Το
φίλημα
Εις το Μανιάκι, επί της κορυφής του λόφου, εκ των
τριακοσίων μαχητών δεν απέμεινεν ούτε ένας ζωντανός. Ο ήλιος προβάλλων από
τας χιόνας των βουνών τους εχαιρέτησεν, ορθίους όλους, εφώτισε τας λευκάς
φουστανέλλας, εχάιδευσε τας μαύρας κόμας των, απήστραψεν εις τους φλογερούς
των οφθαλμούς, κατωπτρίσθη εις τον χάλυβα των σπαθιών των, εχρύσωσε των
αρμάτων των τας λαβάς. Και τώρα δύων εκεί κάτω, μέσα εις το πέλαγος, τους
αποχαιρετίζει λυπημένος νεκρούς, σκορπισμένους επάνω εις το χώμα, και
χάνεται, αργά-αργά, ως μέγα κλειόμενον ερυθρόν όμμα, όπερ σβύνον θέλει ακόμη
να ρίψη τελευταίον βλέμμα προς τους γενναίους. Όλην την ημέραν άσιτοι και
άποτοι επάλαισαν προς την θύελλαν των σφαιρών, αντέστησαν εις την χάλαζαν των
βομβών, κατήσχυναν την βροχήν των μύδρων, εχλεύασαν την ορμήν της ρομφαίας
και της λόγχης την βίαν. Και αφού έφαγαν την μπαρούτην με την φούχταν, αφού
και το έσχατον σπειρί της εσώθη μέσα εις τις παλάσκες των, αφού ερραγίσθη και
του τελευταίου όπλου των η κάννα, αφού και το ύστατον γιαταγάνι έσπασε μέσα
εις το χέρι των, έπεσαν χαμαί, άψυχοι ναι, ηττημένοι όχι. Κι εν τω μέσω των ο
Παπαφλέσσας, ο πρώτος αρχίσας την σφαγήν και τελευταίος σταματήσας, πελιδνός,
ξαπλωμένος, με πλατείαν πληγήν επί του στήθους, κρατεί ακόμη το θραυσμένον
τμήμα, αιμοστάζον, με σφιχτά δάχτυλα, εν σπασμώ έρωτος και λύσσης. Και ο
Αιγύπτιος ανέρχεται, εν καλπασμώ ίππων και κλαγγή ξιφών, εν ήχω τυμπάνων και
σαλπίγγων βοή, ενώ τα μπαϊράκια του αναπεπταμένα φρίσσουν εις τον άνεμον της
εσπέρας, και τα μισοφέγγαρα αστράπτουν επί του καθαρού ορίζοντος της δύσεως.
Μυρμηκιά ανά την πεδιάδα και τα πρανή ο συρφετός, και βαρύ ακούεται το βήμα
του. Επί της υγράς εκ του λύθρου γης οι Άραβες βαδίζουν επιμόχθως, των αλόγων
τα πέταλα γλυστρούν. Αλλ΄ η χαρά επί τη ανελπίστω νίκη είναι τόση, τόση είναι
η μετά τον φόβον ηδονή, ώστε φέρει αυτούς ταχείς προς τον ανήφορον, ταχείς
φέρει αυτούς επί την ράχιν. Ήδη ο αρχηγός των έφθασεν εις την οφρύν του
λόφου, ανέβη, κι επ΄ αυτής εστάθη, περιέφερε το βλέμμα, εκοίταξε το
κοκκινίσαν έδαφος, όπερ πίνει λαιμάργως το αίμα των ανδρείων, επεσκόπησε τον
ανερχόμενον στρατόν, είδε κύκλω τους πεσόντας. Και μ΄ ανοικτόν το όμμα,
έκπληκτον, αναμετρά τους υψηλούς κορμούς των, τα ευρέα στέρνα των, και τους
βραχίονάς των τους νευρώδεις, τας ωραίας των μορφάς, τα μέτωπά των τα
αγέρωχα. Και επί την βραχείαν όψιν του ως νέφος τι διέρχεται, το βλέμμα του
θολούται ελαφρώς, αδιόρατος παλμός συσπά τα χείλη του.
—
Κρίμα να χαθούν τέτοιοι λεβέντες.
Και
βλέπει, βλέπει γύρω, βλέπει θαυμάζων, βλέπει απορών, ωσάν να μην πιστεύει πως
εχάθησαν τοιούτοι άνδρες, ότι κείτονται αναίσθητοι, και δεν κοιμώνται μόνον,
δια να ξυπνήσουν πάλιν φοβερώτεροι, πως και ο ίδιος ο θάνατος υπήρξεν
ισχυρότερος αυτών.
—
Ποιος είναι ο
Παπαφλέσσας;
Οι
οδηγοί του έσπευσαν, προσέδραμον, έδειξαν το πτώμα, διάβροχον, περιρρεόμενον
εκ του ιδρώτος του αγώνος, κατερρακωμένον τα φορέματα, μαύρον από του
καπνού.
—
Σηκώστε τον, μωρέ, πάρτε τον... Πάρτε τον, πλύντε τον... Πλύντε το το
παλληκάρι...
Δυο
άνδρες έλαβαν αυτόν από των μασχαλών, τον ήγειραν, τον έστησαν επάνω εις τους
πόδας του, κι εβάδισαν, διευθυνόμενοι προς παραρρέουσαν πηγήν. Εκεί τού
έπλυναν τας χείρας και το πρόσωπον, εξέτριψαν τον πηλόν και τον ιδρώτα, τον
εκαθάρισαν εκ του κονιορτού και της ασβόλης, του καπνού και του ιχώρος, τον
εσπόγγισαν, διευθέτησαν τα ξεσχισμένα του ενδύματα, κι εγύρισαν οπίσω,
φέροντές τον.
—
Στήστε τον εκεί από κάτω...
Οι
άνδρες κρατούντες εκατέρωθεν αυτόν, ώδευσαν προς το δειχθέν δένδρον, τον
απέθηκαν παρά την ρίζαν του, τον ύψωσαν και τον ακούμβησαν, τον εστερέωσαν
επί το στέλεχος αυτού, τον ισορρόπησαν, ωσανεί ζώντα. Έπειτα ετραβήχθησαν,
απεμακρύνθησαν, και τον αφήκαν μόνον, βασταζόμενον δια της ιδίας του
δυνάμεως. Το πτώμα εναπέμεινεν ακίνητον, ευθύ στηρίζον επί του κορμού την
ράχιν, τον θώρακα προτεταμένον, και κρεμάμενα τα χέρια, με αναπόσπαστον το
τμήμα του σπασμένου χατζαριού, τα σκέλη διεστώτα, υψηλά την κεφαλήν. Τότε ο
Ιμπραΐμης πλησιάζει βραδέως προς το δένδρον, ίσταται και προσβλέπει σιγηλός
επί μακρόν το άπνουν πτώμα του αντιπάλου και υπό το φως της σελήνης ήτις
ανέτελλε την ώραν εκείνην αιματόχρους, ωσεί βαφείσα και αυτή εκ του λύθρου
του χυθέντος κατά την μάχην, υπό τους σειομένους κλάδους, οίτινες ανέφρισσον
πενθίμως, φιλεί, παρατεταμένον φίλημα, τον όρθιον νεκρόν.-
|
The Kiss By Michael Mitsakis*
At Maniaki, upon the top of
the hill, of the three hundred fighters none survived. When the sun rose that
morning soaring from behind the snow-capped mountains, he greeted all of them
as they stood full of vigor, shone upon their white kilts, caressed their
dark hair, flashed into their fiery eyes, and mirrored upon the brass of the
sword blades gilding their hilts. And now setting over the sea, he is sadly
bidding them his last farewell as they lie dead, strewn and sprawling on the
dirt, and as he is slowly sinking in the water, like a closing red eye, he
wants to cast a last glance on those brave men. All day long without food or
drink, they fought against the storm of bullets, stood the hail of bombs,
shent the rain of shrapnel, and mocked the brunt of the sword and the
violence of the saber. And after they consumed handfuls of gunpowder, the
last grain of which was exhausted in their bandolier pouches, after the last
of their muskets was cracked, and after the ultimate cutlass broke in their
hands, they fell on the ground, definitely dead, but not defeated. Among them
all, Papaflessas, the first to begin the slaughter and the last to cease,
sprawling on the ground, his face livid, with a gaping wound on his chest, is
still holding the blood dripping stump of his broken sword, clasping it tight
as if gripped in an erotic spasm or rage. And lo! The Egyptian ascends the
acclivity, in horse gallop and sword clang, in drum beating and bugle blast,
their banners flapping and fluttering in the evening wind and the crescents
glittering with the reflection of the twilight glowing on the clear western
horizon. The throng of soldiers swarms the plain and the hills like ants
while their feet flump on the ground. The Arabs plod on the wet gory ground, which
causes their horses to slip on their shoes. However, their joy at this
unhoped for victory is very great, and such is their pleasure, now that they
are delivered from the battle fright, that it urges them to swiftly climb up
the hill and reach the top. Their leader has already arrived at the brow of
the hill, stood on it, cast his wandering gaze around, looked at the red earth
guzzling the blood of those valiant men, inspected his ascending troops and
saw around him the straggling fallen corpses of soldiers. Astounded and
unblinking, he ponders over their tall bodies, broad torsos, sinewy arms,
handsome countenances and lofty brows. His low brow is clouded over, his look
is slightly blurred, and his lips twitch with an imperceptible tremor.
-
It’s a shame for such brave lads to perish.
And he looks, glances
around, stares in admiration and wonder as though he did not believe that
such men have perished, that they lie lifeless and not simply sleeping only
to arise more frightful, and that Death itself was mightier than they.
-
Which is Papaflessas?
His guides hurried to show
his corpse soaked in the sweat of the battle, blackened with the smoke, and his
clothes tattered.
-
Stand him up, make haste, take him … Take the stalwart fighter and wash
him.
Two men held him by the
armpits, put him upright, stood him upon his feet and headed with him to a
nearby gurgling spring. There, they washed his hands and face, scraped off
the mud and the sweat, cleaned him from the dust, soot and lymph, wiped him,
tidied his clothes, and brought him back.
-
Stand him over there…
The men holding him on
either side, walked to a tree shown them, lay him at its roots, then raised
and set him against the trunk balancing him as if he were alive. Then they
stepped back, drew away and left him standing by dint of his own inertia. The
corpse remained still, upright leaning upon the trunk of the tree, the torso
protruding, the arms hanging limp at the sides, one hand still grasping the
stump of the broken scimitar, the legs astride, the head upraised.
Thereupon, Ibrahim walks
slowly towards the tree, stands and silently stares for a long time the
lifeless body of his opponent, and under the light of the moon, which had
just risen, blood red as if also stained by the gore of the carnage, under
the quaking branches – which rustled lugubriously – he plants a protracted
kiss on the standing dead man.
|