Ήταν κάποτε η Χονολουλού στην Αγία Τριάδα
Όνειρα θερινής νυκτός στην Αγία Τριάδα του 60. Εξωτικό το θέρετρο, εξωτικό και το όνομα του μαγαζιού: Χονολουλού
Εικόνες: Από το οικογενειακό αρχείο του Βαγγέλη Δόνιου
Η απάντηση στην ερώτηση “πού βρίσκεται η Χονολουλού;” είναι σχετική. Και αυτό συμβαίνει επειδή στα τέλη του πρώτου μισού του περασμένου αιώνα φτιάχτηκε ένα κτίριο σ’ ένα παραθαλάσσιο οικόπεδο της Αγίας Τριάδας, μια καλοκαιρινή ανάσα δρόμο από τη Θεσσαλονίκη.
Ο μάστρο-Κάλλιας άρχισε να βάζει τα τούβλα το ‘να πάνω στ’ άλλο σχηματίζοντας ένα μεγάλο τετράγωνο πέριξ του άξονά του, κι όταν πια το είχε φτιάξει σε ένα ικανοποιητικό για εκείνον ύψος εμφανίστηκε ο αψηλός Μικρασιάτης εργοδότης του, καθόλου ικανοποιημένος απο το γεγονός οτι δεν είχε αφήσει πουθενά ανοίγματα για πόρτες και παράθυρα. “Μπρε κιαρατά Κάλλια. Κι από πού θα μπαίνουμε , μπρε;”
Κάπως έτσι φτιάχτηκε λοιπόν αυτό το κτίριο, με άμμο φερμένη απο την παραλία μαζί με τα κοχύλια της και την αρμύρα της, και με ελπίδες κι όνειρα και εύστοχες οικοδομικές παρατηρήσεις. Για τα θεμέλια του μη με ρωτάτε. Δεν ξέρω πού βασίστηκε, εκτός απο τις ελπίδες και τα όνειρα της οικογένειας που θα το ζούσε και θα το δούλευε.
Προικό για την Άννα και τον Γιώργο, που ξεκίνησαν τη μαζί τους ζωή όπως ξεκίνησε το χωριό να γίνεται το πιό εξωτικό καλοκαιρινό θέρετρο της περιοχής. Εξωτικό το θέρετρο, εξωτικό και το όνομα του μαγαζιού: Χονολουλού.
Το σχήμα που τελικά πήρε, με όλες τις πόρτες και τα παράθυρα στη σωστή τους θέση, εξυπηρετούσε έναν απλό σκοπό με πολύ λειτουργικό τρόπο. Μπρός μαγαζί και πίσω σπίτι, κι αργότερα απο πάνω 7 ενοικιαζόμενα δωμάτια για να στεγάσουν τα καλοκαιρινά τερτίπια των παραθεριστών. Οι παραθερισταί.
Την χρυσή εποχή της απλότητας, τα πρόσωπα των χωριανών καθρεφτιζόντουσαν στις καλογυαλισμένες Μπιούικ και Κάντιλακ που κατηφόριζαν αργά τους δρόμους προς τη θάλασσα κάτω απο τον καλοκαιρινό ήλιο. Κολλημένοι πίσω απο τα τζάμια τους, εξ’ ίσου αποσβωλωμένες μύτες και παλάμες χάζευαν το δροσερό σκηνικό, με τα στραφταλίσματα της θάλασσας ν’ αντανακλάν πάνω στα μάτια και τους χουρχουριστούς ήχους των μηχανών να μπερδεύονται με τον φλοίσβο.
Σιωπώντας οι μηχανές, άκουγες τα κλάκ απο τις πόρτες που άνοιγαν και απο μέσα έβγαιναν ηΤζίνα, η Τζέσυ, η Τζέφη και η Τζούλια. Και ο κύριος και η κυρία. Και η γκουβερνάντα. Και ο σωφέρ. Τα φουλάρια στο λαιμό ανέμιζαν για λίγο, μα σχεδόν αμέσως έπαυε η ανάγκη για λούσα. Τα άφηναν όλα μέσα απο το κλάκ της πόρτας. Βγαίναν τα τακουνάκια, λύνονταν τα φουλαράκια, τρέχαν στο νερό τα κοριτσάκια, κι ο φλοίσβος τώρα σιγοντάριζε χαχανητά και πλατσουρίσματα.
Κατέβαινε κι ο απλός ο κοσμος, απο λεωφορεία κι απο κάρα κι απο κανένα κατσαριδάκι, κι απο καρότσες φορτηγών κι από τα καραβάκια, κατηφορίζοντας χωρίς να γυαλίζει τίποτ’ άλλο πέρα απο τον ιδρώτα στα μέτωπα, βαστώντας μπόγους και βαλιτσάκια που τα κράδαιναν ανυπόμονα ώσπου να πατήσουν αμμουδιά. Και πια σχεδόν δέν ξεχώριζες ποιος είν’ ο βιομήχανος και ποιος ο αγκομήχανος, ποιος είναι απο τζάκι και ποιος απο σόμπα ή μαγκάλι, γιατί πια τρέχαν να ξεφύγουν απο την ζέστη εκεί που η δροσιά ήταν δωρεάν για όλους.
Όλοι αυτοί λοιπόν πρώτα κολυμπούσαν, και μετά πεινούσαν, και δέ χρειαζόταν να πάνε μακριά, μιας και ολόκληρο το παραλιακό μέτωπο της Αγίας Τριάδας ήταν γεμάτο ταβέρνες, κι έμοιαζε με φερμουάρ ακτογραμμής με φαγητογραμμή, που έκλεινε γύρω στο μεσημεράκι. Μία απο αυτές ήταν και η Χονολουλού.
Τραπεζάκια λευκά, ψάθινες καρέκλες στη λιακάδα ή κάτω απο το καλαμένιο υπόστεγο στην άμμο για να μή πιάνει ο καφτερός ήλιος τις παγωμένες μπύρες και τις γυαλιστερές καράφλες, και βουή απο κουβέντες και πηρούνια που έκαναν κλάκα-κλούκα πάνω σε πιάτα. Και στο βάθος φλοίσβος.
Στο πιο βάθος, μέσα στην κουζίνα της Χονολουλούς, άκουγες μονίμως ένα φσσσστ απο τις πετρογκάζ που τηγάνιζε η Άννα τα μύδια, τα καλαμαράκια, τον γαύρο και τις πατάτες σε κάτι μεγάλες χάλκινες μαρμίτες μαύρες απο τη φλόγα. Πιο κει μια μαντεμένια μασίνα με ξύλα για τα μαγειρευτά και τα φουρνιστά, όπου ο Πολίτης μαστρο-Θεόφιλος έκανε τα μαγικά του, και που είχε το χούι να μην αφήνει κανένα γκαρσόνι να σερβίρει φαγητό που έπρεπε να ξεκουραστεί για να δέσουν οι γεύσεις, όσο κόσμο και άν είχε το μαγαζί, παρά στεκόταν απο πάνω με μια κουτάλα και τους κοπάναγε τα χέρια άν έκαναν να τ’ απλώσουν. Όταν έφευγε πια απο ένα μαγαζί, τους έφτιαχνε ένα φαγητό που έκανε δυό μέρες να ετοιμαστεί και ήταν λέει φουρνιστο και είχε και ψάρια μέσα, κι ήταν ό,τι πιό νόστιμο είχανε φάει ποτέ τους.
Και έτσι ξένοιαστα πέρναγαν τα χρόνια, που τα μετρούσαν όχι με τη βδομάδα ή με το μήνα, αλλα με τη σεζόν. Και φτιάχτηκε και πλάζ, και πίστα πατινάζ, και γράφτηκαν τραγούδια για κορίτσια που φορούσαν τυρκουάζ, κι ο Γιώργος έγινε κυρ-Γιώργος και η Άννα κυρ-Άννα.
Στις σχάρες ψηνόντουσαν τα ψάρια και τα χταπόδια, και τα κρεατικά, που η κυρα- Άννα τα γύριζε με τα χέρια κι έλεγες, πώς διάολο δέν καιγόταν. Δίπλα ένα χοντρό κούτσουρο κοπής για τα κρέατα, με τη σατίρα του και το μπαλτά του για να κόβεις και να μαλακώνεις τις μπριζόλες, και μια αλουμινένια μηχανή του κιμά με μανιβέλα για να φτιάχνουν τα λουκάνικα και τα σουτζουκάκια, αλλά και τα φοβερά και τρομερά εκείνα μπιφτέκια, που όμοιά τους δεν ξαναβρίσκονται ποτέ. Ήταν, όπως έλεγε και ο κυρ-Γιώργης όταν ήθελε να σου δώσει να καταλάβεις ότι κάτι ήταν πρώτης τάξεως, «εφάμιλλα των Αθηνών».[.........................................................................]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου