Η εργατική Πρωτομαγιά στη πεζογραφία και την ποίηση - Βάρναλης, Ρίτσος, Λειβαδίτης, Νικηφόρου, Γκάτσος
Πρωτομαγιά του 1886. Τον Μάιο του 1886, κι ενώ ο 19ος αιώνας οδεύει προς το τέλος του, σε ένα πολυάνθρωπο και άκρως βιομηχανοποιημένο Σικάγο, όπου δεκάδες χιλιάδες μετανάστες δουλεύουν σε εξαντλητικά ωράρια για μόλις 1,50 δολάριο την ημέρα.
Η Αμερικανική Ομοσπονδία Εργασίας σπεύδει να αντιδράσει στην κατάσταση με ένα διάσημο σήμερα σύνθημα: «Οχτώ ώρες δουλειά, οχτώ ώρες ανάπαυση, οχτώ ώρες ύπνο».
Η πρωτομαγιά του 1886 Εργατική Πρωτομαγιά - Βικιπαίδεια
Έτσι θα ξεκινήσει ο ξεσηκωμός των εργατών του Σικάγου, που θα συνοδευτεί από την κήρυξη γενικής απεργίας και αλλού, σε τόπους όπως η Νέα Υόρκη, το Ντιτρόιτ και το Μιλγουόκι, όπου θα διοργανωθούν μεγάλες διαδηλώσεις, για να συνεχιστούν και τις πολλές επόμενες ημέρες. Έκτοτε η εργατική Πρωτομαγιά γιορτάζεται σε ολόκληρο τον κόσμο και τιμάται δεόντως μέχρι τις ημέρες μας από τα συνδικάτα και τους πολίτες. Η Πρωτομαγιά, ωστόσο, της εργατικής εξέγερσης θα επηρεάσει, πέρα από τους εργαζόμενους και τις οργανώσεις τους, και τη λογοτεχνία.
Η Πρωτομαγιά στη λογοτεχνία
Από τους Αμερικανούς συγγραφείς, από τη χώρα των οποίων ξεπήδησε το μεγάλο κύμα της εργατικής Πρωτομαγιάς, για να εξαπλωθεί εν συνεχεία διεθνώς, ας μείνουμε σε τρία από τα σημαντικότερα ονόματα.
Στο διήγημά του «Πρωτομαγιά» (1941, μετάφραση Γιάννης Λάμψας, στο «Η εποχή των θαυμάτων και άλλα αυτοβιογραφικά», Printa 1993), ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ ξετυλίγει την ιστορία μιας ομάδας φοιτητών του Γέιλ στο πλαίσιο των πρωτομαγιάτικων ταραχών στο Κλίβελαντ το 1919, με δύο θανάτους, πολλούς τραυματισμούς και σφοδρές ταξικές συγκρούσεις.
Στο μυθιστόρημά του «Σε αμφίβολη μάχη» (1936, μετάφραση Άρης Σφακιανάκης, εκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος 1989), ο Τζον Στάινμπεκ μιλάει για δύο κομμουνιστές που ταξιδεύουν στην Κεντρική Καλιφόρνια, σκοπεύοντας να πείσουν μια ομάδα δυσαρεστημένων εργατών σε οπωρώνες μήλου να απεργήσουν. Ένας φόρος τιμής στο Σικάγο, πενήντα χρόνια μετά τα γεγονότα. Την εργατική Πρωτομαγιά, εντούτοις, θα προαναγγείλει ήδη από το 1906 ο Άπτον Σίνκλερ με το μυθιστόρημά του «Η ζούγκλα» (μετάφραση Τζένη Μαστοράκη, Γράμματα 1983), καταγγέλλοντας πρωτίστως τις εργασιακές συνθήκες υπό τις οποίες ζούσαν στον αρχόμενο 20ο αιώνα γυναίκες και παιδιά.
H ποίηση έχει τιμήσει την εργατική Πρωτομαγιά
Και από την Αμερική στα καθ’ ημάς. Η ελληνική ποίηση έχει τιμήσει δεόντως την εργατική Πρωτομαγιά με στίχους γραμμένους από ποιητές πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους όχι μόνο ως προς την ηλικία και τη γενιά, αλλά και ως προς τη γλώσσα και την τεχνοτροπία.
Αν κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα και στις πρώτες δεκαετίες του 20ου οι Έλληνες ποιητές βιάζονταν να εξισώσουν την Πρωτομαγιά με τον ερχομό της άνοιξης και με την ανθοφορία της φύσης, από το 1930 και ύστερα, και ιδίως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι εικόνες και οι παραστάσεις τους τείνουν να αλλάξουν ριζικά και το εργατικό πνεύμα της Πρωτομαγιάς έρχεται να εγκατασταθεί με έμμεσο ή με άμεσο τρόπο στα ποιήματά τους.
Ο Κώστας Βάρναλης εξυμνεί τη σημασία και το βάρος των εργατικών αγώνων, επαινεί την εντιμότητα του εργαζόμενου λαού και τονίζει τις θυσίες από τις οποίες θα πηγάσουν «ο καθαρμός κ’ η λεφτεριά του ανθρώπου».
Πρωτομαγιά 1943″ Κώστας Βάρναλης
Πέσε στα γόνατα, προσκύνα το πανάγιο χώμα
με τη ψυχή κατάκορφα στον ουρανό υψωμένη
όποιος και νά ‘σαι, όθε και νά ‘σαι, κι ό,τι άνθρωπος νά ‘σαι.
Πιότερο ,αν είσαι του λαού ξωμάχος, χειρομάχος ,
φτωχόπαιδο , που αθέλητα σε βάλαν να καρφώσεις,
τον αδερφό σου αντίκρα σου, -με μάνα εσύ κι εκείνος – .
Ετούτη η μάντρα αντίκρυ σου , το σύνορο του κόσμου .
Σ’ αυτην επάνω βρόντηξαν ο Διγενής κι ο Χάρος .
Ήτανε πρώτη του Μαγιού , φως όλα μέσα κι έξω
(έξω τα χρυσολούλουδα και μέσα η καλωσύνη)
που αράδιασε πα στο σοβά πισθάγκωνα δεμένους
και θέρισε με μπαταριές , οχτρός ελληνομάχος,
όχι έναν , δυο , ή τρεις ….διακόσια παλληκάρια .
Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα ,
μον ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι .
Και πρώτος άρχος του χορού , δυο μπόγια πάνω απ’όλους ,
κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος . ( …)
Ο Γιάννης Ρίτσος θα αναδείξει στην πρώτη γραμμή τα παιδιά του λαού καθώς παλεύουν με το γυμνό τους σώμα και δίνουν τα πάντα για την αξία της ελευθερίας.
Το μοιρολόι που έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος: «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες μέρα Μαγιού σε χάνω, άνοιξη γιε που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω», είναι αφιερωμένο στο θρήνο εκείνης της μάνας πάνω στο άψυχο κορμί του γιου της στα γεγονότα της πρωτομαγιάτικης γενικής απεργίας που συγκλόνισε για ημέρες τη Θεσσαλονίκη… της ύφεσης.
Ένα απόσπασμα από τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου ζωντανεύει την εικόνα στη Θεσσαλονίκη το Μάιο του 1936, όπου μια μάνα, καταμεσής του δρόμου, μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της, βουίζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών απεργών καπνεργατών… κι εκείνη συνεχίζει το θρήνο της:
«Γιέ μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
Πως κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που πικρά σου λέω;
Γιόκα μου, εσύ που γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
που μάντευες τι πέρναγα κάτου απ᾿ το τσίνορό μου,
Τώρα δε με παρηγοράς και δε μου βγάζεις άχνα
και δε μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου τα σπλάχνα;
Πουλί μου, εσὺ που μούφερνες νεράκι στὴν παλάμη
πως δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;
Στη στράτα εδώ καταμεσὶς τ᾿ άσπρα μαλλιά μου λύνω
και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.
Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει
κ’ είναι σα να μου θύμωσε καὶ σφαλιγμένο μένει.
Δε μου μιλεῖς κ’ η δόλια εγὼ τον κόρφο, δες, ἀνοίγω
και στα βυζιὰ που βύζαξες τα νύχια, γιε μου, μπήγω.
VI
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω
Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης
Και με το δάχτυλο απλωτό μου τάδειχνες ένα-ένα
τα όσα γλυκά, τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα
Και μούδειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα, λάδι,
και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι
Και τα μικρά και τα φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,
κι αυτές τις διαμαντόπετρες που ίδρωνε δίπλα η στάμνα.
Μα, γιόκα μου, κι αν μούδειχνες τ’ αστέρια και τα πλάτια,
τάβλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια.
Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκειά, ζεστή κι αντρίκια
τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια.
Και μούλεες, γιε, πως όλ’ αυτά τα ωραία θάναι δικά μας,
και τώρα εσβήστης κ’ έσβησε το φέγγος κ’ η φωτιά μας.
Ο Τάσος Λειβαδίτης μοιρολογεί τους αδικοχαμένους νεκρούς, κάνοντας λόγο για «Μεγάλη Παρασκευή των φτωχών» και για «βράδυ που θα έρθει με δώδεκα καρφιά». Μεγάλη Εβδομάδα, Ανάσταση, Πάσχα και εργατική Πρωτομαγιά βαδίζουν εδώ χέρι-χέρι.
«Μοιρολόι για ένα νεκρό» Τάσος Λειβαδίτης
“Φεγγάρι, ερημοφέγγαρο/ κριθάρινο φεγγάρι των φτωχών
αγέρα, πικραγέρα/ πολύλαλε αγέρα των μουγγών
σ’ ένα σταυροδρόμι απόψε/ μήνα Μάη
σταυρώσανε το νιο,/ μήνα Μάη
σταυρώσαν το ροδόσταμο και το λεμονανθό –
ροδιά, δος του το αίμα σου
δος του το φέγγος σου, στερνό του ηλιοβασίλεμα,
μήνα Μάη, σταυρώσαν τον αυγερινό
αχ, το πρωί ήταν ήλιος και δροσιά
το μεσημέρι λάμψη κι όνειρα
το βράδυ ήρθε πικρό κι ολόμαυρο,
σ’ ένα σταυροδρόμι απόψε
μήνα Μάη/ σταυρώσανε το Μάη
ύστερα πλύναν τα μαχαίρια και σκοτώσαν το νερό,
ύστερα κάναν να κοιτάξουν και σκοτώσανε το δειλινό
αστροφεγγιά/ χρυσάφι στο ταγάρι των τυφλών
α, σκύλα αστροφεγγιά, όπυ τους έφεγγες,
σ’ ένα σταυροδρόμι απόψε/ μήνα Μάη
Μεγάλη Παρασκευή των φτωχών
κι ολόρθες οι γυναίκες στα κατώφλια
με τα μεγάλα μάτια τους τον σαβανώνουν,
τα δεντρολίβανα σκύβουν και τον μυρώνουν,
οι άντρες πέρα μες στα καπηλιά
μ’ ένα πικρό τραγούδι τον κατευοδώνουν
τα χελιδόνια έρχονται και τον ανασηκώνουν,
αχ, το πρωί ήταν άνοιξη
το βράδυ μαύρη συννεφιά
το βράδυ ήρθε με δώδεκα καρφιά
το βράδυ γαύγιζε με δώδεκα σκυλιά
το βράδυ σώπαινε μ’ όλα του τα καμπαναριά
σύγνεφο, πικροσύγνεφο/ γιατί δεν έμπαινες μπροστά
κι από την κοντινή την εκκλησιά
γιατί δεν έσκουζες παρθένα Παναγιά,
α, κάτω απ’ τον άδειο ουρανό,
σ’ ένα σταυροδρόμι απόψε/ μήνα Μάη
μήνα Μάη/ σταυρώσανε το νιο.”
[Σημείωση Gerontakos: Το ποίημα αυτό γράφτηκε για τη δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη , που έγινε στις 27 Μαΐου 1963 στη Θεσσαλονίκη]
Από τους νεότερους, σημερινούς ποιητές, ο Τόλης Νικηφόρου δεν διστάζει να αναφερθεί ευθέως στο νόημα της εργατικής γιορτής και της πρωτομαγιάτικης συγκέντρωσης, εξατομικεύοντάς το δεόντως:
Τόλης Νικηφόρου
Ωραία που ήταν η συγκέντρωση
στην πιο μεγάλη μας πλατεία
ωραία τα μάρμαρα
ωραία τα μέγαρα
ωραίο και το παλιό εργατικό μας κέντρο
οι εργάτες είχαν ήδη φύγει
να κάνουν την πρωτομαγιά στις γύρω εξοχές
με τις γυναίκες, τα παιδιά και τα γεμάτα τους καλάθια
απόμεινες εσύ
απόμεινα εγώ
να κρατάμε ένα απορημένο λάβαρο
και τα στολισμένα μπαλκόνια
με τους βραχνούς ομιλητές
Ακόμα και ποιητές των οποίων η πορεία ταυτίστηκε με καλλιτεχνικά κινήματα όπως ο υπερρεαλισμός, θα κλίνουν αίφνης το γόνυ στο αγωνιστικό ήθος της Πρωτομαγιάς. Θα γράψει ο Νίκος Γκάτσος:
«Παράξενη Πρωτομαγιά, μ’ αγκάθια πλέκουν σήμερα στεφάνια, ηρθ’ ο καιρός του “έχε γεια”, τι να την κάνεις πια την περηφάνια, Πρωτομαγιά με το σουγιά, χαράξαν το φεγγίτη και μια βραδιά σαν τα θεριά σε πήραν απ’ το σπίτι. Κι ένα πρωί σε μια γωνιά στην Κοκκινιά είδα το μπόγια να περνά και το φονιά γύρευα χρόνια μες στον κόσμο να τον βρω μα περπατούσε με το χάρο στο πλευρό». Όσο για τον πρόωρα χαμένο Γιάννη Βαρβέρη, θα πει με το λεπτά ειρωνικό του ύφος και την προκλητικά σατιρική του φλέβα: «Τ’ αφεντικά τις απεργίες αμείβουνε με υπερωρίες, εμείς κεφάτα τις δουλεύουμε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου