Δευτέρα, Απριλίου 30, 2018

Το πανηγύρι του τρελού

Χαΐνηδες 

Μουσική - Στίχοι: Δημήτρης Αποστολάκης 


Στο πανηγύρι του τρελού ποιος θα χορέψει
ποιος στη φωτιά θα ρίξει πρώτος την καρδιά
η γριά φαφούτα η Μαριώ που έχει θρέψει
με το βυζί της του χωριού μας τα παιδιά.

Στο πανηγύρι του τρελού ποιος θα γελάσει
με τον παλιάτσο που όλο πέφτει και γελά
και με τον έμπορα που απ' ώρα έχει βραχνιάσει
να διαλαλεί όλου του κόσμου τα καλά.

Στο πανηγύρι του τρελού ποιος θα δακρύσει
με το ρακένδυτο τον Γιάννη τον μπεκρή
που του 'χει ο χάρος το σημάδι του αφήσει
όταν του πήρε μιαν αγάπη του μικρή.

Στο πανηγύρι του τρελού μιλούν οι πέτρες
σύννεφα κλαίνε κι ο βοριάς με το νοτιά
βγάζουνε βέλη από πύρινες φαρέτρες
και κόσμους χτίζουνε μ' ατσάλι και φωτιά.

Στο πανηγύρι του τρελού κάποιον προφήτη
μου 'παν πως κάτω στο ποτάμι θα τον βρω
τα παλικάρια να βαφτίζει μες στην κοίτη
που θα πεθάνουν κάποια μέρα στο σταυρό.

Στο πανηγύρι του τρελού δεν είμαι μόνος
ορδές ξεχύνονται στο νου μου οι λαοί
και στην καρδιά μου σμίγει ο τόπος και ο χρόνος
να γεννηθούν και να πεθάνουν οι θεοί.

Είναι το πένθος κατάθλιψη, όπως υποστηρίζει η ναρκοβιομηχανία ;

Αποτέλεσμα εικόνας για DEPRESSION

Τα παιχνίδια της βιομηχανίας της κατάθλιψης


Στη δεκαετία του '70, μια ενοχλητική αλήθεια για την κατάθλιψη θα γινόταν γνωστή, καθώς οι συνέπειές της για τους ανθρωπότητα θα ήταν άκρως προβληματικές. Στο παρελθόν, Αμερικανοί ψυχίατροι είχαν συντάξει ένα εγχειρίδιο που περιέγραφε λεπτομερώς όλα τα συμπτώματα διαφορετικών ψυχικών ασθενειών, ώστε να γίνονται διαγνώσεις και να αντιμετωπίζονται όπως έπρεπε, στις πολιτείες των ΗΠΑ.
Ονομαζόταν «Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο». Σε μια έκδοσή του, οι επιστήμονες που ήταν υπεύθυνοι για τη σύνταξή του θα προσέθεταν εννέα συμπτώματα που έπρεπε να εκδηλώνει ένας ασθενής ώστε να διαγνωστεί με κατάθλιψη - όπως, για παράδειγμα, μειωμένο ενδιαφέρον για ευχαρίστηση ή επίμονα κακή διάθεση. Για να έφτανε κάποιος γιατρός στο συμπέρασμα ότι ένα άτομο έπασχε από κατάθλιψη, έπρεπε ο ασθενής να εκδηλώνει τουλάχιστον πέντε από αυτά τα συμπτώματα για αρκετές εβδομάδες.
Το εγχειρίδιο και η «εξαίρεση πένθους»
Το εγχειρίδιο εστάλη σε γιατρούς στις ΗΠΑ και ξεκίνησε η ευρεία χρήση του για διαγνώσεις. Ωστόσο, μετά από λίγο καιρό, πολλοί από αυτούς τους γιατρούς αναζητούσαν τους επιστήμονες-συγγραφείς του, στην προσπάθειά τους να επισημάνουν κάτι που έβρισκαν προβληματικό. Αυτό που συνέβαινε ήταν ότι θα έπρεπε να προχωρούν σε διάγνωση κατάθλιψης για κάθε άτομο που απευθυνόταν σε αυτούς λόγω πένθους και να του παρέχουν την αντίστοιχη περίθαλψη, που φυσικά περιελάμβανε και φάρμακα. Κι αυτό, ενώ ένα άτομο που έρχεται αντιμέτωπο με την απώλεια ενός κοντινού του ανθρώπου, εμφανίζει τέτοιου είδους συμπτώματα σχεδόν αυτόματα. Συνεπώς, οι γιατροί που χρησιμοποιούσαν το εγχειρίδιο έπρεπε να ενημερωθούν και να συζητήσουν το αν ήταν λογικό να ναρκώνουν επί της ουσίας όλους τους ασθενείς τους που βίωναν αντίστοιχα προβλήματα.
Οι συντάκτες του εγχειριδίου αποφάσισαν τότε ότι θα υπήρχε ειδική ρήτρα στον κατάλογο των συμπτωμάτων της κατάθλιψης. Κανένα από αυτά δεν θα ίσχυε, αν ο ασθενής είχε χάσει κάποιο αγαπημένο πρόσωπο κατά τον προηγούμενο χρόνο. Σε τέτοιου είδους περιπτώσεις, όλα αυτά τα συμπτώματα θα θεωρούνταν φυσιολογικά και αναμενόμενα, και δεν θα υποδείκνυαν την ύπαρξη κάποιας ψυχικής διαταραχής. Η συνθήκη αυτή ονομάστηκε «εξαίρεση πένθους», και φάνηκε να επιλύει το πρόβλημα.
Δεκαετίες μετά, εκατοντάδες γιατροί θα επανέρχονταν με μια ακόμη παρατήρηση πάνω στο εγχειρίδιο. Σε όλο τον κόσμο, η ιατρική κοινότητα ενθαρρυνόταν διαχρονικά να ενημερώνει τους ασθενείς ότι η κατάθλιψη είναι στην πραγματικότητα αποτέλεσμα μιας χημικής ανισορροπίας του εγκεφάλου - της έλλειψης σεροτονίνης ή κάποιας άλλης χημικής ουσίας. Όμως μια τέτοιου είδους αιτιολόγηση αγνοούσε το συνδυασμό άλλων παραγόντων στη ζωή ενός ανθρώπου, που θα μπορούσαν δυνητικά να προκαλέσουν θλίψη και κλονισμό της ψυχικής του υγείας. Ενδεικτικά παραδείγματα θα μπορούσαν να θεωρηθούν η έλλειψη φίλων ή η μακροχρόνια ανεργία και η φτώχεια.
Η «εξαίρεση πένθους» φάνηκε τότε πως είχε καταρρίψει μια σειρά ισχυρισμών που επιβίωνε για δεκαετίες, ότι δηλαδή οι αιτίες της κατάθλιψης αποδίδονται αποκλειστικά στη βιολογία του ανθρώπινου εγκεφάλου. Πρότεινε επί της ουσίας ότι υπάρχουν περαιτέρω αίτια, τα οποία θα μπορούσαν να είναι και κοινωνικά και θα έπρεπε να διερευνηθούν και να λυθούν σε αυτό το επίπεδο.
Επρόκειτο όμως για το άνοιγμα ενός debate που η κυρίαρχη ψυχιατρική (με μερικές εξαιρέσεις) δεν επιθυμούσε να διαχειριστεί. Έτσι σταδιακά η «εξαίρεση πένθους» εξαλείφθηκε. Σε κάθε νέα έκδοση του εγχειριδίου για τη διάγνωση ψυχικών ασθενειών, η περίοδος θλίψης που επιτρεπόταν σε ένα άτομο προτού αυτό χαρακτηριστεί καταθλιπτικό συνεχώς μειωνόταν, αρχικά σε μερικούς μήνες, μέχρι τελικά να εκμηδενιστεί. Εάν για παράδειγμα μια μητέρα έχανε το παιδί της, ο γιατρός της θα είχε τη δυνατότητα να ξεκινήσει το αμέσως επόμενο λεπτό να της χορηγεί αντικαταθλιπτικά φάρμακα.
Καταχρηστική διάγνωση, γιγάντωση της βιομηχανίας φαρμάκων
Η Δρ Joanne Cacciatore, από το Arizona State University, ασχολήθηκε με την «εξαίρεση πένθους» και είχε προσωπική εμπειρία πάνω στο ζήτημα, όταν το δικό της μωρό πέθανε κατά τη διάρκεια του τοκετού. Η ίδια γνώριζε ότι πολλά άτομα σε κατάσταση πένθους είχαν διαγνωστεί με κάποιου είδους ψυχικής διαταραχής, επειδή ακριβώς εξέφραζαν τα αναμενόμενα συναισθήματα της θλίψης τους.
Αυτή η καταχρηστική διάγνωση ασθενών με κατάθλιψη, όπως ήταν φυσικό θα ευνοούσε τη ανάπτυξη μιας τεράστιας βιομηχανίας φαρμάκων γύρω από αυτή, ιδιαίτερα σε χώρες όπως η ΗΠΑ. Περίπου ένας στους πέντε Αμερικανούς ενήλικες λαμβάνουν τουλάχιστον ένα φάρμακο για ένα ψυχιατρικό πρόβλημα. Στη Βρετανία, η συνταγογράφηση αντικαταθλιπτικών φαρμάκων έχει διπλασιαστεί σε μια δεκαετία, σε βαθμό που ένας στους 11 πολίτες λαμβάνει φάρμακα για να αντιμετωπίσει τυχόν αρνητικά συναισθήματα. Τεράστια αύξηση κατανάλωσης αντικαταθλιπτικών, και όχι μόνο στα χρόνια της κρίσης, έχει καταγραφεί και στην Ελλάδα με τα "διεγνωσμένα" περιστατικά ανέρχονται περίπου στο 12%. Ενδεικτικά,  από τα επίσημα στατιστικά στοιχεία του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων - μέσα σε μία οκταετία, από το 1995 έως το 2003, οι πωλήσεις των απλών ηρεμιστικών (ανάμεσά τους και τα αγχολυτικά) σημείωσαν άνοδο της τάξεως του 138%. Η αύξηση στα αντικαταθλιπτικά ήταν ακόμη μεγαλύτερη με την κατανάλωσή τους από το 1995 έως το 2003 να εκτοξεύεται κατά 515%: από 25,8 εκατομμύρια δόσεις στις 133 εκατομμύρια δόσεις
Χαλκευμένες έρευνες
Τι είναι όμως αυτό που έχει προκαλέσει την εκτόξευση της κατάθλιψης και το δίδυμο αδερφάκι της, το άγχος, να εκδηλώνονται με αυτόν τον τρόπο σε παγκόσμιο επίπεδο; Είναι δυνατόν να ευθύνεται μόνο η έλλειψη μιας ουσίας του εγκεφάλου και αυτή να εντοπίζεται σε τόσους μεμονωμένους ανθρώπους στον κόσμο;
Ο καθηγητής Irving Kirsch, από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, για χρόνια διεξήγαγε έρευνα πάνω στα χημικά αντικαταθλιπτικά. Στη δεκαετία του 1990, ο ίδιος συνταγογραφούσε αντικαταθλιπτικά φάρμακα στους ασθενείς του συχνά. Ήξερε από επιστημονικές δημοσιεύσεις ότι το 70% των ανθρώπων στους οποίους χορηγούνταν τέτοια φάρμακα αισθανόταν αμέσως σημαντικά καλύτερα. Όμως το γεγονός αυτό του κίνησε την περιέργεια. Άρχισε να διερευνά τα παραπάνω στοιχεία και με αίτημά του απέκτησε δεδομένα φαρμακευτικών εταιριών που είχαν συγκεντρωθεί ιδιωτικά πάνω σε αυτά τα φάρμακα. Με την έρευνά του θα ανακάλυπτε κάτι ιδιαίτερα σημαντικό.
Αυτό που έκαναν οι φαρμακευτικές εταιρίες για χρόνια ήταν ότι διεξήγαγαν εκατοντάδες έρευνες πάνω στην χρήση των αντικαταθλιπτικών φαρμάκων, δημοσίευαν όμως μόνο αυτές στις οποίες υπήρχαν θετικά αποτελέσματα στους ασθενείς. Έτσι το ποσοστό που ήταν μέχρι τότε γνωστό πως είχε ωφεληθεί από τα αντικαταθλιπτικά δεν θα μπορούσε να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Επιπλέον, από περαιτέρω έρευνες του Kirsch, αλλά και τις επιστημονικής κοινότητας εν γένει, προέκυψαν στοιχεία που υποδείκνυαν ότι το 65 με 80% των ατόμων στα οποία χορηγούνταν αντικαταθλιπτικά, έπεφταν εκ νέου σε κατάθλιψη μέσα στην επόμενη χρονιά. Αυτό οδήγησε τον καθηγητή Kirsch στο να θέσει ένα ακόμα βασικό ερώτημα. Πώς γνωρίζουμε ότι η κατάθλιψη προκαλείται πραγματικά από την έλλειψη σεροτονίνης; Όταν άρχισε να αναζητεί απαντήσεις, αποδείχτηκε ότι τα στοιχεία που βρήκε ήταν άκρως εντυπωσιακά. Ο καθηγητής Andrew Scull του Πανεπιστημίου του Princeton, γράφοντας στο περιοδικό Lancet, εξηγεί ότι η απόδοση της κατάθλιψης στην χαμηλή σεροτονίνη είναι «βαθιά παραπλανητική και μη επιστημονική». Επρόκειτο μόνο για ένα τέχνασμα του μάρκετινγκ, που θα ευνοούσε στην ανάπτυξη της αντίστοιχης φαρμακοβιομηχανίας.
Πως εξηγείται η κατάθλιψη;
Πως μπορούμε λοιπόν να εξηγήσουμε την κατάθλιψη; Όλοι γνωρίζουμε ότι κάθε άνθρωπος έχει βασικές φυσικές ανάγκες: για φαγητό, νερό, στέγη και καθαρό αέρα. Αποδεικνύεται ότι, με τον ίδιο τρόπο, όλοι οι άνθρωποι έχουν ορισμένες βασικές ψυχολογικές ανάγκες. Όλοι οι άνθρωποι πρέπει να νιώθουν ότι ανήκουν κάπου, ότι είναι πολύτιμοι και ότι είναι καλοί σε κάτι. Πρέπει να αισθάνονται ότι το μέλλον τους θα είναι ασφαλές.
Όμως υπάρχουν όλο και περισσότερες ενδείξεις ότι ο πολιτισμός μας δεν ανταποκρίνεται στις ψυχολογικές ανάγκες για πολλούς - ίσως τους περισσότερους - ανθρώπους. Με πολύ διαφορετικούς τρόπους, η ανθρωπότητα φαίνεται πως έχει αποσυνδεθεί από τα πράγματα που πραγματικά έχει ανάγκη και αυτή η βαθιά αποσύνδεση οδηγεί σε αυτή την επιδημία της κατάθλιψης και του άγχους που αντιμετωπίζουν όλο και περισσότεροι πολίτες στον κόσμο.
Ας δούμε μια από τις αιτίες της κατάθλιψης και του άγχους: Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι τα ανθρώπινα όντα πρέπει να αισθάνονται ότι η ζωή τους έχει νόημα - ότι κάνουν κάτι με έναν σκοπό που κάνει τη διαφορά. Είναι μια φυσική ψυχολογική ανάγκη. Όμως μεταξύ του 2011 και του 2012, η δημοσκοπική εταιρεία Gallup διεξήγαγε μια λεπτομερή μελέτη για το πώς αισθάνονται οι άνθρωποι για την αμειβόμενη εργασία τους, κάτι που κάνουν άλλωστε για το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους. Διαπιστώθηκε ότι το 13% των ανθρώπων δεν «ενδιαφέρεται» για τη δουλειά του - δεν βρίσκει νόημα και δεν προσβλέπει σε αυτή. Περίπου το 63% δηλώνει ότι δεν είναι «αφοσιωμένο», το οποίο ορίζεται σαν να υπνοβατεί κατά τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας. Και το 24% έχει «ενεργά απεμπλακεί» από τη δουλειά του: τη μισεί.
Στη δεκαετία του 1970, ένας Αυστραλός επιστήμονας, ο Michael Marmot, θέλησε να διερευνήσει τι προκαλεί άγχος στο χώρο εργασίας και πίστευε ότι είχε βρει το τέλειο εργαστήριο για να ανακαλύψει την απάντηση: μια βρετανική δημόσια υπηρεσία, με έδρα το Whitehall. Αυτή η μικρή κοινότητα γραφειοκρατών χωριζόταν σε 19 διαφορετικά τμήματα, από τον μόνιμο γραμματέα στην κορυφή μέχρι τους δακτυλογράφους. Αυτό που ήθελε να μάθει ήταν: ποιος είναι πιθανότερο να υποστεί μια καρδιακή προσβολή που σχετίζεται με το άγχος - το αφεντικό στην κορυφή ή υποδεέστερος από αυτόν;
Τότε, ο περισσότερος κόσμος υπέθετε πως το αφεντικό θα αντιμετώπιζε πιο πολύ άγχος γιατί έχει περισσότερη ευθύνη πάνω στη δουλειά. Όταν όμως ο Marmot δημοσίευσε τα αποτελέσματά του, αποκάλυψε ότι η αλήθεια ήταν ακριβώς το αντίθετο από ό,τι περίμενε κανείς. Όσο χαμηλότερα βρισκόταν στην ιεραρχία ένας υπάλληλος, τόσο υψηλότερα ήταν τα επίπεδα άγχους και η πιθανότητα εμφάνισης καρδιακής προσβολής. Ο επιστήμονας αναζήτησε τότε τα αίτια αυτής της συνθήκης.
Και τότε, μετά από δύο ακόμη χρόνια έρευνας, ανακάλυψε το μεγαλύτερο παράγοντα. Αποδείχτηκε ότι όταν ένα άτομο δεν διαθέτει κανέναν έλεγχο πάνω στην εργασία του, είναι πολύ πιο πιθανό να βιώσει άγχος και κατ' επέκταση να εμφανίσει συμπτώματα κατάθλιψης. Οι άνθρωποι έχουν μια έμφυτη ανάγκη να αισθάνονται ότι αυτό που κάνουν καθημερινά έχει νόημα. Όταν βρίσκονται κάτω από ένα καθεστώς συνεχούς ελέγχου, αδυνατούν να εντοπίσουν ή να δημιουργήσουν νόημα γύρω από την εργασία τους. Προκύπτει δηλαδή ότι ένα τοξικό περιβάλλον εργασίας ή διαβίωσης γενικότερα είναι πιθανό να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα.
Σίγουρα η κατάθλιψη και το άγχος μπορούν να οφείλονται σε μια σειρά από παράγοντες στην υγεία μας, όμως είναι καιρός να διερευνηθούν βαθύτερα και να προβληθούν και οι κοινωνικόι παράγοντες που μπορούν να πυροδοτήσουν ένα πρόβλημα ψυχικής υγείας.
Με πληροφορίες από το Guardian. 
_____________________


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΝΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΑΚΟΥΣΤΕ  ΤΗ ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΨΥΧΙΑΤΡΟ ΚΕΛΙ ΜΠΡΟΓΚΑΝ , ΠΟΥ ΑΜΦΙΣΒΗΤΕΙ ΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ "ΣΥΣΤΗΜΙΚΩΝ"  ΨΥΧΙΑΤΡΩΝ ΠΟΥ ΣΥΝΔΕΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΝΑΡΚΟΣΚΕΥΑΣΜΑΤΩΝ  ΓΙΑ ΤΗΝ  ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗΣ

Η ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΚΑΙ Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΣΕΡΟΤΟΝΙΝΗΣ

Εκατομμύρια άνθρωποι πιστεύουν ότι η κατάθλιψη προκαλείται από την ανεπάρκεια σεροτονίνης. Πού είναι όμως οι επιστημονικές αποδείξεις αυτής της θεωρίας;

Άρθρο της ψυχιάτρου Dr Kelly Brogan

*Why Depression Isn't Caused By Low Serotonin - Kelly Brogan MD (Αγγλικά)


*Διαβάστε ολόκληρο το  άρθρο: Ανιμα - Η ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΚΑΙ Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΣΕΡΟΤΟΝΙΝΗΣ (Ελληνικά)  

Πηγή :animahome.gr




Ζωγραφίζοντας άλογα και εργάτες της γης την εποχή του αγγλικού ρομαντισμού

Ο ζωγράφος Τζορτζ  Σταμπς  επί δύο αιώνες ήταν  γνωστός για τα δραματικά και επιμελώς ακριβή πορτρέτα του αγγλικού αλόγου , την εποχή του πρώιμου αγγλικού ρομαντισμού . Όμως σήμερα αναγνωρίζεται επίσης και ως ένας επίμονος καταγραφέας των  γεωργικών εργατών στην αγγλική ύπαιθρο. Οι πίνακες με αυτά τα θέματα αναδεικνύουν  με ακρίβεια την καθαριότητα, την υγεία και τη ζωτικότητα των απλών εργατών της γης στα τέλη κυρίως του 18ου αιώνα .Αποτέλεσμα εικόνας για George Stubbs


Σταμπς, Τζορτζ
(Stubbs). Άγγλος ζωγράφος (1724 - 1806). Από το 1754 ως το 1758, ύστερα από ένα ταξίδι στην Ιταλία, έζησε στο Λίνκολνσαϊρ. Εκεί δημιούργησε τα σχέδια για την περίφημη έκδοση με τον τίτλο Ανατομία του αλόγου. Το μεγαλύτερο πάθος του άλλωστε ήταν η ανατομία. Κομμάτιαζε πτώματα ζώων και περνούσε μέρες σχεδιάζοντας και ζωγραφίζοντας τις ανατομικές τους λεπτομέρειες. Σημαντική θέση στην παραγωγή του κατείχαν οι πίνακες με λιοντάρια που κάνουν επίθεση σε άγρια άλογα. Η φήμη όμως του Σ. βασίστηκε κυρίως στα θέματα αθλητισμού και κυνηγιού. Με τις επιστημονικές γνώσεις και τα καλλιτεχνικά προτερήματα του, παρουσιάζει ανθρώπους και ζώα με ψυχρότητα από την οποία απουσιάζουν η προσποίηση και η επιθυμία να εντυπωσιάσει. Την τεχνοτροπία του χαρακτηρίζει η τέλεια αρμονία. Οι σκηνές, κομψές και ισορροπημένες, έχουν την ηρεμία των κλασικών συνθέσεων.

Πηγή:greek_greek.enacademic.com

*George Stubbs - Wikipedia

**Τα καθαρόαιμα του Τζορτζ Σταμπς - Kathimerini.gr

Λεωνίδας Μαριδάκης: "Με χιούμορ φωτίζω τα αιχμηρά θέματα"

http://www.avgi.gr/documents/10179/8862354/23A.jpg/acc3173f-9590-451b-80b7-b940015b02ae?t=1524930810388&imageThumbnail=3Μαντζάνας Θάνος


Γνωρίσαμε τον Λεωνίδα Μαριδάκη το 2006 από τον πρώτο δίσκο του «Αβάδιστα», στον οποίο είχε κάνει παραγωγή ο Νίκος Ξυδάκης. Τέσσερα χρόνια αργότερα ακολούθησε ο δεύτερος. Ύστερα από μεγάλο χρονικό διάστημα και αφού είχε προηγηθεί το επιτυχημένο ντουέτο του με τη Φωτεινή Βελεσιώτου στη διασκευή του «Χαράματα η ώρα τρεις» του Μάρκου Βαμβακάρη, πριν από λίγο καιρό κυκλοφόρησε από την έγκριτη ανεξάρτητη εταιρεία Μετρονόμος ο τρίτος, το «Βάρκα στο σπίτι». Συνομιλήσαμε με τον τραγουδοποιό και ερμηνευτή για το γιατί επιμένει να κάνει τραγούδια με παιγνιώδες συνήθως μουσικό ύφος, αλλά με στίχους οι οποίοι διακατέχονται από μια σατιρική ίσως μα και γλυκόπικρη, κάποτε ακόμα και αυτοσαρκαστική διάθεση.


* Τα τέσσερα χρόνια που μεσολάβησαν ανάμεσα στον πρώτο και τον δεύτερο δίσκο σου ήταν ένα λογικό διάστημα, αλλά τα διπλάσια ανάμεσα στον δεύτερο και τον τρίτο είναι ομολογουμένως μάλλον πολλά. Ήταν μόνον η κατάρρευση της δισκογραφίας, η κρίση και άλλοι οικονομικοί λόγοι, ή κάτι άλλο που έκανε τη χρονική απόσταση ανάμεσα σε αυτόν και τον προηγούμενο δίσκο τόσο μεγάλη;
Μάλλον περισσότερο απ' όλα έπαιξε ρόλο ο χρόνος που χρειάστηκε για να κατασταλάξουν μέσα μου όλα αυτά που συνέβαιναν γύρω μας, μέσα μας κι έξω μας, αλλά και ο χρόνος που χρειάστηκε για να σιγουρευτώ για τον δίσκο αυτό ως καλλιτεχνικό βήμα.
* Ισχύει για εσένα αυτό που λέγεται για το «δύσκολο τρίτο album», ή όχι;
Από δημιουργικής πλευράς, σε αυτό το album ένιωθα όχι ακριβώς δυσκολία, αλλά μια μεγάλη πρόκληση καθώς από τη μία είχα πλέον μια εμπειρία για το πώς να διαχειριστώ ένα υλικό και από την άλλη ο πήχης ήταν υψηλότερα από τις προηγούμενες φορές.
* Σε τι μοιάζουν και σε τι διαφέρουν οι δύο τελευταίοι δίσκοι; Συγκρίνοντας με τη σχέση που είχε ο δεύτερος δίσκος με το ντεμπούτο σου, είναι ίδια, μεγαλύτερη ή μικρότερη;
Ο δεύτερος με τον πρώτο δίσκο είχαν μια απόσταση. Αντίθετα με τον πρώτο, στον δεύτερο ήμουν εγώ ο βασικός ερμηνευτής και είχε ένα πιο σαφές «πρόσωπο» στον ήχο. Ήταν μια συνέχεια του πρώτου, ένα μείγμα τραγουδιών και μελοποιημένων ποιημάτων και τα διαβάσματά μου πάντα σε πρώτο πλάνο. Ο τρίτος είναι κάτι πολύ διαφορετικό από τους δύο προηγούμενους. Έχει μόνο τραγούδια, «αμασκάρευτα», που όλα τους φωτίζουν με κάποιο τρόπο κάτι μέσα μου.
* Παρότι γράφεις και ο ίδιος στίχους, αντίθετα με τους περισσότερους άλλους τραγουδοποιούς - ερμηνευτές προτιμάς μάλλον να συνεργάζεσαι με στιχουργούς, έτσι δεν είναι; Οι στίχοι των τραγουδιών που δεν είναι δικοί σου γράφτηκαν ειδικά για τον δίσκο ή όχι; Με ποιο κριτήριο επέλεξες με ποιους και ποιες θα συνεργαστείς; Φιλικές σχέσεις ή ακόμα και... οικογενειακές σε μια περίπτωση, ή κάτι άλλο;
Εκτός από το τραγούδι σε στίχους του πατέρα μου που γράφτηκε σε μια άλλη εποχή, όλοι οι άλλοι στίχοι γράφτηκαν ή επιλέχτηκαν ειδικά για τον δίσκο. Επιλέγω συνήθως κάτι που με αφορά ως περιεχόμενο και ο συνεργάτης μου στιχουργός το αποτυπώνει με την τέχνη του με έναν ευθύβολο τρόπο.
* Πώς προέκυψε η συνεργασία με τον Μάνο Ελευθερίου, έναν σπουδαίο στιχουργό που όμως δεν μας έχει συνηθίσει σε συνεργασίες με δημιουργούς του δικού σου μουσικού ύφους;
Γνωριστήκαμε με αφορμή τον δεύτερο δίσκο μου, τον οποίο με κάλεσε να παρουσιάσουμε στην εκπομπή του στον ραδιοσταθμό Αθήνα 9.84 όταν είχε κυκλοφορήσει. Νομίζω πως ο Μάνος, όταν μου έδωσε τους στίχους, είδε μια δυνατότητα διαφορετικής τραγουδοποιίας σ' εμένα που ούτε εγώ ο ίδιος είχα συνειδητοποιήσει Αυτοί οι στίχοι ήταν για εμένα ένα ισχυρό ερέθισμα και μου άνοιξαν ένα νέο δρόμο που δεν υπήρχε στις προηγούμενες δουλειές μου.
* Aν και ο ίδιος θα ήταν ο αρμόδιος για να εξηγήσει τι σημαίνει «Βάρκα στο σπίτι», πώς αντιλαμβάνεσαι εσύ το ομότιτλο τραγούδι του δίσκου; Γιατί, ας πούμε, να μην ήταν το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή... σπίτι στη βάρκα;
Είναι ένα τραγούδι με πολλαπλούς συμβολισμούς και μιαν αριστοτεχνική αφήγηση. Μιλάει για μια εισβολή από κάτι μαγευτικό και άγνωστο συνάμα, που μας φέρνει αντιμέτωπους με τον βαθύτερο εαυτό μας. Αν ο τίτλος ήταν «Σπίτι στη βάρκα», το νόημα θα ήταν πολύ διαφορετικό.
* Πώς ξεκίνησε αλήθεια η αγάπη σου για την jazz και ιδιαίτερα το latin; Θεωρείς πως είσαι το ίδιο επηρεασμένος από αυτό, όσο προφανώς και από τη μεγάλη παράδοση του ελληνικού λόγιου τραγουδιού; Όπως κι αν έχει, τι σε οδηγεί στις επιλογές σου για την ενορχήστρωση κάθε τραγουδιού;
Οι jazz και οι latin φόρμες μου πάνε γιατί μου πάει το «μουσικό υπέδαφός» τους, ο σαρκασμός, η χαρά, η κίνηση. Μέσα από αυτές τις φόρμες μπορούν να αναπνέουν οι ιστορίες μου. Οι ενορχηστρώσεις προκύπτουν από τον λιτό και ενίοτε ονειρικό ήχο της folk μπαλάντας, που νιώθω πολύ οικείο μου.
* Με την ευκαιρία, ποιοι Έλληνες δημιουργοί θα έλεγες ότι ήταν εξαρχής και παραμένουν οι κυριότερες επιρροές σου;
Έχω επηρεαστεί, φανερά ή «κρυφά», από τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Δήμο Μούτση και αρκετούς άλλους,
* Το χιούμορ, στιχουργικό αλλά ακόμη και μουσικό θα έλεγα, είναι πολύ σημαντικό για εσένα. Το θεωρείς απαραίτητο να υπάρχει στα τραγούδια σου; Θέλεις απλά να υπάρχει μια χαρούμενη ή και εύθυμη ακόμη ατμόσφαιρα και διάθεση σε αυτά, ή περισσότερο λειτουργεί σατιρικά ή και σαρκαστικά, φτάνοντας μερικές φορές και να υπονομεύει το νόημά τους;
Μου αρέσει πολύ το χιούμορ και ο υπαινιγμός γιατί μου δίνουν τη σωστή απόσταση ώστε να καταπιάνομαι με αιχμηρά θέματα, αλλά και να τα φωτίζω πιο σφαιρικά. Άλλωστε το συναίσθημα της χαρμολύπης πιστεύω πως εκφράζει πιο γοητευτικά και τα σοβαρά και τα αστεία της ζωής.
* Αν και Κρητικός, το Αιγαίο ασκεί μιαν ιδιαίτερη γοητεία επάνω σου; Ποιο στοιχείο του ακριβώς και γιατί; Και μιλώντας για θάλασσα, θα έλεγες ότι είναι ένας «καλοκαιρινός» δίσκος, ή όχι απαραίτητα;
Έχω μεγαλώσει ατενίζοντας τη θάλασσα. Η θάλασσα τα αγκαλιάζει όλα. Αν και με πολλά «ανάλαφρης» διάθεσης τραγούδια, δεν θα έλεγα πως είναι ένας καλοκαιρινός δίσκος αλλά ότι από το «Κάποτε στη Ράδα» στην «Αστυπάλαια» και από εκεί στον αλληγορικό ομότιτλο, περιέχει όλες τις εποχές και όλους τους «καιρούς»...
* Τι σε έκανε να ερμηνεύσεις τρία τραγούδια του δίσκου ντουέτο με ισάριθμους άλλους και πώς και γιατί επέλεξες καθέναν από αυτούς;
Οι συνεργάτες - συνοδοιπόροι που προσκάλεσα σε αυτόν το δίσκο έδωσαν τον δικό τους κόσμο μέσα από τις ερμηνείες τους και πήγαν τα τραγούδια πιο πέρα. Τη σπιρτάδα του ο Σπύρος Γραμμένος στο «Έρωτας ή τίποτα», την επική και δραματική ερμηνεία του ο Αργύρης Λούλατζης στο «Κάποτε στη Ράδα» και την ανεμελιά της στο «Κόκκοι καφέ» η Dunja Botic.
* Ο δίσκος φτιάχτηκε έχοντας κατά νου τα τραγούδια να μπορούν να παιχτούν εύκολα ζωντανά, έτσι δεν είναι; Τι ακριβώς σημαίνει αυτό πρακτικά;
Ότι ο ακροατής του δίσκου έχει την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με το υλικό όπως πρέπει και στις συναυλίες. Εμένα με βοηθάει στο να μπορώ να κινήσω τη δουλειά και να τη μοιραστώ με ευελιξία μέσα από τη διαδικασία των ζωντανών εμφανίσεων.
* Και τα επόμενα σχέδιά σου;
Ολοκληρώνοντας τις ζωντανές παρουσιάσεις του δίσκου που έκανα τις προηγούμενες ημέρες στην Αθήνα, στο Ηράκλειο Κρήτης και στα Χανιά, ακολουθεί αυτή στον πολυχώρο «Περίπου», στον Άγιο Νικόλαο Κρήτης, στις 4 Μαΐου, και μετά έρχεται το πρώτο καλοκαιρινό live μου στην Αθήνα. Θα πραγματοποιηθεί στη μουσική σκηνή «Ρότα» στις 23 Ιουνίου, με ένα «χορταστικό» εφ’ όλης της ύλης πρόγραμμα!
Αν και πρόκειται για κλειστό χώρο και θα είναι ήδη καλοκαίρι, κάτι μας λέει ότι τα τραγούδια του Λεωνίδα Μαριδάκη θα μπορέσουν να φέρουν λίγη από τη δροσιά της θαλασσινής αύρας που τόσο αγαπά στο κοινό...
_________________



Album "Βάρκα στο σπίτι"
ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ | 2018

ΕΡΩΤΑΣ  Ή ΤΙΠΟΤΑ
στίχοι: Λεωνίδας Μαριδάκης

Κάποτε θα ‘ρθει μια μέρα
θα ‘ναι κάτι στον αέρα
ένα νόημα που καίει
τρεις λεξούλες από σπρέι
Θα γελάσεις θα σαστίσεις
και τα μάτια σου θα τρίψεις
θα σκεφτείς: «Μα το Θεό μου
ένα ποίημα του δρόμου»!

Έρωτας ή τίποτα
έρωτας ή τίποτα
μαύρο σπρέι σε λευκό
Έρωτας ή τίποτα
έρωτας ή τίποτα
με ακόρντα θα στο πω
αν με πιάνεις, σ’ αγαπώ

Κάποτε θα σου ‘χουν κλέψει
τη ζωή σου θα ‘χουν δέσει
στα δικά τους «ναι» και «θέλω»
στου μυαλού τους το μπουρδέλο
Κουρασμένος με μια μπύρα
στα Εξάρχεια στη γύρα
έξαφνα θα δεις στο λέω
σύνθημα φίνο και ωραίο

Έπαξαν οι μουσικοί:
Δημήτρης Σεβνταλής: πιάνο
Σπύρος Αρκούδης: τρομπέτα
Λεωνίδας Παλαμιώτης: τρομπόνι
Πέτρος Βαρθακούρης: ηλ. μπάσο
Δρόσος Σκυλλάς: κρουστά

Ηχογράφηση - μίξη: Νίκος Λαγός, Συν Ένα Recording Studios
Mastering: Γιάννης Χριστοδουλάτος Συν Ένα Recording Studios Mastering: Γιάννης Χριστοδουλάτος Subsrcribe: Official YouTube Channel: Like on Facebook: https://goo.gl/DduJMU Follow me on Twitter: https://goo.gl/AVrpti Follow me on Instagram: https://goo.gl/mk6gQW Official Website: https://goo.gl/wfpwPV personal | professional contact: leonidas_mus@yahoo.gr iTunes: https://goo.gl/RE3jm2 Spotify: https://goo.gl/5XKqcH cdbaby: https://goo.gl/ZLX4dg amazon: https://goo.gl/sfBMz6

Αποχαιρετισμός στον Άγγελο Δεληβορριά28s13delv


ΑΓΓΕΛΕ, ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΓΡΑΜΜΑ ΑΓΑΠΗΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ...

«Ο κύριος Δεληβορριάς, ο διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη» - έτσι τον γνώρισα, ένα βράδυ του 1998, στη βενετσιάνικη οστερία «Nono risorto». Κι εκείνος, τείνοντας προς το μέρος μου το ποτήρι με το ουίσκι, με τον δείκτη του χεριού του τεντωμένο, σχεδόν αγγίζοντάς με, με βλέμμα χαμογελαστό, ίσως για να συστηθεί ακόμα καλύτερα: «Εγώ, κύριε, είμαι φίλος του Λέοντος Αυδή!» Ο Άγγελος Δεληβορριάς, που διεκδικούσε πάντα ολόκληρο τον εαυτό του... Ένας αθώος γόης, ένα παιδί...
Στα χρόνια που ήρθαν -χρόνια πολλά, ευτυχώς, αλλά ποτέ αρκετά, δυστυχώς- είχα την τύχη να είμαι ένας από κείνους που μεγάλωσαν μαζί του, άκουσαν, ένιωσαν, ποτίστηκαν, πίστεψαν, έμαθαν, συμμερίστηκαν το πάθος του. Και τώρα πρέπει, όσο το αίμα της μνήμης είναι ζεστό, όσο πνίγεται η ψυχή από το ασφυκτικό τέλος, να ζωγραφίσω μία εικόνα. Αδύνατο. Αλλά η γλώσσα δεν έχει άλλον τρόπο, παρά να δοκιμάζει τον εαυτό της.
Ο Άγγελος Δεληβορριάς, oραματιστής και εργάτης, γενναιόδωρος και ανυπεράσπιστα ρομαντικός. Αγαπούσε να διηγείται, με αυτονόητη υπερηφάνεια, για το πώς οραματίστηκε το Μουσείο Μπενάκη, για το πώς το άνοιξε στην κοινωνία: για τις δυσκολίες, τις αντιστάσεις, τα στοιχήματα, τις πίκρες, αλλά και για την απέραντη χαρά της δημιουργίας. Μπορούσε να καυχιέται για το ότι επί σαράντα πέντε σχεδόν χρόνια στο τιμόνι αυτού του δύσκολου καραβιού κατάφερε όχι μόνο να δημιουργήσει το πιο "λαμπερό" μουσείο στην Ελλάδα, αλλά και να χτίσει το τεράστιο κύρος του Μουσείου "του" στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Να ανοίξει; Να δημιουργήσει; Να χτίσει; Ναι, γιατί είχε χάρισμα ζηλευτό να εμπνέει: τους συνεργάτες του, τους καλλιτέχνες, την κοινωνία. «Ο Δεληβορριάς μάς έχει κάνει μουτζαχεντίν», μου είχε πει μία συνάδελφος εδώ και πολλά χρόνια. Και είναι αλήθεια: ένα μελίσσι, ένας οργασμός, ένα διαρκές στοίχημα, ένα ανήσυχο νησί ήταν και είναι το Μουσείο "του". Και στην καρδιά αυτού του πολύβουου μικρού κόσμου, το αυστηρό, χαμογελαστό, το αληθινά πατρικό βλέμμα ενός ανθρώπου. Ενός δασκάλου, ενός πολίτη βαθιά δημοκρατικού.
Οι δεκαετίες της Μεταπολίτευσης. Εύκολα χρόνια, θα πεις, με όρτσα τα πανιά της κοινωνίας μας. Αλλά, εδώ υπήρξε το δικό του μπόλιασμα. Μέσα σε καιρούς "εύκολους", αυτός δεν θέλησε τίποτα εύκολο. Η ανησυχία του τον έσπρωχνε: κοιλοπονούσε ιδέες, δεν φοβήθηκε να σχεδιάσει, να δοκιμαστεί, να κάνει ρήξεις.
Ο Άγγελος Δεληβορριάς, ένας έλληνας που αγάπησε βαθιά το φως της γης του, ένας κοσμοπολίτης, ένας αθώος ανεξίθρησκος... Γιατί, αν θέλησε να χτίσει στην καρδιά του Μουσείου Μπενάκη, στην καρδιά της Αθήνας, μια έκθεση-αφήγηση της ιστορίας και της τέχνης της αγαπημένης του Ελλάδας, αν δημιούργησε το πολύμορφο κέντρο της «Πειραιώς», αν έκανε πράξη ένα άλλο όνειρό του («θέλω, παιδί μου, να φτιάξω ένα μουσείο για την Ελλάδα που αγάπησα, -κατάλαβες;»), φτιάχνοντας με τα χέρια του -ώρες, μέρες, νύχτες- τη μοναδική έκθεση του ελληνικού εικοστού αιώνα στην Πινακοθήκη Γκίκα, έχτισε μαζί και το πρώτο μουσείο Ισλαμικής τέχνης, τιμώντας την πνευματική ανοιχτότητα και τον πολιτισμό του ιδρυτή του Μουσείου "του", του Αντώνη Μπενάκη.
Αλλά πήγε πολύ παραπέρα. Οραματίστηκε και δημιούργησε έναν πολυεπίπεδο πολιτιστικό οργανισμό, που υπερέβαινε διαρκώς τον εαυτό του, και τον προίκισε με όλη την αυστηρότητα που απαιτείται για να μπορεί να εδραιωθεί και να εξελιχθεί. Πέρα από την οργάνωση και τον εμπλουτισμό των συλλογών που συνιστούν τη γενέθλια προίκα του Μουσείου Μπενάκη (αρχαία, βυζαντινή, νεότερη και σύγχρονη τέχνη), δημιούργησε ένα ακτινωτό σύστημα μουσειακής οργάνωσης, που όχι μόνο εγγυάται την αναγκαία φιλοσοφία της εκθεσιακής πολιτικής, αλλά και εξασφαλίζει τις δομές για τη συγκέντρωση, τη συντήρηση, την τεκμηρίωση και την ανάδειξη των βασικών ψηφίδων του νεοελληνικού πολιτισμού: αρχιτεκτονική, φωτογραφία, πάσης φύσεως αρχειακό υλικό. Θεωρούσε διαρκώς απαραίτητη (πόσο αυτονόητο είναι αυτό;) τη συνεργασία του Μουσείου "του" με μουσειακούς οργανισμούς, με πνευματικά ιδρύματα, εντός και εκτός Ελλάδας, για την οργάνωση εκθέσεων, ερευνών, εκδόσεων. Η μέριμνά του έφερε το Μουσείο "του" να είναι το πρώτο που οργάνωσε εκπαιδευτικά προγράμματα στη χώρα, να έχει σήμερα τη μεγαλύτερη Βιβλιοθήκη στην Ελλάδα, να έχει ένα εξαιρετικά πλούσιο εκδοτικό πρόγραμμα - και τόσα άλλα, που θα 'ρθει η ώρα να ειπωθούν και να εκτιμηθούν.
«Και τούτο ποιείν κακείνο μη αφιέναι», ήταν το μότο του, που το πρόφερε καπνίζοντας το αγαπημένο του τσιγάρο και αφήνοντας το βλέμμα του ξεκρέμαστο, στο κενό - «κατάλαβες;»: σκέψεις, σχέδια, αγωνίες, υποχρεώσεις, στοιχήματα. Πού να προλάβεις; Το Μουσείο, οι άνθρωποί του, η «οικογένειά μας», η Ελλάδα του, και πάλι το Μουσείο... Και η αγαπημένη του αρχαιολογία, το μεράκι της Σπάρτης, το βιβλίο που δεν έλεγε να τελειώσει, ο χρόνος που δεν έφτανε ποτέ. Σαν τον Καζαντζάκη, που ήθελε να βγει στον δρόμο, να ζητιανέψει: «Άνθρωποι, χαρίστε μου ένα τέταρτο από τη ζωή σας...»
Αλλά, χάρηκε τον καλό ιδρώτα των κόπων του. Την ειλικρινή πανελλήνια και διεθνή αναγνώριση: για το έργο του στο Μουσείο Μπενάκη, για τις αρχαιολογικές του έρευνες, για την πολιτιστική πολιτική που υπηρέτησε, για το ήθος και την επιστημονική του συνεισφορά...
... Αλλά, τώρα, τέλος, «κύριε Δεληβορριά», αγαπημένε μας Άγγελε. Τα κίτρινα χαρτάκια και το μπλε μαρκαδοράκι θα περιμένουν μάταια. Το βιβλίο της Αφροδίτης δεν θα τελειώσει. Κι ούτε θα ξανακούσουμε ποτέ, νωρίς το πρωί, να βγαίνει από το γραφείο σου η αραχνοΰφαντη φωνή της νεράιδας να τραγουδάει τη Νόρμα, ούτε τη μακρινή νιότη σου να τραγουδάει με τη φωνή της Φλέρυς Νταντωνάκη «Πέρα στο θολό ποτάμι έσκυψε η νύχτα να λουστεί...». «Ποτέ πια»!
Ξέρω ότι οι φωνές των ζωντανών δεν μπορούν να τρυπήσουν το παχύ σκοτάδι που τους χωρίζει από το βασίλειο των νεκρών, που τώρα ανήκεις. Αλλά, η φωνή της αγάπης αυταπατάται πως η δύναμή της μπορεί να τρυπώσει στα πέπλα του Μεγάλου Τίποτα και να ψιθυρίσει τις τελευταίες της λέξεις.
Ήταν χαρά και μάθημα η ζωή μαζί σου, Άγγελε Δεληβορριά. Έναν κόσμο μας φώτισες: τη δική σου Οδό Ονείρων. Και τώρα που είναι δειλινό κι έξω μυρίζουνε οι πρώτοι βασιλικοί και η λουίζα, η δική μου φωνή λυγίζει, άλλο δεν έχει, και λέω να κλέψω μουσική που σου ταιριάζει, να στη στείλω - αλλά πού; Αρχή: «Γεια σας... Ήρθα για να σας δείξω ο ίδιος την Οδό Ονείρων. ... Είναι ένας δρόμος σαν όλους τους άλλους δρόμους της Αθήνας ..., μικρός, ασήμαντος, λυπημένος, τυραννικός, μα κι απέραντα ευγενικός. ... Εδώ, σ' αυτό τον δρόμο γεννιώνται και πεθαίνουν τα όνειρα τόσων παιδιών, ίσαμε τη στιγμή που η αναπνοή τους θα ενωθεί με τ' ανοιξιάτικο αεράκι του επιταφίου και θα χαθεί...». Και τέλος: «Εδώ τελειώνει η μουσική για την Οδό Ονείρων. Εδώ τελειώνουν τα όνειρα που μου δανείσατε εσείς οι ίδιοι μια βραδιά, δίχως να το γνωρίζετε... Τώρα είναι αργά κι όλοι οι φίλοι μου έχουν αποκοιμηθεί. Εγώ, αθεράπευτα πιστός σ' αυτό τον δρόμο, θα ξαγρυπνήσω ώς το πρωί, για να μαζέψω τα καινούργια όνειρα που θα γεννήσετε, να τα φυλάξω και να σας τα ξαναδώσω μια άλλη φορά, πάλι σε μουσική. Καληνύχτα».
Εκεί που τώρα πας, τίποτα δεν θυμάσαι. Αλλά, εμείς εδώ, όσο ακόμα είμαστε εδώ, θέλουμε να σε τυλίξουμε με την αγάπη μας. Θυμόμαστε, υποσχόμαστε και σε ευχαριστούμε γι' αυτό που ήσουν. Πλούσιος, χαμογελαστός, αθώος: ένα παιδί.
* Ο Δημήτρης Αρβανιτάκης είναι ιστορικός, υπεύθυνος των εκδόσεων του Μουσείου Μπενάκη

Κυριακή, Απριλίου 29, 2018

Ο ανάγωγος της Κυριακής: «Ξύπνησα χωρίς βρακί»

Μας πήρε και μας σήκωσε η έκθεση του ΟΟΣΑ για τη φορολόγηση. Σχεδόν το μισό οικογενειακό εισόδημα πάει σε φόρους και υποχρεώσεις. Το ‘χετε τερματίσει τελείως. Έχει γονατίσει ο κόσμος κάτω. Παίρνει το μισθό ο κόσμος και τρέχει να πληρώσει υποχρεώσεις και ό,τι περισσέψει κανά καφέ. Λοιπόν, καλό το πλεόνασμα για τους Ευρωπαίους, αλλά τα σπίτια και οι άνθρωποι έχουν διαλυθεί. Να ξαναθυμίσω ένα παλιό σύνθημα της πάλαι ποτέ ένδοξης εποχής του Συνασπισμού «διάλεξε ζωή, όχι επιβίωση». Νομίζω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μας καλεί να διαλέξουμε επιβίωση.
Υ.Γ.1: Τον πέταξαν έξω τον Γιούνκερ οι Νεοδημοκράτες από εκδήλωση του «Ινστιτούτου Κωνσταντίνος Καραμανλής», μην τυχόν και πει καλή κουβέντα για τον Τσίπρα και την πορεία της οικονομίας. Οι άνθρωποι δεν πάνε στα καλά τους. Λογοκρίνουν τους πάντες. Έλληνες και ξένους, όποιον δεν προσκυνά τον «καρδινάλιο» Κυριάκο, τον επονομαζόμενο και αυτοδημιούργητο. Το αξιοπερίεργο είναι ότι το ρεπορτάζ για την «πόρτα» στον Γιούνκερ ήταν προϊόν του ΣΚΑΪ, του άτυπου γραφείου Τύπου της ΝΔ. Ήθελαν να δώσουν το μήνυμα τα παιδιά. Όποιος δεν υποτάσσεται στην ηγετική γραμμή της καταστροφολογίας, κόβεται. Ας είναι και ο Γιούνκερ.
Υ.Γ.2: Την ώρα που η ΝΔ έχει σηκώσει ψηλά το θέμα της εγκληματικότητας για ψηφοθηρικούς λόγους, στέλεχός της στη Λέσβο συλλαμβάνεται για το χάος και τη βία που προκάλεσε το ρατσιστικό πογκρόμ κατά μεταναστών. Μάλιστα, το στέλεχος αυτό βαρύνεται με τέσσερα κακουργήματα. Φυσικά, άχνα δεν έβγαλε η ΝΔ ούτε γι’ αυτόν, ούτε για να καταδικάσει το πογκρόμ. Είναι αυτό που λέμε μια δημοκρατική παράταξη με τους αρχιδημοκράτες μπροστά Άδωνη και Βορίδη.
Υ.Γ.3: Παραιτήθηκε ο Σταμάτης Κριμιζής από τη θέση του προέδρου του Ελληνικού Διαστημικού Οργανισμού και άφησε ένα σκασμό μπηχτές για τον Παππά. Ας αφήσουμε τον χρόνο να δούμε σε ποιο ψηφοδέλτιο θα καταλήξει ο κ. Κριμιζής, γιατί αν δεν καταλήξει σε ψηφοδέλτιο σημαίνει ότι αυτά που έλεγε τα εννοούσε. Δηλαδή, στον καθένα που παραιτείται γενικά τα σεβόμαστε αυτά που λέει, αλλά πάντα θα περιμένουμε πού καταλήγει όλο αυτό. Τις μπηχτές τις διαβάσαμε, τις γράψαμε, ο χρόνος θ’ αποδώσει ή δεν θ’ αποδώσει δίκιο στον κ. Κριμιζή.
Υ.Γ.4: Ότι η Νέα Δημοκρατία έχει γίνει ένα ακροδεξιό παρακολούθημα το ξέρουμε όλοι και κυρίως οι ακροδεξιοβατούντες δημοσιογράφοι που την Αλαφουζοστηρίζουν. Ότι ο ΣΥΡΙΖΑ όμως θα έκανε τόσα «νερά» σε βασικά δικαιώματα, όπως αυτό της αναδοχής – και όχι υιοθεσίας – των παιδιών, από την άλλη, αποτέλεσε μία μικρή έκπληξη. Δυο επιστολές έστειλαν στον Αλέξη Τσίπρα οι διαφωνούντες βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά πρώτος και καλύτερος ο Ιωάννης Μιχελογιαννάκης, ο οποίος μας διαφώτισε ότι «ως  πολιτικός και ως γιατρός» διαφωνεί με το εν λόγω άρθρο του νομοσχεδίου λόγω… πουριτανισμού της κοινωνίας.
Ευτυχώς που ο ΣΥΡΙΖΑ σε αυτά τα θέματα τουλάχιστον δεν είναι οσφυοκάμπτης, όπως σε κάποια άλλα. Το θέμα θα προχωρήσει και εγώ, ως ανάγωγος και αντιπουριτανιστής, δηλώνω περήφανα ότι όλοι έχουν θέση στη ζωή αυτή και ως εκ τούτου και τα ομόφυλα ζευγάρια πρέπει να μπορούν να γίνουν ανάδοχοι γονείς, όπως σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο. Διότι έχω βαρεθεί να ακούω ότι οι μουσουλμάνοι είναι πολύ πίσω, αλλά βλέπω ότι και εμείς δεν πάμε πολύ μπροστά.
Υ.Γ.5: Ούτε για 24 ώρες δεν παρέμεινε στον πάγκο του Πανιωνίου ο Στιβ Γιατζόγλου, ύστερα από τις σφοδρές αντιδράσεις οπαδών της ομάδας της Νέας Σμύρνης. Ο Γιατζόγλου πριν περίπου δύο χρόνια είχε αναλάβει ρόλο «πρεσβευτή» της Χρυσής Αυγής, αφού ύστερα από μια δημόσια παρουσία του σε εκδήλωση της εγκληματικής οργάνωσης, βγήκε παγανιά σε όλα τα κανάλια ξεπλένοντάς την και δίνοντας ελαφρυντικά για την εγκληματική δράση των μελών της. Εξ’ αιτίας αυτών λοιπόν, όταν την Πέμπτη ανακοινώθηκε η έλευση του Γιατζόγλου στον πάγκο του Πανιωνίου, οι οπαδοί του προσφυγικού συλλόγου έγιναν έξαλλοι. 
Το αποτέλεσμα ήταν ο Γιατζόγλου να φάει «πόρτα» πριν καν ξημερώσει καλά καλά η επόμενη μέρα. Όταν λέμε ότι οι χρυσαυγίτες πρέπει να απομονώνονται αυτό ακριβώς εννοούμε. Πρέπει να κρυφτούν ξανά πίσω στις τρύπες τους, στο περιθώριο και στη σκιά της ιστορίας, εκεί όπου ανήκουν.
Υ.Γ.6: Η είδηση του θανάτου του μωρού, που η 22χρονη φοιτήτρια πέταξε από το παράθυρο του σπιτιού της στον ακάλυπτο αφού το γέννησε μόνη της στην μπανιέρα κρυφά από όλους, είναι από κάθε άποψη τραγική και λυπηρή. Το πιο τραγικό, όμως, σε αυτή την ιστορία ήταν το μένος, ο σεξιστικός οχετός και η οργή που έβγαλαν προς το πρόσωπο της 22χρονης όσοι σχολίασαν για το γεγονός διαδικτυακά. 
«Να πεθάνει», «να την κρεμάσουν», «δεν της αξίζει να ζει», «ας πρόσεχε όταν άνοιγε τα πόδια της», «ανεγκέφαλη» ήταν μερικά από τα πολλά σκληρά που γράφτηκαν σε σχόλια άρθρων και σε social media. 
Όμως… κανείς από αυτούς που θέλουν να στείλουν στην πυρά τη 22χρονη φυσικά δεν απέδωσε ευθύνη στον πατέρα του παιδιού, ο οποίος την εγκατέλειψε μόλις έμαθε για την εγκυμοσύνη. Κανείς δεν είπε ότι αυτός πρέπει να πεθάνει ή να κρεμαστεί γιατί παράτησε το παιδί του – δείγμα της βαθιά πατριαρχικής κοινωνίας μας. 
Κανείς δεν μίλησε για την οικογένεια της 22χρονης και το γεγονός ότι ένα κορίτσι δεν τόλμησε να μιλήσει για αυτό που της συνέβαινε στους πιο οικείους της, ποιος ξέρει για ποιον λόγο. Κανείς δεν απέδωσε ευθύνες στη μητέρα της, η οποία δεν ήταν σε θέση να συνειδητοποιήσει ότι η κόρη της με την οποία έμεναν μαζί, ήταν έγκυος! Κανείς δεν σκέφτηκε σε τι κατάσταση και τι σύγχυση βρισκόταν η ίδια η 22χρονη όταν τράβηξε όλο αυτό μόνη της, έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή της επειδή φοβόταν (!) τι θα πει η μάνα της και ο περίγυρος. 
Κανείς δεν σχολίασε πόσο σάπιο μπορεί να ήταν το περιβάλλον που μεγάλωσε, με τι πεποιθήσεις είχε γαλουχηθεί και πόσο μόνη μπορεί να αισθάνθηκε. Αν κάτι άλλαζε σε όλη αυτή την ιστορία, αν υπήρχαν πιο ειλικρινείς σχέσεις ανάμεσα στα παιδιά και τους γονείς, αν δεν ήταν μόνο ευθύνη της γυναίκας μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, αν, αν, τότε η κατάληξη θα ήταν πολύ διαφορετική και δεν θα είχε ως συνέπεια τον «θάνατο» δύο ανθρώπων – φυσικό για το μωρό, μεταφορικό για τη μητέρα του.
Τα social media είναι όπως ο στρατός. Συναντάς ανθρώπους που πίστευες ότι δεν μπορεί να υπάρχουν. Είναι αλήθεια. Το διαδίκτυο μπορεί να είναι ένα Μέσο, να επικοινωνείς πιο γρήγορα, αλλά έχει γίνει μια λεκάνη για να ξερνούν φασίστες, κομπλεξικοί, ψυχικά αγράμματοι, εντεταλμένοι δημοσιογράφοι και ηλεκτρονικοί αληταράδες, υπηρέτες των αφεντικών που κυκλοφορούν με 300 μπράβους στην Αθήνα. Τα social media είναι μια ψεύτικη εικόνα, μια παραπλανητική φωτογραφία από κάτι που δεν υπάρχει. Δεν είναι τόσο άρρωστοι οι άνθρωποι. Και είναι καιρός να μπει ένα φραγμός και ν’ απομονωθούν οι ακροδεξιές, φασιστικές και χυδαίες, εντεταλμένες φωνές. Αυτά όχι μόνο για την περίπτωσης της 22χρονης κοπέλας. Γενικά. Δεν μπορεί ο κάθε πανηγυρτζής μαλάκας να ζητά να κρεμαστεί μια κοπέλα χωρίς να ξέρει τι έχει περάσει και τι έχει ζήσει.
Υ.Γ.7: Μέσα σε όλο τον χαμό που συμβαίνει ξέχασα να σας πω. Αmber alert. Χάθηκε το βρακί του Πουνέντη. Τι άλλο θα δούμε ρε παιδιά; Κάνοντας ζάπινγκ πέφτω πάνω στην εκπομπή της Ελένης, η οποία η κακομοίρα, άφωνη, προσπαθούσε να καταλάβει τον πόνο του συνεργάτη της που κάθε βράδυ χάνει το βρακί του. Ναι, ναι, καλά διαβάσατε. Κοιμάται, λέει, με βρακί και ξυπνάει γυμνός. Αχ, βρε Λενιώ μου τι τραβάς κι εσύ.
Άλλα εδώ που τα λέμε, έτσι μια νύχτα η Ελλάδα κοιμήθηκε με βρακί και το πρωί βρεθήκαμε ξεβράκωτοι. Ας είναι καλά ο Γιωργάκης και το μνημόνιο…

Ο αξέχαστος αντικομφορμιστής τραγουδοποιός Ζορζ Μπρασένς

Tracklist: 00:00 - La mauvaise réputation 02:13 - Chanson pour l'auvergnat 05:18 - Les amoureux des bancs publics 08:22 - Le gorille 11:39 - Les sabots d'Hélène 14:25 - Brave Margot 17:45 - J'ai rendez-vous avec vous 19:50 - Une jolie fleur 22:30 - Putain de toi 25:13 - La chasse aux papillons 27:18 - Le parapluie 29:47 - Le vieux Léon 33:33 - Le petit cheval 35:56 - Le fossoyeur 38:06 - Corne D'auroch 41:01 - Hécatombe 43:08 - Le vent 44:23 - Ballade des femmes du temps jadis 46:31 - J'me suis fait tout petit 50:28 - Comme hier 52:22 - Pauvre Martin 54:01 - Il suffit de passer par le pont 56:04 - La cane de Jeanne 57:32 - La Marine 59:58 - Il n'y a pas d'amour heureux 01:02:30 - Auprès de mon arbre 01:05:37 - La première fille 01:08:09 - Gastibelza 01:10:24 - La prière 01:13:34 - Le pornographe 01:17:14 - La mauvais herbe 01:20:07 - Je suis un voyou 01:22:47 - Le mauvais sujet repenti 01:25:20 - Marinette 01:27:14 - Le testament 01:31:17 - Les croquants 01:33:45 - La légende de la nonne 01:36:58 - Colombine 01:38:58 - Oncle Archibald 01:42:33 - L'amandier 01:44:56 - La marche nuptiale 01:48:57 - Au bois de mon coeur 01:52:03 - Celui qui a mal tourné 01:54:38 - Grand père 01:58:41 - Les lilas 02:01:30 - Les Philistins 02:03:21 - Le vin 02:06:13 - La femme d'Hector 02:10:19 - A l'ombre du cœur 02:13:14 - La ronde des jurons 02:15:52 - Le cocu 02:19:23 - Comme une sœur 02:22:01 - Bonhomme 02:24:06 - Les funérailles 02:28:01 - Le mécréant 02:31:25 - Le bistrot 02:34:08 - Embrasse les tous 02:36:29 - Maman, papa 02:38:45 - L'orage 02:42:04 - Pénélope 02:45:10 - Le verger du roi
*********************

Ο Ροβήρος Μανθούλης θυμάται τον Ζωρζ Μπρασένς


Αν ο σημερινός γαλλικός λαός σε κάτι θυμίζει τους «Αβράκωτους» της Επανάστασης του 1789, είναι η ασέβεια στους ατσαλάκωτους κατεστημένους. Ο Μπρασένς, η μεγάλη όσο και πρωτότυπη αυτή φιγούρα του γαλλικού τραγουδιού ήταν ίσως το πιο ασεβές και πιο δημοφιλές σύμβολο του γαλλικού παγανισμού. Η Πιαφ, ο Μπρελ τραγουδούσαν για το κοινό. Ο ποιητής Μπρασένς έμοιαζε να τραγουδάει για τον εαυτό του. Όπως όλοι οι ρεμπέτες. Σκυμμένος πάνω από την κιθάρα, δάγκωνε τους στίχους και τους άφηνε να κυλήσουν στη σκηνή. Οι στίχοι του Πρεβέρ τραγουδήθηκαν από πολλούς. Τον Μπρασένς κανείς δεν θα μπορούσε να τον τραγουδήσει «à laBrassens». Η Γαλλική Ακαδημία του απένειμε το Μέγα Βραβείο Ποίησης το 1967. Στη Γαλλία τα «άτακτα παιδιά» δικαιώνονται έγκαιρα. Του πρότειναν να γίνει ακαδημαϊκός, αλλά δεν δέχτηκε.
Με τον Φρανσουά Βιγιόν, που έβγαλε τη Γαλλία από τον Μεσαίωνα, τούς χωρίζουν πέντε αιώνες. Και με τον δικό μας τον Ιππώνακτα των Κλαζομενών, άλλους είκοσι. Αλλά τους ενώνουν όλα τ’ άλλα. Η γυναίκα, το κρασί, η περηφάνια, ο αντικομφορμισμός, ο ατίθασος χαρακτήρας, οι παρέες με τον υπόκοσμο, τα τραβήγματα με την εξουσία, η προσήλωση στη φιλία, η γνήσια ποιητική φλέβα, το εύστοχο ωμό λεξιλόγιο, το φιλότιμο, η σεμνότητα, η ανυπακοή στις κοινωνικές συμβάσεις και στις επισημότητες. Ο Βιγιόν και ο Ιππώναξ ζούσαν στις κακόφημες συνοικίες, όπως ο Βαμβακάρης. Όλοι τους θα έχουν κ′ ένα στίχο στο τραγούδι τους που σπάει κόκκαλα. Ο Ιππώναξ είχε τον χωλίαμβο (κάθε τρεις στίχους και έναν «κουτσό» που δεν ακολουθούσε του ιαμβικούς κανόνες). Κάτι ανάλογο θα κάνει ο Βιγιόν και ο Μπρασένς. Και ο δικός μας ο Τσιτσάνης, κάπως έτσι: 
- Κι′ αν δεν έχουμε την σήμερον να φαμ,
και με πόνο τα ποτήρια μας ρουφάμ
σερσέ λα φαμ, σερσέ λα Femme! 
Είναι κρίμα να μην ακούγεται αρκούντως στην Ελλάδα ο Μπρασένς.
Ποιητές επαναστάτες όπως ο Βιγιόν και ο Μπρασένς είχαν προετοιμάσει μεγάλες αλλαγές. Ο Βιγιόν την Αναγέννηση, ο Μπρασένς τον Μάη τον 68. Επαναστάτης ο Ζωρζ; Αν είχε ζήσει στα τέλη του προπερασμένου αιώνα, θα ήταν σίγουρα ένας από τους Κομμουνάριους. Από την εδραίωση της Γ′ Δημοκρατίας και ύστερα, οι μισοί τουλάχιστον Γάλλοι θα είναι αντικομφορμιστές, άθεοι ή τουλάχιστον αντικληρικοί, αντιμιλιταριστές. Ο Μπρασένς συνεργάστηκε για ένα φεγγάρι στο επίσημο όργανο του αναρχικού κινήματος (LeLibertaire) με τα ψευδώνυμα «Ζιλ Κοράκι» και «Πεπέν Πτώμα».Αργότερα τα παράτησε «γιατί εκεί μέσα κυκλοφορούσαν διάφορα πανεπιστημιακά ερπετά». Με τον Στάλιν δεν τα πήγαινε καλά. «Δεν υπάρχει χώρος – έλεγε - για δύο μουστάκια σ’ αυτόν τον πλανήτη». Ο βίος του θυμίζει τη διαδρομή ενός Ρεμπέτη. Γεννήθηκε επαρχιώτης, στην πόλη Σετ που είναι και λιμάνι στη Μεσόγειο, το 1921. Το σχολείο ήταν η τελευταία του έγνοια. Τριγυρνούσε με τα κορίτσια στα χωράφια στα οποία, όπως έλεγε, έχανε κάθε φορά από δύο ως τρία κιλά! Έκανε και λίγη φυλακή, για κάποια κλοπή οικογενειακών κοσμημάτων. Στην Κατοχή τον έστειλαν στη Γερμανία, με την Εργατική Επιστράτευση. Στην πρώτη του άδεια, κρύφτηκε κι έμεινε στη Γαλλία. Από τα πρώτα βιβλία που διάβασε ήταν «Οι κανόνες καλής συμπεριφοράς του υπόκοσμου» του Αλμπέρ Σιμονέν ο οποίος, αφού εξέτισε μια ποινή δωσιλόγου κατά την Γερμανική Κατοχή, έγινε μέγας υποκοσμικός σεναριογράφος αστυνομικών ταινιών, διάσημος για την ταινία καλτ Touchezpasaugrisbi.
Το γαλλικό τραγούδι του 20ού αιώνα ήταν παράρτημα της αμερικάνικης μουσικής. Ο Ζωρζ ανήκε σε μια αρχαιότερη Γαλλία. Ο λαός αγάπησε τον ανδροπρεπή βάρδο που έμοιαζε με ποδοσφαιριστή. Η γλώσσα του ερχόταν από τα βάθη των αιώνων, μύριζε κρασί, κρεβάτι. Παράξενα λαϊκή, μια καινούρια αργκό, σοφή, ερωτική, έλεγε τα πράγματα με τ’ όνομά τους, ποτέ χυδαία. «Είχε την ικανότητα να υψώσει την πραγματικότητα την πιο ταπεινή και την πιο απαίσια σε επίπεδο κάλλους ποιητικού».Το σχόλιο γράφτηκε για τον Φρανσουά Βιγιόν, αλλά κολλάει απόλυτα στον Μπρασένς. Μια τέτοια γλώσσα βέβαια δεν μπορεί να μη συγκινεί τις λαϊκές τάξεις και ιδιαίτερα το περιθώριο. Το 1976 έλαβε την ακόλουθη επιστολή από τον Σύνδεσμο των Ιεροδούλων του Παρισιού: «Αγαπητέ Ζωρζ Μπρασένς, εμείς οι πόρνες σάς λέμε ευχαριστώ για τα τόσο ωραία τραγούδια σας, που μας βοηθάνε να ζήσουμε». Είναι ωραία και γιατί είναι αδύνατο να μεταφραστούν. Όπως τα ρεμπέτικα, όπως η Σαπφώ, που έγραφε κι αυτή σε τοπική διάλεκτο και συχνά στην αργκό του λιμανιού της Μυτιλήνης. Χώρια που ο Μπρασένς κατασκευάζει και λέξεις. Σ’ ένα από τα γνωστότερα τραγούδια του βγάζει το άχτι του για τις γυναίκες:
Μισογύνης δεν είμαι, αλλά,
εδώ που τα λέμε,
οι γυναίκες είναι τριών ειδών.
οι ψυχοβγάλτρες
οι ψυχοβγάλτισσες
και οι… ψυχοξεριζώστρες.
Θεέ μου, συχώρα
για τα πικρά λόγια που θα πω,
η δικιά μου είναι κι απ′ τα τρία !
(Ο Βιγιόν έλεγε: Αγάπη σκληρή που είναι σαν μασάς σίδερο!).
Ένα δείγμα από αυτό που έφερε ο άνθρωπος Μπρασένς στο γαλλικό τραγούδι είναι «Το Ρόδο, η Μποτίλια και η Χειραψία”. Το «Ρόδο» έπεσε από ένα γεροντάκι, παλαιό πολεμιστή, μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη. Ο στιχουργός έσπευσε να το πάρει και δοκίμασε να το προσφέρει σε κυρίες που συνάντησε στον δρόμο, γιατί
Είναι από τις χειρότερες διαστροφές
να κρατάς ένα ρόδο για τον εαυτό σου.
Όμως όλες οι κυρίες άρχισαν να φωνάζουν ”Βοήθεια”!
Ούτε ένα άνθος δεν μπορείς να προσφέρεις
σε μια νόστιμη άγνωστη.
Πέσαμε πολύ χαμηλά… 
Η «Μποτίλια» έπεσε από το ράσο ενός αβά την ώρα που έβγαινε από τη λειτουργία τύφλα στο μεθύσι. Ο στιχουργός έψαξε να βρει κάποιον για να τα πιουν μαζί, γιατί
Είναι από τις χειρότερες διαστροφές
ένα καλό κρασί
για πάρτη σου να το κρατάς
κανένανε να μην κερνάς
και μόνος σου να το πίνεις. 
Η «Χειραψία» είναι αυτή που δεν ανταλλάξανε δυο φίλοι, την ώρα που χωρίσανε. Έπεσε κάτω γιατί μόλις είχαν τσακωθεί μέχρι θανάτου. Ο στιχουργός μάζεψε τη χειραψία και προσπάθησε να τη μεταφέρει παραπέρα.
Γιατί είναι η χειρότερη διαστροφή
να κρατάς μια χειραψία για τον εαυτούλη σου. 
Αλλά μόνο βρισίδι άκουσε, μόνο που δεν τον δείρανε!
Οι επαναστάσεις αρχίζουν όταν οι άγνωστοι αρχίζουν να φιλιούνται στους δρόμους, μας λέει ο Μπρασένς.
____________________
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

 

Τούλα Καρώνη, “Ζορζ Μπρασένς, Ο ποιητής τραγουδοποιός”, εκδ Δρόμων .

The Best Choral Orchestral Pieces of Cathedrals and Forgotten Temples!

Tracklist:

 0:00 Jeremy Soule – Peace of Akatosh (The Elder Scrolls: Oblivion Soundtrack) 4:09 Catholic Renaissance Hymns – Adoremus in Aeternum 6:42 Hans Zimmer – Aurora 15:17 Mozart – Requiem: Lacrimosa 18:26 Howard Shore – Evenstar (The Lord of the Rings: The Two Towers Soundtrack) 21:41 Gregorian Chant – Da Pacem Domine 26:15 Mychael Danna – Tsimtsum (Life of Pi Soundtrack) 29:05 Pergolesi – Stabat Mater: Dolorosa 33:48 Samuel Barber – Agnus Dei 41:44 Catholic Hymns – Pange Lingua Gloriosi 48:08 Erik Satie – Gymnopedie No. 1 (for Soprano) 51:47 Gregorian Chant – Dies Irae 54:53 Jeremy Soule – From Past to Present (The Elder Scrolls: Skyrim Soundtrack) 59:58 Howard Shore – Twilight and Shadow (the Lord of the Rings: Return of the King Soundtrack) 1:03:28 Gabriel Faure – Pie Jesu 1:06:56 Gregorian Chant – Te Deum

Η γοτθική λογοτεχνία του τρόμου : ένα διήγημα του Ουίλιαμ Χάρισον Εϊνσγουόρθ

H Βίβλος της γοτθικής κουλτούρας

H Βίβλος της γοτθικής κουλτούρας



Gavin Baddeley
μετάφραση: Ονούφριος Ντοβλέτης



"Το Gothic δεν είναι απλώς υποκουλτούρα της νεολαίας, μια καταθλιπτική αισθητική ή ένα λογοτεχνικό είδος. Είναι μια φιλοσοφική οπτική - μια θέαση του κόσμου, όπως είπε και ο Ιρλανδός μυθιστοριογράφοs Joseph Sheridan Le Fanu στο In a Glass Darkly. Είναι ο κόσμος σε αρνητικό φωτογραφίας, ανεστραμμένος - εδώ το παράδοξο και το απόκοσμο αποτελούν κοινό τόπο, ενώ κατά κάποιο τρόπο το σύνηθες είναι αλλόκοτο. Εδώ το σκοτεινό και το απειλητικό ασκούν μια ακαταμάχητη έλξη.
Η πόλη της τρομερής νύχτας, δηλαδή η σκιά του σύγχρονου κόσμου μας, δεν περιορίζεται σε κανέναν τόπο ή χρόνο. Είναι το στοιχειωμένο από την ομίχλη Λονδίνο της Βικτωριανής εποχής, που τρέμει υπό την απειλή της λεπίδας του Τζακ του Αντεροβγάλτη. Είναι το Παρίσι των τελών του 19ου αιώνα, μια ένδοξη μποέμ κόλαση. Είναι το Βερολίνο της δεκαετίας του '20 , όπου γλεντζέδες με μάτια κατακόκκινα χορεύουν και πίνουν σε μια απελπισμένη προσπάθεια να καταπνίξουν τον θόρυβο της στρατιωτικής μπάντας που πλησιάζει. Είναι το Λος Άντζελες του 20ού αιώνα, η "πόλη της νύκτας", ένα εργοστάσιο παραγωγής ονείρων εξειδικευμένο στους εφιάλτες. Είναι ένα βασίλειο λυκόφωτος που μου έχει γίνει πολύ οικείο. Σας προτείνω ταπεινά να με ακολουθήσετε σε αυτό μου το ταξίδι μέσα στην καρδιά του σκότους..."

Gavin Baddeley


Σχετική εικόνα

*Γοτθική μυθοπλασία - Βικιπαίδεια

 Αποτέλεσμα εικόνας

*The Spectre Bride - Wikisource, the free online library (TEXT)


William Harrison Ainsworth

 The Spectre Bride

Ουίλιαμ Χάρισον Εϊνσγουόρθ

 Η Νύφη του Σατανικού Φαντάσματος

Αποτέλεσμα εικόνας για gothic horror animated gif
Διήγημα τρόμου

Απόδοση: Βασίλης Κ. Μηλίτσης

Το κάστρο του Χέρνσβολφ, κατά τα τέλη του 1655, ήταν o ο τόπος της μόδας και της διασκέδασης. Ο ομώνυμος βαρόνος ήταν ο ισχυρότερος ευγενής της Γερμανίας, και εξίσου ξακουστός για τα πατριωτικά επιτεύγματα των γιων του καθώς και για το κάλλος της μοναχοκόρης του. Η γη των Χέρνσβολφ, που βρισκόταν στο κέντρο του Μέλανος Δρυμού, είχε παραχωρηθεί σ’ έναν από τους προγόνους του βαρόνου ως δείγμα ευγνωμοσύνης του έθνους και περιήλθε μαζί με άλλες κληρονομικές κτήσεις στην οικογένεια του τωρινού ιδιοκτήτη. Το οικοδόμημα ήταν ένα οχυρωμένο, γοτθικό αρχοντικό, κτισμένο σύμφωνα με τον πιο επιβλητικό αρχιτεκτονικό ρυθμό των χρόνων εκείνων, και αποτελούνταν κυρίως από σκοτεινούς, ελικοειδείς διαδρόμους καθώς και από θολωτά με τάπητες στους τοίχους δωμάτια, μεγαλοπρεπή, πράγματι, ως προς το μέγεθός τους, αλλά μάλλον ακατάλληλα για προσωπική άνεση, λόγω της ζοφερής τους μεγαλοπρέπειας.
Ένα σκοτεινό δασύλλιο από κωνοφόρα και μελίες περιέβαλλαν το κάστρο από κάθε πλευρά, και δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα κατήφειας γύρω από τον χώρο, ο οποίος σπάνια ζωντάνευε από τη χαρωπή λιακάδα και το φως του ουρανού.
Οι καμπάνες του κάστρου σήμαιναν χαρμόσυνα στο  χειμωνιάτικο λυκόφως, ενώ ο φύλακας του κάστρου μαζί με την ακολουθία του είχαν πάρει θέσεις στις επάλξεις, για ν’ αναγγείλουν την άφιξη των καλεσμένων που έρχονταν για να συμμετάσχουν στο γλέντι που γινόταν εντός των τειχών. Η δεσποσύνη Κλοτίλδη, η μοναχοκόρη του βαρόνου, είχε μόλις κλείσει τα δεκαεφτά της, και για τα γενέθλιά της είχαν προσκαλέσει μια λαμπρή συντροφιά. Οι πόρτες των ευρύχωρων θολωτών αιθουσών ήταν ορθάνοιχτες για την υποδοχή των πολυάριθμων καλεσμένων, και η ευθυμία της βραδιάς μόλις είχε ξεκινήσει όταν το ρολόι του πύργου που οδηγούσε στα μπουντρούμια του κάστρου ακούστηκε να χτυπάει με ασυνήθιστη επισημότητα και αμέσως ένας ξένος με ψηλό ανάστημα, ντυμένος κατάμαυρα έκανε την εμφάνισή του στην αίθουσα του χορού. Υποκλίθηκε με χάρη σε κάθε κατεύθυνση, αλλά όλοι τον υποδέχθηκαν με την πιο αυστηρή επιφύλαξη. Κανείς δεν ήξερε ποιος ήταν κι από πού ήρθε, αλλά ήταν εμφανές από το παρουσιαστικό του πως ήταν διακεκριμένος ευγενής, και, παρόλο που τον δέχτηκαν με δυσπιστία, όλοι του συμπεριφέρθηκαν με σεβασμό. Αποτάθηκε ιδιαίτερα στην κόρη του βαρόνου με τέτοιες έξυπνες και αβρές φιλοφρονήσεις καθώς και με τόσα σαγηνευτικά λόγια, ώστε γρήγορα εξήψε τα αισθήματα της νεαρής και ευαίσθητης αποδέκτριας. Τελικά, μετά από κάποιους δισταγμούς εκ μέρους του οικοδεσπότη, ο οποίος, μαζί με την υπόλοιπη ομήγυρη, αδυνατούσε πλέον να συμπεριφερθεί στον ξένο με αδιαφορία, τον παρακάλεσε να μείνει μερικές μέρες στο κάστρο, και την πρόσκληση αυτή ο ξένος τη δέχτηκε με χαρά.
Πλησίαζαν τα μεσάνυχτα και όταν όλοι αποσύρθηκαν να αναπαυθούν, ακούστηκαν από τον γκρίζο πύργο οι αργοί και βαριοί χτύποι της καμπάνας που κουνιόταν από μόνη της πέρα δώθε, αν και δεν υπήρχε σχεδόν καμιά πνοή ανέμου ώστε να κάνει τα δέντρα του δάσους να κουνιούνται. Πολλοί από τους καλεσμένους το επόμενο πρωί κατά το πρόγευμα ισχυρίστηκαν πως είχαν ακούσει ήχους μιας μελωδικότατης ουράνιας μουσικής, ενώ όλοι επέμεναν με βεβαιότητα ότι είχαν επίσης ακούσει τρομακτικούς θορύβους που φαίνονταν να προέρχονται από τα διαμερίσματα όπου φιλοξενούνταν ο ξένος. Σύντομα ο ξένος έκανε την εμφάνισή του στον κύκλο του πρωινού και όταν αναφέρθηκαν στα συμβάντα της προηγούμενης νύχτας, ένα σκοτεινό χαμόγελο ανέκφραστης αινιγματικότητας ζωγραφίστηκε στα σαρδόνια χαρακτηριστικά του προσώπου του και κατόπιν ο ίδιος πήρε μια έκφραση βαθύτατης μελαγχολίας. Απηύθυνε την κουβέντα του κυρίως στην Κλοτίλδη, και όταν αφηγήθηκε τα διαφορετικά μέρη που επισκέφθηκε, τις ηλιόλουστες περιοχές της Ιταλίας, όπου πάντα ο αέρας αποπνέει το άρωμα των λουλουδιών και το καλοκαιρινό αεράκι φυσάει πάνω σε μια γλυκιά χώρα, όπου το χαμόγελο της μέρας βυθίζεται στην απαλότερη ομορφιά της νύχτας, και η χάρη του ουρανού δεν σκοτεινιάζει ούτε στιγμή – τότε προκάλεσε δάκρυα λύπης ν’ αναβλύζουν από τα στήθη της ωραίας του ακροάτριας, και για πρώτη φορά η ίδια μετάνιωνε που βρισκόταν ακόμη στο σπίτι της.
Οι μέρες κυλούσαν και κάθε στιγμή μεγάλωνε τη θέρμη των ανέκφραστων συναισθημάτων που είχε εμπνεύσει μέσα της ο ξένος. Ο ίδιος ποτέ δε μίλησε ανοιχτά για έρωτα, αλλά τον υπονοούσε στα λόγια του, στους τρόπους  και στον τόνο της φωνής του, καθώς και στην υπνωτιστική απαλότητα του χαμόγελού του, και όταν ανακάλυψε πως είχε πετύχει να την εμπνεύσει με ευνοϊκά συναισθήματα, η έκφρασή του για μια στιγμή έδειξε μια χλεύη διαβολικότατου χαρακτήρα, η οποία μετά εξαφανίστηκε στα σκοτεινά χαρακτηριστικά του προσώπου του. Όταν τη συναντούσε ενώπιον των γονιών της, αμέσως έδειχνε σεβασμό και υποταγή, και μόνο όταν βρισκόταν κατ’ ιδίαν μαζί της κατά τους περιπάτους της μέσα στις σκιερές εσοχές του δάσους, φορούσε το προσωπείο του πλέον παθιασμένου θαυμαστή της.
Καθώς καθόταν μια βραδιά με τον βαρόνο στην ξυλεπένδυτη αίθουσα της βιβλιοθήκης, η κουβέντα στράφηκε σε υπερφυσικά φαινόμενα. Ο ξένος παρέμεινε επιφυλακτικός και μυστηριώδης κατά τη διάρκεια της συζήτησης, αλλά όταν ο βαρόνος με διάθεση αστεϊσμού δεν παραδέχτηκε την ύπαρξη φαντασμάτων και ειρωνικά ενέπαιξε την εμφάνισή τους, τα μάτια του ξένου άστραψαν με μια απόκοσμη λάμψη, και η μορφή του φάνηκε να μεγαλώνει πάνω από τις φυσιολογικές διαστάσεις της. Όταν σταμάτησε η συζήτηση, ακολούθησε μια παύση γεμάτη φόβο για λίγα δευτερόλεπτα και κατόπιν ακούστηκε μια χορωδία ουράνιας αρμονίας μέσα από το ξέφωτο του σκοτεινού δάσους. Όλοι έμειναν εκστασιασμένοι και περιχαρείς, εκτός από τον ξένο ο οποίος ταράχτηκε και σκυθρώπιασε. Κοίταξε τον ευγενή οικοδεσπότη και κάτι σαν δάκρυ ανάβλυσε στα σκοτεινά του μάτια. Μετά την παρέλευση ολίγων δευτερολέπτων η μουσική έσβησε απαλά στο βάθος και τα πάντα ησύχασαν σαν πρώτα. Σύντομα ο βαρόνος βγήκε από τη βιβλιοθήκη ακολουθούμενος αμέσως από τον ξένο. Δεν είχε λείψει πολύ όταν ακούστηκε ένας απαίσιος θόρυβος, σαν κάποιος να βρίσκεται σε επιθανάτια αγωνία, και ο βαρόνος βρέθηκε νεκρός, ξαπλωμένος διάπλατα στους διαδρόμους. Το πρόσωπό του είχε έναν μορφασμό πόνου και στον μαυρισμένο του λαιμό ήταν ορατό το αποτύπωμα λαβής από ανθρώπινο χέρι. Αμέσως σήμανε συναγερμός, το κάστρο ερευνήθηκε προς πάσα κατεύθυνση, αλλά ο ξένος έγινε άφαντος και κανείς δεν τον είδε πια. Η σορός του βαρόνου, εντωμεταξύ, κηδεύτηκε και ενταφιάστηκε δεόντως, και η ανάμνηση του φοβερού συμβάντος παρέμεινε σαν κάτι που κάποτε υπήρξε.

***

Μετά την εξαφάνιση του ξένου, ο οποίος είχε πράγματι σαγηνεύσει τις αισθήσεις της, η τρυφερή Κλοτίλδη, όπως ήταν φυσικό, έπεσε σε μαρασμό. Της άρεσε, πάραυτα, να κάνει τους πρωινούς και απογευματινούς της περιπάτους στα μέρη όπου εκείνος συνήθιζε να συχνάζει και να φέρνει στη μνήμη της τα τελευταία του λόγια, να στοχάζεται το γλυκό του χαμόγελο και να περιφέρεται στο σημείο όπου είχε κάποτε μιλήσει μαζί του για έρωτα. Απέφευγε κάθε επικοινωνία με κόσμο, και ποτέ δεν έδειχνε χαρούμενη, και μόνο ηρεμούσε όταν κλεινόταν στη μοναξιά του δωματίου της. Και τότε ξεσπώντας σε δάκρυα έβγαζε τον πόνο της. Ο έρωτας, τον οποίο έκρυβε με την παρθενική της σεμνότητα, έβγαινε βίαια από μέσα της στις ώρες της μοναξιάς της. Πανέμορφη, αλλά και τόσο αποτραβηγμένη ήταν η κόρη που καρτερικά πενθούσε, ώστε ήδη έδειχνε σαν άγγελος απαλλαγμένη από τα δεσμά του κόσμου και προετοιμασμένη να πετάξει στον παράδεισο.
Καθώς έκανε τον περίπατό της μια καλοκαιρινή βραδιά στο απομονωμένο μέρος που είχε διαλέξει σαν το προτιμώμενό της ησυχαστήριο, αργά βήματα την πήραν ξωπίσω της. Γύρισε και προς ανείπωτη έκπληξή της είδε τον ξένο. Βάδισε χαρωπά πλάι της και άρχισε να μιλάει ζωηρά.

 «Μ’ εγκαταλείψατε», αναφώνησε καταχαρούμενη η νέα, «και όλη η ευτυχία χάθηκε για μένα για πάντα. Αλλά τώρα που επιστρέψατε, θα ξαναγίνουμε ευτυχισμένοι;» 
«Ευτυχισμένοι», απάντησε ο ξένος σ’ ένα περιφρονητικό ξέσπασμα λοιδορίας. «Θα μπορούσα ποτέ να είμαι ξανά ευτυχισμένος – είναι δυνατόν;  – αλλά συγχώρησέ με για την αναστάτωση, αγαπημένη μου, και απόδωσέ την στη χαρά που νιώθω για τη συνάντησή μας. Ω! έχω τόσα να σου πω. Πράγματι, και, με τη σειρά μου, να δεχτώ πολλά καλά λόγια, έτσι δεν είναι, γλυκιά μου; Έλα, πες μου ειλικρινά, ήσουν ευτυχισμένη όσο έλειπα; Όχι, το βλέπω στα βαθουλωμένα σου μάτια, στα ωχρά σου μάγουλα – κάτι που η φτωχή μου πεζοπόρος έχει τουλάχιστον κερδίσει κάποιο μικρό ενδιαφέρον στην καρδιά του αγαπημένου της. Έχω ταξιδέψει σ’ άλλα μέρη, έχω δει άλλους λαούς, έχω συναναστραφεί με άλλες γυναίκες, όμορφες και φτασμένες, αλλά μόνον έναν άγγελο έχω συναντήσει, κι αυτός βρίσκεται τώρα μπροστά μου. Δέξου αυτή την ταπεινή προσφορά της στοργής μου, αγαπημένη μου», συνέχισε ο ξένος κι έκοψε ένα άνθος από μια αγριοτριανταφυλλιά. «Είναι ωραίο σαν τα αγριολούλουδα που στολίζουν τα μαλλιά σου, και γλυκομύριστο σαν την αγάπη που τρέφω για σένα».
 «Είναι στ’ αλήθεια γλυκομύριστο», αποκρίθηκε η Κλοτίλδη, «αλλά η ευωδία του θα ξεθυμάνει πριν μας τυλίξει η νύχτα. Είναι όμορφο, αλλά η ομορφιά του είναι βραχύβια, όπως η αγάπη που δείχνει ο άντρας. Ας μην είναι, λοιπόν, αυτός ο χαρακτήρας της προσήλωσής σας. Φέρτε μου το λεπτοκαμωμένο αειθαλές, το ευωδιαστό λουλούδι που ανθίζει όλο τον χρόνο, και τότε θα πω, καθώς θα στεφανώνω τα μαλλιά μου, οι βιολέτες άνθισαν και μαράθηκαν, τα ρόδα άνοιξαν και αλλοιώθηκαν, αλλά το αειθαλές παραμένει σφριγηλό, κι έτσι παραμένει κι η αγάπη που αναβλύζει από την καρδιά! Δε θα μ’ αφήσετε, δεν μπορείτε να μ’ εγκαταλείψετε. Ζω μόνο από σας. Εσείς είστε όλες μου οι ελπίδες, οι σκέψεις μου, η ίδια μου η ύπαρξη. Κι αν σας χάσω, χάνω τα πάντα. Μέχρι τώρα δεν ήμουν παρά ένα μοναχικό αγριολούλουδο μέσα στην ερημιά της φύσης,  μέχρι που εσείς με μεταφυτέψατε σε πιο ευνοϊκό χώμα. Μπορείτε τώρα να ραγίσετε την τρυφερή καρδιά που την πρωτομάθατε  να φλέγεται από πάθος για σας;» 
«Μη μιλάς έτσι!», απάντησε ο ξένος, «Τα λόγια σου ξεσχίζουν την ίδια μου την ψυχή όταν τα ακούω. Άφησέ με, ξέχασέ με ,  απόφυγέ με για πάντα,  γιατί αλλιώς θα σε βρει αιώνια καταστροφή. Είμαι ένα πλάσμα που το εγκατέλειψαν ο Θεός και οι άνθρωποι – και εάν έβλεπες τη φοβισμένη καρδιά που μετά βίας χτυπά μέσα σ’ αυτό το παραμορφωμένο κινούμενο κουφάρι, θα έτρεχες να φύγεις από μένα όπως θα έκανες αν έβλεπες οχιά στο διάβα σου. Να η καρδιά μου, αγαπημένη μου, δες πόσο ψυχρή είναι. Δεν υπάρχει παλμός που να δείχνει συγκίνηση, γιατί όλη είναι παγωμένη και νεκρή όπως οι φίλοι που κάποτε είχα». 
«Είσαι δυστυχισμένος, αγαπημένε μου, αλλά η φτωχή σου Κλοτίλδη θα μείνει και θα απαλύνει τον πόνο σου. Μη σκεφτείς πως θα σ’ εγκαταλείψω στις συμφορές σου. Όχι! Θα σ’ ακολουθήσω στα πέρατα του κόσμου, και θα γίνω η δούλη σου που θα σ’ υπηρετεί, αν το θελήσεις. Θα σε προστατεύω από τους ανέμους της νύχτας ώστε να μη φυσούν πολύ άγρια το απροστάτευτό σου κεφάλι. Θα μπαίνω μπροστά στην καταιγίδα που θα λυσσομανά τριγύρω σου. Κι αν ο άπονος κόσμος θα περιφρονεί το όνομά σου – κι αν οι φίλοι σου φεύγουν και οι σύντροφοί σου λιώνουν μέσα στα μνήματά τους, θα υπάρχει πάντα μια τρυφερή καρδιά που θα σ’ αγαπά πιο πολύ στις δυστυχίες σου, θα σε λατρεύει και θα σ’ ευλογεί». Σταμάτησε να μιλάει και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα, καθώς υγρά τα έστρεψε με στοργή προς τον ξένο. Αυτός απέστρεψε το πρόσωπό του και μια περιφρονητική έκφραση σαρκασμού και της πιο σκοτεινής και ολέθριας μοχθηρίας ζωγραφίστηκε στη μορφή του. Σαν αστραπή, όμως, αυτή η έκφραση εξαφανίστηκε και η γυαλάδα των ματιών του ξαναπήρε την απόκοσμη ψυχρότητα, και ξαναγυρίζοντας στη σύντροφό του αναφώνησε: «Είναι η ώρα του ηλιοβασιλέματος, η γαλήνια, υπέροχη ώρα, όταν οι καρδιές των εραστών αγάλλονται και η φύση συντροφεύει τα συναισθήματά τους με χαμόγελο. Αλλά σ’ εμένα η φύση δε θα μου χαμογελάσει πια – πριν έρθει η χαραυγή, θα βρίσκομαι πολύ μακριά από το σπίτι της αγαπημένης μου, από τα μέρη όπου η καρδιά μου έχει ενταφιαστεί. Αλλά άραγε πρέπει να σ’ αφήσω, αγαπημένο μου αγριολούλουδο, για να γίνω παίγνιο μιας ανεμοζάλης, βορά της ορεινής θύελλας;» 
 «Όχι, δε θα χωρίσουμε», απάντησε η νέα με πάθος, «όπου κι αν πας, θα σ’ ακολουθώ. Όπου μένεις, θα μένω κι εγώ. Κι ο Θεός σου θα είναι και δικός μου Θεός».
 «Ορκίσου το, ορκίσου το», επανέλαβε ο ξένος αρπάζοντας βίαια το χέρι της. «Πάρε τον φοβερό όρκο που θα σου υπαγορεύσω». Κατόπιν της είπε να γονατίσει, και υψώνοντας το δεξί του χέρι απειλητικά προς τον ουρανό και ρίχνοντας πίσω τα κορακίσια του μαλλιά, εξεστόμισε μια φοβερή κατάρα μ’ ένα απαίσιο μειδίαμα λες και ήταν μετενσαρκωμένος δαίμονας. «Άμποτε οι κατάρες ενός προσβεβλημένου Θεού», αναφώνησε, «να σε στοιχειώνουν, να κολλήσουν πάνω σου για πάντα, στην μπόρα και στην ηρεμία, στη ζωή και στον θάνατο, εάν αθετήσεις τον όρκο σου που έχεις κάνει να γίνεις δική μου. Άμποτε τα σκοτεινά πνεύματα των κολασμένων να τραγουδούν ουρλιάζοντας στ’ αυτιά σου την καταραμένη χορωδία των δαιμόνων – Άμποτε ο αέρας που αναπνέεις να κατακαίει το στήθος σου με τις άσβεστες φλόγες της κολάσεως! Άμποτε η ψυχή σου να γίνει τόπος αποσύνθεσης, όπου το πνεύμα της χαμένης χαράς θα θρονιάζεται σαν σε τάφο: όπου το σκουλήκι με τα εκατό κεφάλια ποτέ δεν πεθαίνει, κι όπου η φωτιά ποτέ δε σβήνει. Άμποτε το πνεύμα του κακού να κυριαρχεί στο πρόσωπό σου, και καθώς θα περνάς μπροστά από κόσμο να μαρτυράει: ‘ΝΑ ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΠΟΥ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΦΘΗΚΕ ΑΠΟ ΘΕΟ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ’. Άμποτε φοβερά φαντάσματα να σε στοιχειώνουν τις ώρες της νύχτας. Άμποτε οι πιο αγαπημένοι σου φίλοι μέρα με τη μέρα να χάνονται στον τάφο και να σε καταριούνται όταν αφήνουν την τελευταία τους πνοή. Άμποτε ό, τι είναι το πιο απαίσιο στην ανθρώπινη φύση, πέρα από κάθε περιγραφή που μπορούν ν’ αρθρώσουν τα χείλη, να γίνει η αιώνια σου μοίρα, αν τύχει και παραβείς τον όρκο που έδωσες». 
Στο σημείο αυτό σταμάτησε – χωρίς σχεδόν να δίνει σημασία πώς αντιδρούσε το τρομοκρατημένο κορίτσι. Αυτό όμως  δέχτηκε τον φοβερό του εξορκισμό και υποσχέθηκε αιώνια πίστη σ’ αυτόν που έκτοτε θα την εξουσίαζε. «Κολασμένα πνεύματα, σας ευχαριστώ για τη συμπαράστασή σας», αναφώνησε ο ξένος. «Έχω κερδίσει γενναία την αγάπη της ωραίας μου νύφης. Τώρα είναι δική μου – δική μου για πάντα. – Ναι, ψυχή τε και σώματι δική μου. Δική μου στη ζωή και στον θάνατο. Αλλά προς τι τα δάκρυα, γλυκιά μου, πριν ακόμη περάσει ο μήνας του μέλιτος; Αλλά πράγματι έχεις λόγο να κλαις, αλλά όταν ξανασυναντηθούμε, ας είναι τούτο το σημάδι του γαμήλιου δεσμού μας». Κι αμέσως έδωσε  ένα ψυχρό φιλί στο μάγουλο της νεαρής του νύφης. Απαλύνοντας τα απερίγραπτα φρικαλέα χαρακτηριστικά του προσώπου του, της ζήτησε να τον συναντήσει στις οχτώ η ώρα την επόμενη βραδιά στο παρεκκλήσι πλάι στο κάστρο του Χέρνσβολφ. Η κοπέλα γύρισε προς το μέρος του με έναν αγωνιώδη αναστεναγμό σαν να ζητούσε να προφυλαχθεί από τον ίδιο, αλλά ο ξένος ήταν ήδη φευγάτος.
 Μπαίνοντας στο κάστρο, έδειχνε φανερά ότι κατεχόταν από βαθύτατη μελαγχολία. Του κάκου οι δικοί της πάσχιζαν να την πείσουν ν’ αποκαλύψει την αιτία της αγωνίας της. Όμως, ο τρομακτικός όρκος που πήρε παράλυσε εντελώς τις δυνάμεις της και φοβόταν ακόμη και με τον παραμικρό τόνο της φωνής της ή την παραμικρή έκφραση του προσώπου της μην προδοθεί. Στο τέλος της βραδιάς, η οικογένεια αποσύρθηκε ν’ αναπαυθεί, αλλά η Κλοτίλδη, ανήμπορη να κοιμηθεί από την ανησυχία της κατάστασής της, ζήτησε να μείνει μόνη της στη βιβλιοθήκη που συγκοινωνούσε με τα διαμερίσματά της.
Ήταν πια βαθιά μεσάνυχτα. Όλο το υπηρετικό προσωπικό είχε αποσυρθεί για ύπνο, και ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν το μελαγχολικό ουρλιαχτό του σκύλου καθώς ατένιζε τη σελήνη που βρισκόταν στη χάση της. Η Κλοτίλδη καθόταν στη βιβλιοθήκη σε στάση βαθιού στοχασμού. Η λάμπα που έκαιγε πάνω στο τραπέζι όπου καθόταν πήγαινε να σβήσει και το κάτω μέρος του δωματίου ήταν κιόλας μισοσκότεινο. Το ρολόι στη βορεινή γωνία του κάστρου σήμανε πένθιμα στην ώρα του μεσονυκτίου και ο αντίλαλος απλώθηκε ζοφερός μέσα στη μελαγχολική ηρεμία της νύχτας. Ξαφνικά η δρύινη πόρτα στην άλλη άκρη του δωματίου άνοιξε απαλά και μια αναιμική μορφή ντυμένη με σάβανα προχώρησε μέσα στο δωμάτιο. Κανείς ήχος δεν φανέρωνε τα αθόρυβα βήματά της καθώς πλησίαζε στο τραπέζι που καθόταν η νεαρή δεσποσύνη. Στην αρχή η ίδια δεν την αντιλήφθηκε παρά μόνο όταν ένιωσε ένα νεκρικά παγωμένο χέρι να αρπάζει δυνατά το δικό της και άκουσε μια βαριά φωνή να ψιθυρίζει στο αυτί της: «Κλοτίλδη». Σήκωσε το βλέμμα της. Μια σκοτεινή μορφή στεκόταν πλάι της. Προσπάθησε να ουρλιάξει, αλλά η φωνή της δεν ανταποκρινόταν στην προσπάθειά της. Η ματιά της είχε καρφωθεί, σαν να την είχαν μαγέψει, στη μορφή η οποία απόσυρε αργά το κάλυμμα του προσώπου της και αποκάλυψε τα πελιδνά μάτια και το σχήμα του σκελετού του νεκρού πατέρα της. Η μορφή του πατέρα της έδειχνε να τη κοιτάει με οίκτο και θλίψη, και λυπημένα αναφώνησε: «Κλοτίλδη, οι ενδυμασίες και οι υπηρέτες είναι έτοιμοι, η καμπάνα της εκκλησίας έχει κτυπήσει πένθιμα, ο ιερέας περιμένει στον βωμό, αλλά πού είναι η μνηστευμένη νύφη; Υπάρχει χώρος και γι’ αυτή μέσα στο μνήμα, και αύριο θα βρίσκεται κοντά μου».
«Αύριο;» ψέλλισε το κορίτσι σε κατάσταση αλλοφροσύνης. «Οι δαίμονες της κολάσεως θα το έχουν καταγράψει, και αύριο ο δεσμός πρέπει να λυθεί». Η μορφή σιώπησε, αποσύρθηκε αργά και σύντομα χάθηκε μέσα στο σκοτάδι.
Το πρωί ήρθε κι έφυγε βασανιστικά και το βράδυ επιτέλους έφτασε. Το ρολόι της αίθουσας σήμανε οχτώ, και η Κλοτίλδη κατευθυνόταν ήδη προς το παρεκκλήσι. Ήταν μια σκοτεινή, καταθλιπτική νύχτα. Πυκνά σταχτιά σύννεφα αρμένιζαν πάνω στο στερέωμα και το μούγκρισμα του χειμωνιάτικου ανέμου αντηχούσε απαίσια μέσα από τα δέντρα του δάσους. Έφτασε στο καθορισμένο σημείο. Μια μορφή την περίμενε, η οποία προχώρησε προς το μέρος της. Η κοπέλα αναγνώρισε τα χαρακτηριστικά του ξένου. «Μα! Όλα καλά, νύφη μου», αναφώνησε ο ξένος χλευαστικά, «κι εγώ καλά θ’ ανταποδώσω τη στοργή σου. Ακολούθησέ με». Προχώρησαν μαζί σιωπηλοί μέσα από τα ελικοειδή μονοπάτια προς το παρεκκλήσι μέχρι που έφτασαν στο παρακείμενο νεκροταφείο. Εκεί στάθηκαν για λίγο και ο ξένος της είπε με απαλή φωνή: «Μόνο μια ώρα ακόμη και τα βάσανα θα τελειώσουν. Κι όμως τούτη η καρδιά από ενσαρκωμένη μοχθηρία μπορεί και νιώθει, όταν παραδίδει ένα τόσο νεαρό, τόσο αγνό πνεύμα στον τάφο. Αλλά αυτό πρέπει να γίνει», συνέχισε αυτός, ενώ η ανάμνηση της περασμένης της αγάπης κατέκλυζε τον νου της, «διότι ο δαίμονας που υπακούω έτσι το θέλησε. Φτωχό μου κορίτσι, σε οδηγώ πράγματι στους γάμους μας, αλλά ο ιερέας θα είναι ο θάνατος, οι γονείς σου τα μουχλιασμένα σκέλεθρα που σαπίζουν σε σωρούς γύρω μας. Και μάρτυρες της ένωσής μας τα νωθρά σκουλήκια που οργιάζουν πάνω στα σάπια κόκκαλα των νεκρών. Έλα, νεαρή μου νύφη, ο ιερέας είναι ανυπόμονος για το θύμα του». Καθώς προχωρούσαν, ένα γρήγορο, θαμπό, γαλάζιο φως έφεγγε μπροστά τους κι έδειχνε στο άκρο του νεκροταφείου την είσοδο ενός θόλου. Η πόρτα ήταν ανοιχτή καθώς μπήκαν σιωπηλοί. Μια υπόκωφη βοή ανέμου έβγαινε από την κατοικία των νεκρών. Και στις δυο πλευρές υπήρχαν σε σωρούς τα σαρακοφαγωμένα απομεινάρια από φέρετρα, τα οποία με τον χρόνο κατέρρεαν πάνω στο μουσκεμένο χώμα. Σε κάθε τους βήμα πατούσαν και σ’ ένα πτώμα. Τα ξασπρισμένα οστά κροτάλιζαν απαίσια κάτω από τα πόδια τους. Στο κέντρο του θόλου υψωνόταν ένας σωρός από άθαφτους σκελετούς, πάνω στον οποίο καθόταν μια μορφή τόσο αποτρόπαιη που ακόμη και η πιο σκοτεινή φαντασία δεν μπορούσε να συλλάβει. Όπως την πλησίασαν, μέσα στον κοίλο θόλο αντήχησε ένα σατανικό γέλιο, και κάθε μουχλιασμένο πτώμα φάνηκε να ανακτά μια ανίερη ζωή. Ο ξένος σταμάτησε αδράχνοντας το θύμα του από το χέρι, ένας αναστεναγμός βγήκε από το στήθος του και ένα δάκρυ έλαμψε στα μάτια του. Όλο αυτό συνέβη αστραπιαία, κι όμως η μορφή πάνω στο σωρό σκυθρώπιασε απαίσια μ’ αυτή την αμφιταλάντευση του ξένου, και ανέμισε το ισχνό του χέρι.
Ο ξένος προχώρησε κάνοντας ορισμένους απόκρυφους κύκλους με τα χέρια του στον αέρα και προφέροντας απόκοσμες λέξεις. Μετά στάθηκε κατατρομαγμένος. Ξαφνικά όμως ξεφωνίζοντας άγρια είπε: «Νύφη του πνεύματος του σκότους, για λίγες στιγμές ανήκεις ακόμη στον εαυτό σου και μπορείς να δεις σε ποιον έχεις παραδοθεί: σ’ εμένα, που είμαι το αθάνατο πνεύμα του αχρείου εκείνου που καταράστηκε τον Σωτήρα μας πάνω στον σταυρό. Με κοίταξε την τελευταία ώρα της ύπαρξής του, κι εκείνο το βλέμμα δεν έχει χαθεί ακόμη, διότι είμαι καταραμένος υπεράνω όλων πάνω στη γη. Είμαι αιώνια καταδικασμένος στην κόλαση και αναγκάζομαι να ικανοποιώ τις ορέξεις του αφέντη μου μέχρι ο κόσμος να αποξηρανθεί σαν μια περγαμηνή, και ουρανός και γη να παρέλθουν. Εγώ είμαι εκείνος για τον οποίο θα έχεις διαβάσει και που τα κατορθώματά του θα έχεις ακούσει. Ένα εκατομμύριο ψυχές μ’ έχει ο αφέντης μου ορίσει να παγιδεύσω μέχρι να εκπληρωθεί η τιμωρία μου ώστε να μπορέσω ν’ αναπαυθώ στον τάφο μου. Εσύ είσαι η χιλιοστή ψυχή που έχω πλανέψει. Σε είδα στον καιρό της αγνότητάς σου και σε ξεχώρισα αμέσως για την κατοικία μου. Δολοφόνησα τον πατέρα σου για την αποκοτιά  του, και του επέτρεψα να σε προειδοποιήσει για τη μοίρα σου. Κι εγώ ο ίδιος σε ξεγέλασα με την αφέλειά σου. Χα! τα μάγια καλά κρατούν, και σύντομα θα δεις, γλυκιά μου, με ποιον έχεις δέσει την αθάνατή σου μοίρα, ενόσω οι αιώνες θα περνούν στην πορεία του χρόνου – ενόσω οι αστραπές θα λάμπουν, και οι κεραυνοί θα βροντούν, η τιμωρία σου θα είναι αιώνια. Κοίταξε προς τα κάτω και δες για τι προορίζεσαι». Η κοπέλα κοίταξε και ο θόλος σχίστηκε σε χίλια κομμάτια. Η γη άνοιξε στα δύο και ακούστηκε το βουητό πολλών χειμάρρων. Εμφανίστηκε ένας ωκεανός από πυρακτωμένη λάβα στην άβυσσο από κάτω της και το ανακάτεμα των ουρλιαχτών των κολασμένων με τις θριαμβευτικές κραυγές των δαιμόνων καθιστούσαν  τη φρίκη πιο φρικαλέα από όσο μπορεί κανείς να φανταστεί. Δέκα εκατομμύρια ψυχές σφάδαζαν μέσα στις άγριες φλόγες και, καθώς καυτά κύματα τις πετούσαν με μανία πάνω σε μαυρισμένα αδαμάντινα βράχια, ξεστόμιζαν βλαστήμιες απελπισίας. Και κάθε βρισιά αντηχούσε σαν κεραυνός πάνω στα κύματα. Ο ξένος όρμησε προς το θύμα του. Για μια στιγμή την κράτησε πάνω από τη φλεγόμενη κόλαση, την κοίταξε τρυφερά στο πρόσωπο και έκλαψε σαν μικρό παιδί. Τούτο όμως ήταν η παρόρμηση μιας στιγμής. Ξανά την άρπαξε στα μπράτσα του και την έριξε στη φωτιά με μανία. Καθώς η τελευταία της ματιά του αποχωρισμού ατένιζε το πρόσωπό του με καλοσύνη, αυτός ξεφώνησε δυνατά: «Το κρίμα δεν είναι δικό μου, είναι της θρησκείας που έχεις ασπαστεί – διότι δεν ελέχθη ότι υπάρχει το πυρ το εξώτερον, το προετοιμασμένο για τις ψυχές των αμαρτωλών; Και τώρα εσύ δεν έχεις προκαλέσει τα μαρτύριά σου;» Η καημένη κόρη ούτε άκουσε, ούτε πρόσεξε τα ξεφωνητά του βλάσφημου. Το εύθραυστο κορμάκι της αναπήδησε από βράχο σε βράχο παρασυρμένο από τα καυτά κύματα και τους πύρινους αφρούς. Καθώς αυτή έπεφτε, ο ωκεανός, θα έλεγε κανείς, αναταράχθηκε θριαμβευτικά για να δεχθεί την ψυχή της. Και καθώς αυτή βυθιζόταν βαθιά μέσα στο πύρινο φρέαρ, δέκα χιλιάδες φωνές αντηχούσαν από την απύθμενη άβυσσο: «Πνεύμα του Κακού! Εδώ πράγματι είναι η αιωνιότητα των βασάνων, η προετοιμασμένη για σένα. Εδώ είναι το σκουλήκι που ποτέ δεν παθαίνει και η φωτιά που ποτέ δε σβήνει».

Σχετική εικόναΟυίλιαμ Χάρισον Εϊνσγουόρθ (1805 - 1882). Άγγλος συγγραφέας, ειδικός στο ιστορικό μυθιστόρημα. Γεννημένος στο Μάντσεστερ, σπούδασε δικηγόρος αλλά το επάγγελμά του δεν τον είλκυε. Ο Εϊνσγουόρθ εισήχθη από τον Τζον Έμπερς, του οποίου την κόρη παντρεύτηκε, σε κύκλους της λογοτεχνίας και του θεάτρου. Δούλεψε σαν εκδότης και αργότερα σαν δημοσιογράφος και συγγραφέας. Η πρώτη του επιτυχία ήρθε το 1834 με το έργο του «Ρούκγουντ» παρουσιάζοντας ως κεντρικό ήρωα τον Ντικ Τέρπιν. Μέχρι το 1881 ακολούθησαν 39 μυθιστορήματα.
Επικρίνεται για το ανακάτεμα γεγονότων και φανταστικού στα έργα του με αποτέλεσμα φανταστικοί ήρωες να θεωρούνται πραγματικά πρόσωπα, όπως ο Ντικ Τέρπιν. Οι δίκες των μαγισσών του Λανκασάιρ το 1612 κατά παρόμοιο τρόπο διαστρεβλώθηκε ως πραγματικό γεγονός γοτθικού χαρακτήρα.
Το 1854 ο Εϊνσγουόρθ έγραψε το μυθιστόρημα Το Καπνιστό Χοιρομέρι, το οποίο γέννησε στην πόλη Ντανμόου του Έσεξ το έθιμο, κατά το οποίο παντρεμένα ζευγάρια που έζησαν χωρίς τσακωμούς κατά τον συζυγικό τους βίο, κατόπιν διαγωνισμού, επιβραβεύονται με μια μεγάλη μερίδα από χοιρομέρι. Το έθιμο αυτό αποτέλεσε τη βάση της ταινίας του 1952 Made in Heaven  με πρωταγωνίστρια την Πετούλα Κλάρκ. Ο Εϊνσγουόρθ επίσης αναφέρεται ως χαρακτήρας στο ιστορικό μυθιστόρημα του Στίβεν Κάρβερ (2016), Σαρκ Άλεϊ: τα απομνημονεύματα ενός δημοσιογραφίσκου, που αναφέρεται σε γεγονότα της φυλακής του Νιουγκέιτ [Shark Alley: The Memoirs of a Penny-a-Liner by Stephen Carver (2016)].

*William Harrison Ainsworth - Wikipedia


ΤHE SPECTRE BRIDE (AUDIOBOOK)