Η Ιταλία, μέτωπο του πολέμου των μετόπισθεν για την Ουκρανία
Η Ιταλία έχει το θλιβερό, όπως αποδεικνύεται για τη χώρα, προνόμιο να
είναι το δεύτερο κράτος μετά την Ουκρανία, που η Ρωσία έχει κλιμακώσει
τη διαμάχη της, με έναν «υβριδικό», όπως συνηθίζεται πλέον να τον
ονομάζουμε τρόπο. Μπορεί στη θεωρία (και σε όσα διαμείβονται στα μέσα
ενημέρωσης) η ιταλική κυβέρνηση, είτε μέσω του δοτού πρωθυπουργού Μάριο
Ντράγκι, είτε με το σχέδιο ειρήνευσης που έχει καταθέσει στον ΟΗΕ ο υπουργός Εξωτερικών, Λουΐτζι Ντι Μάγιο, να θέλει την ειρήνη, στην ουσία όμως είναι από τις πρώτες χώρες στην τροφοδοσία του Κιέβου με όπλα για τα οποία δεν δίνει την παραμικρή πληροφορία. Δεν είναι τυχαίο που μόλις προ ημερών ο υπουργός Αμύνης των ΗΠΑ, Λόιντ
Όστιν -έως πρότινος επικεφαλής της Reytheon, κύριας επωφελούμενης των
αμερικανικών κονδυλίων για την Ουκρανία- επαίνεσε την Ιταλία (όπως και
την Ελλάδα) για τη στρατιωτική βοήθεια που προσφέρει στο Κίεβο.
Επιπλέον,
μέσα στην ίδια την Ιταλία καλλιεργείται με κάθε τρόπο και σχεδόν
ομοθυμαδόν από τη συντριπτική πλειοψηφία των πιο επιδραστικών μέσων
ενημέρωσης της χώρας, μία λυσσαλέα ρωσοφοβία και δαιμονοποίηση ως φιλοπουτινικής κάθε φωνής που απλώς εκστομίζει τη λέξη «ειρήνη». Ακόμη και γνωστοί για τη νηφαλιότητά τους, ή τις ίσες αποστάσεις που τηρούν, δημοσιογράφοι προγράφονται και συκοφαντούνται, ενώ έχουν παρουσιαστεί και στις τηλεοράσεις «κατάλογοι» με «συνηγόρους του Πούτιν», που περιλαμβάνουν όσους έχουν εκφράσει έστω κι έναν απλό σκεπτικισμό για τη σκοπιμότητα του πολέμου και τη νομιμοποίηση της θέσης που λαμβάνει η Ιταλία.
Η αντιρωσική υστερία έπληξε και τον σεβάσμιο 88χρονο μεγαλύτερο Ρώσο «Ιταλιστή» Γεβγκένι Σολόνοβιτς, ο οποίος με διαταγή του υπουργού Εξωτερικών αποκλείστηκε από το διαπρεπές λογοτεχνικό Βραβείο Στρέγκα. Από την οργή κατά του Πούτιν δεν γλιτώνει ούτε ο πρώην πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι του οποίου το κόμμα βρίσκεται στα πρόθυρα του σχίσματος, καθώς πολλά μέλη του τον κατηγορούν για «φιλοπουτινικό».
Μοιάζει αναπόφευκτο συνεπώς να κλιμακώνεται η αντιπαράθεση της ιταλικής κυβέρνησης με τη Μόσχα σε πολλά πεδία. Μόλις πριν λίγες ημέρες καταγράφηκε η τελευταία, στις πολλές που έχουν σημειωθεί από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, κυβερνοεπίθεση από Ρώσους χάκερς σε ιταλικά θεσμικά όργανα. Επί τρεις μήνες, ουσιαστικά, ιταλικές ιστοσελίδες και ηλεκτρονικές υπηρεσίες (κυβερνητικές, νοσοκομείων, περιφερειών κλπ) είναι έρμαια τέτοιων επιθέσεων που παραλύουν επί πολλές ώρες τις υπηρεσίες τους και δεν υπάρχει φαινομενικά τρόπος ν’ αντιμετωπισθούν. Υπήρξε ένα κύμα επιθέσεων ρωσικών χάκερ που έπληξαν ιταλικά ιδρύματα και εταιρείες για μήνες, με εμφανή κλιμάκωση τις τελευταίες εβδομάδες μετά τις επιθέσεις Ddos (Distributed denial of service) από τις ρωσικές συλλογικότητες Killnet και Legion.
Ένα ορεκτικό για το τι θα ακολουθήσει, εξηγούν οι ιταλικές μυστικές υπηρεσίες και η Εθνική Υπηρεσία Κυβερνοασφάλειας (Acn), προβλέποντας ακόμη ένα άλμα στο εγγύς μέλλον στο επίπεδο των επιθέσεων κατά της χώρας στον κυβερνοχώρο. Ακόμη και ιστότοποι αεροδρομίων και της ίδιας της αστυνομίας αποδείχθηκαν ευάλωτοι σε τέτοιου είδους επιθέσεις. Το θέμα απασχόλησε και το Κοινοβούλιο, στη σχετική συζήτηση για τη έγκριση του νέου διατάγματος για την αποστολή όπλων στην Ουκρανία, για το οποίο είχε εκφράσει ανοικτά την αντίρρησή του ο επικεφαλής του Κινήματος 5 Αστέρων, Τζουζέπε Κόντε, και την υποτονθόρυσε και ο Ματέο Σαλβίνι της Λέγκας.
Επίσης, την περασμένη εβδομάδα ήλθε η διάτορη απάντηση της Μόσχας στην απέλαση 30 διπλωματών της από την Ιταλία στις 5 Απριλίου, ως αντίδραση για τις ωμότητες στην πόλη Μπούτσα που αποδίδονται στα ρωσικά στρατεύματα. Τα αναμενόμενα πάντοτε σε τέτοιες περιπτώσεις, διπλωματικά αντίποινα της Μόσχας ήταν όμως δυσανάλογα με τις απελάσεις του προσωπικού της πρεσβείας της στη Ρώμη. Δεν είναι μόνον ο σχεδόν ισοδύναμος αριθμός Ιταλών διπλωματών (24) που απελαύνονται από την πρεσβεία στη Μόσχα αλλά είναι κυρίως ότι το προσωπικό που απομακρύνεται υπηρετεί σε νευραλγικές θέσεις , με αποτέλεσμα να παραλύει ουσιαστικά η λειτουργία της πρεσβείας. Ουσιαστικά, στη Μόσχα παραμένουν μόνο τρεις -περιλαμβανομένου και του πρέσβη Τζόρτζο Σταράτσε- διπλωμάτες καριέρας και το πολιτικό γραφείο, το πολιτιστικό και εμπορικό τμήμα της έχουν εκμηδενισθεί.
Όσο κι αν το
ιταλικό κράτος και οι εκπρόσωποί του πασχίζουν να υποβαθμίσουν τη
σημασία της «αργοπορημένης» (όπως ισχυρίζονται) απάντησης της Μόσχας, το
αναντίρρητο γεγονός είναι πως πλέον όλες, οι παραμικρότερες, υποθέσεις
Ιταλών, ως φυσικά πρόσωπα κι εταιρείες, που εξακολουθούν να
δραστηριοποιούνται στη Ρωσία δεν θα μπορούν να εξυπηρετηθούν. Και ακόμη
χειρότερα: η μεγαλύτερη δυσκολία θα εντοπισθεί στην αποστολή νέων
αξιωματούχων για την αντικατάσταση των απελαθέντων διπλωματών. Εάν η
Ρώμη θελήσει να αποκαταστήσει την πλήρη λειτουργία της πρεσβείας θα
χρειασθούν επίπονες διαδικασίες και πολλοί μήνες έως ότου το ρωσικό
υπουργείο Εξωτερικών να ελέγξει τα βιογραφικά και να εκδώσει τις βίζες,
και όπως μπορεί να μαντέψει κανείς τον τελευταίο καιρό οι έλεγχοι έχουν
γίνει πιο αυστηροί (και πολιτικοί) από ό, τι συνήθως.
Θα
αποφασίσει άραγε η Ιταλία να διατηρήσει «εν υπνώσει» την πρεσβεία της
και να μην αντικαταστήσει όλους τους διπλωμάτες της; Ή θα περάσει και
αυτή σε μία αντεπίθεση, ίσως και σε συμφωνία με την Ε.Ε., που όμως
ενέχει τον κίνδυνο μίας ανεπανόρθωτης ρήξης; Σε αυτή την περίπτωση η
κάθε ρητορεία του Ντράγκι ή του Ντι Μάγιο περί ειρηνευτικών σχεδίων θα
ναυαγήσει ολωσδιόλου. Όλες αυτές οι πρωτοβουλίες ακούγονται εντελώς
κούφιες και ίσως αντιφατικές, τη στιγμή που η Ρώμη σχεδιάζει την όλο και
μεγαλύτερη στρατιωτική και οικονομική ενίσχυση του Κιέβου. Για αυτό τον
λόγο άλλωστε και η πρώτη αντίδραση της Μόσχας στο ειρηνευτικό σχέδιο του Ντι Μάγιο ήταν, δια στόματος Ντμίτρι Μεντβιέντεφ, αρνητική.
Ο «λογαριασμός» της έντασης ανάμεσα στις δύο χώρες ούτως ή άλλως είχε ξεκινήσει από νωρίς: στην ιταλική πλειοδοσία υπέρ της στρατιωτικής βοήθειας
(μέσω της αποστολής όπλων, την αύξηση των αμυντικών δαπανών και το
άνοιγμα των βάσεων στις αμερικανικές δυνάμεις) η Μόσχα είχε απαντήσει με
τις κατηγορίες που είχε ιδιαίτερα ως στόχο της τον υπουργό Άμυνας,
Λορέντσο Γκουερίνι. Είχε ακολουθήσει ο «πόλεμος των κατασκόπων», με την
ιταλική πλευρά να κατηγορεί τη ρωσική ομάδα που εστάλη για συνδρομή στην
πρώτη, θανατηφορα φάση της πανδημίας, για προσπάθεια κατασκοπείας και
κατέληξε στις καυστικές δηλώσεις του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών, Σεργκέι
Λαβρόφ.
Εάν, όπως διατείνονται πολλοί, η Ουκρανία και κατ’ επέκταση η Ευρώπη αναδεικνύεται το νέο σύνορο των ΗΠΑ απέναντι στη Ρωσία, που αποτελεί το προκεχωρημένο φυλάκιο και εμπόδιο στην επέκταση των αμερικανικών ολιγοπωλίων προς
Ανατολάς, βλέπε Κίνα, η Ιταλία (κι εάν υποτεθεί πως την ίδια γραμμή
ακολουθεί κι η Ελλάδα) αναμφισβήτητα αποτελεί με τη στάση της τα
μετόπισθεν -τουλάχιστον για τη Μόσχα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου