Πέμπτη, Μαΐου 05, 2022

Αλμπέρτο Μανγκέλ, «Ήθελα να ζήσω ανάμεσα στα βιβλία»

 


Depiction of the Burning of the Great Library of Alexandria
Απεικόνιση της καύσης της μεγάλης βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας

El escritor argentino Alberto Manguel dona 40.000 libros de su biblioteca a  Lisboa | Europa al día | DW | 08.09.2020  

Αλμπέρτο Μανγκέλ: «Ήθελα να ζήσω ανάμεσα στα βιβλία. Όταν ήμουν δεκάξι χρονών, το 1964, βρήκα δουλειά, μετά το σχολείο, στον Πυγμαλίωνα, ένα από τα τρία αγγλογερμανικά βιβλιοπωλεία του Μπουένος Άιρες»

 

 Alberto Manguel*/ Αλμπέρτο Μανγκέλ, Η ιστορία της ανάγνωσης, μετάφραση Λύο Καλοβυρνάς, «Νέα Σύνορα» – Λιβάνη, Αθήνα 1997. 

 https://bibliography.gr/uploads/book/uploaded_cover/8862/b9251.jpg

 

1. « Ένα απόγευμα ήρθε στο βιβλιοπωλείο ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες συνοδευόμενος από την ογδονταοκτάχρονη μητέρα του. Ήταν διάσημος, αλλά εγώ είχα διαβάσει μόνο λίγα από τα ποιήματα και τις ιστορίες του και δεν ήμουν εντυπωσιασμένος από το έργο του. Ήταν σχεδόν εντελώς τυφλός κι όμως αρνιόταν να κρατήσει μπαστούνι· έψαυε τα βιβλία πάνω στα ράφια σαν να μπορούσαν τα δάχτυλά του να δουν τους τίτλους. Είχε έρθει για βιβλία που θα τον βοηθούσαν να μάθει αγγλοσαξονικά, το πιο πρόσφατο πάθος του, κι εμείς του είχαμε παραγγείλει το λεξικό του Σκιτ και μια υπομνηματισμένη διασκευή της Μάχης του Μάλντον. Η μητέρα του Μπόρχες έχασε την υπομονή της: «Βρε Χορχίτο», είπε. «Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί χάνεις το χρόνο σου με τα αγγλοσαξονικά αντί να μελετάς κάτι χρήσιμο, όπως λατινικά ή ελληνικά για παράδειγμα!» Στο τέλος ο Μπόρχες γύρισε προς το μέρος μου και μου ζήτησε κάμποσα βιβλία. Βρήκα μερικά, κράτησα σημειώσεις για τα υπόλοιπα, και μετά, την ώρα που ήταν έτοιμος να φύγει, με ρώτησε αν είχα δουλειά τα βράδια, γιατί χρειαζόταν (το είπε αυτό με πολύ απολογητικό τόνο) κάποιον να του διαβάζει, αφού η μητέρα του κουραζόταν πολύ εύκολα πλέον. Είπα ότι θα ερχόμουν.


Για τα επόμενα δύο χρόνια διάβαζα στον Μπόρχες, όπως και πολλοί άλλοι τυχεροί περιστασιακοί γνώριμοι, είτε τα βράδια είτε, όταν μου το επέτρεπε το σχολείο, τα πρωινά. Το τελετουργικό ήταν σχεδόν πάντα απαράλλαχτο. Αγνοώντας τον ανελκυστήρα ανέβαινα τις σκάλες ως το διαμέρισμά του (σκάλες παρόμοιες με αυτές που κάποτε ανέβηκε ο Μπόρχες κουβαλώντας ένα νεαποκτηθέν αντίτυπο των Αραβικών νυχτών, μόνο που δεν πρόσεξε ένα ανοιχτό παράθυρο και κόπηκε άσχημα· η πληγή μολύνθηκε και του προκάλεσε παραλήρημα με αποτέλεσμα να πιστέψει πως έχανε τα λογικά του)· χτυπούσα το κουδούνι· η υπηρέτρια με οδηγούσε περνώντας πίσω από τις κουρτίνες της εισόδου σ’ ένα μικρό καθιστικό όπου ερχόταν να με βρει ο Μπόρχες με το μαλακό του χέρι προτεταμένο. Δεν υπήρχαν προοίμια: καθόταν στον καναπέ και περίμενε όσο εγώ να πάρω τη θέση μου σε μια πολυθρόνα και με μια ελαφρά ασθματική φωνή πρότεινε το ανάγνωσμα της βραδιάς. «Να διαβάσουμε Κίπλινγκ απόψε; Ε;» Φυσικά δεν περίμενε στ’ αλήθεια απάντηση.

«Το να διαβάζω μεγαλόφωνα στον τυφλό άντρα ήταν παράξενη εμπειρία γιατί, παρόλο που πίστευα, καταβάλλοντας μεγάλες προσπάθειες, ότι είχα τον έλεγχο του τόνου και του ρυθμού της ανάγνωσης, ήταν ανελλιπώς ο Μπόρχες, ο ακροατής, που γινόταν κύριος του κειμένου», γράφει ο Αλμπέρτο Μανγκέλ. (Φωτογραφία: Simo Neri, 1995).

Σ’ εκείνο το καθιστικό, κάτω από ένα χαρακτικό του Πιρανέζι που απεικόνιζε κυκλικά ρωμαϊκά ερείπια, διάβαζα Κίπλινγκ, Στίβενσον, Χένρι Τζέιμς, κάμποσα λήμματα της γερμανικής εγκυκλοπαίδειας Μπρόκχαους, ποίηση του Μαρίνο, του Ενρίκε Μπαντς, του Χάινε (αυτούς τους τελευταίους όμως τους ήξερε απέξω κι έτσι προτού καλά καλά αρχίσω να διαβάζω άρχιζε να απαγγέλει από μνήμης με τη διστακτική φωνή του· η διστακτικότητα περιοριζόταν μόνο στον κυματισμό της φωνής, όχι στις ίδιες τις λέξεις, τις οποίες θυμόταν με απόλυτη ακρίβεια). Δεν είχα διαβάσει ποτέ πριν τους περισσότερους από αυτούς τους συγγραφείς κι έτσι η τελετουργία ήταν κάπως παράξενη. Ανακάλυπτα το κείμενο διαβάζοντάς το μεγαλόφωνα, ενώ ο Μπόρχες χρησιμοποιούσε τ’ αφτιά του όπως άλλοι αναγνώστες χρησιμοποιούν τα μάτια τους, για να χτενίσουν τη σελίδα για μια λέξη, μια πρόταση, μια παράγραφο που θα επιβεβαίωνε κάποια ανάμνηση. Καθώς διάβαζα με διέκοπτε κι έκανε σχόλια πάνω στο κείμενο με σκοπό (νομίζω) να κάνει μια νοητική σημείωση.Προτού γνωρίσω τον Μπόρχες, είτε διάβαζα σιωπηλά μόνος μου είτε μου διάβαζε κάποιος άλλος μεγαλόφωνα ένα βιβλίο της επιλογής μου. Το να διαβάζω μεγαλόφωνα στον τυφλό άντρα ήταν παράξενη εμπειρία γιατί, παρόλο που πίστευα, καταβάλλοντας μεγάλες προσπάθειες, ότι είχα τον έλεγχο του τόνου και του ρυθμού της ανάγνωσης, ήταν ανελλιπώς ο Μπόρχες, ο ακροατής, που γινόταν κύριος τού κειμένου. Εγώ ήμουν ο οδηγός, αλλά το τοπίο που ανοιγόταν μπροστά μας ανήκε σ’ εκείνον που οδηγούσα, ο οποίος δεν είχε καμιά άλλη ευθύνη παρά να αντιλαμβάνεται την εξοχή που απλωνόταν έξω από τα παράθυρα. Ο Μπόρχες διάλεγε το βιβλίο, ο Μπόρχες με σταματούσε ή μου ζητούσε να συνεχίσω, ο Μπόρχες με διέκοπτε για να κάνει κάποιο σχόλιο, ο Μπόρχες επέτρεπε στις λέξεις να έρθουν κοντά του. Εγώ ήμουν αόρατος.»

***

2. «Εγώ , που διαβάζω σήμερα, τις σημειώσεις που κρατάω ενώ διαβάζω , τις καταγράφω στη μνήμη του επεξεργαστή κειμένου, που οιονεί είναι και δική μου. ...
Συνεπικουρούμενος από τη μνήμη του μπορώ να θυμάμαι πιο επακριβώς (αν η
ακρίβεια είναι σημαντική) και με μεγαλύτερη αφθονία (αν θεωρώ τη ποσότητα
πολύτιμη) απ ότι οι ευκλεείς πρόγονοί μου αλλά παρ όλα αυτά εγώ τελικά πρέπει να βάλω μια τάξη στις σημειώσεις και να συναγάγω συμπεράσματα. 

 Εξάλλου εργάζομαι με το συνεχή φόβο μήπως χάσω ένα "απομνημονευμένο" κείμενο ένας φόβος που απειλούσε τους προγόνους μου μόνο καθώς πλησίαζε η παρακμή των γηρατειών αλλά που για μένα είναι πάντα παρών: ο φόβος για διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος, για πάτημα λάθους πλήκτρου, για ένα ελάττωμα στο σύστημα, κάποιο ιό, έναν ελαττωματικό δίσκο, οτιδήποτε μπορεί να σβήσει από τη μνήμη μου τα πάντα για πάντα
... «Εγώ , αντιθέτως, βασίζομαι με μεγάλη σιγουριά στην ικανότητα των υπηρεσιών που προσφέρουν οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές όταν αναζητώ σε βιβλιοθήκες απείρως μεγαλύτερες από αυτή της Αλεξάνδρειας μια εξαιρετικά δυσεύρετη πληροφορία, ο δε επεξεργαστής κειμένου μου μπορεί να έχει πρόσβαση σε τεράστιο αριθμό και ποικιλία βιβλίων.  

Προγράμματα όπως η επιχείρηση Γκούτενμπεργκ στις Ηνωμένες Πολιτείες καταχωρίζουν σε δισκέτες τα πάντα από τα Άπαντα του Σαίξπηρ ως το Παγκόσμιο βιβλίο πληροφοριών της CIA, ενώ το Αρχείο Κειμένων της Οξφόρδης προσφέρει ηλεκτρονικές εκδόσεις των μεγαλύτερων Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων, καθώς και πολλά άλλα κλασικά βιβλία άλλων γλωσσών

***

640px-Constantine_burning_Arian_books_Nicaea

Βιβλία των οπαδών της αίρεσης του Αρείου στην πυρά στη Νίκαια επί Κωνσταντίνου Α΄
(από χειρόγραφο του 9ου αι.)

* * *

3. Αυτό που προτείνει ο Αυγουστίνος (στο φανταστικό δημιούργημα του Πετράρχη) είναι ένας νέος τρόπος ανάγνωσης: ούτε να χρησιμοποιούμε το βιβλίο σαν δεκανίκι της σκέψης ούτε να το εμπιστευόμαστε όπως θα εμπιστευόμασταν την αυθεντία ενός σοφού, αλλά να παίρνουμε από αυτό μια ιδέα, μια φράση, μια εικόνα, να τη συνδέουμε με μια άλλη που έχουμε ξεχωρίσει από κάποιο μακρινό κείμενο που διατηρούμε στη μνήμη μας, να τα ενώνουμε σ’ ένα σύνολο βάσει δικών μας συλλογισμών — και τελικά να δημιουργήσουμε ένα νέο κείμενο συγγραμμένο από εμάς τους αναγνώστες. Στην εισαγωγή του Περί επιφανών αντρών ο Πετράρχης επισημαίνει ότι το βιβλίο του φιλοδοξεί να χρησιμεύσει στον αναγνώστη ως «ένα είδος τεχνητής ανάμνησης» «διάσπαρτων» και «σπάνιων» κειμένων, τονίζοντας πως δεν τα είχε απλώς συλλέξει αλλά, το πιο σημαντικό, τα είχε βάλει σε τάξη με μέθοδο. Η προτροπή του Πετράρχη ήταν ανήκουστη για τους αναγνώστες του 14ου αιώνα, αφού η αυθεντία του κειμένου ήταν φύσει κατοχυρωμένη και ο αναγνώστης δεν ήταν παρά ένας εξωτερικός παρατηρητής· έπρεπε να περάσουν περίπου δύο αιώνες, για να γίνει η προσωπική, αναδημιουργική, ερμηνευτική, συνενωτική μέθοδος ανάγνωσης του Πετράρχη συνήθης μέθοδος λόγιας μελέτης σε όλη την Ευρώπη. Ο Πετράρχης εφευρίσκει τούτη τη μέθοδο χάρη σε αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «θεία αλήθεια»: ο αναγνώστης πρέπει να διακατέχεται από αυτή την αίσθηση, πρέπει να έχει ευλογηθεί με αυτή, ώστε να μπορεί να κρίνει και να ερμηνεύει, να βρίσκει το δρόμο του πάνω στα κακοτράχαλα μονοπάτια της σελίδας. Ακόμα και οι προθέσεις του συγγραφέα, όπως κι αν τις υποπτευτόμαστε, δεν έχουν ιδιαίτερη αξία για να κρίνουμε ένα κείμενο. Αυτό, προτείνει ο Πετράρχης, πρέπει να γίνεται μέσα από τις αναμνήσεις άλλων αναγνωσμάτων μας, γιατί μέσω αυτών των αναμνήσεων λαμβάνει σάρκα και οστά η μνήμη που ο συγγραφέας κατέγραψε στη σελίδα. Σε αυτή τη δυναμική διεργασία δούναι και λαβείν, διαμελισμού και ανασύνθεσης, ο αναγνώστης δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ηθικά όρια της αλήθειας — η οποία οροθετείται από τη συνείδηση του αναγνώστη (εμείς θα λέγαμε από την κοινή λογική). Η «ανάγνωση», έγραψε ο Πετράρχης σε μία από τις πολλές επιστολές του, «σπάνια διαφεύγει τον κίνδυνο, εκτός από τις περιπτώσεις που το φως της θείας αλήθειας φωτίσει τον αναγνώστη και τον διδάξει τι να ψάξει και τι να αποφύγει». Αυτό το φως (για να κάνουμε χρήση της νοητικής εικόντας του Πετράρχη) φωτίζει διαφορετικά τον καθένα μας αλλά και τις διαφορετικές φάσεις της ζωής μας. Ποτέ δεν επιστρέφουμε στο ίδιο βιβλίο ή ούτε καν στην ίδια σελίδα, διότι όπως το φως αλλάζει έτσι αλλάζουμε κι εμείς και το βιβλίο, κι οι αναμνήσεις μας ξεκαθαρίζουν και θαμπώνουν και ξανακαθαρίζουν και ποτέ δεν ξέρουμε ακριβώς τι είναι αυτό που μαθαίνουμε κι αυτό που ξεχνάμε, τι είναι αυτό που θυμόμαστε. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι η πράξη της ανάγνωσης διασώζει τόσες φωνές από το παρελθόν και τις διατηρεί ενίοτε και για το μέλλον, όπου ίσως μπορέσουμε να τις χρησιμοποιήσουμε με τρόπους γενναίους και απροσδόκητους.

* * *

Portrait-of-a-gentleman

Εικόνα εξωφύλλου: «Κύριος που διαβάζει», Λορέντζο Λότο, c. 1530

 

***

4. Απόσπασμα από το κεφάλαιο με τίτλο «Απαγορευμένη ανάγνωση» 

 

Όπως γνωρίζουν καλά οι δικτάτορες όλων των αιώνων, είναι ευκολότερο να διαφεντεύεις ένα αγράμματο πλήθος· αφού η τέχνη της ανάγνωσης δεν μπορεί να χαθεί από τη στιγμή που θα αποκτηθεί, η αμέσως καλύτερη λύση είναι να περιοριστεί το πεδίο δράσης της. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο, τα βιβλία είναι πάντα το μεγαλύτερο βάσανο των απανταχού δικτατοριών. Η απόλυτη εξουσία απαιτεί κάθε ανάγνωση να είναι επίσημη· αντί για ολόκληρες βιβλιοθήκες γεμάτες γνώμες θα πρέπει να αρκεί στον πολίτη ο λόγος του άρχοντα. Τα βιβλία, έγραψε ο Βολτέρος σε ένα σατιρικό φυλλάδιο επονομαζόμενο «Σχετικά με το Φριχτό Κίνδυνο της Ανάγνωσης», «διαλύουν την άγνοια, το φρουρό και θεματοφύλακα όλων των αστυνομευομένων κρατών». Ως εκ τούτου, η λογοκρισία, οποιαδήποτε μορφή κι αν πάρει, είναι άμεση παραφυάδα κάθε εξουσίας, και η ιστορία της ανάγνωσης λαμπαδιάζει με μια ατελείωτη σειρά από φωτιές που άναψαν οι λογοκριτές, όπου και κάηκαν από αρχαίοι κύλινδροι παπύρου μέχρι τα βιβλία των δικών μας ημερών.

Book-Burning-Christian

 

Η διαμάχη του Αγίου Δομένικου με τους Αβιγινούς (Καθαρούς): τα βιβλία και του μεν και των δε ρίχνονται στην πυρά αλλά μόνο των αιρετικών καίγονται. Λεπτομέρεια πίνακα του Pedro Berruguete  (c. 1450 – 1504)

 

Το 213 π.Χ. ο Κινέζος αυτοκράτορας Σι-Χουάνγ-τι προσπάθησε να βάλει τέλος στην ανάγνωση καίγοντας όλα τα βιβλία στην επικράτειά του. Το 168 π.Χ. η Ιουδαϊκή Βιβλιοθήκη της Ιερουσαλήμ καταστράφηκε επίτηδες κατά την εξέγερση των Μακκαβαίων. Τον πρώτο αιώνα μ. Χ. Ο Αύγουστος εξόρισε τους ποιητές Κορνήλιο Γάλλο και Οβίδιο και απαγόρευσε τα έργα τους. Ο αυτοκράτορας Καλιγούλας διέταξε όλα τα βιβλία του Ομήρου, του Βιργίλιου και του Λίβιου να καούν (ωστόσο το διάταγμά του δεν εφαρμόστηκε ποτέ). Το 303 ο Διοκλητιανός καταδίκασε όλα τα χριστιανικά βιβλία στην πυρά. Κι αυτά μόνο για αρχή. Ο νεαρός Γκέτε, αυτόπτης μάρτυρας της καύσης ενός βιβλίου στη Φρανκφούρτη, ένιωσε σαν να παρευρισκόταν σε εκτέλεση. «Το να βλέπω ένα άψυχο αντικείμενο να τιμωρείται», έγραψε, «είναι όντως κάτι το αληθινά φριχτό».

?????????????????????????????????????????????????????????????????????????????

 

Λίστα απαγορευμένων βιβλίων του Πάπα Βενέδικτου XIV (1758)

 

Η ψευδαίσθηση που τρέφουν όλοι όσοι καίνε βιβλία είναι πως μ’ αυτό τον τρόπο μπορούν να ακυρώσουν την ιστορία και να καταργήσουν το παρελθόν. Στις 10 Μαΐου 1933 στο Βερολίνο, όπως κατέγραψαν οι κάμερες, ο υπουργός προπαγάνδας Πάουλ Γιόζεφ Γκέμπελς έβγαλε λόγο κατά την καύση περισσοτέρων από είκοσι χιλιάδων βιβλίων, ενώπιον ενός ζητωκραυγάζοντος πλήθους που ξεπερνούσε τους εκατό χιλιάδες ανθρώπους: «Απόψε κάνετε πολύ καλά που ρίχνετε στην πυρά αυτά τα ανοσιουργήματα του παρελθόντος. Είναι μια πανίσχυρη, τεράστιας σημασίας συμβολική πράξη, που δηλώνει σε όλο τον κόσμο ότι το παλιό πνεύμα πέθανε. Από τούτες τις στάχτες θα αναδυθεί ο φοίνικας του νέου πνεύματος».

book-burning

Καύση απαγορευμένων βιβλίων από τους Ναζί. Βερολίνο 1933.

 

Ένα δωδεκάχρονο αγόρι, ο Χανς Πάουκερ, που στο μέλλον θα γινόταν διευθυντής του Ινστιτούτου Εβραϊκών Μελετών Λίο Μπεκ του Λονδίνου, ήταν παρών στην καύση και θυμάται ότι, καθώς ρίχνονταν τα βιβλία στις φλόγες, εκφωνούνταν λόγοι για να προσδώσουν κύρος στην περίσταση. «Πολεμώντας την υπερβολή των υποσυνείδητων ορμών η οποία βασίζεται στην καταστροφική ανάλυση του ψυχισμού, στο όνομα της ευγένειας της ανθρώπινης ψυχής, καταδικάζω στις φλόγες τα έργα του Ζίγκμουντ Φρόιντ», διακήρυττε ένας από τους λογοκριτές προτού κάψει τα βιβλία του μεγάλου ψυχαναλυτή. Ο Στάινμπεκ, ο Μαρξ, ο Ζολά, Ο Χέμινγουεϊ, ο Αϊνστάιν, ο Προυστ, ο Χ. Τζ. Γουέλς, οι Χάινριχ και Τόμας Μαν, ο Τζακ Λόντον, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ και εκατοντάδες άλλοι τιμήθηκαν με παρόμοιους επικήδειους λόγους.

Chile during Pinochet

Χιλή, δεκαετία 1970

* * *
Οι φωτογραφίες από τη στήλη του Γιώργου Τσακνιά "Ιστορίες ανάγνωσης #22"

(dimartblog.com)

Alberto Manguel | Writers Unlimited*Alberto Manguel (1948)- Wikipedia

Ο Alberto Manguel OC FRSL είναι ένας Αργεντινός-Καναδάς ανθρωπολόγος, μεταφραστής, δοκιμιογράφος, μυθιστοριογράφος, συντάκτης και πρώην διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Αργεντινής. Wikipedia (Αγγλικά)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

♫ Tu Bella Ca' Lu Tieni-Oμορφούλα μου εσύ, με το στρογγυλό στήθος/Σε λένε Μαρία, τόσο όμορφο όνομα / Σου το έδωσε η Μαντόνα

L'arpeggiata – Tu bella ca lu tieni lu pettu tundu (Tarantella) Συνθέτης :Pino De Vittorio(1954 ) ...