Περί γλωσσικών δανείων και φτιασιδωμάτων
Πάνε περίπου τρεις δεκαετίες από τότε που ήμασταν (σχεδόν) όλοι Αρειανοί, χάρη στον Γκάλη και τον Γιαννάκη. Κι ακόμα θυμάμαι ένα χαριτωμένο σκίτσο του Γιάννη Ιωάννου: Μια γιαγιά να βλέπει στην τηλεόραση έναν επιπλέον χαμένο τελικό και να διατυπώνει με τα εξής πάνω-κάτω λόγια το παράπονό της: «Γιατί μωρέ Γουίλτζερ παλικάρι μου το ’χασες το ριμπάουντ;». Φυσικά και τον ήξερε τον πανύψηλο Καναδό Γκρεγκ Γουίλτζερ η γιαγιά. Και φυσικότατα ήξερε τι πάει να πει ριμπάουντ, στη μετά το 1987 μπασκετόφιλη Ελλάδα, που έμαθε με ταχύρρυθμη αυτοδιδασκαλία ό,τι της χρειαζόταν για να νιώθει βαθύτερα τον καινούργιο της έρωτα. Το είδε μία φορά στο γυαλί, το είδε δύο, το είδε πενήντα, άκουσε άλλες τόσες το όνομά του, κάποια στιγμή ταύτισε την εικόνα με το όνομα. Αυτό ήταν. Πρόσθεσε λοιπόν κι αυτή, όπως όλοι, το ριμπάουντ στο γκολ, στο άουτ, στο πέναλτι και στα υπόλοιπα απολύτως οικεία, της φίλαθλης καθημερινότητάς μας. Κι αν κάποιος σχολαστικός τής έλεγε ότι το σωστό, το «ελληνικό», δεν είναι «ριμπάουντ» αλλά «αναπήδηση», όπως το «κόρνερ» είναι «γωνιαίον λάκτισμα», θα την έπιαναν τα γέλια.
Το μπάζερ μπίτερ, buzzer beater στη μητρική του, που έγινε του συρμού με τα ακροτελεύτια τρίποντα του Βασίλη Σπανούλη στα δύο παιχνίδια του ΟΑΚΑ ανάμεσα στον ΠΑΟ και τον Ολυμπιακό, είναι άλλης τάξεως δάνειο από το ριμπάουντ. Το νόημά του δεν γίνεται αμέσως και πλήρως κατανοητό από όλους, και εννοώ τους μη γνώστες της μπασκετικής ιδιολέκτου, αλλά χονδρικώς και έπειτα από μια-δυο σκέψεις: «Χμ, μάλλον θα εννοούν σουτ της τελευταίας στιγμής, σουτ πάνω στη λήξη ή με την κόρνα» – κάπως έτσι. Εκτός και, επηρεαζόμενοι από το «μπα» του «μπάζερ», σκέφτονται το μπάσιμο – ή και την μπούκα.
Μάλλον θα χρειαστεί περισσότερος χρόνος για να αφομοιωθεί ο νέος όρος, ένας από τους πολλούς που προστέθηκαν τα τελευταία χρόνια στην μπασκετολογία (ίσως και από νωχέλεια ή διάθεση επίδειξης ειδικών γνώσεων), και οι οποίοι αφορούν θέσεις, συστήματα, μεθόδους αξιολόγησης κ.ά. Ακόμα και το ότι δεν είναι μονολεκτικός ο όρος, θα δυσχεράνει τα πράγματα, πρωτίστως για όσους δεν ξέρουν αγγλικά (και υπάρχουν ακόμα τέτοιες γενιές στον τόπο μας) ή για όσους θ’ ανοίξουν ένα τυπικό αγγλοελληνικό λεξικό για να βοηθηθούν. Επιπλέον, το μπάζερ μπίτερ –το καλάθι της ύστατης στιγμής που όμως φέρνει τη νίκη, διότι διαφορετικά δεν ονομάζεται έτσι– είναι πολύ πιο σπάνιο από το ριμπάουντ. Ακούγεται λοιπόν ελάχιστες φορές. Δεν τρίβεται στη γλώσσα. Και το ακούνε πολύ λίγοι (όσοι πληρώνουν συνδρομητικό κανάλι ή συχνάζουν σε εφοδιασμένα καφενεία), σε σύγκριση με το σχεδόν εθνικό ακροατήριο της προσυνδρομητικής τηλεόρασης. Αν ο πρώτος ρεπόρτερ, ο δέκατος έστω, είχε την έμπνευση να το πει και να το ξαναπεί «καλάθι-μαχαιριά», ή κάτι παρεμφερές, κι αν οι συνάδελφοί του σε τηλεοράσεις και εφημερίδες υιοθετούσαν σταδιακά την πρότασή του (πώς έχουν υιοθετήσει όλοι το «Κιλ Μπιλ» για τον Σπανούλη ενώ εννοιολογικά δεν στέκει, αφού ο Μπιλ είναι κίλερ;), ίσως η πρότασή του να περνούσε. Σύμβαση είναι άλλωστε οι γλώσσες, της ελληνικής συμπεριλαμβανομένης, κι ας μην το πιστεύουν αυτό όσοι τη θεωρούν θεϊκό δώρο ή πιστό, γλαφυρό αντίγραφο της φύσης.
Το πράμα ίσως μοιάζει αδιάφορο, ο δανεισμός πάντως είναι από τα κεφάλαια που απασχολούν σταθερά φιλόλογους και γλωσσολόγους, λόγιους και λογοτέχνες. Ξεχωριστή θέση στη συζήτηση έχουν όσα έγραψε ο Εμμανουήλ Ροΐδης στα «Είδωλα», το 1893, και ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης στη μελέτη «Ξενηλασία ή ισοτέλεια;», το 1905. Είπα «ρεπόρτερ» πιο πάνω και θυμήθηκα μια παρατήρηση του Ι.Θ. Κακριδή, σε άρθρο δημοσιευμένο στο περιοδικό «Θαλλώ» το 1989 (τώρα στο βιβλίο του «Προσφορά στον νεοελληνικό λόγο», Εστία, 1991), η οποία σήμερα ακούγεται ιδιαίτερα αυστηρή: «Αφήνω τα απόβλητα της δημοσιογραφίας: σπορ, ρεπόρτερ, ρεπορτάζ, σπριντάρω, ένας μεγάλος γκολτζής». Κι ωστόσο ο γκολτζής και το σπριντάρω τηρούν έναν από τους κανόνες στους οποίους, σύμφωνα με όσα γράφει και ο ίδιος ο Κακριδής, «χρωστά να κρατηθεί μια καινούρια λέξη για να εγγραφεί στο νεοελληνικό λεξιλόγιο»: «Να μπορεί να κινηθεί ελεύθερα μέσα στα νεοελληνικά κλιτικά και παραγωγικά συστήματα».
Για να φανεί πάντως πόσο βαθιές είναι οι ρίζες του γλωσσικού δανεισμού, παραθέτω μερικές επιπλέον φράσεις του Κακριδή, από το ίδιο άρθρο: «Φοβούμαι πως ακόμα και σήμερα δεν έχει λείψει η πίστη ότι την ελληνικότητα μιας λέξης την καθορίζει η πιστοποίηση πως βρίσκεται καταχωρισμένη στα λεξικά της αρχαίας ελληνικής. […] Ωρα να φανερώσουμε ένα μυστικό, που οι φιλόλογοι το ξέρουμε, μας αρέσει όμως να το ξεχνούμε και προπαντός να το κρύβουμε από τους άλλους: Η παρουσία μιας λέξης στο λεξικό της αρχαίας ελληνικής πολλές φορές δεν σημαίνει πως έχουμε να κάνουμε με γνήσια ελληνική· γιατί οι παλιοί Ελληνες είχαν αφομοιώσει στη γλώσσα τους πλήθος στοιχεία δανεισμένα είτε από τους προελληνικούς κατοίκους του ελλαδικού χώρου είτε από τους γείτονές τους. Μερικά δείγματα: δεν είναι ελληνικές οι λέξεις άναξ, βασιλεύς, βίβλος, δάφνη, ελαία, ζέφυρος, θάλαμος, θάλασσα… λύρα… νήσος, ξίφος… ρόδον». Και η θάλασσα. Και η λύρα. Και τα νησιά. Η ελιά μας. Λίθοι ακρογωνιαίοι της ελληνικότητας. Ομως ό,τι ισχύει για τους ανθρώπους ισχύει και για τις λέξεις τους. Κι όπως κάποιοι γίνονται Ελληνες χωρίς να έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα ή από Ελληνες, έτσι και οι ξένες λέξεις γίνονται ελληνικές – και οι ελληνικές, αγγλικές, γαλλικές κ.ο.κ.
Μένουμε στο γλωσσικό πεδίο, με μια μικρή μετατόπιση. Η αφορμή και πάλι τηλεοπτική: ο γλωσσικός ευπρεπισμός ή νεοκαθαρευουσιανισμός, γέννημα της πίστης πως υπάρχουν λέξεις ευγενείς και λέξεις χυδαίες, καθωσπρέπει και αγυρτικές. Στην αχρείαστα πολύωρη τηλεκαταγραφή της επίσκεψης του κ. Πούτιν, οι παρουσιαστές θεώρησαν υποχρέωσή τους, όταν ο Ρώσος πρόεδρος βρισκόταν στο Αγιον Ορος, να φτιασιδώσουν τη γλώσσα τους. Δεν έλεγαν «ο κ. Πούτιν βγαίνει από τη θαλαμηγό» αλλά, μονότονα, «εξέρχεται της θαλαμηγού». Και η ίδια η θαλαμηγός δεν βγήκε από τα όρια του Ορους αλλά «εξήλθε» (όπως, εσχάτως, «εξέρχονται του γηπέδου» οι ποδοσφαιριστές και αύριο-μεθαύριο «θα εξερχόμαστε των ρούχων μας»). Οσο για τους μοναχούς, δεν «είχαν πλαγιάσει», δεν «είχαν πέσει για ύπνο», αλλά «είχαν κατακλιστεί» – έτσι, όχι κατακλιθεί» αλλά «κατακλιστεί» (που ακούγεται και σαν «κατακλειστεί» ή «κατακλυστεί»). Ο κομφορμισμός της γραβατωμένης γλώσσας, που έχει τάχα ιδιαίτερο γόητρο και δανείζει ένα μέρος του και στον χρήστη της.
__________________
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου