Τα πάθη των ανθρώπων
Χαρακτικό Βάσω Κατράκη «Επιτάφιος Θρήνος»
Έβγαιναν οι άρρωστοι με τα καροτσάκια και τους ορούς. Νοσηλευτές, γιατροί, περαστικοί. Έψελναν μαζί τα εγκώμια. Είχε τρία χρόνια να πάει. Τόσα συνέβησαν, ασήκωτη μαυρίλα. Δήλωνε άθεη, όμως θα πέρναγε να ανάψει ένα κερί. Ποιος ξέρει, μπορεί και να υπάρχει θεός.
Δεν θέλει πολύ, ένα δευτερόλεπτο
Φτάνει μονάχα ένα λεπτό, που δεν ξέρεις από πού θα σου έρθει. Δεν θέλει πολύ, ένα δευτερόλεπτο. Το έβλεπα μετά στην τηλεόραση και αναρωτιόμουν, ήμουν κι εγώ εκεί;
Σου έδινε την αίσθηση πως κάτι είχε πάει λάθος.
Από μακριά προσπαθούσαν να πετύχουν τη λήψη με το κινητό.
- Τι έγινε; ρωτούσαν.
Δεν ήξερα τι να τους απαντήσω.
Έβγαλα κι εγώ το κινητό, τι άλλο να έκανα, έτσι είναι φτιαγμένος ο κόσμος.
Θα σταματήσουν, αυτό πιστεύαμε όλοι.
Είναι βαφτισμένοι χριστιανοί, ποιος χριστιανός θα ρίξει βόμβα πασχαλιάτικα;
Όταν ήρθαν, δεν ήξερα τι να τους πω. Υπό κανονικές συνθήκες είμαι ευφραδής και ετοιμόλογος. Σήμερα όμως, τριγυρισμένος από μια ντουζίνα δημοσιογράφους, δυσκολεύομαι ν’ ανοίξω το στόμα μου. Κλείνω τα μάτια, προσπαθώ. Δεν βγαίνουν οι λέξεις.
Το ότι βρισκόμουν εκεί τη μέρα που έπεσε η βόμβα θα καθόριζε από εδώ και πέρα το ποιος ήμουν και το πώς θα σκέφτονταν για μένα οι άλλοι. Ήμουν αυτόπτης μάρτυρας, έτσι θα με σύστηναν στο εξής. Αυτός που είδε με τα μάτια του τι έγινε στη σφαγή.
Να πας και σε κανέναν Επιτάφιο
Ούτε καρφί στον τοίχο, έτσι τη μεγάλωσε η μαμά. Μεγάλη Παρασκευή δεν γελάμε. Όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο περισσότερο της έμοιαζε. Οι φράσεις που κορόιδευε στα δεκαοκτώ τώρα ανάβλυζαν σε κάθε ευκαιρία. Θυμόταν τις θείες με τις παλιές τους ιδέες. Ακόμα κι αυτές φάνταζαν συμπαθητικές πια.
Από τότε που άρχισε να ξεπορτίζει για τις βόλτες της μέχρι που έκανε δικό της παιδί, κάθε Μεγάλη Παρασκευή την ίδια φράση έλεγε η μαμά: να πας και σε κανέναν Επιτάφιο. Λίγο παράκληση, λίγο υποχρέωση, λίγο χατίρι. Έλεγε ναι και ποτέ δεν πήγαινε.
Μα σήμερα που έβλεπε την άνοιξη απ’ το παράθυρο, σήμερα που άκουγε την ψαλμωδία του παπά στο μικρόφωνο, σκέφτηκε πόσο θα ήθελε ν’ ακολουθήσει την πομπή στην εκκλησία της γειτονιάς. Κατέβαινε από τα νεκροταφεία και έφτανε στην αυλή του νοσοκομείου. Ηταν ωραία, έλεγαν χθες στο περίπτερο. Έβγαιναν οι άρρωστοι με τα καροτσάκια και τους ορούς. Νοσηλευτές, γιατροί, περαστικοί. Έψελναν μαζί τα εγκώμια. Είχε τρία χρόνια να πάει. Τόσα συνέβησαν, ασήκωτη μαυρίλα. Δήλωνε άθεη, όμως θα πέρναγε να ανάψει ένα κερί. Ποιος ξέρει, μπορεί και να υπάρχει θεός. Δεν ήταν ώρα για να κλείνει πόρτες.
Μάνα, να πας να φέρεις τη γιαγιά
Στην Ουκρανία η Λίζα ήταν δασκάλα, στη Σαλονίκη καθαρίζει σπίτια. Λατρεύει τη χλωρίνη και σφουγγαρίζει στα τέσσερα με πανί. Έχει τη μάνα στο Κίεβο και τον γιο στη Σκοτία. Οι άλλες λένε μπράβο, μακάρι και τα δικά μας τα παιδιά να είχαν την τύχη του. Η Λίζα σκύβει το κεφάλι.
-Τι να την κάνω τη Σκοτία, λέει. Δεν τον βλέπω πια.
Είκοσι χρόνια καθαρίζει τα ίδια σπίτια. Ζει με λίγα λεφτά. Από τη μέρα που ξέσπασε ο πόλεμος, η Λίζα δεν έχει καρδιά το πρωί. Η μάνα δεν κουνιέται από το Κίεβο, εδώ είναι το σπίτι μου, λέει.
Η Λίζα ξύπνησε στις πέντε κι έμεινε ξαπλωμένη ώς τις επτά. Εκανε κόπο για να σηκωθεί, φόρεσε μια ζακέτα κόκκινη για να μιλήσει με τον γιο της στο τάμπλετ. Καλά που υπάρχει κι αυτό, φροντίζει να χαμογελάει όταν μιλάνε.
-Να πας να φέρεις τη γιαγιά, ακούς; Να κάνετε Πάσχα μαζί. Θα ’ρθω κι εγώ δυο μέρες, το υπόσχομαι, της είπε με το χέρι στην καρδιά.
-Δεν θέλει, παιδί μου. Δεν αφήνει το σπίτι της η γιαγιά. Την ξέρεις, δεν κουνιέται από κει.
Τον είδε που την ταυροκοίταζε.
-Μάνα, αν δεν πας να φέρεις τη γιαγιά, εγώ θα πάω να καταταγώ στην Ουκρανία.
Κι η Λίζα που ήταν ήσυχη σαν αρνί σηκώθηκε και πήγε να τη φέρει. Πέρασαν μέσα από τη φωτιά. Κι όταν του έδειξε τη γιαγιά στο κινητό, εκείνος χαμογέλασε. Της έστειλε καρδούλες κι ένα σωρό λεφτά για να ψωνίσουν το Πάσχα. Μπορεί αυτός να ήταν σούπερ μάνατζερ, αλλά η μάνα του κατόρθωνε τα πάντα.
*Τελευταίο βιβλίο της Σ. Νικολαΐδου είναι το μυθιστόρημα «VOR Πέρα από τον νόμο» Μεταίχμιο, 2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου