινά να ανασταίνει τον γιο του από τους νεκρούς, υπενθυμίζοντάς μας τη σχέση της γραφής με τον θάνατο.
Από τις πρώτες σελίδες βλέπουμε τον Αμνετ να τρέχει εναγωνίως να βρει κάποιον γιατρό ή έστω κάποιον ενήλικα για να φροντίσει τη δίδυμη αδελφή του, Τζούντιθ, η οποία έχει σωριαστεί ανήμπορη στο κρεβάτι -από έναν θανατηφόρο ιό, όπως θα μάθουμε αργότερα. Όλοι λείπουν. Η μητέρα στα χωράφια μαζεύει τα βότανά της, ο πατέρας, πάντα απών, λείπει ταξίδι για δουλειές στο Λονδίνο, ωστόσο σαν όλα να προοικονομούν τη «θυσία» του μονάκριβου γιου του, η Τζούντιθ θα αναρρώσει και ο Άμνετ θα πεθάνει από τον ιό. Οι σκηνές της απώλειας και του πένθους είναι συγκλονιστικές -επιστρατεύοντας δυνατές εικόνες με τη συμμετοχή όλων των αισθήσεων, στην ωραία μετάφραση του Κορτώ-, αποδίδονται σπαραχτικά η οδύνη και η απώλεια της Άγκνες.
Ο νεαρός Άμνετ μπορεί μεν να είναι ο κεντρικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος αλλά εκείνη που «κλέβει την παράσταση» είναι αναμφίβολα η Άγκνες (γνωστή ως Αν Χάθαγουεϊ), η σύζυγος του Σέξπιρ, η οποία παρουσιάζεται ως μια γυναίκα αισθαντική με ασυνήθιστες ικανότητες που «στέκεται να χαζέψει τα σύννεφα, να ψιθυρίσει κάτι στο αυτί ενός μουλαριού, να μαζέψει πικραλίδες στην ποδιά της και να τρέξει να θεραπεύσει κάποιον». Η Ο' Φάρελ την παρουσιάζει ως μια γυναίκα με ελεύθερο πνεύμα, κάτι παραπάνω από τη σύντροφο του «δασκάλου των λατινικών» η οποία με τις κρυφές δυνάμεις της παίζει καταλυτικό ρόλο στη μετέπειτα εξέλιξή του. Η ερωτική τους σχέση δίνεται με φλάσμπακ, ενώ στην εκδοχή της Ο' Φάρελ ο βάρδος είναι ένας δημιουργικός δάσκαλος που καταδυναστεύεται από τη ζωηράδα της φαντασίας του, αλλά και συναισθηματικά αφοσιωμένος στη σύζυγο και στα παιδιά του.
Το μυθιστόρημα με τη συναρπαστική γραφή και την απόλυτα λειτουργική δομή του, καταφέρνει να δώσει το συναισθηματικό «αποτύπωμα» του μεγάλου συγγραφέα, μέσα από εκείνους που τον αγάπησαν, μετατρέποντας την απουσία του σε μια καταλυτική επιρροή για όλους τους οικείους του, αλλά αγγίζοντας με επιδεξιότητα και σεβασμό το μυστήριο της δημιουργίας ενός μεγάλου έργου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου