Πέμπτη, Μαΐου 19, 2022

Νίκος Ξένιος, «Λευκό στήθος» (Διήγημα)

https://hartis-ad7b.kxcdn.com/assets/generalUploads/Xenios41Leptomereia-seirinas-apo-ton-Kerameiko-4os-ai.jpgΛεπτομέρεια σειρήνας από τον Κεραμεικό (-4ος αι) 

Λευκό στήθος

του Νίκου Ξένιου

Η υπάλ­λη­λος του Μου­σεί­ου επι­μέ­νει:

— Πο­λύ αμ­φι­βάλ­λω, κύ­ριε.
— Σας εί­πα, ρώ­τη­σα τη Γραμ­μα­τέα του Υπουρ­γεί­ου Πο­λι­τι­σμού. Ορι­σμέ­να ανά­γλυ­φα τα παι­διά με προ­βλή­μα­τα όρα­σης έχουν το δι­καί­ω­μα να τα ψη­λα­φή­σουν! Σας το λέω υπεύ­θυ­να ως κα­θη­γη­τής τους!
— Λυ­πά­μαι. Δεν εί­μαι ενή­με­ρη.
— Τό­τε σας πα­ρα­κα­λώ να ψά­ξε­τε τον φά­κε­λο με τη σχε­τι­κή νο­μο­θε­σία!
— Κα­λώς, μι­σό λε­πτό...
— Το κα­λό που σας θέ­λω!

***


Κά­ποιες ώρες πριν, το ίδιο πρωί, η Εύα ση­κώ­θη­κε από το κρε­βά­τι, βρή­κε το χε­ρού­λι της μπαλ­κο­νό­πορ­τας και το έσφι­ξε. Η μπαλ­κο­νό­πορ­τα έκλει­σε από τον αέ­ρα, μ’έ­να τρί­ξι­μο. Πή­γε και δυ­νά­μω­σε τον ήχο της τη­λε­ό­ρα­σης:

«Στο Μου­σείο Αρ­μά­των Μά­χης μπο­ρεί κα­νείς να θαυ­μά­σει την εξέ­λι­ξη αυ­τού του όπλου. Η επι­λο­γή, κα­τά­λη­ψη και από­κρυ­ψη της θέ­σης μά­χης εί­ναι το βα­σι­κό μέ­λη­μα του σύγ­χρο­νου μα­χη­τή».

Ήταν εφτά­μι­ση και το δελ­τίο του Γε­νι­κού Επι­τε­λεί­ου Στρα­τού εί­χε ξε­κι­νή­σει, μα­ζί με τον πρω­ι­νό κό­κο­ρα. Σε μι­σή ώρα θα περ­νού­σε το σχο­λι­κό. Η Εύα έφτα­σε ψη­λα­φη­τά στο μπά­νιο, άρ­χι­σε να γδύ­νε­ται αρ­γά, αφή­νο­ντας μι­σά­νοι­χτη την πόρ­τα για να μπο­ρεί να ακού­ει την τη­λε­ό­ρα­ση. Μι­λού­σαν στην εκ­πο­μπή για τα αε­ρο­σκά­φη Sky Blazers:

«Γρή­γο­ροι, αφα­νείς, θα­να­τη­φό­ροι! Επί­λε­κτα εκ­παι­δευ­μέ­νοι μα­χη­τές, που θα κα­τα­τρο­πώ­σουν όσους επι­βου­λεύ­ο­νται την εθνι­κή μας ανε­ξαρ­τη­σία».

Oι πι­λό­τοι πα­λεύ­ουν με τους έλι­κες. Εί­χε δια­βά­σει σε Μπράιγ τις λε­πτο­μέ­ρειες. Πώς οι έλι­κες γυα­λί­ζουν στα σύν­νε­φα. Πό­σο λευ­κά εί­ναι τα σύν­νε­φα. Τα σώ­μα­τα των πι­λό­των τα φα­ντά­στη­κε ψη­λά, επι­βλη­τι­κά. Έπει­τα, σε μια με­γά­λη πε­διά­δα, τους πι­λό­τους ντυ­μέ­νους σε πα­ραλ­λα­γή. Την κοι­λά­δα των πο­λε­μι­κών επι­χει­ρή­σε­ων. Φύ­τρω­ναν δέ­ντρα κά­πο­τε, εδώ. Άν­θρω­ποι περ­πα­τού­σαν στον ήλιο και δεν εί­χαν ανά­γκη να κρυ­φτούν σε υπό­γεια κα­τα­φύ­για. Μω­ρά γεν­νιού­νταν και δεν τα σκό­τω­ναν με­τά. Οι έγκυ­ες εί­χαν όρε­ξη για βόλ­τες και οι φοι­τη­τές διά­βα­ζαν τα μα­θή­μα­τά τους και συ­ζη­τού­σαν για την πο­λι­τι­κή και για τα τρια­ντά­φυλ­λα.

Η Εύα έκλει­σε την κουρ­τί­να και άνοι­ξε το ντους. Το νε­ρό καυ­τό στην πλά­τη της. Δεν έπρε­πε να αρ­γή­σει: θα τους πή­γαι­ναν στο Μου­σείο Κε­ρα­μει­κού. Έκλει­σε τη βρύ­ση κι άρ­χι­σε να σα­που­νί­ζε­ται, με­τά ρύθ­μι­σε το νε­ρό στο πιο δρο­σε­ρό. Κα­ταρ­ρά­κτες από ζε­στή σα­που­νά­δα στους μη­ρούς, στα γό­να­τα, στους γλου­τούς, μέ­χρι τα δά­χτυ­λα των πο­διών της.

Έπια­σε το στή­θος της, το φα­ντά­στη­κε λευ­κό. Φα­ντά­στη­κε πως το στή­θος των στρα­τιω­τών θα ήταν, αντί­θε­τα, πο­λύ σκο­τει­νό. Δεν ήταν σί­γου­ρη αν τα δά­χτυ­λά της βυ­θί­ζο­νταν στο γρα­σί­δι ή στο μαλ­λια­ρό στή­θος ενός στρα­τιώ­τη. 


*** 


Στην πτέ­ρυ­γα με τις επι­τύμ­βιες στή­λες, το φως εί­ναι πε­ριο­ρι­σμέ­νο. Ομά­δες ομά­δες οι μα­θη­τές μα­ζεύ­ο­νται με­λίσ­σι γύ­ρω από τον ξε­να­γό. Ο κα­θη­γη­τής, με έκ­φρα­ση θριάμ­βου στο πρό­σω­πο, ευ­χα­ρι­στεί τη δύ­σπι­στη υπάλ­λη­λο και οδη­γεί την Εύα στο επι­λεγ­μέ­νο ανά­γλυ­φο, ώστε να το ψη­λα­φή­σει.

Η αρ­χαία μη­τέ­ρα, κα­θι­στή, απο­χαι­ρε­τά την πε­θα­μέ­νη κό­ρη της, που βα­δί­ζει προς τα αρι­στε­ρά κοι­τώ­ντας προς τα πί­σω με νο­σταλ­γία. Το ανά­γλυ­φο γα­τά­κι της κοι­τά­ζει κι αυ­τό, όμως δεν μπο­ρεί να κά­νει το βή­μα που κά­νει η χα­μέ­νη κυ­ρά του στον υπερ­βα­το­λο­γι­κό αυ­τόν χώ­ρο. Το σαν­δά­λι στο προ­τε­τα­μέ­νο πό­δι της εμπο­δί­ζει τα δά­χτυ­λα της Εύ­ας να κυ­λή­σουν. Το κο­ρί­τσι ψη­λα­φεί και στα­μα­τά στο σαν­δά­λι, στον αστρά­γα­λο. Τυ­λί­γει όλο το ανά­γλυ­φο σε μια με­γά­λη αγκα­λιά.

— Παι­διά, σι­γά σι­γά μα­ζευό­μα­στε. Σε πέ­ντε λε­πτά φεύ­γου­με.

Προ­χω­ρά με τ’ ακρο­δά­κτυ­λά της στους γο­φούς της νε­κρής κό­ρης. Ακο­λου­θεί το χνά­ρι της πτύ­χω­σης του αρα­χνο­ΰ­φα­ντου πέ­πλου της. Αγκα­λιά­ζει τη μέ­ση της γυ­ναί­κας και οσμί­ζε­ται. Η πτύ­χω­ση μοιά­ζει σαν κυ­μα­τι­στό νε­ρό που κυ­λά, και μυ­ρω­διά σα­που­νιού χτυ­πά τα ρου­θού­νια της Εύ­ας. Σφίγ­γει την επι­τύμ­βια στή­λη. Ακου­μπά τα χεί­λη της στο κρύο στή­θος της νε­κρής. Στον νου της έρ­χε­ται ο στρα­τιώ­της. Ο στρα­τιώ­της δεν ξέ­ρει για­τί πο­λε­μά­ει. Φο­βά­ται πο­λύ. Πα­ρα­λύ­ουν τα μέ­λη του. Η Εύα νιώ­θει τον φό­βο του. Απέ­να­ντι από τον στρα­τιώ­τη στέ­κε­ται ο ηγέ­της. Ο ηγέ­της εί­ναι χα­σά­πης και εκ­δο­ρο­σφα­γέ­ας. Ελα­φριές πέ­τρες πέ­φτουν πά­νω στην ελα­στι­κή επι­φά­νεια της επέν­δυ­σης του μπου­φάν του κι επι­στρέ­φουν με επι­τά­χυν­ση. Τις πέ­τρες τις εκ­σφεν­δο­νί­ζει με μα­νία η Εύα, που τώ­ρα στέ­κε­ται γυ­μνή έξω από τα σύ­νο­ρα: υπο­λο­γί­ζει πως η με­γε­θυμ­μέ­νη ει­κό­να του ηγέ­τη βρί­σκε­ται μπρο­στά, γι­’αυ­τό σκύ­βει, πα­σπα­τεύ­ει το χορ­τά­ρι, ση­κώ­νει μια πέ­τρα και την πε­τά­ει κα­τα­πά­νω στην ει­κό­να του ηγέ­τη.


***

Πο­λε­μι­κό ανα­κοι­νω­θέν: ο ηγέ­της στρέ­φε­ται και ρί­χνει το βλέμ­μα του στην Εύα. Η Εύα νιώ­θει αυ­τό το ενο­χλη­τι­κό βλέμ­μα και τον πό­θο του βια­στή. Σκέ­φτε­ται πως ο ηγέ­της μπο­ρεί βέ­βαια να δει, αλ­λά το βλέμ­μα του εί­ναι κε­νό. Και πως τώ­ρα κοι­τά­ζει προς τα σύ­νο­ρα. Τα σύ­νο­ρα Ασί­ας και Ευ­ρώ­πης, που στο άρ­ρω­στο μυα­λό του ηγέ­τη απει­λού­νται.

Ο αρ­χη­γός έχει βλέμ­μα κε­νό. Δεν έχει αντί­λη­ψη της κα­τα­στρο­φής. Ή, μάλ­λον, έχει! Έχει αντί­λη­ψη της κα­τα­στρο­φής! Δεν έχει όμως αντί­λη­ψη του μέ­ρους που λέ­γε­ται κό­λα­ση, που ο Δά­ντης το εί­πε Κό­λα­ση.

Το μέ­ρος αυ­τό έχει πολ­λά ονό­μα­τα. Το λέ­νε Βε­λι­γρά­δι, το λέ­νε Σρε­μπρέ­νι­τσα, το λέ­νε Σε­ρά­γε­βο. Το λέ­νε Δα­μα­σκό, Βη­ρυτ­τό, Μα­ριού­πο­λη.

Αν η Εύα ψη­λα­φή­σει τον χάρ­τη, όλα αυ­τά τα ονό­μα­τα θα τα βρει εντός συ­νό­ρων. Όχι στην πα­ρα­με­θό­ριο. Τώ­ρα, όπως στέ­κε­ται έξω από τα σύ­νο­ρα, τα αι­σθά­νε­ται όλα αυ­τά να σβή­νουν από τον χάρ­τη. Όταν τα ανα­ζη­τά στον ανά­γλυ­φο χάρ­τη, τα ακρο­δά­κτυ­λά της δεν επι­βε­βαιώ­νουν την πλη­ρο­φο­ρία σε ένα δεύ­τε­ρο πέ­ρα­σμα: αυ­τά τα μέ­ρη έχουν πια σβη­στεί από τον χάρ­τη. Από τα μέ­ρη αυ­τά πέ­ρα­σαν οι στρα­τιές και πριν από τις στρα­τιές εδώ υπήρ­χε πρά­σι­νο χρώ­μα. Από εδώ διά­βη­καν οι στρα­τιές των Γερ­μα­νών, οι στρα­τιές των Γάλ­λων, οι στρα­τιές των Ρώ­σων. Άν­θρω­ποι από μάρ­μα­ρο, άν­θρω­ποι από σί­δε­ρο. Απο­κα­θη­λω­μέ­νοι, σταυ­ρω­μέ­νοι, στρα­τιές αν­θρώ­πων που τους έστει­λαν να υπη­ρε­τή­σουν το όρα­μα του ηγέ­τη. Ήχοι αε­ρο­πλά­νων, σμή­νη βομ­βαρ­δι­στι­κών, στί­φη βαρ­βά­ρων. Στρα­τιές γρή­γο­ρες, αφα­νείς, θα­να­τη­φό­ρες. Αν η Εύα ήταν στρα­τιώ­της θα κρυ­βό­ταν κα­λά. Θα ήταν ο ορι­σμός της πα­ραλ­λα­γής: δεν θα την έβρι­σκε ο ηγέ­της, δεν θα την έβρι­σκε πο­τέ.

— Παι­διά τε­λειώ­νε­τε, φεύ­γου­με!

Η Εύα δεν ακού­ει τον δά­σκα­λο, δεν ακο­λου­θεί.

Αγ­γί­ζει τα γκρε­μι­σμέ­να νο­σο­κο­μεία, τα ερει­πω­μέ­να βρε­φο­κο­μεία, μπο­ρεί ξε­κά­θα­ρα να δει τις γριές να κλαί­νε στα κα­τα­φύ­για, τα γα­τιά και τα σκυ­λιά να τρέ­χουν μες στα ερεί­πια, τις γυ­ναί­κες με τα παι­διά να σπρώ­χνο­νται ποια θα πε­ρά­σει τα σύ­νο­ρα. Μπο­ρεί να τα δει τα σύ­νο­ρα, έναν χώ­ρο πο­λύ απτό, μπο­ρεί να πλά­σει μιαν άλ­λη ει­κό­να από μάρ­μα­ρο, πο­λύ δια­φο­ρε­τι­κή. Σφίγ­γει το κρύο μάρ­μα­ρο.

Δεν ακού­ει το πρό­σταγ­μα. Μέ­νει εκεί, καρ­φω­μέ­νη στην επι­τύμ­βια στή­λη, με το πρό­σω­πο κολ­λη­μέ­νο στο λευ­κό στή­θος της πε­θα­μέ­νης αρ­χαί­ας γυ­ναί­κας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: