Έρωτά μου, τοκογλύφε!
"Μπράβο καρντάσι, είμαστε οι καλύτεροι!"
του Κώστα Βαξεβάνη
ΠΗΓΗ: lifo.gr
25/1/2012
Τα στερεότυπα στις λέξεις δημιουργούν στερεότυπα στο μυαλό. Η Θεσσαλονίκη, από τη δεκαετία του ‘80, ζει και αναπαύεται σε δύο στερεότυπα: πως είναι ερωτική πόλη και αδικημένη πόλη. Το πρώτο δημιουργήθηκε από τους επισκέπτες του Σαββατοκύριακου. Αθηναίοι, κυρίως νέο-γιάπηδες, που ανέβαιναν ως τη Θεσσαλονίκη, έκαναν τις δουλειές τους και στη συνέχεια ξέσφιγγαν τη γραβάτα, τα έσπαγαν στα μπουζούκια, ερωτεύονταν το ταμπεραμέντο του Βορρά και ζούσαν τους εφήμερους έρωτες που τους έκαναν ασφαλείς τα 500 τόσα χιλιόμετρα από την Αθήνα. Τα ερωτικά τραγούδια που γράφτηκαν για τη Θεσσαλονίκη είχαν και αυτά τον ρόλο τους, αλλά ήταν απειροελάχιστος μπροστά στη λύσσα για ζωή που διένυε χιλιόμετρα Εθνικής κι έπαιρνε αεροπλάνα, για να πιστέψει πως ερωτεύεται στη Θεσσαλονίκη και τελικώς ερωτεύεται τη Θεσσαλονίκη.
Το στερεότυπο της αδικημένης πόλης δημιουργήθηκε από τους ηγέτες της πόλης και γρήγορα πέρασε στην ίδια την πόλη. Από ανίκανους ηγέτες, που βιάζονταν να αντικειμενοποιήσουν την ανικανότητά τους και να ηρωοποιηθούν μέσα από την αντιπαράθεση με το «κράτος των Αθηνών». Οι περισσότεροι από αυτούς είναι σήμερα υπόδικοι ή κατάδικοι. Έκλεψαν κρατικό χρήμα, εξυπηρέτησαν συμφέροντά τους, εξαπάτησαν τον κόσμο που ανατράφηκε με συνθήματα και δημιουργούσε ψευδοράματα, κατανοώντας ενστικτωδώς ίσως πως οράματα δεν υπάρχουν.
Η αποκάλυψη για το κύκλωμα της μαφίας στη Θεσσαλονίκη δεν έχει μόνο μια αστυνομική διάσταση. Είναι η τραγική στιγμή που η πόλη, παραδομένη χρόνια σε αυτά τα στερεότυπα, γυρνάει ξαφνικά το βλέμμα και βλέπει τον εαυτό της στον καθρέφτη. Ή, καλύτερα, που ξεφυλλίζει το άλμπουμ με τις φωτογραφίες της και βλέπει τον πρώην νομάρχη με τον τοκογλύφο, τον δολοφόνο με τον τοπικό δημοσιογράφο, τον πρώην δήμαρχο με τον εγκληματία. Αγκαλιά, σε στάσεις οικειότητας και σιγουριάς για την αδιατάρακτη πορεία τους.
Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη που την ξεγέλασαν. Ούτε ερωτική ούτε αδικημένη. Όχι περισσότερο από τις άλλες πόλεις της Ελλάδας. Μια πόλη, όμως, όπου η πιο αισχρή συντήρηση ανέβηκε στον εκκλησιαστικό άμβωνα, τον θώκο του Νομάρχη, στην καρέκλα του δημάρχου. Δεν είναι τυχαίο που η τριανδρία Άνθιμου, Ψωμιάδη, Παπαγεωργόπουλου επικράτησε στην πόλη. Ούτε είναι τυχαίο που μπορείς να βρεις δεκάδες φωτογραφίες του καθενός απ’ αυτούς με τα μέλη της μαφίας του Βορρά. Δεν γνωρίζονταν απλώς, εκπροσωπούσαν τα ίδια πράγματα. Ο φερόμενος ως εγκέφαλος του κυκλώματος είχε το πατριωτικό προφίλ του στελέχους του ΛΑΟΣ. Όπως και ο δημοσιογράφος μέλος του κυκλώματος, φιλούσαν το χέρι του Άνθιμου, έπαιρναν την ευλογία του και ήταν οι πιο συνεπείς υποστηρικτές του Βατοπεδίου. Για μια ακόμη φορά πατριωτισμός και θρησκεία έγιναν τα καταφύγια των απατεώνων. Μόνο που η Θεσσαλονίκη ταυτίστηκε μαζί τους, νομίζοντας πως ταυτίζεται με τις ιδέες.
Στην πραγματικότητα βολευόταν. Τα προβλήματα που έχει η πόλη είναι μεγάλα. Κυκλοφοριακό, πρόβλημα πάρκινγκ, ανεργία, καταστροφής της παραγωγικής βάσης. Πολύ εύκολα για όλα αυτά έφταιγε η Αθήνα. Το κράτος των Αθηνών. Μια προσεκτική ματιά, ωστόσο, στη σύνθεση των ελληνικών κυβερνήσεων τα τελευταία 30 χρόνια αποδεικνύει πως το κράτος, συμπεριλαμβανομένων των πρωθυπουργών, ανήκε στη Θεσσαλονίκη. Βόλευε, όμως, αφάνταστα το σχήμα. Και αυτούς που διοικούσαν την πόλη αλλά και ψυχολογικά τους κατοίκους.
Μια τεχνητή αντιπαράθεση με το Κέντρο, ξεκινώντας από τον ΠΑΟΚ και φτάνοντας ως τα εθνικά θέματα, δημιουργήθηκε και υποδαυλίστηκε για να κρατήσει ομήρους χιλιάδες ανθρώπους σε ένα παρωχημένο πολιτικό μοντέλο που με τη σειρά του κάλυπτε συμφέροντα. Η Θεσσαλονίκη με αφέλεια σχεδόν κουνούσε τη σημαία. Του ΠΑΟΚ, του Ψωμιάδη, της Μακεδονίας.
Στην πόλη που πάντα είχε τη δυνατότητα να γίνει το πρότυπο των Βαλκανίων, οι Ψωμιάδηδες έκαναν γενέθλια στον Μεγάλο Αλέξανδρο. Και η πόλη παρακολουθούσε αυτούς που δεν έδειχναν καμιά συνέπεια στα καθήκοντά τους να ξέρουν με ακρίβεια τη μέρα γέννησης του Μεγαλέξανδρου και το ζώδιο της αδελφής του της γοργόνας, ώστε να το γιορτάζουν κιόλας. Η πόλη αυτιστικά ψιθύριζε «μπράβο, καρντάσι, είμαστε οι καλύτεροι». Τέτοια γελοιότητα που έγινε πολιτική. Στα γενέθλια, βεβαίως, ο αδελφός Ψωμιάδη πούλαγε τις σημαίες του μαγαζιού του και η κυρία Ψωμιάδη τα γλυκά της επιχείρησής της Plaisir.
Αυτή η εξοικείωση με την πιο γελοία πλευρά της πολιτικής, η αποδοχή της γραφικότητας ως εμμονή στα παραδοσιακά πρότυπα, των μισαλλόδοξων ακραίων κηρυγμάτων ως αλήθεια των αδικημένων, αποδυνάμωσε κάθε αντίσταση στη Θεσσαλονίκη. Παραδόθηκε. Και ξαφνικά ανακαλύπτει πως ο έρωτάς της ήταν ένας απατεώνας. Ένας τοκογλύφος.
Όλο το ιδεολόγημα χώρεσε σε 2.000 συνομιλίες που κατέγραψε η ΕΥΠ και περιγράφουν με ακρίβεια τον ιστό εξουσίας της πόλης. Τοκογλύφοι, πολιτικοί, εκβιαστές, δημοσιογράφοι, όλα σε ένα. Ναι, η Θεσσαλονίκη φαίνεται και σε μένα ερωτική. Αλλά αυτό που γινόταν τόσα χρόνια ήταν ο βιασμός της. Από τον εθνικισμό, το μίσος, το παρακράτος. Το χειρότερο δεν είναι πως αυτοί που τα εκπροσωπούσαν κέρδιζαν, αλλά το ότι ψηφίζονταν από τους Θεσσαλονικείς.