Δευτέρα, Μαΐου 16, 2022

Φωτίζοντας την καλλιτεχνική και ιδεολογική διαδρομή του Διονύση Σαββόπουλου

 

Πρόχειρες σημειώσεις για το Διονύση Σαββόπουλο

Κοντά εξήντα χρόνια μετά (τον πρώτο του δίσκο) το Φορτηγό, ο Σαββόπουλος εξακολουθεί (κατά το κλισέ) να διχάζει. Πιο πρόσφατα, εξαιτίας της ανακοίνωσης του για τον πόλεμο στην Ουκρανία στο σχετικό αφιέρωμα της σειράς εκπομπών «Μουσικό Κουτί».
 

Στην εκπομπή, παρόλο που διαφημίστηκε (και δυσφημίστηκε) ως η συστημική απάντηση στην αντιπολεμική συναυλία στα Προπύλαια η οποία «δεν θα κρατούσε ίσες αποστάσεις» (δηλαδή, δεν θα κατακεραυνωνε και τους νατοϊκούς σχεδιασμούς), οι καλλιτέχνες κράτησαν τελικά ήπιους αντι-πολεμικούς τόνους, με εξαίρεση το μικρό μονόλογο του Σαββόπουλου, ο οποίος και έκλεισε την εκπομπή.

Ο Σαββόπουλος, λοιπόν, εξακολουθεί να διχάζει. Και εξακολουθεί να διχάζει κυρίως τους εξ αριστερών, γιατί από τους εκ δεξιών κάποιοι δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ για την περίπτωση του, ενώ άλλοι και αγαπούν τη μουσική του και δεν είχαν ιδιαίτερο λόγο να διαφωνήσουν με τις επιλογές του των τελευταίων τριών δεκαετιών.

Σε αυτό το σημείωμα θα ήθελα να ασχοληθώ με δυο κριτικές που γίνονται στο Σαββόπουλο, μιας από πολιτικής σκοπιάς, και μιας από καλλιτεχνικής (δυο κριτικές οι οποίες αποτελούν η μια συμπλήρωμα της άλλης, καθώς και η δεύτερη δεν εκπορεύεται από μια ειλικρινή αποτίμηση των τραγουδιών του, αλλά αποτελεί μια για ιδεολογικούς λόγους απόρριψη τους, η οποία παριστάνει την αισθητική κριτική.

Χαρά να σε γιαούρτωνα εκεί που ρητορεύεις

Αυτό που προσάπτουν στον Δ.Σ. οι απογοητευμένοι πρώην (ή νυν και αεί) οπαδοί του, είναι μια στροφή προς τη συντήρηση (ή συχνά, και πιο συγκεκριμένα, προς τη «Δεξιά»), τους διαχειριστές της εξουσίας, και το συστημικό λόγο. 

Στροφή η οποία βιώθηκε περίπου ως προδοσία.

Η αρχή της μεταστροφής τοποθετείται, ανάλογα τα γούστα του καθενός, σε κάποιο σημείο της δεκαετίας του ογδόντα, με κοινά αποδεκτό σημείο χωρίς επιστροφή τον δίσκο το «Κούρεμα» του 1989, στον οποίο προέτρεπε στιχουργικώς τους Έλληνες να ψηφίσουν «το Μητσοτάκ» για να φύγει το ΠΑΣΟΚ.

Για ορισμένους αυτό ήταν ζήτημα «καιροσκοπισμού» που αποσκοπούσε σε μεγάλες μπίζνες. Αλλά πόσο μπορεί να θεωρηθεί καιροσκοπισμός το να πηγαίνεις ενάντια στην ιδεολογία του μεγαλύτερου μέρους του κοινού σου, εκτός αν έτσι εξασφαλίζεις μαζικότερο κοινό, ή προσβάσεις τις οποίες αλλιώς δεν θα είχες. Ο Σαββόπουλος όμως, λόγω του μισού αιώνα πορείας του την εποχή του «Κουρέματος» αλλά και του μεγέθους του, μπορούσε να έχει όποιου είδους πρόσβαση επιθυμούσε με ελάχιστες παραχωρήσεις (π.χ. στο ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του ’80, στο εύκολο σουξέ σε οποιαδήποτε στιγμή, κλπ), διατηρώντας ταυτόχρονα ανέπαφο το κοινό του, τα συναυλιακά έσοδα του, αλλά και τα αριστερά του γαλόνια. Δεν θα ήταν άλλωστε ούτε ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος.

Το σφάλμα του Σαββόπουλου είναι μάλλον, ότι, σε κάποια κρίση της μέσης ηλικίας, και μετά από δύο και πλέον δεκαετίες στα πολιτιστικά πράγματα, υπέπεσε στο Νεστοριανισμό. Με αυτό δεν εννοώ την ομώνυμη χριστολογική αίρεση, αλλά την προσπάθεια να παίξει το ρόλο του «σοφού Νέστορα», ενός κοινής αποδοχής γέροντα, ο οποίος συμβουλεύει την εξουσία και νουθετεί την κοινωνία ― απολαμβάνοντας δε τις αντίστοιχες τιμές και διακρίσεις.

Κάτι καθόλα αποδεκτό, για το οποίο λίγοι θα είχαν αντίρρηση αν ζούσαμε σε μια δημοκρατική, φιλόξενη, απροβλημάτιστη, και ευημερούσα Ελλάδα. Σε μια χώρα χωρίς σοβαρό διακύβευμα, δηλαδή, στην οποία οι συμφιλιωτικές  περί των κοινών απόψεις του όποιου «σοφού γέροντα», δεν θα απευθύνονταν σε ένα λαό διαιρεμένο, φορτωμένο με πολλά προβλήματα, και αντιμέτωπο με τεράστιες ορατές ή υποβόσκουσες κρίσεις.

Αν δηλαδή οι κυβερνώντες δεν ήταν αυτοί που είναι, το κράτος δεν ήταν αυτό που είναι, και η διαχείριση των δημοσίων πραγμάτων δεν γίνονταν με τον τρόπο που γίνεται, και δεν έφερνε τα αποτελέσματα που φέρνει.

Σε μια τέτοια ιδανική Ελλάδα, η ταύτιση του Σαββόπουλου με το λόγο της εξουσίας, θα ήταν ένα αδιάφορο θέμα. Άλλωστε και στην ελάχιστα ιδανική, αλλά τουλάχιστον προσωρινά ευημερούσα, Ελλάδα των 00s, μια τέτοια ταύτιση απογοήτευσε μεν ως διάψευση των (ψυχολογικών και ιδεολογικών) προβολών μέρους της κοινωνίας προς στο πρόσωπο του Δ.Σ. (και ως υπενθύμιση των προσωπικών συμβιβασμών του καθενός), αλλά πέρασε πολύ πιο ήσυχα.

Με άλλα λόγια, ακόμα και αν ο Σαββόπουλος στάθηκε στο πλευρό της εθνικής Γιάννας το 2004, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι και οι περισσότεροι Έλληνες είτε γιόρτασαν μαζί τους το χατ τρικ Ολυμπιακών Αγώνων, Euro, και Eurovision, είτε κράτησαν κλειστή τη μύτη τους, και δεν παραπονέθηκαν ιδιαίτερα.

Μετά το 2008-2010, όμως, και απέναντι σε μια ανοικτά εχθρική εξουσία, η οποία μοιράζει «βρώμικο ψωμί», σπρώχνει εκατομμύρια στην φτωχοποίηση, και εκατοντάδες χιλιάδες να συμπληρώνουν εκ νέου «αιτήσεις για τη Γερμανία», η συστηματική ταύτιση του Δ.Σ. με το συστημικό λόγο (από το ευρώ που «σαφώς το προτιμάει» το 2015, έως τη στήριξη στο Μητσοτάκη, τη συμμετοχή στο πανηγύρι του «Ελλάδα 2021», έως την πρόσφατη απολιτίκ αντιπολεμική δήλωση που εξαφανίζει όποια άλλη ευθύνη ―σε μια χώρα με μισό αιώνα πικρής εμπειρίας του ατλαντικού συμφώνου, και του πόσο «ελεύθερα» αποφασίζουν την συμμετοχή τους τα μικρά κράτη) εκλαμβάνεται ως κάτι βαρύτερο.

Με άλλα λόγια, στον πόλεμο που δέχθηκε η Ελληνική κοινωνία από το 2008 και μετά, πολλοί θεωρούν ότι ο Δ.Σ. στάθηκε όχι απλά μακριά, αλλά από την άλλη πλευρά των χαρακωμάτων. 

Κάτι το οποίο δεν αγνοήθηκε ως θέμα «συντηρητισμού» της ηλικίας. Αφενός επειδή, για παράδειγμα, οι κατά τι μεγαλύτεροι Μίκης Θεοδωράκης και Μανώλης Γλέζος, με όλα τα όποια λάθη τους, δεν υπέπεσαν σε κάτι τέτοιο, ενώ ταυτόχρονα πολλοί νεαρότεροι έσπευσαν με την πρώτη ευκαιρία να δηλώσουν την υποταγή τους στην εξουσία. 

Και αν αυτό που σε διασκεδαστές του συρμού θεωρήθηκε απλός καιροσκοπισμός, στην περίπτωση του Δ.Σ. μέτρησε ως προδοσία, είναι επειδή, όσο και να ήθελε να είναι «ό,τι είναι, και ό,τι τραγουδάει για εμάς», αποτέλεσε παρόλα αυτά, για δεκαετίες, το σύμβολο μιας μεγαλύτερης υπόθεσης.

Σε κάθε περίπτωση, αν η χειρονομία του «Κουρέματος» εξέφρασε μια θεμιτή διαμαρτυρία, η οποία παρεξηγήθηκε ή συκοφαντήθηκε (άλλωστε το ΠΑΣΟΚ του 1989 είχε όντως καταντήσει δυσώδες, και «το Μητσοτάκ» ως λύση για την εκδίωξη του δεν το πρότεινε μόνο ο Σαββόπουλος, αλλά και το ίδιο το ΚΚΕ, το οποίο μάλιστα συγκυβέρνησε μαζί του), ο ίδιος ο Δ.Σ. δεν στάθηκε το ίδιο συνεπής απέναντι στον εαυτό του.

Όταν στα μέσα της δεκαετίας του ’90, και στο όνομα του «εκσυγχρονισμού», πλάκωσε στη χώρα ένα ΠΑΣΟΚ χειρότερο σε ήθος, κόστος, και γενικότερες συνέπειες για τη χώρα, από εκείνο για το οποίο μας προέτρεπε κάποτε να ξεφύγουμε ψηφίζοντας «το Μητσοτάκ», ο ίδιος φάνηκε να το καλοδέχεται, χαιρετίζοντας τη συνθηματολογία για την «ευρωπαϊκή προοπτική» της χώρας και την μπουρδολογία για την «Ελλάδα στους ισχυρούς της Ευρώπης».

Αν δηλαδή, το σκάνδαλο Κοσκωτά, υπήρξε λόγος παρέμβασης εκ μέρους του Δ.Σ., με ποια λογική το «εκσυγχρονιστικό» φαγοπότι (με τις υπερ-κοστολογημένες στο τριπλάσιο αττικές οδούς, το νέο αεροδρόμιο, τα υποβρύχια που γέρνουν, τη Siemens, τη διάλυση της Ολυμπιακής, το σκάνδαλο του χρηματιστηρίου, τα Ολυμπιακά έργα, τις τραπεζικές φούσκες και αλλαξοκωλιές, τη καταλήστευση των ασφαλιστικών ταμείων, και εντέλει, την πανηγυρική πτώχευση και το άνευ όρων μνημονιακό ξεπούλημα της χώρας), όχι μόνο δεν ήταν, αλλά η εποχή και οι κυβερνήσεις τους εκθειάστηκαν;

Το «πολιτικό» πρόβλημα με τον ύστερο Δ.Σ. δεν είναι η δήθεν εμπορευματοποίηση ή το κυνήγι του όποιου κέρδους, ούτε μια στροφή προς τη Δεξιά, ή προς τη «βαθιά μας ζωή, τη συντηρητική».

Είναι μια ροπή προς ένα κακώς εννοούμενο «νοικοκύρεμα» (η οποία δεν αντιβαίνει σε αριστερές ευαισθησίες, αν περιορίζονται στον πολιτισμικό τομέα). Η ίδια ροπή που, ως πολιτική πρόταση και αίτημα μερίδας του λαού, ονομάστηκε «εκσυγχρονισμός». 

Το νοικοκύρεμα αυτό, βέβαια, ταυτίζεται πάντα με τις προσπάθειες μιας τεχνοκρατικής εξουσίας (από τον «υπεύθυνο λογιστή» Σημίτη που θα «βάλει μια τάξη», έως την Τρόικα, και τον Κυριάκο Μητσοτάκη), η οποία δήθεν μας «εξευρωπαϊζει» ― ενώ στην πραγματικότητα μας καταστρέφει οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά, και πολιτισμικά.

Σε κάθε περίπτωση, ο Δ.Σ., δεν είναι παρά από τους πιο διακριτικούς εκφραστές αυτού του ρεύματος, από το οποίο τις τελευταίες δεκαετίες πέρασαν Ποταμίσια ψάρια και Ψαριανοί, «κινήσεις των 58», Κουβέληδες, Προταγκωνιστές, Αθηναϊκές Φωνές και Αθηναϊκές Επιθεωρήσεις του Βιβλίου, Σώτες, Ράμφοι, και άλλοι «ελβετόψυχοι» (κατά τον πανούσιο όρο). [...................................................]

Πρόχειρες σημειώσεις για το Διονύση Σαββόπουλο - The Press ...

*

Ο Νίκος Βεντούρας γεννήθηκε στην Κέρκυρα. Σπούδασε πληροφορική, με την οποία ασχολείται επαγγελματικά. Επίσης, έχει σκηνοθετήσει ντοκιμαντέρ και έχει συνεργαστεί ως φωτογράφος και γραφιάς με εφημερίδες και περιοδικά.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

"Θάνατοι στη Χούντα": Ένα εξαιρετικό βιβλίο- Παρουσιάζεται τη Δευτέρα 22 Απριλίου στο Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης

  "Θάνατοι στη Χούντα": Ένα εξαιρετικό βιβλίο Παρουσιάζεται τη Δευτέρα 22 Απριλίου στο Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης (Μέγαρ...