Διηγήματα για γέλια και για κλάματα, που ξαναγράφονται τώρα

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΟΥΧΑΓΙΕΡ
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΕ ΦΟΝΤΟ ΝΟΥΑΡ
Στο γιο μου , που λατρεύει τον Μπέκετ
και τo Nordic noir
Ξύπνησα
την ώρα που σουρούπωνε. Στο δωμάτιο επικρατούσε απόλυτη σιωπή .Τα
κυπαρίσσια ανάμεσα στο φόντο του παραθύρου βυθίζονταν στην εσπερινή
πάχνη .
Ακούστηκαν βήματα
στο διάδρομο. Ήταν ο εφημερεύων γιατρός, ένας ευχάριστος τύπος με κρητική προφορά . Γλώσσα βαριά και καμπανιστή καμένη από το αλκοόλ ασφαλώς , δεν μπορούσα να τον φανταστώ να καπνίζει.
Με
εξέτασε χωρίς να με πονέσει. Μάλλον είχα ξεπεράσει τον κίνδυνο από
τη διάσειση , αποφάνθηκε. Καλού κακού όμως έπρεπε να παραμείνω μια μέρα ακόμα στο νοσοκομείο. Όσο για τα πλευρά μου, αυτά θα με
ταλαιπωρούσαν για αρκετό καιρό ακόμη.
Δήλωσα
με ύφος που δε σήκωνε αντίρρηση ότι αποφάσισα , με δική μου εννοείται
ευθύνη, να φύγω αμέσως. Είχε
αντίθετη άποψη. Χαρακτήρισε την απόφασή μου παράλογη και επικίνδυνη ,
αλλά, εφόσον επέμενα, το μόνο που μπορούσε να πει ήταν καλή τύχη , ποιος ξέρει , μερικές
φορές η περίεργη αυτή κυρία βοηθάει τους κουζουλούς. Θα μου έφερνε τη σχετική υπεύθυνη δήλωση , για να την υπογράψω και να πάω
στην ευχή του Θεού.
Γύρισα στο σπίτι κακήν κακώς και άρχισα τα τηλεφωνήματα για το
μπλοκάρισμα των πιστωτικών μου καρτών. Δεν αντιπροσώπευαν σπουδαία
ποσά, αλλά οι τράπεζες με πληροφόρησαν ότι οι αλιτήριοι είχαν προλάβει να τα ξαφρίσουν κάνοντας αγορές κάτω από πενηντάρικο , μια και δε χρειάζονταν να δίνουν το PIN.
Ξανασκέφτηκα τη λέξη αλιτήριοι
, που με τόση φυσικότητα ανέσυρα από το λεξιλογικό μου ντορβά,
προκειμένου να σκεπάσω τις ηλίθιες γκάφες μου. Τι έπρεπε δηλαδή να
κάνουν οι κακοποιοί , όταν πηγαίνεις στο λημέρι τους και τους κουνάς την ουρά; Να σε
κεράσουν καφεδάκι και γλυκό του κουταλιού; Τα είχα κάνει κυριολεκτικώς
σαλάτα και φόρτωνα τα πάντα σ΄ αυτούς. Γιατί δεν ομολογούσα σαν
τίμιος παίχτης ότι κόντεψα να πεθάνω επειδή έπαιξα ερασιτεχνικά απέναντι σε επαγγελματίες με διδακτορικό; Εγώ ένας διανοούμενος, ένας βουτυρομπεμπές με καθάρματα του υποκόσμου.Καλά να μου κάνουν! Όποιος
ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρώνε οι κότες, λέει σοφά η παροιμία.
Ναι , ήμουν ηλίθιος
τρίτου βαθμού ! Κρετίνος, βλάκας, ορνιθόμυαλος! Πίστεψα ο σαλός ότι,
παίρνοντας σβάρνα τα στέκια της πόλης και επιδεικνύοντας σε όλους
τους μπάρμεν τη φάτσα του καθάρματος που έφαγε την αγαπημένη μου, κάπου θα το
πετύχαινα . Και τότε ή θα το οδηγούσα τσουβαλιαστό στην Αστυνομία ή , αν
μου έκανε το ζόρικο, θα το καθάριζα και θα απάλλασσα τον κόσμο από τη
βρόμικη παρουσία του.
Άρχισα
να ξεδιπλώνω καρέ προς καρέ τα γεγονότα . Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι
οι ενέργειές μου αποτελούσαν το ξεκάθαρο χρονικό μιας συνειδητής
αυτοκτονίας. Κι όλα αυτά εξαιτίας της ψυχωτικής εμμονής μου να εκδικηθώ το θάνατο της Μιράντας .
Έφυγα
φουριόζος από το ξενοδοχείο και επί ώρες αλώνιζα τα νεολαιίστικα στέκια
της εορτάζουσας τις αποκριές πόλης, από τα πιο κυριλέ έως τα καταγώγιά της . Με τη
φωτογραφία της στο χέρι μπαινόβγαινα σε πολυτελέστατες μπρασερί αλλά και σε άθλια
χαμαιτυπεία ρωτώντας δεκάδες θαμώνες και μπάρμεν. Σύντομα διαπίστωσα
ότι ευκολότερα θα έβρισκα έναν ψύλλο στα άχυρα παρά τον άνθρωπο που
ζητούσα . Από τα μεσάνυχτα και πέρα άρχισα να χτενίζω τα προάστια ,
παίρνοντας τον παραλιακό δρόμο μέχρι το λιμάνι. Τζίφος κι εκεί!
Κατά
τα ξημερώματα πήρα το δρόμο της επιστροφής . Λίγο όμως
πριν από τη διασταύρωση που συνδέει την παλιά πόλη με το ακρωτήριο ,
διέκρινα την επιγραφή ενός κέντρου και έξω από αυτό πλήθος από
μοτοσικλέτες. Πλησίασα κατεβάζοντας ταχύτητα .Οπωσδήποτε πρέπει να ήταν στέκι μηχανόβιων . Δίσταζα. Ήμουν πτώμα από την κούραση. Πήγα να κάνω αναστροφή. Στο τέλος υπερίσχυσε το πείσμα για μία προσπάθεια ακόμα.Την τελευταία.
Παρκάρισα
το αμάξι πίσω από μια συστάδα δέντρων, σε αρκετή απόσταση από το
μαγαζί. Στην είσοδο ένας φουσκωτός , με ξυρισμένο κεφάλι και σινιέ
κουστούμι, με περιεργάστηκε δύσπιστα , αλλά με άφησε να περάσω χωρίς
να με ψάξει.
Πέρασα ένα μακρύ
διάδρομο , που φωτιζόταν από κόκκινα λαμπιόνια και μπήκα σε μια αίθουσα
κακοφωτισμένη . Βρέθηκα σε μια τεράστια σάλα γεμάτη κόσμο, που προσποιούνταν ότι χόρευε υπό τον εκκωφαντικό θόρυβο μουσικής τέκνο. Ψηλά,
σε ένα κλωβό από πλεξικλάς , που κρεμόταν από το ταβάνι με αλυσίδες σαν
τεράστιος πολυέλαιος, δυο ολόγυμνα ανδρικά Go Go σχημάτιζαν αισχρά
συμπλέγματα . Η ατμόσφαιρα μύριζε εμφανώς χόρτο. Οι θαμώνες στην
πλειοψηφία τους ήταν νεαροί με λατέξ παντελόνια και ημίγυμνες τραβεστί
σε κατάσταση οργιαστικής υστερίας.
Άρχισα
να διασχίζω με δυσκολία τη θάλασσα του κορυβαντιώντος πλήθους . Ώσπου
να φτάσω στο μπαρ μου την πέσανε δυο τρεις τύποι, ο ένας μάλιστα άπλωσε
το χέρι του και μου χούφτωσε θρασύτατα τον πισινό. Τρόμαξα να τον
ξεκολλήσω από πάνω μου και έφτασα τρέμοντας από θυμό και αηδία στο
μπαρ.
Ο μπάρμαν, μια
ξερακιανή τραβεστί , με μια ουλή που ξεκινούσε από το δεξί αυτί και
κατέληγε στο πηγούνι, πνιγότανε στη δουλειά. Παράγγειλα τζιν-τόνικ και
κάθισα σ΄ ένα σκαμνί περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή , για να του
μιλήσω. Σε μια στιγμή που η κίνηση είχε αραιώσει, παράγγειλα ένα
δεύτερο ποτό και έδειξα τη φωτογραφία του τύπου που έψαχνα . Για μερικά
δευτερόλεπτα με ζύγισε πονηρά . Ρώτησε από πού έρχομαι. Του είπα,
σπρώχνοντας με τρόπο ένα κατοστάρικο , ότι ερχόμουν
από ψηλά , από τα βόρεια . Έπρεπε να συναντήσω οπωσδήποτε τον άνθρωπο της
φωτογραφίας για μια υπόθεση οικονομικής φύσεως, για μια παραγγελία. Το ψέμα μου παραήταν
χοντρό για να με πιστέψει, αδιαφορούσα όμως για το τι θα έβαζε στο
σκατένιο μυαλό του.
Σουφρώνοντας
το χαρτονόμισμα , πήρε τη φωτογραφία και την κοίταξε προσεχτικά. Μου
έκλεισε το μάτι και άρπαξε το ακουστικό από το τηλέφωνο που κρεμόταν
στον τοίχο . Σχημάτισε ένα νούμερο και μίλησε για λίγο ψιθυριστά με
κάποιον . Στράφηκε ξανά σε μένα . Ο άνθρωπος που θα μεσολαβούσε , για να
με πάει στον δικό μου, θα ήταν εδώ σε λίγα λεπτά.
Η
καρδιά μου άρχισε να παίζει ταμπούρλο. Ένα θαύμα είχε συντελεστεί.
Είχε φτάσει επιτέλους η ώρα για δράση! Ήπια μονορούφι το ποτό μου και
παρήγγειλα ακόμη ένα . Ψηλάφισα το όπλο στη δεξιά μου τσέπη. Η επαφή
με το ψυχρό μέταλλο καθησύχασε κάποιες ανησυχίες, που άρχισαν να
αναδύονται όσο περνούσε η ώρα και η λογική άρχισε να απαιτεί τα ποσοστά
της . Τα λεπτά κυλούσαν αργά . Είχα αρχίσει να εκνευρίζομαι, γιατί
κάθε τόσο με πλησίαζαν διάφοροι ξεσαλωμένοι νεαροί . Φαίνεται ότι η
ηλικία μου δεν άφηνε περιθώρια για παρανοήσεις σχετικά με το σκοπό της
παρουσίας μου σε έναν τέτοιο χώρο, γι΄αυτό έπρεπε να του δίνω όσο το δυνατό πιο γρήγορα.
Πάνω που ήμουν έτοιμος να σηκωθώ και να φύγω , ξεφύτρωσαν μπροστά
μου δύο απερίγραπτοι τύποι. Ο πρώτος ήταν ένας κοντός ξερακιανός
μελαχρινός αραβικής μάλλον καταγωγής. Από τη μύτη του κρεμόταν ένας μπακιρένιος χαλκάς και
το πηγούνι του κατέληγε σε σουβλερό υπογένειο βαμμένο κόκκινο. Η
ενσαρκωμένη εικόνα του κακού βεζίρη Ιζνογκούντ, σκέφθηκα. Ο άλλος
έμοιαζε με Μογγόλο παλαιστή. Ξυρισμένο κεφάλι, αυτιά που πετάγονταν στο
πλάι σαν λαγάνες, το ένα μάτι πιο μικρό από το άλλο , τεράστια χέρια,
πόδια σε αμβλεία γωνία . Ο «βεζίρης» μου σφύριξε κάτι μέσα από ό,τι έμοιαζε με δόντια . Τον παρακάλεσα να επαναλάβει αργά ό,τι μου είχε πει . Χαμογέλασε ηλίθια .
«Ναρκομανής!», σκέφθηκα , βλέποντας τις κόρες των ματιών του. Πάγωσα .
Είχα ήδη να μετανιώσει για την περιπέτεια στην οποία είχα μπει, αλλά
τώρα πια ήταν αργά για να κάνω πίσω.
Μίλησε ο «Μογγόλος».
- Ο Ζαν μου είπε ότι αναζητείς κάποιον τύπο .
Έβγαλα από την τσέπη μου τη φωτογραφία .Της έριξε μια ματιά και ξαναχαμογέλασε.
- Τον ξέρετε;
Ακόμη μία ματιά στη φωτογραφία:
- Όπως ο κώλος το βρακί του!
- Μπορείτε να με βοηθήσετε να τον βρω;
Γύρισε και κοίταξε τον αυτιά. Έγλειψε τα χείλη του.
- Εξαρτάται από το τι δίνεις.
- Εκατό στον καθένα και στο χέρι!
Έσκασε στα γέλια.
-
Ρε μαλάκα, μας δουλεύεις; Τι παίρνεις μ΄ένα κατοστάρι;Άκου, ένα χιλιάρικο ο καθένας και σε πήγαμε στο λεπτό.
Το
ποσό που ζητούσε ήταν πολύ μεγάλο. Όλα τα λεφτά που είχα στο πορτοφόλι
μου δεν ξεπερνούσαν τα χίλια διακόσια ευρώ . Του είπα με
αποφασιστικό ύφος ότι θα τους έδινα από πεντακόσια κι ότι αυτή ήταν η
τελεσίδικη προσφορά μου. Δέχτηκαν , αλλά υπό τον όρο να τους δώσω τα
μισά μπροστά. Έβγαλα το πορτοφόλι μου και τράβηξα πέντε κολλαριστά
κατοστάρικα.
Πήραν τα λεφτά
και ο Ιζνογκούντ ζήτησε χρόνο, ώσπου να κάνει ένα τηλεφώνημα. Μου
άφησε αμανάτι τον κατσέρ και πήγε παράμερα βγάζοντας το κινητό του.
Την ώρα που τηλεφωνούσε με την πλάτη γυρισμένη σ΄ εμάς, ο παλαιστής είχε
στραφεί ρουθουνίζοντας σαν φοράδαπρος την μπάρα με τα Go Go , που λίκνιζαν προκλητικά τα αχαμνά τους .
Ο
κοντός επέστρεψε χαμογελαστός και μου έκανε νεύμα να τον ακολουθήσω.
Βγήκαμε από το κέντρο. Σε μια στιγμή στράφηκε και με ρώτησε αν είχα
αυτοκίνητο. Του έδειξα τη Μερσεντές στο παρκάκι .
- Εντάξει . Θα μπω μαζί σου και ο κολλητός μου θα μας ακολουθήσει με τη μηχανή του.
Δεν
έφερα αντίρρηση. Αυτό ίσα ίσα με βόλευε, για λόγους ασφάλειας. Δε θα
μου ήταν διόλου ευχάριστο να πυρώνει η ανάσα αυτού του ζώου το σβέρκο
μου.
Προχώρησα προς το
αυτοκίνητό μου. Έβγαλα τα κλειδιά και άνοιξα την πόρτα. Ετοιμάστηκα να
μπω μέσα , όταν είδα μια σκιά να κινείται ανάμεσα στα δέντρα . Κάποιος
βάδιζε βιαστικά προς το μέρος μου. Κατάλαβα . Στράφηκα αστραπιαία για
να κοιτάξω πίσω μου, ενώ έχωνα το χέρι μου στην τσέπη του μπουφάν , για
να τραβήξω το πιστόλι .Δεν μπόρεσα να ολοκληρώσω την κίνησή μου . Ο «Μογγόλος» με χτύπησε δυνατά στο σβέρκο. Ένιωσα το χέρι μου να
παραλύει και άφησα το πιστόλι να ξαναπέσει στην τσέπη.
Ένα
δεύτερο χτύπημα στο αριστερό νεφρό μού έκοψε τα ήπατα και με ανάγκασε
να πέσω στα γόνατα. Ο πόνος ήταν ανυπόφορος, αλλά δεν ούρλιαξα.
Προσπαθούσα να ανασάνω , αλλά ο αέρας αρνιόταν να μπει στα ρουθούνια
μου. Ο τύπος που είδα να ξεπροβάλει από τους θάμνους ήρθε μπροστά.
Βαριανάσαινα βλέποντας τις μπότες του, καλογυαλισμένες Berluti τρία χιλιάρικα το ζευγάρι. Σήκωσε το δεξί πόδι και έσπρωξε το στήθος μου με
δύναμη. Το σώμα μου έπεσε προς τα πίσω σχηματίζοντας ένα τόξο, του
οποίου η μία άκρη ξεκινούσε από τα γόνατα και η άλλη κατέληγε στο
κεφάλι. Υπό κανονικές συνθήκες θα ήταν απίθανο να πετύχω μια τέτοια
στάση στις κρίσεις γυμναστικής που με καταλάμβαναν κατά καιρούς. Εκτός
από τον πόνο στο νεφρό, που εξακολουθούσε να με βασανίζει, ένιωθα τώρα
και ένα αίσθημα άκρας ταπείνωσης.
Βρίσκονταν
και οι τρεις από πάνω μου . Με περιεργάζονταν σαν να ήμουν σκουλήκι. Το
αίμα είχε συσσωρευτεί στο κεφάλι μου και ο σβέρκος μου ήταν έτοιμος
να σπάσει . Μιλούσαν μεταξύ τους σε μια slang λιμανίσια που ήταν αδύνατο να
καταλάβω. Η μόνη λέξη που μπόρεσα να ξεχωρίσω ήταν το «κανάγιας» . Ο αυτιάς
έσκυψε και έψαξε τις εσωτερικές τσέπες του μπουφάν μου. ΄Έδωσε το
πορτοφόλι στον άνθρωπο- σκιά, που το ψαχούλεψε και το έχωσε αδιάφορα
στην τσέπη του τζάκετ του.
Στη
συνέχεια, το ανθρωποειδές έψαξε τις εξωτερικές τσέπες , ανέσυρε το
πιστόλι και το κινητό και τα πάσαρε στον αρχηγό . Αυτός τα
περιεργάστηκε για μερικά δευτερόλεπτα, πέταξε το κινητό στο χώμα
και σήκωσε το πόδι του . Με πάτησε στα αρχίδια και έτεινε το χέρι του
σημαδεύοντάς το πρόσωπό μου με το πιστόλι μου.
Με
έλουσε κρύος ιδρώτας. Τον είδα ολόκληρο για μερικά δευτερόλεπτα . Ψηλός
, ξερακιανός , απίστευτα άσχημος. Με κοιτούσε με τις ψυχρές γαλάζιες
κουμπότρυπες που είχε για μάτια στο γουρουνίσιο πρόσωπό του. Ήταν
ολοφάνερο ότι απολάμβανε σαδιστικά την αγωνία μου. Ξαφνικά το πόδι
του Ιζνογκούντ κατευθύνθηκε προς τη δεξιά μου πλευρά και έκλεισα
αστραπιαία τα μάτια . Ένιωσα να με πλημμυρίζει ένα κύμα αβάσταχτου
πόνου κι ύστερα άρχισα να συρρικνώνομαι , να συρρικνώνομαι , να γίνομαι ένα σβωλαράκι...
Άνοιξα τα μάτια και είδα από πάνω τη μάνα μου να με παρατηρεί. « Εννέα η ώρα και ακόμα κοιμάσαι. Πάλι ξενύχτησες βλέποντας θρίλερ στο Netflix », είπε θυμωμένη. «Πότε θα πας στη σχολή σου;».
Θεσσαλονίκη , 27/02/2025