Κέιτ Σοπέν* , "Φεντόρα"
Μετάφραση
απόδοση: Βασίλης Κ. Μηλίτσης
Η
Φεντόρα ήταν αποφασισμένη να πάει η
ίδια με τη σούστα στο σταθμό για να
παραλάβει τη δεσποινίδα Μόλδερς.
Αν
και κάνα δύο απ’ την παρέα της φάνηκαν
να μην τους αρέσει η απόφασή της –
προπάντων ο αδερφός της – κανείς δεν
έφερε αντίρρηση. Ισχυρίστηκε ότι το ζώο
ήταν ατίθασο και δεν έπρεπε να εμπιστευτεί
το χειρισμό του σε νεαρά άτομα.
Για
να πούμε την αλήθεια η Φεντόρα ήταν
αρκετά μεγάλη απ’ όσο την έκριναν η
αδερφή της η Καμίλα και οι υπόλοιποι
τους. Κι όμως κανείς δε θα σκεφτόταν
έτσι αν δεν επέμενε στα νάζια της και
στην ανόητη αντίληψη ανωτερότητας της
ηλικίας της και της σοφίας της. Ήταν
τριάντα χρονών.
Από
πολύ νωρίς στη ζωή της η Φεντόρα είχε
δημιουργήσει ένα ιδανικό και το κρατούσε
σαν κάτι πολύτιμο. Σύμφωνα μ’ αυτό το
ιδανικό μετρούσε κάθε αρσενικό που
έπεφτε στην αντίληψή της και, περιττό
να ειπωθεί, τους εύρισκε ανεπαρκείς. Οι
νεαροί – που τους κάλεσαν τα αδέρφια
της και πηγαινοέρχονταν συνέχεια εκείνο
το καλοκαίρι – την απασχολούσαν σε
μεγάλο βαθμό, αλλά δεν την ενδιέφεραν
καθόλου. Φρόντιζε να έχουν τις ανέσεις
τους – ερήμην της μητέρας της – την
υγεία τους και την καλοπέρασή τους.
Έβρισκε τρόπους για να διασκεδάζουν,
χωρίς ή ίδια να συμμετέχει.
Και,
καθώς η Φεντόρα ήταν ψηλή και λεπτή και
κρατούσε το κεφάλι της ψηλά με
μεγαλοπρέπεια, και φορούσε γυαλιά που
της προσέδιδαν μια αυστηρότητα, μερικοί
απ’ αυτούς – οι πιο ανόητοι – είχαν
την εντύπωση πως αυτή ήταν εκατό χρονών.
Ο νεαρός Μόλδερς πίστευε πως ήταν περίπου
στα σαράντα.
Μια
μέρα όταν αυτός στάθηκε μπροστά της
πάνω στο χαλικόστρωτο δρομάκι για να
τη ρωτήσει σχετικά με το απογευματινό
άθλημα, η Φεντόρα, αν και ψηλή, έπρεπε
να σηκώσει το βλέμμα της στο πρόσωπό
του για να του απαντήσει. Τον ήξερε οχτώ
χρόνια, αφότου αυτός ήταν δεκαπέντε,
και για την ίδια δεν ήταν τίποτε
περισσότερο από ένα δεκαπεντάχρονο
παλικαράκι.
Εκείνο
το απόγευμα, όμως, σηκώνοντας το βλέμμα
της να τον κοιτάξει, συνειδητοποίησε
ξαφνικά ότι ο νεαρός ήταν πλέον άντρας
– στη φωνή, στη στάση του, στο φέρσιμό
του, από κάθε άποψη – ένας σωστός άντρας.
Με
μια διαπεραστική ματιά και μια ακατανόητη
πρόθεση, κατέγραψε κάθε λεπτομέρεια
της μορφής του σαν να της ήταν κάτι
παράξενο, κάτι καινούριο, σαν να τον
έβλεπε για πρώτη φορά. Τα μάτια του ήταν
γαλάζια, σοβαρά και τη στιγμή εκείνη
λίγο προβληματισμένα για κάποιο ασήμαντο
ζήτημα που ο νεαρός της έλεγε. Το πρόσωπό
του ήταν ηλιοκαμένο, απαλό, χωρίς ίχνος
κοκκινίλας εκτός από τα χείλη του που
ήταν πειστικά, σταθερά και καθαρά. Η
Φεντόρα συνέχισε να στοχάζεται το
πρόσωπο του νεαρού και κάθε έκφρασή του
ακόμη κι όταν αυτός είχε φύγει.
Από
εκείνη τη στιγμή και μετά ο νεαρός υπήρχε
μόνο γι’ αυτή. Συνήθιζε να τον παρατηρεί
όταν βρισκόταν κάπου κοντά, να ακούει
τη φωνή του και να προσέχει και να
λαβαίνει υπόψη της ό, τι έλεγε. Τον
αναζητούσε. Τον επέλεγε όταν είχε την
ευκαιρία. Τον ήθελε κοντά της, αν και η
εγγύτητα αυτή την ενοχλούσε. Ένιωθε μια
ανησυχία, μια ταραχή, μια προσδοκία όταν
δεν τον έβλεπε και δεν τον άκουγε. Η
ταραχή της μεγάλωνε όταν ήταν κοντά της
– ένιωθε μια εσωτερική αναστάτωση,
κατάπληξη, έκσταση, αλλά και αυτοπεριφρόνηση
– μια γοργή, άγρια πάλη μεταξύ λογικής
και συναισθήματος.
Η
Φεντόρα δύσκολα μπορούσε να εξηγήσει
ικανοποιητικά γιατί ήθελε η ίδια να
πάει στο σταθμό για να παραλάβει την
αδερφή του νεαρού Μόλδερς. Ένιωσε την
επιθυμία να δει το κορίτσι, να βρεθεί
κοντά του. Μια επιθυμία τόσο ανεξήγητη,
όταν προσπάθησε να την αναλύσει, όσο
και η παρόρμηση, στην οποία συχνά
υπέκυπτε, να αγγίζει το καπέλο του
νεαρού, που ήταν κρεμασμένο μαζί με τα
υπόλοιπα πάνω στους ξύλινους πίρους
στο χολ, όταν περνούσε από δίπλα τους.
Μια φορά ένα σακάκι παρατημένο ήταν
κρεμασμένο εκεί επίσης. Αυτή το πήρε με
την πρόφαση να το κρεμάσει με τάξη. Δεν
ήταν κανείς εκεί κοντά, και ενδίδοντας
σε με ξαφνική παρόρμηση, έχωσε το πρόσωπό
της για μια στιγμή στις τραχιές πτυχές
του ρούχου.
Η
Φεντόρα έφτασε στο σταθμό λίγο πριν
αφιχθεί το τρένο. Ο σταθμός ήταν σ’ ένα
όμορφο κοίλωμα, πράσινο και ευωδιαστό,
στους πρόποδες ενός δασωμένου λόφου.
Πιο πέρα σ’ ένα ξέφωτο έβλεπες ένα
χωράφι με χρυσοκίτρινο σιτάρι, πάνω στο
οποίο το φως του ηλιοβασιλέματος έπεφτε
σε πλάγιες διακοπτόμενες ακτίνες.
Μακρύτερα στις ράγες δούλευαν κάτι
άντρες, και ο χτύπος σφυριών τους ήταν
ο μόνος ήχος που τάραζε τη γαλήνη. Η
Φεντόρα δε χόρταινε να το βλέπει όλο
αυτό – τον ουρανό και το δάσος και το
φως του ήλιου, να ακούει τους ήχους και
ν’ απολαμβάνει τις ευωδιές. Όμως η στάση
της – κομψή, συγκροτημένη, φλεγματική
– δεν πρόδιδε τίποτε από τη συγκίνησή
της καθώς βημάτιζε ζωηρά, με το μαστίγιο
στο χέρι, και περιστασιακά να καταδέχεται
να ανταλλάξει μια κουβέντα με τον
ταχυδρόμο ή τον νυσταλέο πράκτορα.
Η
αδερφή του Μόλδερς ήταν το μοναδικό
άτομο που κατέβηκε από το τρένο. Η Φεντόρα
δεν την είχε ποτέ ξαναδεί. Αλλά θα
μπορούσε να αναγνωρίσει το κορίτσι
ανάμεσα σε εκατό. Ήταν ένα μικροσκοπικό
πλασματάκι. Αλλά χώρια απ’ αυτό,
εντυπωσιάστηκε από το χρώμα των ματιών
της. Είχε γαλανά μάτια με καθάριο βλέμμα.
Αλλά πάνω απ’ όλα, ήταν εκείνα τα σφικτά,
γεμάτα και καμπυλωτά χείλη, που κάλυπταν
μια ολόλευκη, ομοιόμορφη οδοντοστοιχία.
Υπήρχε ένα ανεπαίσθητο παιχνίδισμα στη
μορφή της, ένα φευγαλέο εκφραστικό
τέχνασμα, ένα ιδιόρρυθμο και ίδιο
χαρακτηριστικό, όπως νόμισε: γνωρίσματα
ιδιαίτερα της οικογένειας της κοπέλας.
Η
υποδηλωτική ομοιότητα του κοριτσιού
με τον αδερφό της ήταν έντονη, αιχμηρή
ακόμη και στη Φεντόρα, που διαπίστωσε
με ένα οδυνηρό συναίσθημα πως η εξοικείωση
και η συνήθεια σύντομα θα θόλωναν την
εικόνα.
Η
δεσποινίς Μόλδερς ήταν ένα ήσυχο,
επιφυλακτικό πλάσμα, και ολιγομίλητη.
Είχε φοιτήσει στο κολέγιο με την Καμίλα,
και μίλησε μέσες άκρες για τη φιλία τους
και την πρώην οικειότητά τους. Η κοπέλα
κάθισε χαμηλότερα από τη Φεντόρα στη
σούστα, η οποία κατεύθυνε το άλογο
χειριζόμενη το μαστίγιο και τα ηνία με
δόκιμη ικανότητα.
«Ξέρεις,
αγαπημένο μου παιδί», είπε η Φεντόρα με
τον συνηθισμένο της μεγαλίστικο τρόπο.
«Θέλω να νιώθεις εντελώς άνετη μαζί
μας». Οδηγούσαν σ’ έναν μακρύ, ήσυχο
δρόμο με φυλλωσιές, όπου το λυκόφως
άρχισε μόλις να έρπει. «Να έρχεσαι σε
μένα ελεύθερα και ανεπιφύλακτα –
λέγοντάς μου κάθε σου ανάγκη και παράπονο.
Νιώθω πως θα μου είσαι πολύ συμπαθής».
Μάζεψε
τα ηνία στο ένα της χέρι, και ελευθερώνοντας
το άλλο το πέρασε γύρω από τους ώμους
της δεσποινίδας Μόλδερς.
Όταν
το κορίτσι σήκωσε το μάτια της προς το
πρόσωπό της μουρμουρίζοντας ένα
‘ευχαριστώ’, η Φεντόρα έσκυψε και της
έδωσε ένα παρατεταμένο, διαπεραστικό
φιλί στο στόμα.
Η
αδερφή του Μόλδερς φάνηκε έκπληκτη, και
όχι πολύ ευχαριστημένη. Η Φεντόρα με
φαινομενικά ατάραχη αυτοσυγκράτηση,
ξαναπήρε τα ηνία και κατά την υπόλοιπη
διαδρομή στύλωσε το βλέμμα της μπροστά
και ανάμεσα από τα αυτιά του αλόγου.
___________________________________________
Fedora
by Kate Chopin
Text
Fedora
had determined upon driving over to the station herself for Miss
Malthers.
Though one or two of them looked
disappointed—notably her brother—no one opposed her. She said the
brute was restive, and shouldn’t be trusted to the handling of the
young people.
To be sure Fedora was old enough, from the
standpoint of her sister Camilla and the rest of them. Yet no one
would ever have thought of it but for her own persistent affectation
and idiotic assumption of superior years and wisdom. She was
thirty.
Fedora had too early in life formed an ideal and
treasured it. By this ideal she had measured such male beings as had
hitherto challenged her attention, and needless to say she had found
them wanting. The young people—her brothers’ and sisters’
guests, who were constantly coming and going that summer—occupied
her to a great extent, but failed to interest her. She concerned
herself with their comforts—in the absence of her mother—looked
after their health and well-being; contrived for their amusements, in
which she never joined. And, as Fedora was tall and slim, and carried
her head loftily, and wore eye-glasses and a severe expression, some
of them—the silliest—felt as if she were a hundred years old.
Young Malthers thought she was about forty.
One day when he
stopped before her out in the gravel walk to ask her some question
pertaining to the afternoon’s sport, Fedora, who was tall, had to
look up into his face to answer him. She had known him eight years,
since he was a lad fifteen, and to her he had never been other than
the lad of fifteen.
But that afternoon, looking up into his
face, the sudden realization came home to her that he was a man—in
voice, in attitude, in bearing, in every sense—a man.
In an
absorbing glance, and with unaccountable intention, she gathered in
every detail of his countenance as though it were a strange, new
thing to her, presenting itself to her vision for the first time. The
eyes were blue, earnest, and at the moment a little troubled over
some trivial affair that he was relating to her. The face was brown
from the sun, smooth, with no suggestion of ruddiness, except in the
lips, that were strong, firm and clean. She kept thinking of his
face, and every trick of it after he passed on.
From that
moment he began to exist for her. She looked at him when he was
nearby, she listened for his voice, and took notice and account of
what he said. She sought him out; she selected him when occasion
permitted. She wanted him by her, though his nearness troubled her.
There was uneasiness, restlessness, expectation when he was not there
within sight or sound. There was redoubled uneasiness when he was
by—there was inward revolt, astonishment, rapture, self-contumely;
a swift, fierce encounter betwixt thought and feeling.
Fedora
could hardly explain to her own satisfaction why she wanted to go
herself to the station for young Malthers’ sister. She felt a
desire to see the girl, to be near her; as unaccountable, when she
tried to analyze it, as the impulse which drove her, and to which she
often yielded, to touch his hat, hanging with others upon the hall
pegs, when she passed it by. Once a coat which he had discarded hung
there too. She handled it under pretense of putting it in order.
There was no one near, and, obeying a sudden impulse, she buried her
face for an instant in the rough folds of the coat.
Fedora
reached the station a little before train time. It was in a pretty
nook, green and fragrant, set down at the foot of a wooded hill. Off
in a clearing there was a field of yellow grain, upon which the
sinking sunlight fell in slanting, broken beams. Far down the track
there were some men at work, and the even ring of their hammers was
the only sound that broke upon the stillness. Fedora loved it all—sky
and woods and sunlight; sounds and smells. But her bearing—elegant,
composed, reserved—betrayed nothing emotional as she tramped the
narrow platform, whip in hand, and occasionally offered a
condescending word to the mail man or the sleepy agent.
Malthers’
sister was the only soul to disembark from the train. Fedora had
never seen her before; but if there had been a hundred, she would
have known the girl. She was a small thing; but aside from that,
there was the coloring; there were the blue, earnest eyes; there,
above all, was the firm, full curve of the lips; the same setting of
the white, even teeth. There was the subtle play of feature, the
elusive trick of expression, which she had thought peculiar and
individual in the one, presenting themselves as family traits.
The
suggestive resemblance of the girl to her brother was vivid, poignant
even to Fedora, realizing, as she did with a pang, that familiarity
and custom would soon blur the image.
Miss Malthers was a
quiet, reserved creature, with little to say. She had been to college
with Camilla, and spoke somewhat of their friendship and former
intimacy. She sat lower in the cart than Fedora, who drove, handling
whip and rein with accomplished skill.
“You know, dear
child,” said Fedora, in her usual elderly fashion, “I want you to
feel completely at home with us.” They were driving through a long,
quiet, leafy road, into which the twilight was just beginning to
creep. “Come to me freely and without reserve—with all your
wants; with any complaints. I feel that I shall be quite fond of
you.”
She had gathered the reins into one hand, and with the
other free arm she encircled Miss Malthers’ shoulders.
When
the girl looked up into her face, with murmured thanks, Fedora bent
down and pressed a long, penetrating kiss upon her mouth.
Malthers’
sister appeared astonished, and not too well pleased. Fedora, with
seemingly unruffled composure, gathered the reins, and for the rest
of the way stared steadily ahead of her between the horses’ ears.
“Fedora” is Kate Chopin’s short story about a thirty-year-old
woman in love with a younger man and determined to meet
the man’s sister.