«Έχω πει μερικές φορές στον εαυτό μου ότι αν υπήρχε μία μόνο πινακίδα στην είσοδο κάθε εκκλησίας που να απαγόρευε την είσοδο σε οποιονδήποτε με εισόδημα πάνω από ένα συγκεκριμένο ποσό , θα γινόμουν αμέσως χριστιανή» . Σιμόν Βέιλ, Γαλλίδα φιλόσοφος και πολιτική ακτιβίστρια (1909-1943)
Σάββατο, Δεκεμβρίου 31, 2016
Η ανατρεπτική δυναμική του αστάθμητου
Νίκος Θεοτοκάς
Τα τελευταία –πολλά πλέον– χρόνια όλο και χάνονται, νομίζω, οι συνέχειες με τους καιρούς στους οποίους αναφέρθηκαν οι ομιλητές του συνεδρίου ιστορίας της Νεολαίας της ΕΔΑ. Φράσεις όπως «ο ρόλος της αριστερής νεολαίας» συνεχίζουν να παραπέμπουν σε σημασίες που, σε μας τους παλιούς και τους παλιότερους, φαίνονται αυτονόητες. Παραπέμπουν δηλαδή σε μια αυστηρά ιστορική έννοια της νεολαίας, σε συλλογικότητες, σε προτάγματα συνδεδεμένα με την αλλαγή, στη διεύρυνση και εμβάθυνση της δημοκρατίας, στη ρήξη με τους αρχαϊσμούς, στα δικαιώματα και στην προκοπή των ανθρώπων, στην προοπτική του σοσιαλισμού.Φοβάμαι ότι, σήμερα, όλα τούτα δεν αποτελούν παρά κελύφη σημασιών, το περιεχόμενο των οποίων έπαψε να νοηματοδοτείται από τους ανοικτούς ορίζοντες κοινωνικών προσδοκιών. Το «αύριο» μοιάζει κλειστό, σκοτεινό, απρόσιτο. Και οι ιδεολογίες δεν ζωογονούνται από το μέλλον· επιβιώνουν και αναπαράγονται με υλικά και νοήματα ενός παρελθόντος που, όλο και περισσότερο, θολώνει στις εικόνες της αφαίρεσης και χάνει τις συνδέσεις του με την εμπειρία. Είναι το τέλος των ιδεολογιών ή το ξεκίνημα της ανανέωσης; Θα θυμηθώ μόνο τις αφηγήσεις φίλων που δεν είναι πια ανάμεσά μας, του Άγγελου Ελεφάντη ή του Φίλιππου Ηλιού για τον Μίμη Δεσποτίδη. «Το κόμμα –οι συλλογικότητες της Αριστεράς, θα μετέγραφα– είναι εκείνος ο ένας που θα ψάξει, θα βρει, θα πείσει και θα φέρει στον αγώνα άλλον έναν». Λόγια που πολλές και πολλοί κρατούν ως βίωμα.
Οι κληρονομημένοι αυτοματισμοί της σημερινής νεολαίας που επιμένει να κρατά αριστερό προσανατολισμό, σε όλο της το εύρος, στρέφονται προς τη διαμαρτυρία και τον κινηματισμό. Η οργάνωση, οι χώροι της συλλογικής σκέψης και δράσης δίνουν τη θέση τους σε απεικάσματα συλλογικότητας με αναφορά τη δράση. Με καταμερισμούς, αλληλεγγυότητες και οργανωτικές δομές, ασφαλώς. Με αναζήτηση ταυτοτήτων και αντιθέσεων. Δίχως όμως την αγωνία σύνδεσης της κινηματικής ριζοσπαστικής δυστροπίας με μια εναλλακτική προοπτική. Έξω και πέρα από την πολιτική, δηλαδή. Με εξαίρεση το ΚΚΕ.
Αναφερόμενος στο ΚΚΕ, σκέφτομαι ποιοι χώροι της Αριστεράς διατηρούν ακόμη στις μέρες μας κάτι που θυμίζει εκείνο που στο λεξιλόγιό μας ονοματίζεται «συλλογικότητα». Είναι βαρύ αυτό που σκέφτομαι αλλά θα το πω: Πρόκειται για τους –μετρημένους πια– οργανωμένους χώρους που αναφέρονται στην Αριστερά, που χτίζουν την ιδεολογική τους ταυτότητα με αναφορά σε ιδιόμορφους –και αντιτιθέμενους– πολιτικούς χιλιασμούς. Με εμμονή στη διεκδίκηση των χαμένων παραδείσων, στην προσμονή της ανάστασης και της χιλιόχρονης βασιλείας του Σωτήρος και στη διαρκή υπόμνηση και καταδίκη της αμαρτίας που επέφερε την έκπτωση. Η εικόνα του αύριο είναι άδεια. Τη θέση της καταλαμβάνουν ξόανα στολισμένα με ψηφίδες από ιδεολογικές προβολές του παρελθόντος. Εδώ, οι επαγγελίες αναβίωσης των χαμένων παραδείσων γεμίζουν με θόρυβο τον ορίζοντα των προσδοκιών. Για μια ακόμα φορά βλέπουμε τους πεθαμένους να οδηγούν τους ζωντανούς. Κι όσοι μισούν και τους ζωντανούς και τους πεθαμένους, πασχίζουν για την καταστροφή του παρόντος που τους κουβαλάει, μαζί με δεινά και απελπισία. Αρχαίες διανοητικές δομές που φωλιάζουν στις νοοτροπίες και γεμίζουν τα μπουκάλια με βενζίνη. Ο κόσμος κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού γίνεται ο κόσμος του Αντίχριστου που έχει λησμονηθεί το όνομά του.
Μέσα στη θεωρητική μας ένδεια, λοιπόν, οι ιδεολογίες ανασκαλεύουν το χθες, απ’ όπου αρδεύεται ο λόγος των πολιτικών, κοινωνικών και πολιτισμικών διακυβεύσεων. Η διόρθωση του παρελθόντος, η λαθολογία, οι δικανικοί αναχρονισμοί, όλα αυτά αφαιρούν λίγο λίγο από τις συλλογικές παραστάσεις κάθε πεδίο αναφοράς στον ορθολογισμό. Κι αυτό δεν αφορά το ΚΚΕ ή μόνο το ΚΚΕ. Διατρέχει όλο το φάσμα της αυτοοριζόμενης «επαναστατικής Αριστεράς», διαπερνά τις κληρονομιές της κομμουνιστικής ανανέωσης, συνοδεύει κάθε απόπειρα αναστοχασμού στο πλαίσιο της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Η κοινωνία, σε πείσμα των αφορισμών του νεαρού Μαρξ το 1844, γίνεται και πάλι αντιληπτή «ως αφαίρεση έναντι του ατόμου». Και μια τέτοια αφαίρεση δεν μπορεί να είναι διαπραγματεύσιμη.
Η θεωρητική αμηχανία που σφραγίζει την ιδιώτευση, τις πολιτικές μετατοπίσεις ή τη σιωπή των διανοούμενων είναι κι αυτή ένα σύμπτωμα του κόσμου που ζούμε. Ενός κόσμου ο οποίος κλυδωνίζεται από αλλαγές που μας τυφλώνουν, παίζοντας με την αδυναμία μας να τις αντιληφθούμε, πόσο μάλλον να τις κατανοήσουμε και να δράσουμε συλλογικά.
Ζούμε ξανά σε μια εποχή τεράτων και, πολύ καινούριο αυτό, βρισκόμαστε σε συνθήκες απερήμωσης των χώρων της συλλογικής δράσης. Ο καθένας μοναχός του. Σήμερα, η απαξίωση της οργανωμένης συλλογικότητας, με όλες τις αμαρτίες που κουβαλά και με τους σκελετούς που γεμίζουν τα ντουλάπια της, καταστρέφει, δίχως να τους αναπληρώνει, τους τόπους αναστοχασμού που τροφοδοτεί η κινηματική εμπειρία. Και για όσες κι όσους ασπρίσαν τα μαλλιά μας, αυτή η βαρυχειμωνιά πρέπει να μας τρομάζει. Οι συνταγές που ξέρουμε από το παρελθόν εξορίστηκαν από το μαγειρείο του μέλλοντος που ζούμε. Δίχως να πετάξουμε τίποτα, ούτε τους σκελετούς που εμείς βρήκαμε το κουράγιο να βγάλουμε στο φως, σε τι μας υποχρεώνει η διαρκώς παρούσα και διαρκώς ακυρούμενη επαγγελία της Ανανέωσης; Να ξανασκεφούμε, στοχαζόμενοι την ιστορία της Αριστεράς, πάνω στις αρχές των νέων ταυτοτήτων, των νέων αντιθέσεων και της εναλλακτικής πρότασης για τον κόσμο μας. Και να μην λησμονούμε ότι υπάρχει πάντα, στις δικές μας αποσκευές τουλάχιστον, το δύσκολο ερώτημα «τι να κάνουμε;»
Από ποια στόφα μπορεί να φτιάχνεται σήμερα το κίνητρο να οργανώσουμε και να οργανωθούμε; Τι σημαίνουν όλα αυτά που ειπώθηκαν για τις κινητοποιήσεις των νέων στη μεταπολεμική περίοδο, για τους σημερινούς μαθητές, τα παιδιά που τέλειωσαν ή που τελειώνουν το σχολείο, για τους εργαζόμενους νέους, τους άνεργους ή τους φοιτητές, για τη ζωή τους και για το αύριο; Μέχρι να βρούμε ή να βρεθεί το νέο όραμα για την αλλαγή του κόσμου, ας πασχίσουμε για μια μεταρρύθμιση που τους επιστρέφει κάτι από τη ζωή τους.
Αξίζει όμως να επιμείνουμε. Δοκιμάζοντας να καταστήσουμε τους νέους συμμέτοχους στις δημιουργίες διακυβεύσεων για το αύριο κι αναλογιζόμενοι τι πάει να πει σήμερα εκείνο το «να οργανώσουμε και να οργανωθούμε». Το πιθανότερο είναι ότι εμείς, οι παλιοί και οι παλαιότεροι, θα μείνουμε με τις εμμονές μας και η πραγματικότητα θα μας ξεπεράσει. Παρόλα όσα είπα, παραδόξως, αισθάνομαι αισιόδοξος. Είμαι πεισμένος, θέλω να πω, για τη δυναμική του αστάθμητου, που ανατρέπει τις προσμονές και ανοίγει απρόβλεπτα το μέλλον.
Έγκλημα και κρίση
Του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου.
Διεθνές συνέδριο με θέμα «Έγκλημα και κρίση: γραφές και μεταγραφές της σύγχρονης αστυνομικής λογοτεχνίας» πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή και το Σάββατο 2 και 3 Δεκεμβρίου στο Τελλόγλειο ‘Ιδρυμα Τεχνών της Θεσσαλονίκης με οργανωτική ευθύνη του Τμήματος Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ (η πρωτοβουλία ήταν της αναπληρώτριας καθηγήτριας, κριτικού λογοτεχνίας και μεταφράστριας Τιτίκας Δημητρούλια). Στο συνέδριο έλαβαν μέρος συγγραφείς, πανεπιστημιακοί ερευνητές, μεταφραστές και κριτικοί λογοτεχνίας από την Ελλάδα, τη Σερβία και τη Γαλλία. Ένα από τα βασικά θέματα (ως και εκ του τίτλου της διοργάνωσης) που απασχόλησαν τους συνέδρους ήταν η σχέση του ελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος με την κρίση – το πώς η λογοτεχνία βλέπει την οικονομική κρίση (Γιάννης Πανούσης) ή το πώς κατανοεί και ερμηνεύει τις κοινωνικές της συνέπειες (Loic Marcou). Συζητήθηκαν ακόμα η πορεία της αστυνομικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα από το 1974 μέχρι και τις ημέρες μας, ο τρόπος με τον οποίο επηρεάζονται οι αστυνομικοί συγγραφείς από την υπερανάπτυξη του καπιταλισμού και την παγκοσμιοποίηση (Dominique Manotti) και το μέλλον της μυθοπλασίας του νουάρ (Patrick Raynal).
Τους συνέδρους απασχόλησε επίσης η διαδρομή που έχει χαράξει η αστυνομική λογοτεχνία κινούμενη ανάμεσα στην παράδοση και τον μοντερνισμό (Πέτρος Μαρτινίδης), καθώς και τα προβλήματα τα οποία καλούνται να επιλύσουν οι μεταφραστές της (Σίμος Γραμμενίδης, Τ. Δημητρούλια). Υπήρξαν επιπροσθέτως εισηγήσεις για το αστυνομικό μυθιστόρημα στη Μεσόγειο (Ανθή Βηδενμάιερ), στην Αφρική (Véronique Bonnet), στην Ιταλία (Ζώζη Ζωγραφίδου), στη Σερβία (Adrijana Marcetic) και στην Τουρκία (Timour Muhidine), όπως και για τους δεσμούς του αστυνομικού μυθιστορήματος με τα μαθηματικά (Τεύκρος Μιχαηλίδης) και τη λαϊκότητα (Ουρανία Πολυκανδριώτη). Εισηγήσεις, τέλος, για καθιερωμένα έργα της αστυνομικής λογοτεχνίας σε διεθνές επίπεδο έκαναν οι Vesna Elez και Γκρατσιέλα Καστελλάνου.
Το συνέδριο συμπληρώθηκε με δύο συζητήσεις στρογγυλής τραπέζης. Η πρώτη δοκίμασε να εξετάσει το αν η αστυνομική λογοτεχνία εκπροσωπεί ένα παγκόσμιο λαϊκό είδος (D. Manotti, P. Raynal, Maurice Attias, Τ. Μιχαηλίδης και Π. Μαρτινίδης), αλλά, ατυχώς, επικεντρώθηκε περισσότερο σε εσωτερικά θέματα της γαλλικής πολιτικής σκηνής. Η δεύτερη είχε θέμα «Έγκλημα και κρίση» (Βασίλης Δανέλλης, Γιάννης Ράγκος, Σέργιος Γκάκας, Ανδρέας Αποστολίδης και Μαρλένα Πολιτοπούλου) και απέδειξε πως οι έλληνες συγγραφείς μπορούν, όταν το θέλουν, να συζητήσουν επί της ουσίας και εις βάθος όχι μόνο για το αστυνομικό μυθιστόρημα, αλλά γενικότερα για τη λογοτεχνία και τα ερωτήματα στα οποία καλείται να απαντήσει σε μιαν ιδιαιτέρως πιεστική και ταυτοχρόνως προκλητική εποχή.
Παραμένω με την εντύπωση ότι ορισμένοι από τους γάλλους συνέδρους δεν προσήλθαν επαρκώς προετοιμασμένοι (με αποκορύφωμα το παράδειγμα του M. Attias, ο οποίος διάβασε αντί για την προγραμματισμένη εισήγησή του ένα διήγημα) ενώ κάποιοι άλλοι δυσκολεύτηκαν να ξεπεράσουν την περιγραφικότητα και την περιπτωσιολογία. Παρόλα αυτά, το συνέδριο μόνο αδιάφορο δεν υπήρξε. Είναι η πρώτη φορά που επιχειρήθηκε στα καθ’ ημάς μια συστηματική και πολυκριτική προσέγγιση της αστυνομικής λογοτεχνίας (από την Ελλάδα και την Ευρώπη μέχρι τη Βόρεια Αφρική και την Τουρκία), αλλά και που η αστυνομική λογοτεχνία ξέφυγε από τον στενό κύκλο των αφοσιωμένων υποστηρικτών της, για να αποδείξει όχι μόνο ότι αποτελεί ζωτικό μέρος της διεθνούς λογοτεχνικής παραγωγής, αλλά και ότι έχει την ικανότητα να ανταποκριθεί με ενάργεια στα μείζονα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα του 21ου αιώνα..
ΠΗΓΗ:oanagnostis.gr
ΑΝΤΙΟ, ΝΤΕΜΠΙ!
Πέθανε η ηθοποιός Ντέμπι Ρέινολντς
Η μεγάλη ηθοποιός του Χόλιγουντ, Ντέμπι Ρέινολντς, έφυγε από τη ζωή την Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2016, σε ηλικία 84 ετών, μετά από εγκεφαλικό που υπέστη, όπως ανακοίνωσε ο γιoς της.
Η Ντέμπι Ρέινολντς πέθανε μια ημέρα μετά το θάνατο της κόρης της, της ηθοποιού Κάρι Φίσερ, η οποία έφυγε από καρδιακή προσβολή, σε ηλικία 60 ετών.
H Mary Frances "Debbie" Reynolds (1932 – 2016) ήταν Αμερικανίδα ηθοποιός, τραγουδίστρια, επιχειρηματίας, ιστορικός κινηματογράφου και ανθρωπίστρια.
Ο πρώτος της μεγάλος ρόλος ήταν η Helen Kane στο φιλμ του 1950, Three Little Words, για το οποίο υπήρξε υποψήφια για Όσκαρ . Ωστόσο, ο πρώτος της πρωταγωνιστικός ρόλος που την έκανε διάσημη ήταν η Kathy Selden, την οποία υποδύθηκε το 1952 σε ηλικία 19 ετών στο μιούζικαλ Singin' in the Rain. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '50 ήταν ήδη ένα μεγάλο αστέρι. Άλλες επιτυχίες της: The Affairs of Dobie Gillis (1953), Susan Slept Here (1954), Bundle of Joy (1956 Golden Globe nomination), The Catered Affair (1956 National Board of Review Best Supporting Actress Winner), και Tammy and the Bachelor (1957), στο οποίο η ερμηνεία της στο τραγούδι "Tammy" το εκτόξευσε στο νούμερο ένα των μουσικών charts. Το 1959 κυκλοφόρησε το πρώτο της pop άλμπουμ, με τίτλο Debbie.
Παντρεύτηκε τον τραγουδιστή Eddie Fisher το 1955, με τον οποίο χώρισε, αλλά απέκτησε δύο παιδιά, την ηθοποιό Κάρι Φίσερ και τον Τοντ Φίσερ. Η Ντέμπι Ρέινολντς συνέχιζε μέχρι τα 80 της να εμφανίζεται επιτυχώς στη σκηνή , την τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Το 2016 κυκλοφόρησε ένα ντοκιμαντερ για τη ζωή της με τίτλο Bright Lights: Starring Carrie Fisher and Debbie Reynolds.
Η Ντέμπι Ρέινολντς πέθανε μια ημέρα μετά το θάνατο της κόρης της, της ηθοποιού Κάρι Φίσερ, η οποία έφυγε από καρδιακή προσβολή, σε ηλικία 60 ετών.
H Mary Frances "Debbie" Reynolds (1932 – 2016) ήταν Αμερικανίδα ηθοποιός, τραγουδίστρια, επιχειρηματίας, ιστορικός κινηματογράφου και ανθρωπίστρια.
Ο πρώτος της μεγάλος ρόλος ήταν η Helen Kane στο φιλμ του 1950, Three Little Words, για το οποίο υπήρξε υποψήφια για Όσκαρ . Ωστόσο, ο πρώτος της πρωταγωνιστικός ρόλος που την έκανε διάσημη ήταν η Kathy Selden, την οποία υποδύθηκε το 1952 σε ηλικία 19 ετών στο μιούζικαλ Singin' in the Rain. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '50 ήταν ήδη ένα μεγάλο αστέρι. Άλλες επιτυχίες της: The Affairs of Dobie Gillis (1953), Susan Slept Here (1954), Bundle of Joy (1956 Golden Globe nomination), The Catered Affair (1956 National Board of Review Best Supporting Actress Winner), και Tammy and the Bachelor (1957), στο οποίο η ερμηνεία της στο τραγούδι "Tammy" το εκτόξευσε στο νούμερο ένα των μουσικών charts. Το 1959 κυκλοφόρησε το πρώτο της pop άλμπουμ, με τίτλο Debbie.
Παντρεύτηκε τον τραγουδιστή Eddie Fisher το 1955, με τον οποίο χώρισε, αλλά απέκτησε δύο παιδιά, την ηθοποιό Κάρι Φίσερ και τον Τοντ Φίσερ. Η Ντέμπι Ρέινολντς συνέχιζε μέχρι τα 80 της να εμφανίζεται επιτυχώς στη σκηνή , την τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Το 2016 κυκλοφόρησε ένα ντοκιμαντερ για τη ζωή της με τίτλο Bright Lights: Starring Carrie Fisher and Debbie Reynolds.
Μαθηματικό χιούμορ
ΠΕΣ ΜΟΥ ΤΗΝ ΩΡΑ, ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΑΝ ΚΑΝΕΙΣ...
Ένα από τα μελλοντικά τεστ ευφυίας για προσλήψεις μέσω ΑΣΕΠ
Καλοτάξιδος!
Γιώργος Κουμεντάκης νέος Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Λυρικής Σκηνής
Διαδέχεται τον Μύρωνα Μιχαηλίδη
Όπως ενημερώνει το υπουργείο, η κ. Κονιόρδου ευχαρίστησε τον κ. Μιχαηλίδη για τις δύο διαδοχικές θητείες του στο τιμόνι του κορυφαίου στη χώρα μας λυρικού θεάτρου. Τόσο η απόφαση, όσο και η αναγγελία της τη δεδομένη χρονική στιγμή κρίθηκαν απαραίτητες προκειμένου να υπάρχει το απαραίτητο χρονικό διάστημα για την παράδοση, την ενημέρωση και την προετοιμασία του νέου καλλιτεχνικού διευθυντή.
Ο Γιώργος Κουμεντάκης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1959 και ανήκει στους πιο προικισμένους και πολυδιάστατους Έλληνες συνθέτες. Εκτός από τα πολυάριθμα έργα συμφωνικής μουσικής και μουσικής δωματίου, μεγάλο κομμάτι της καλλιτεχνικής πορείας του έχει αφιερωθεί στη σύνθεση μουσικής για τις παραστατικές τέχνες (θέατρο, κινηματογράφος, χορός, όπερα, installations)
Οι σημαντικές διακρίσεις του ξεκινούν από το 1985, όταν ο György Ligeti τον επιλέγει και του αναθέτει τη σύνθεση του έργου Σύμμολπα 5, ενώ λίγους μήνες αργότερα συμμετέχει στη Biennale της Βενετίας. Το 1987, συνεργάζεται για πρώτη φορά με το περίφημο γαλλικό συγκρότημα σύγχρονης μουσικής Ensemble InterContemporain και αρχίζει μία ανοδική πορεία διεθνούς αναγνώρισης, που οδηγεί, το 1992, στην τιμητική υποτροφία Prix de Rome, η οποία συνοδεύεται από έναν χρόνο παραμονής και δημιουργίας στη Γαλλική Ακαδημία της Ρώμης (Villa Medici). Την ίδια χρονιά ξεκινά τη μακρά συνεργασία του με τον χορογράφο-σκηνοθέτη Δημήτρη Παπαϊωάννου και την Ομάδα Εδάφους, η οποία κορυφώνεται το 2004, με τις τελετές έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, όπου διετέλεσε μουσικός διευθυντής, συνθέτης και δημιουργός του μουσικού σεναρίου. Συνεργάστηκε με σπουδαίους καλλιτέχνες του θεάτρου, της όπερας, του χορού, όπως, μεταξύ άλλων, ο Κάρολος Κουν, ο Στέφανος Λαζαρίδης, ο Γιάννης Χουβαρδάς, η Ρούλα Πατεράκη, η Ραλλού Μάνου κ.ά.
Έχει διατελέσει καλλιτεχνικός διευθυντής του μουσικού συνόλου «Νίκος Σκαλκώτας», του Kyklos Ensemble, του Αναγεννησιακού Φεστιβάλ Ρεθύμνου, καθώς και υπεύθυνος καλλιτεχνικού προγραμματισμού στο Ίδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού. Από το 2015 εργάζεται ως υπεύθυνος καλλιτεχνικού προγραμματισμού της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ, όπου σχεδιάζει καινοτόμα προγράμματα και παραγωγές πάνω σε καλλιτεχνικούς, εκπαιδευτικούς και κοινωνικούς άξονες.
Έργα του έχουν παρουσιαστεί σε όλον τον κόσμο, σε σημαντικές αίθουσες συναυλιών και λυρικά θέατρα. Μία από τις πιο πρόσφατες σημαντικές δουλειές του αποτελεί η δίπρακτη όπερα Η φόνισσα (2014, σε ποιητικό κείμενο Γιάννη Σβώλου, βασισμένο στο ομώνυμο «κοινωνικό μυθιστόρημα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη), που γράφτηκε κατόπιν παραγγελίας από την Εθνική Λυρική Σκηνή και η οποία συνδυάζει την ελληνική μουσική παράδοση με τη σύγχρονη ευρωπαϊκή ταυτότητα του είδους.
Πηγή: http://www.skai.gr/news/culture
Παρασκευή, Δεκεμβρίου 30, 2016
Πού είναι οι τουαλέτες , παρακαλώ;
Όταν η ευρηματικότητα και το χιούμορ χαρακτηρίζουν τη σημειολογία του αποχωρητηρίου...
Ο φωτογράφος που αναδημιουργεί φωτογραφίες ανθρώπων που φωτογράφισε πριν από ..δεκαετίες! |
Ο
"φωτογράφος δρόμου" Chris Porsz πέρασε πολλές ώρες στους δρόμους τις δεκαετίες
του 1970, 1980 και 1990 , φωτογραφίζοντας τυχαίους ανθρώπους που
συναντούσε στους δρόμους του Πίτερμπρο στην Αγγλία. Προσφάτως αποφάσισε
να δημιουργήσει ένα πραγματικά εξαιρετικό φωτογραφικό προτζεκτ., που το ονόμασε Reunions (Ξανασμίξιμο) και το τύπωσε σε ένα βιβλίο.
Ο Chris είχε τη φαεινή ιδέα να ψάξει και να εντοπίσει (όσο ήταν δυνατό) τους ίδιους ανθρώπους που είχε φωτογραφήσει στο παρελθόν και να τους βάλει να ξαναποζάρουν όπως τους είχε απαθανατίσει πριν από δεκαετίες για πρώτη φορά.
Το αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικό, διότι δείχνει την επίδραση του χρόνου στο σώμα και τη μορφή των ανθρώπων.
Δείτε πολλές από αυτές τις φωτογραφίες στο blog Αντικλείδι
Δείτε πολλές από αυτές τις φωτογραφίες στο blog Αντικλείδι
ή ,
αν σας αρέσει η παρακολούθηση φωτογραφιών σε slides , απολαύστε το βίντεο που αναρτούμε.
Για περισσότερες πληροφορίες, σχετικά με το έργο του ευφάνταστου καλλιτέχνη, επισκεφθείτε την προσωπική του ιστοσελίδα :
Chris porsz – street photographer - Home
BOΗΘΕΙΑ, Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ!
Ο Στουρνάρας, ο Βερέμης, ο Βενιζέλος κι ο θρασύς ο Μητσοτάκης,
ο μπαινάκης, κι ο βγαινάκης, δηλαδή, ο λεχρίτης και ο κουτσαβάκης,
εκφραστές όλων των αχρείων που μας άφησαν βρόμικη μπουγάδα,
καταγγέλλουν τους "φασίστες" Συριζαίους πως δεσπόζουν στην Ελλάδα.
"Κινδυνεύουν" , κρώζουν εν κλαυθμώ, "οι δημοκρατικοί θεσμοί",
"Ευρώπη βόηθα!" , ολοφύρονται των τρωκτικών τους οι εσμοί.
Φωνάξανε ευθύς τα Μου Μου Ε και στήσανε ένα αρχαίο δράμα,
για να βάλουν χέρι οι "γνήσιοι δημοκράτες" , να γενεί το μέγα θάμα.
Το ψέμα πέφτει σύννεφο , συνηθισμένα τα βουνά τους απ΄τα χιόνια,
τα φαγοπότια λιγουρεύονται ξανά όσοι κρατούσαν την κουτάλα επί χρόνια.
Λες και δεν ξέραμε ποιοι καταστρέψαν εν ψυχρώ το δύσμοιρό μας τόπο
λες κι απευθύνονται σε χαζούς ιθαγενείς , ο κλέφτης με το φαύλο δημοκόπο...
Gerontakos
*Eπίθεση των FT στην ελληνική κυβέρνηση: Τα επεισόδια με Στουρνάρα και η σύγκριση με ακροδεξιούς.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΘΙΣΜΟ ΣΤΟΝ ΤΖΟΓΟ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΟΥΝ ΟΛΟΙ ΟΙ ΝΕΟΙ
Δευτέρα - Ηλίας Αναστασιάδης
Δύσκολα θα καταλάβαινες αν τον έβλεπες έξω ή στη δουλειά του, ή αν μιλούσες μαζί του για λίγο, ότι ήταν από μικρός εθισμένος στον τζόγο. Αδειάζοντας στα κρυφά πολλές πιστωτικές του πατέρα του και το ταμείο στο μαγαζί του αδερφού του, και έχοντας χάσει μια περιουσία μέχρι τα τριάντα του, μπήκε σε πρόγραμμα απεξάρτησης. Το πρώτο που έμαθε στις ομαδικές συνεδρίες της Δευτέρας ήταν να συστήνεται ως εξαρτημένος τζογαδόρος.
Ύστερα από μια υποτροπή που θα τον γυρίσει πολλά βήματα πίσω, αποφασίζει να δώσει μια τελευταία ευκαιρία στο πρόγραμμα – και στον εαυτό του. Δίπλα του –με αμέτρητα τηλεφωνήματα και ολονύκτιες συζητήσεις– βρίσκονται οι τρεις φίλοι του από την ομάδα και προσπαθούν να του δείξουν ότι υπάρχει ζωή μακριά από τον τζόγο.
Καθώς πληθαίνουν οι μέρες της αποχής του, όμως, η ζωή του γεμίζει με ασυνήθιστα γυναικεία ονόματα, ευκαιριακές σχέσεις και σεξ χωρίς κανένα συναίσθημα. Σύντομα θα πέσει στο κενό της μοναξιάς· και λίγο μετά θα νιώσει όπως οι πρωταγωνιστές των θρίλερ , που κολυμπούν τρομαγμένοι κοιτώντας διαρκώς πίσω τους. Στο τέλος θα κρατήσει την αναπνοή του και θα βυθιστεί.
Θα ξαναβγεί ποτέ στην επιφάνεια;
Με μοντέρνα, γρήγορη και αφοπλιστική γραφή, ο Ηλίας Αναστασιάδης καταθέτει σε πρώτο πρόσωπο μια αληθινή, εθιστική ιστορία μέσα από τις πιο σημαντικές Δευτέρες της ζωής του.
Από τα δεκαεφτά μέχρι τα τριάντα μου έχασα μια
περιουσία στον τζόγο. Το να παίζεις με τον τρόπο που το έκανα εγώ μπορώ
να το παρομοιάσω μόνο με το να βρίσκεσαι σε ελεύθερη πτώση. Τίποτα δεν
μπορεί να ανακόψει την πορεία σου προς το κενό· και, δυστυχώς, δεν είσαι
στο γνωστό όνειρο όπου νιώθεις ότι πέφτεις αλλά τελικά ξυπνάς και
πετάγεσαι απ’ το κρεβάτι δευτερόλεπτα προτού γίνεις χαλκομανία. Τίποτα
δεν μπορεί να σταματήσει την πτώση σου.
Έκανα μια συμφωνία με τον εαυτό μου: κάθε φορά που
θα θέλω να παίξω σαν τρελός, θα κάθομαι στο γραφείο ή στο κρεβάτι και θα
γράφω. Να, τώρα, για παράδειγμα, θέλω σαν τρελός να παίξω ένα
πενηντάρικο. Ό,τι βρω μπροστά μου, έτσι κάνω πάντα – ή τουλάχιστον τα
τελευταία χρόνια που η κατάστασή μου πάει απ’ το κακό στο χειρότερο.
Παίζω συστηματικά τζόγο από τα δεκαεφτά. Όταν λέω
συστηματικά, εννοώ πως το 90% του ελεύθερου χρόνου μου από τα δεκαεφτά
μέχρι τα τριάντα μου το περνούσα παίζοντας. Στοίχημα, πόκερ, καζίνο. Όλα
στο ίντερνετ.
Η ιστορία μου είναι μακρά και δαιδαλώδης, αλλά αυτό
δεν με διαφοροποιεί από κανέναν. Καμία ιστορία δεν είναι απλή. Απλώς
κάποιες είναι πιο περίπλοκες από τις άλλες. Η δική μου έχει λίγες
κορυφώσεις χαράς και άπειρες λύπης. Ό,τι συμβαίνει δηλαδή και με την
ίδια τη ζωή.
Αυτή είναι η ιστορία μου.
Ο Ηλίας Αναστασιάδης γεννήθηκε στην
Αθήνα το 1983 και σπούδασε Επικοινωνία και Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης στο
Πανεπιστήμιο Αθηνών. Από το 2005 αρθρογραφεί σε περιοδικά και στο
διαδίκτυο. Η Δευτέρα είναι το πρώτο του βιβλίο.
Οι εσωτερικοί Γκαιμπελίσκοι και τα ψέματά τους
Η υπερηφάνεια των Ελλήνων
.efsyn./28.12.2016
«Η κυβέρνηση αναγκάστηκε να
στείλει ταπεινωτική επιστολή, ορκιζόμενη ότι δεν θα το ξανακάνει σαν
παιδί του Δημοτικού και η ενέργειά της αυτή πλήττει την υπερηφάνεια κάθε
Ελληνα». Η δήλωση ανήκει στον αντιπρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας Αδωνι
Γεωργιάδη.
Τελικώς δεν έχω καταλάβει, τι είναι αυτή η κυβέρνηση; Μια πολιτική συμμορία η οποία έχει ως μοναδικό στόχο την παραμονή της στην εξουσία και κάνει πως διαπραγματεύεται αλλά επί της ουσίας τα δίνει όλα στους δανειστές, υποθηκεύοντας το μέλλον της χώρας, όπως υποστηρίζουν πρωτοκλασάτα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας;
Ή μήπως πρόκειται για μια ομάδα «αριστεριστών που πίνουν τον καφέ τους και ονειρεύονται την επανάσταση», όπως είπε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κ. Μητσοτάκης στη «Washington Post» (13-4-2016); Και τα δύο δεν γίνεται να είναι. Πάντως τα περί υπερηφάνειας του ελληνικού λαού είναι μια μεγάλη κουβέντα με πολλά επεισόδια. Αλήθεια, η υπερηφάνεια και η αξιοπρέπεια του Ελληνα δεν επλήγησαν όταν:
■ Η χώρα μπήκε στα μνημόνια και μετατράπηκε με την ευθύνη των κομμάτων που την κυβέρνησαν από το 1974 σε αποικία, για να περάσουμε έτσι από την «ισχυρή Ελλάδα» στην Ελλάδα σε καθεστώς βαριάς επιτροπείας;
■ Οι υπουργοί των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας χόρευαν όπως τους βάραγαν οι δανειστές και άφηναν να κυκλοφορούν αναπάντητες οι προσβολές των ξένων για τους «τεμπέληδες και διεφθαρμένους Ελληνες» οι οποίοι ζουν εις βάρος των συνετών Ευρωπαίων;
■ Ο πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου ξεφτιλίστηκε από τους Σαρκοζί - Μέρκελ επειδή είχε την πρόθεση να κάνει δημοψήφισμα και υποχρεώθηκε να παραιτηθεί γιατί τον άδειασαν οι υπουργοί του σε συνεργασία με τον Μπαρόζο και τη Νέα Δημοκρατία του Αντ. Σαμαρά;
■ Ο πρωθυπουργός Αντ. Σαμαράς, παρουσία της Μέρκελ, ζήτησε συγγνώμη («mea culpa» ήταν η φράση του) για την περίοδο που έψαχνε μέσω Ζαππείων την άλλη, τη σωστή δοσολογία για τα μνημόνια;
■ Ο Β. Σόιμπλε δήλωσε ότι λυπάται τους Ελληνες για την κυβέρνηση που εξέλεξαν τον Ιανουάριο του 2015 και τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη να του πουν ότι «δεν σας αφορά, είναι δική μας υπόθεση»;
■ Οι ξένες κυβερνήσεις και οι επικεφαλής των θεσμών πίεζαν τους Ελληνες να ψηφίσουν «ναι» στο δημοψήφισμα, εκβιάζοντάς τους πως αν επέλεγαν το «όχι», η χώρα θα έφευγε από την ευρωζώνη και τα κόμματα της αντιπολίτευσης τους σιγοντάριζαν αντί να τους ζητήσουν να μην παρεμβαίνουν;
■ Η πρώτη κυβέρνηση της Αριστεράς υποχρεώθηκε μετά τη βοερή πανωλεθρία των αυταπατών της σε συμβιβασμό (τρίτο μνημόνιο) στον οποίο την καλούσαν (εκλιπαρούσαν είναι η σωστή λέξη) να προχωρήσει τα κόμματα της αντιπολίτευσης και στη συνέχεια ξεκίνησαν τις μαγκιές εκ του ασφαλούς;
■ Οι πολίτες βλέπουν τη Νέα Δημοκρατία να αλλάζει θέση μέσα σε 24 ώρες και από το «ναι» στο βοήθημα Τσίπρα να πηγαίνει στο «παρών» για να μη χαλάσει την καρδιά του Σόιμπλε;
Ομως και γρήγορα και αξιοπρεπώς δεν γίνονται τα πράγματα σε μια χώρα που βρίσκεται σε καθεστώς επιτροπείας. Κάτι πρέπει να ξέρουν τα συγκεκριμένα κόμματα από την περίοδο που... αντιστέκονταν σθεναρά στις απαιτήσεις των δανειστών.
Τελικώς δεν έχω καταλάβει, τι είναι αυτή η κυβέρνηση; Μια πολιτική συμμορία η οποία έχει ως μοναδικό στόχο την παραμονή της στην εξουσία και κάνει πως διαπραγματεύεται αλλά επί της ουσίας τα δίνει όλα στους δανειστές, υποθηκεύοντας το μέλλον της χώρας, όπως υποστηρίζουν πρωτοκλασάτα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας;
Ή μήπως πρόκειται για μια ομάδα «αριστεριστών που πίνουν τον καφέ τους και ονειρεύονται την επανάσταση», όπως είπε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κ. Μητσοτάκης στη «Washington Post» (13-4-2016); Και τα δύο δεν γίνεται να είναι. Πάντως τα περί υπερηφάνειας του ελληνικού λαού είναι μια μεγάλη κουβέντα με πολλά επεισόδια. Αλήθεια, η υπερηφάνεια και η αξιοπρέπεια του Ελληνα δεν επλήγησαν όταν:
■ Η χώρα μπήκε στα μνημόνια και μετατράπηκε με την ευθύνη των κομμάτων που την κυβέρνησαν από το 1974 σε αποικία, για να περάσουμε έτσι από την «ισχυρή Ελλάδα» στην Ελλάδα σε καθεστώς βαριάς επιτροπείας;
■ Οι υπουργοί των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας χόρευαν όπως τους βάραγαν οι δανειστές και άφηναν να κυκλοφορούν αναπάντητες οι προσβολές των ξένων για τους «τεμπέληδες και διεφθαρμένους Ελληνες» οι οποίοι ζουν εις βάρος των συνετών Ευρωπαίων;
■ Ο πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου ξεφτιλίστηκε από τους Σαρκοζί - Μέρκελ επειδή είχε την πρόθεση να κάνει δημοψήφισμα και υποχρεώθηκε να παραιτηθεί γιατί τον άδειασαν οι υπουργοί του σε συνεργασία με τον Μπαρόζο και τη Νέα Δημοκρατία του Αντ. Σαμαρά;
■ Ο πρωθυπουργός Αντ. Σαμαράς, παρουσία της Μέρκελ, ζήτησε συγγνώμη («mea culpa» ήταν η φράση του) για την περίοδο που έψαχνε μέσω Ζαππείων την άλλη, τη σωστή δοσολογία για τα μνημόνια;
■ Ο Β. Σόιμπλε δήλωσε ότι λυπάται τους Ελληνες για την κυβέρνηση που εξέλεξαν τον Ιανουάριο του 2015 και τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη να του πουν ότι «δεν σας αφορά, είναι δική μας υπόθεση»;
■ Οι ξένες κυβερνήσεις και οι επικεφαλής των θεσμών πίεζαν τους Ελληνες να ψηφίσουν «ναι» στο δημοψήφισμα, εκβιάζοντάς τους πως αν επέλεγαν το «όχι», η χώρα θα έφευγε από την ευρωζώνη και τα κόμματα της αντιπολίτευσης τους σιγοντάριζαν αντί να τους ζητήσουν να μην παρεμβαίνουν;
■ Η πρώτη κυβέρνηση της Αριστεράς υποχρεώθηκε μετά τη βοερή πανωλεθρία των αυταπατών της σε συμβιβασμό (τρίτο μνημόνιο) στον οποίο την καλούσαν (εκλιπαρούσαν είναι η σωστή λέξη) να προχωρήσει τα κόμματα της αντιπολίτευσης και στη συνέχεια ξεκίνησαν τις μαγκιές εκ του ασφαλούς;
■ Οι πολίτες βλέπουν τη Νέα Δημοκρατία να αλλάζει θέση μέσα σε 24 ώρες και από το «ναι» στο βοήθημα Τσίπρα να πηγαίνει στο «παρών» για να μη χαλάσει την καρδιά του Σόιμπλε;
Ανάγωγα
«Πλήρης εξευτελισμός», «επιστολή μετάνοιας», «επιστολή ντροπής», «ταπεινωτική πράξη». Αυτές τις φράσεις χρησιμοποίησαν η Νέα Δημοκρατία και η Δημοκρατική Συμπαράταξη για να επιτεθούν στην κυβέρνηση. Πρόκειται για τα ίδια κόμματα που μέχρι προχθές κατηγορούσαν τον Τσίπρα ότι εγκληματεί καθυστερώντας την αξιολόγηση.Ομως και γρήγορα και αξιοπρεπώς δεν γίνονται τα πράγματα σε μια χώρα που βρίσκεται σε καθεστώς επιτροπείας. Κάτι πρέπει να ξέρουν τα συγκεκριμένα κόμματα από την περίοδο που... αντιστέκονταν σθεναρά στις απαιτήσεις των δανειστών.
Αλήθειες που καίνε τη σταλινική Αριστερά: ΜΠΟΥΛΚΕΣ
ΜΠΟΥΛΚΕΣ : H KOΛΑΣΗ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙΝΙΣΜΟΥ
ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΤΗΣ "ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗΣ
ΤΟΥ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΙΚΟΥ ΚΟΜΟΥΝΙΣΜΟΥ"
Με θάρρος μπροστά στην αλήθεια
Η ζωή της ελληνικής πολιτικής προσφυγιάς στις σοσιαλιστικές χώρες, είναι ελάχιστα γνωστή στον ελληνικό χώρο. Ήταν εύκολη η προσαρμογή των ανταρτών τον Δημοκρατικού Στρατού και χιλιάδων άλλων ανθρώπων που μετά την ήττα, κατατρεγμένοι και κυνηγημένοι, βρήκαν άσυλο στις λαϊκές δημοκρατίες; Ποιο ήταν το ανθρώπινο κόστος της προσαρμογής αυτής;Οι συνθήκες ζωής και προσαρμογής των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων οριοθετήθηκαν από τις δομές των συστημάτων των χωρών στις οποίες φιλοξενήθηκαν και εγκαταστάθηκαν και από ένα ειδικό ασφυκτικό καθεστώς που επέβαλλαν οι εναλλασσόμενες και αλληλοσπαρασσόμενες σταλινικές ηγεσίες του ΚΚΕ. Κάτω από αυτή την ιδιόμορφη κατάσταση, γράφτηκε μια από τις πιο αποκαρδιωτικές σελίδες στην ιστορία τον ελληνικού επαναστατικού κινήματος. Είναι η σελίδα με τους ατέλειωτους και ποικιλόμορφους σκληρούς διωγμούς και κατατρεγμούς που δοκίμασαν οι πολιτικοί πρόσφυγες από το ίδιο τους το κόμμα που πίστεψαν και με αυτοθυσία υπηρέτησαν.
Η καταγραφή και η ανάγνωση μιας τέτοιας σελίδας προκαλεί τέτοιο συγκλονισμό και τόση οδύνη, που να αναρωτιέται κανείς αν ήταν χρήσιμο να προστεθεί στον κατάλογο μιας καθόλου ενθουσιαστικής βιβλιογραφίας για τα έργα και τις ημέρες των ανθρώπων που βρέθηκαν να καθοδηγούν ένα από τα ζωντανότερα και ηρωικότερα κομμουνιστικά κόμματα στον κόσμο, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Η απόκρυψη όμως της αλήθειας στο αριστερό κίνημα θα ήταν ασυγχώρητο έγκλημα. Θα βοηθούσε μόνο αυτούς που έμαθαν να δρουν στα σκοτεινά, αυτούς που συρρίκνωσαν επικίνδυνα το ρωμαλέο αριστερό ελληνικό κίνημα κι έκαναν τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού διστακτική και καχύποπτη απέναντι στις προθέσεις του.
Είναι αλήθεια ότι κάθε τίμιος αγωνιστής διακατέχεται από τον παλιό και γνωστό φόβο, μήπως τέτοιες «αποκαλύψεις» «δίνουν όπλο στον εχθρό». Κι ακόμα ότι «βγάζοντας στη φόρα τ’ άπλυτά μας», δημιουργούμε σοβαρές αναστολές και ανασχέσεις στην ανάπτυξη του κινήματος. Σήμερα όμως δημιουργείται ο τύπος του νέου κομμουνιστή, του ώριμα σκεπτόμενου ανθρώπου, και οι φόβοι αυτοί δεν έχουν θέση στην ψυχή και στον νου του…
Θωμάς Δρίτσιος
_________________________
Μπούλκες: ένα μεγάλο εύφορο χωριό στη Βοϊβοδίνα της Γιουγκοσλαβίας, με καλή ρυμοτομία, φαρδιούς δρόμους, δενδροστοιχίες και πεζοδρόμια, που το εγκατέλειψαν μεταπολεμικά οι Γερμανοί κάτοικοί του. Στο χωριό αυτό κατέφυγαν να ζήσουν, μετά την ήττα του Δεκέμβρη και τη Βάρκιζα, κοντά 4.000 μαχητές του ΕΛΑΣ και ένας μεγάλος αριθμός από τους αξιωματικούς του. Ουσιαστικά, το Μπούλκες ήταν ο τόπος της πρώτης ελληνικής προσφυγιάς.
Σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Ζαχαριάδη, «το Μπούλκες ήταν το χρυσό απόθεμα του κόμματος σε σοσιαλιστική τράπεζα». Σε λίγα χρόνια όμως, ο ίδιος ο Ζαχαριάδης δεν θα διστάσει να μεταβαφτίσει το Μπούλκες σε «εστία αντικομματικής μόλυνσης και πολιτικής διαφθοράς ενός αριθμού στελεχών που επέδρασε αρνητικά και αντικομματικά στους αγωνιστές του Μπούλκες κι έβαλε τη σφραγίδα του στη νοοτροπία τους». (Απόφαση του Π.Γ. του ΚΚΕ 25/4/1951). Τι μεσολάβησε για μια τέτοια τρομερή αλλαγή; Για να χρησιμοποιήσουμε τις εκφράσεις της ίδιας αυτής ζαχαριάδικης απόφασης, «η κομματική καθοδήγηση του Μπούλκες μ’ επικεφαλής τον Μιχάλη Πεχτασίδη εφάρμοζαν στρατοκρατικές, τραμπούκικες-αντικομματικές μέθοδες καθοδήγησης, μέθοδες αστυνομικές, χαφιέδικες. Στο Μπούλκες επιβλήθηκε ένα καθεστώς φόβου, τρομοκρατίας, χαφιεδισμού και φαυλοκρατίας. Δημιούργησαν στον κόσμο το αίσθημα της επιφυλακτικότητας, καχυποψίας και χαφιεδοφοβίας. Καλλιέργησαν το πνεύμα της δουλικότητας, της υποταγής και κολακείας. Κάθε προσπάθεια ελέγχου και κριτικής, χαρακτηρίζονταν εχθρική ενέργεια κι επακολουθούσαν μέτρα απομόνωσης, φτάνοντας μέχρι εγκλήματα σε βάρος αγωνιστών…»
Η ζαχαριάδικη ηγεσία «εξεγέρθηκε» και στιγμάτισε τα αίσχη που έγιναν στο Μπούλκες όχι από δημοκρατική και ανθρωπιστική ευαισθησία, αλλά για να προστεθεί με τον τρόπο αυτό, από την πλευρά του ελληνικού κινήματος, ένα ακόμα «στοιχείο» στον συκοφαντικό πόλεμο που είχε εξαπολύσει κατά της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο η σταλινική προπαγάνδα. Να που ακριβώς το πήγαινε η σχετική απόφαση (5/4/51) του Π.Γ. της Κ.Ε. του Κ.Κ.Ε.: «Η πολιτική αυτή (που εφαρμόζονταν στο Μπούλκες) εμπνεόταν και καθοδηγούνταν απ’ τους Γιουγκοσλάβους Ράνκοβιτς-Καραϊβάνωφ που θέλαν το Μπούλκες όργανο των μεγαλοσερβικών σωβινιστικών βλέψεών τους, στην «Μακεδονία του Αιγαίου». Όργανό τους σ’ αυτούς τους σκοπούς χρησιμοποίησαν τον Μ. Πεχτασίδη, ένα τύπο διεφθαρμένο πολιτικά, με ψυχολογία αλήτικη, που κατόρθωσε να τρυπώσει στα στελέχη της ΟΠΛΑ και στη συνέχεια ήταν καθοδηγητής στο Μπούλκες…».
Μπούλκες (Μαγκλίτς) - Βικιπαίδεια
_________________________
Α. ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
1.
2. *Χρύσα Χατζηβασιλείου - Βικιπαίδεια
Πηγή:xrisaxatzivasiliou.blogspot.com
Μπούλκες, το στρατόπεδο του Όργουελ
Αμέσως
μετά τη συνθήκη της Βάρκιζας άρχισε ένα όργιο διωγμών εναντίον των
αγωνιστών της εθνικής αντίστασης τόσο από το επίσημο κράτος, όσο και απο
τις δολοφονικές παραστρατιωτικές οργανώσεις - συμμορίες, όπως του
Καλαμπαλίκη ή του Σούρλα, που με την ανοχή και τη βοήθεια της
αστυνομίας, τρομοκρατούσαν και δολοφονούσαν όσους είχαν συμμετάσχει στο
ΕΑΜ κατά τη διάρκεια της κατοχής. Περίπου 5-6.000 κυνηγημένοι
αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα και να καταφύγουν στη Γιουγκοσλαβία του Τίτο, όπου ο Γιουγκοσλαβικός λαός όχι
μόνο τους περιέθαλψε και τους φιλοξένησε, αλλα τους παραχώρησε για
καταφύγιο ένα εγκαταλελειμένο χωριό πάνω από το Βελιγράδι, το Μπούλκες.
Το
Μπούλκες διαδραμάτισε πολύ σημαντικό ρόλο κατά τον εμφύλιο πόλεμο
αποτελώντας ορμητήριο και αρχηγείο του ΔΣΕ. Εκεί κατέφευγαν τα
μέλη της ηγεσίας αλλά και απλοί μαχητές καθώς αποτελούσε χώρο
συγκέντρωσης, ανάπαυσης και περίθαλψης του ΔΣΕ. Δεν επρόκειτο ασφαλώς
για ένα ειρηνικό χωριό αλλά κάτι ανάμεσα σε χωριό και στρατόπεδο, όπως
επέβαλλαν οι πολεμικές συνθήκες. Ωστόσο ήταν μία κοινότητα στην οποία οι
Έλληνες κομμουνιστές είχαν την ευκαιρία να υλοποιήσουν κάποιες από τις
αρχές και τις αξίες του πολιτικού και κοινωνικού
συστήματος που υποστήριζαν. Μέσα στο φιλικό σοσιαλιστικό περιβάλλον του
Γιουγκοσλαβικού κράτους και με πλήρη ελευθερία από τις τοπικές αρχές,
αφού το Μπούλκες αποτέλεσε ξεχωριστή κρατική οντότητα, εφάρμοσαν σε
μικρή κλίμακα το μοντέλο της πολιτικής οργάνωσης που επιθυμούσαν.
Σύμφωνα
με τα σταλινικά πρότυπα, τα οποία ασπάζονταν απολύτως ο Ζαχαριάδης, το
καθεστώς που δημιουργήθηκε στο Μπούλκες ήταν αυταρχικό και αστυνομοκρατούμενο
με κύριο στόχο την προστασία από τους εχθρούς, εξωτερικούς και
εσωτερικούς, και τον εντοπισμό των προδοτών. Η καχυποψία επικράτησε και
οι αγωνιστές παρακολουθούσαν ο ένας τον άλλο σε ένα ατέρμονο κυνήγι
πρακτόρων, κατά το οποιο σπιλώθηκαν άδικα πολλοί άδολοι αγωνιστές της
εθνικής αντίστασης.
Επικεφαλής
ορίστηκε ένας άνθρωπος της ΟΠΛΑ, και ανηψιός του Ιωαννίδη, ο
Πεχτασίδης, ο οποίος αργότερα αποτέλεσε και ο ίδιος θύμα των Σταλινικών
διώξεων και δολοφονήθηκε από απεσταλμένο του Ζαχαριάδη. Στον Πεχτασίδη
ανατέθηκε να δημιουργήσει μία απολύτως ελεγχόμενη
και αστυνομοκρατούμενη οργάνωση, καθήκον στο οποίο ανταποκρίθηκε με
απόλυτη επιτυχία. Δημιούργησε μία πανίσχυρη αστυνομία και επιδόθηκε στο
κυνήγι των αντιφρονούντων με ανακρίσεις και βασανιστήρια.
Η
πιο διεστραμμένη επινόηση άκρατου ολοκληρωτισμού υπήρξε η πεντάδα, η
οποία αποτέλεσε τον βασικό πυρήνα της κοινωνικής ζωής, κυρίως στις πιο
κρίσιμες ώρες της κομματικής επαγρύπνισης. Πέντε προσεχτικά επιλεγμένα
άτομα, δύο ύποπτα και τρία σίγουρα απαρτίζανε την πεντάδα,
παρακολουθούσαν ο καθένας τους άλλους και όφειλαν κόντρα σε κάθε νόμο
της ανθρώπινης φύσης να ζούνε και να κινούνται συνέχεια ομαδικά. Μαζί
και οι πέντε πήγαιναν στη δουλειά, μαζί επέστρεφαν περπατώντας πάντοτε
με την ίδια διάταξη στο πεζοδρόμιο, δηλαδή τα «ύποπτα» στοιχεία βάδιζαν
ανάμεσα στα «σίγουρα» ώστε να αποφευχθεί η πιθανότητα κάποιος «ύποπτος»
να μιλήσει σε κάποιον ανεπιθύμητο. Μαζί και οι πέντε πήγαιναν παντού,
μαζί είχαν οποιαδήποτε κοινωνική επαφή, απαγορεύονταν κάποιος να
συναντήσει κάποιον ατομικά, μαζί έτρωγαν και μαζί κοιμόντουσαν. Ακόμη
και τη νύχτα αν κάποιος ήθελε να πάει στο μπάνιο έπρεπε να ξυπνήσει
κάποιον από την πεντάδα για να τον συνοδεύσει. Δεν υπήρχε κανένα
περιθώριο ατομικής ζωής. Το άτομο δεν ήταν πλέον ξεχωριστός άνθρωπος,
γινόνταν μέλος μιας ομάδας, υπατάσσσονταν απολύτως σε αυτήν και έχανε
κάθε στοιχείο ατομικής ιδιαιτερότητας. Με αυτό τον τρόπο ο έλεγχος πάνω
στα μέλη της ομάδας ήταν απόλυτως και συνεχής και τα «προβληματικά» μέλη
της κοινότητας απομονώνονταν και αποκλείονταν από κάθε επαφή.
Οι
προσπάθειες του Πεχτασίδη απέδωσαν καρπούς και εντοπίστηκαν αρκετοί
«προδότες»οι περισσότεροι απο τους οποίους ήταν παλιοί καπετάνιοι του
ΕΛΑΣ, το ατίθασο πνεύμα των οποίων είχε έρθει από νωρίς, ήδη από την
κατοχή, σε σύγκρουση με τον σταλινισμό και τον ολοκληρωτισμό του ΚΚΕ.
Πολλοί παλιοί αγωνιστές κατηγορήθηκαν για προδότες διαπομπεύτηκαν σε
τελετές δημόσιου εξευτελισμού, όπου το πλήθος τους προπυλάκιζε τους
έφτυνε και τους χτυπούσε και ως ποινή στάλθηκαν πίσω στην Ελλάδα βορρά
των παραστρατιωτικών οργανώσεων και του κυβερνητικού στρατου. Κάποιοι
από αυτούς επέζησαν και εντάχθηκαν στις δυνάμεις του ΔΣΕ για να πεθάνουν
αργότερα στις τάξεις του ως τιμημένοι νεκροί.
Άλλοι, περισσότερο επικίνδυνοι, με μυστικότητα και συνοπτικές
διαδικασίες, χωρίς λαικά δικαστήρια, στάλθηκαν σε γειτονικό νησί του
Δούναβη, από όπου κανείς δεν επέστρεψε. Συνολικά στο Μπούλκες
δολοφονήθηκαν 95 αγωνιστές, θύματα του Πεχτασίδη, του Ζαχαριάδη και του
σταλινικού ΚΚΕ.
Από
το Μπούλκες στέλνονταν συνέχεια στο βουνό για να πολεμήσουν στις τάξεις
του ΔΣΕ όλοι οι μάχιμοι κάτοικοι, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν
δεκατριάχρονα αγόρια και κορίτσια και μωρομάνες, τις οποίες αποσπούσαν
βίαια από τα μωρά τους. Λίγο πριν κλείσει, το Μπούλκες είχε σχεδόν
ερημώσει καθώς όλοι είχαν μεταφερθεί στο βουνό.
Το
χωριό – στρατόπεδο του Μπούλκες έκλεισε μετά τη ρήξη του Τίτο με τον
Στάλιν, όταν ο Ζαχαριάδης παραμένοντας πιστός στο Στάλιν και στο κόμμα
των Μπολσεβίκων του οποίου ήταν μέλος, διέρρηξε τις σχέσεις του με τον
Τίτο, κλείνοντας έτσι ένα νοσηρό κεφαλαιο στην ιστορία του ΔΣΕ.
Αντίστοιχες βέβαια δομές εφαρμόστηκαν αργότερα στην Τασκένδη και στις
υπόλοιπες ελληνικές κοινότητες στις σοσιαλιστικές χώρες, όπου οι αγωνιστές έζησαν ως στρατιώτες κάτω από την απόλυτη εξουσία της σταλινικής ηγεσίας του ΚΚΕ, η οποία είχε εξουσία ζωής και θανάτου πάνω τους.
Βιβλιογραφία:
Dominique Eudes , Οι καπετάνιοι, Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος.
Γιώργος Γκαγκούλιας, Η αθέατη πλευρά του εμφυλίου.
Υπόθεση Ζαχαριάδη, απόρρητα ντοκουμέντα, εισαγωγή Πάνος Γιαννικόπουλος, έρευνα Πάνος Γραμμένος. Εκδόσεις φιλιστωρ, Αθ/ηνα 2001
Μίλαν Ρόστοβιτς, Το πείραμα Μπούλκες.
Μαργαρίτα Λαζαρίδου, Πόλεμος και αίμα, Αθήνα 2007
3. Ο ΣΤΑΛΙΝΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΦΡΙΧΤΗ ΤΟΥ ΟΨΗ
Ένα βιβλίο-μαρτυρία
Αληθινό ντοκουμέντο με ονόματα και στοιχεία για τις -απίστευτης σκληρότητας - διώξεις των πολιτικών προσφύγων από τις σταλινικές ηγεσίες του ΚΚΕ στα χρόνια της αναγκαστικής εξορίας στις ανατολικές χώρες. Ζαχαριάδης, Κολιγιάννης και τα φερέφωνά τους σε διατεταγμένη υπηρεσία κατασυκοφάντησης και καταδίωξης αγνών αγωνιστών και εσωκομματικών αντιπάλων. Όλα θυσία στο βωμό της προσπάθειάς τους να παραμείνουν γαντζωμένοι στην κομματική ηγεσία. Πολύ καλό βιβλίο από κάποιον που έζησε από κοντά όσα γράφει.
_________________________________
Β. Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
«Το Πείραμα Μπούλκες»
Tvxs.gr | 12 Ιουν. 2014
Ελένη Καρασαββίδου
Όποιος γνωρίζει την αλήθεια και την κρύβει είναι εγκληματίας ή
συνεργός στο έγκλημα έγραψε ο Μπρεχτ, στον «Γαλιλαίο». Όποιος γνωρίζει
την αλήθεια και την κρύβει δεν θέλει στην πραγματικότητα να τιμήσει τα
προτάγματα για έναν κόσμο στα μέτρα του ανθρώπου (ή μάλλον της ύπαρξης)
ούτε το αίμα που χύθηκε γι' αυτά, ωριμάζοντας την «πολιτική φύση μας»
(…) και τους αγώνες, αλλά να τα χειραγωγήσει.Αν και δεν υπάρχει λοιπόν κάποια συγκεκριμένη ημερομηνία ίδρυσης, και
καθώς σε πηγές υπονοείται πως το Μπούλκες ιδρύθηκε λίγους μήνες μετά την
Φλεβαριάτικη συμφωνία της Βάρκιζας, αρχές καλοκαιριού του 45,
επιλεγμένη ευκαιρία είναι να το θυμηθούμε, καθώς φέτος «συναντιόμαστε»
με την αριθμητική (όχι «ημερολογιακή») συμπλήρωση των 70 του χρόνων.
Όπως ο Milan Ristovic στο «Πείραμα Μπούλκες» αναφέρει «Το Μπούλκες ήταν ένα μεγάλο χωριό με ρυμοτομία, με καλό υπέδαφος, το οποίο έχασε τους Γερμανούς κατοίκους του, έπειτα από τις μεγάλες βίαιες μετακινήσεις του πληθυσμού του κατά το τέλος του πολέμου· το εν λόγω χωριό, που βρισκόταν κοντά στον ποταμό Δούναβη, περιτριγυριζόταν από πλούσια πεδιάδα και βρισκόταν σε εξαιρετική γεωγραφική θέση. Είχε, συνεπώς, πολύ κατάλληλες συνθήκες, για να μπορεί να συντηρεί μερικές χιλιάδες πρόσφυγες από την Ελλάδα. Εκτός από αυτό, το Μπούλκες βρισκόταν μακριά από τα σύνορα με την Ελλάδα και έτσι, από τη μια πλευρά ο πληθυσμός του θα μπορούσε να αποφεύγει τον εσωτερικό και τον εξωτερικό έλεγχο, και από την άλλη να μην μπορεί να ελκύει εύκολα την προσοχή των εχθρικών κατασκοπευτικών υπηρεσιών. Επιπλέον, η Βοϊβοντίνα, ως γεωργική και με μεγάλη πρόοδο περιοχή, ήταν λιγότερο εκτεθειμένη στα συνταρακτικά γεγονότα τα οποία συνέβαιναν στις υπόλοιπες περιοχές της Γιουγκοσλαβίας και μπορούσε, μέσα στα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια, να εξασφαλίσει μια άνετη επιβίωση των προσφύγων».
Ενώ η Χρύσα Χατζηβασιλείου συμπληρώνει: «ήταν μία κοινότητα στην οποία οι Έλληνες κομμουνιστές είχαν την ευκαιρία να υλοποιήσουν κάποιες από τις αρχές και τις αξίες του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος που υποστήριζαν. Μέσα στο φιλικό σοσιαλιστικό περιβάλλον του Γιουγκοσλαβικού κράτους και με πλήρη ελευθερία από τις τοπικές αρχές, αφού το Μπούλκες αποτέλεσε ξεχωριστή κρατική οντότητα, εφάρμοσαν σε μικρή κλίμακα το μοντέλο της πολιτικής οργάνωσης που επιθυμούσαν».
Αλλά εκεί ακριβώς η κυνηγημένη γενιά συνάντησε τον Ρουβικώνα της, γινόμενη ένας εχθρός του λαού, ενώ λαός ήταν (τι πιο τραγικό;). Όπως η «ξεχασμένη» αλλά υπέροχη αγωνίστρια Χρύσα Χατζηβασιλείου πάλι θυμίζει «Αμέσως μετά τη συνθήκη της Βάρκιζας άρχισε ένα όργιο διωγμών εναντίον των αγωνιστών της εθνικής αντίστασης τόσο από το επίσημο κράτος, όσο και απο τις δολοφονικές παραστρατιωτικές οργανώσεις - συμμορίες, όπως του Καλαμπαλίκη ή του Σούρλα, που με την ανοχή και τη βοήθεια της αστυνομίας, τρομοκρατούσαν και δολοφονούσαν όσους είχαν συμμετάσχει στο ΕΑΜ κατά τη διάρκεια της κατοχής. Περίπου 5-6.000 κυνηγημένοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα και να καταφύγουν στη Γιουγκοσλαβία του Τίτο, όπου ο Γιουγκοσλαβικός λαός όχι μόνο τους περιέθαλψε και τους φιλοξένησε, αλλά τους παραχώρησε για καταφύγιο ένα εγκαταλελειμένο χωριό πάνω από το Βελιγράδι, το Μπούλκες».
Το Κιβώτιο
Θα μπορούσε να πει κανείς πως την ίδια ώρα που στην Ελλάδα ο διαχεόμενος σε κόμματα της δεξιάς δοσιλογισμός έβγαζε βουλευτές τους Σούρλες και τους Παπαδόγκωνες (που επρόδωσαν στη ναζιστική κατοχή όχι μόνο την πατρίδα τους αλλά και την καλλιεργημένη πλευρά της τάξη τους, πλευρά -παρά τις υπέροχες εξαιρέσεις μερικών Δεσποτόπουλων…- τόσο εύκολα αποσυρόμενη εάν το «κέρδος» κινδυνεύει με αναδιανομή «προς τα κάτω»…) οι άνθρωποι αυτοί που δεν κιότεψαν την κρίσιμη ώρα (κάνοντας πλήθος σωστά και λάθη αλλά δεν κιότεψαν την κρίσιμη ώρα της κατοχής) έβρισκαν εκεί μια αναγκαστική καταφυγή. Θα μπορούσε να το πει κανείς και δεν θα έλεγε καθόλου ψέματα. Αλλά δεν θα έλεγε και όλη την αλήθεια. Γιατί την ίδια ώρα ο δοσιλογισμός εισχωρούσε σχεδόν παντού, μηδέ εξαιρουμένων και του κέντρου, με τον χαρακτηριστικό αντιπλουραλισμό που ενδημεί κι εκδηλώνεται σε κάθε κρίση στον χώρο του.
Παράδειγμα ο πατέρας της Ζαρούλια, ο Βασίλειος, «ο Ρομπέν των τσεπών», συνεληφθείς στις 23/10/1944 (βλέπε έρευνα συγγραφέα Γ. Αλεξάτου και αναφορά εφημερίδων της εποχής) και καταδικασμένος από δικαστήριο δοσίλογων γιατί ως μικροαστός και όχι μεγαλοαστός, απήγαγε –ανάμεσα σε άλλα- παιδιά καλών οικογενειών και τα παρέδιδε στους Ναζί ώστε οι επιτυχημένοι «παλιάνθρωποι πλούσιοι» γονείς να «τα στάξουν» για να σώσουν τα παιδιά τους… (έτσι γίνονται «πεπλανημένε» ψηφοφόρε οι περιουσίες και τα ξενοδοχεία ημιδιαμονής New Dream από τους νέους «σωτήρες» που «θα ξεβρωμίσουν τον τόπο» - ο κόσμος τα λέει αλλιώς συνδυάζοντας τον περιστερώνα με την γενετήσια πράξη αλλά ας μην το γράψω θα ναι too much!- από τους «προστάτες της Πατρίδος της Θρησκείας και της Οικογένειας», τι δεν καταλαβαίνεις;) Φυσικά δεν έμεινε πολύ στην φυλακή. Όσο η Ελλάδα δεν μιλά (συστηματικά όμως) γι αυτήν την πλευρά κρυβόμενη πίσω από την «μεγαλύτερη εθνική αντίσταση στην Ευρώπη», θα το βρίσκει μπροστά της το νεοναζιστικό φαινόμενο, με τρόπο όμοιο με αυτόν που γράφει ο Γάλλος Ψυχαναλυτής Tisseron μιλώντας για τα οικογενειακά μυστικά που περνούν από γενιά σε γενιά στιγματίζοντας οικογένειες και ανθρώπους.
Οι ίδιες μεγαλοαστικές οικογένειες (όχι οι μανάδες προφανώς;) σε μια Ελλάδα που έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί την μάνα τον αμόλησαν (δεν ξέρω αν τον συγχώρεσαν) για να πετσοκόβει αριστερούς βεβαίως... Λες και δεν είχε μοιραστεί ο πλανήτης στη Γιάλτα… λες κι έπρεπε να πριμοδοτείτε από τους νικητές που είχαν την κύρια ευθύνη η λογική του άλλου παρανοϊκού του Ζαχαριάδη… κι όπως ήταν και τότε –και σήμερα…- η ελληνική πολιτική σκηνή δεν υπήρχε ένας διαιτητής να φωνάξει «κόψτε το τώρα! Αλλιώς θα μακελευτούμε»… Αλλά γιατί να το πουν; Σάμπως οι ηγετικές ομάδες θα μακελεύονταν;;… «Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα./Τόσα κορμιά ριγμένα στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης∙/τόσες ψυχές δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι….»/Κι οι ποταμοί φούσκωναν μες στη λάσπη το αίμα/…/Κι ο αδερφός μου;» θα γράψει ο Σεφέρης αηδιασμένος από την καμαρίλα της Μέσης Ανατολής αλλά απευχόμενος και τον ολοκληρωτισμό κάθε είδους.
Κι όμως, την ίδια στιγμή το πετσόκομμα μιας γενιάς στα ξερονήσια και στα στρατόπεδα (ξόδεμα ανθρώπινου δυναμικού χειρότερο ίσως και από την μετανάστευση, αφού μιλάμε για εξαιρετικά προσοντούχους ανθρώπους) δεν σταματούσε στους κόλπους του εθνικιστικού κράτους αλλά (με διαφορετικές φυσικά ποιότητες και σε διαφορετικές ποσότητες) επεκτάθηκε και στην Σταλινική «αριστερά».
Αναφέρει η Χατζηβασιλείου: «Σύμφωνα με τα σταλινικά πρότυπα, τα οποία ασπάζονταν απολύτως ο Ζαχαριάδης, το καθεστώς που δημιουργήθηκε στο Μπούλκες ήταν αυταρχικό και αστυνομοκρατούμενο με κύριο στόχο την προστασία από τους εχθρούς, εξωτερικούς και εσωτερικούς, και τον εντοπισμό των «προδοτών». Η καχυποψία επικράτησε και οι αγωνιστές παρακολουθούσαν ο ένας τον άλλο σε ένα ατέρμονο κυνήγι πρακτόρων, κατά το οποίο σπιλώθηκαν άδικα πολλοί άδολοι αγωνιστές της εθνικής αντίστασης.
Επικεφαλής ορίστηκε ένας άνθρωπος της ΟΠΛΑ, και ανιψιός του Ιωαννίδη, ο Πεχτασίδης, ο οποίος αργότερα αποτέλεσε και ο ίδιος θύμα των Σταλινικών διώξεων και δολοφονήθηκε από απεσταλμένο του Ζαχαριάδη. Στον Πεχτασίδη ανατέθηκε να δημιουργήσει μία απολύτως ελεγχόμενη και αστυνομοκρατούμενη οργάνωση, καθήκον στο οποίο ανταποκρίθηκε με απόλυτη επιτυχία. Δημιούργησε μία πανίσχυρη αστυνομία και επιδόθηκε στο κυνήγι των αντιφρονούντων με ανακρίσεις και βασανιστήρια.
Η πιο διεστραμμένη επινόηση άκρατου ολοκληρωτισμού υπήρξε η πεντάδα, η οποία αποτέλεσε τον βασικό πυρήνα της κοινωνικής ζωής, κυρίως στις πιο κρίσιμες ώρες της κομματικής επαγρύπνισης. Πέντε προσεχτικά επιλεγμένα άτομα, δύο ύποπτα και τρία σίγουρα απαρτίζανε την πεντάδα, παρακολουθούσαν ο καθένας τους άλλους και όφειλαν κόντρα σε κάθε νόμο της ανθρώπινης φύσης να ζούνε και να κινούνται συνέχεια ομαδικά. Μαζί και οι πέντε πήγαιναν στη δουλειά, μαζί επέστρεφαν περπατώντας πάντοτε με την ίδια διάταξη στο πεζοδρόμιο, δηλαδή τα «ύποπτα» στοιχεία βάδιζαν ανάμεσα στα «σίγουρα» ώστε να αποφευχθεί η πιθανότητα κάποιος «ύποπτος» να μιλήσει σε κάποιον ανεπιθύμητο.
Μαζί και οι πέντε πήγαιναν παντού, μαζί είχαν οποιαδήποτε κοινωνική επαφή, απαγορεύονταν κάποιος να συναντήσει κάποιον ατομικά, μαζί έτρωγαν και μαζί κοιμόντουσαν. Ακόμη και τη νύχτα αν κάποιος ήθελε να πάει στο μπάνιο έπρεπε να ξυπνήσει κάποιον από την πεντάδα για να τον συνοδεύσει. Δεν υπήρχε κανένα περιθώριο ατομικής ζωής. Το άτομο δεν ήταν πλέον ξεχωριστός άνθρωπος, γινόνταν μέλος μιας ομάδας, υπατάσσσονταν απολύτως σε αυτήν και έχανε κάθε στοιχείο ατομικής ιδιαιτερότητας. Με αυτό τον τρόπο ο έλεγχος πάνω στα μέλη της ομάδας ήταν απόλυτος και συνεχής και τα «προβληματικά» μέλη της κοινότητας απομονώνονταν και αποκλείονταν από κάθε επαφή».
Η κατάσταση εκτραχύνθηκε τόσο που (κάποια χρόνια μετά όπως συνηθίζει το ΚΚΕ καθαρίζοντας νομίζει την «μπουγάδα») στα 1952 πάρθηκε καταδικαστική απόφαση για τα φαινόμενα στο Μπούλκες. (Λίγο πριν τον Χρουτσώφ, τόσο έντονη ήταν η κατάσταση, αλλά και τόσο γενναία η στάση των κομματικών μελών στην περίπτωση αυτή εδώ που τα λέμε, στάση που δεν παρουσιάζεται σε άλλους χώρους). Η απόφαση ανάμεσα σε άλλα αναφέρει: «Το Μπούλκες δεν έγινε φυτώριο δημιουργίας στελεχών του αγώνα, αλλά εστία αντικομματικής μόλυνσης και διαφθοράς. Η κομματική καθοδήγηση του Μπούλκες, με επικεφαλής το Μ. Πεχτασίδη, εφάρμοζαν στρατοκρατικές τραμπούκικες – αντικομματικές μεθόδους καθοδήγησης, μέθοδες αστυνομικές, χαφιέδικες. Στο Μπούλκες επιβλήθηκε ένα καθεστώς φόβου, τρομοκρατίας, χαφιεδισμού και φαυλοκρατίας. Δημιούργησαν στον κόσμο το αίσθημα της επιφυλακτικότητας, καχυποψίας και χαφιεδοφοβίας. Καλλιέργησαν το πνεύμα της δουλικότητας, της υποταγής και κολακείας. Κάθε προσπάθεια ελέγχου και κριτικής χαρακτηρίζονταν εχθρική ενέργεια και επακολουθούσαν μέτρα απομόνωσης, φτάνοντας μέχρι εγκλήματα σε βάρος αγωνιστών. Γι’ αυτές τους τις πράξεις οι υπεύθυνοι έχουν κομματικές – πολιτικές και ποινικές ευθύνες.» Έτσι, αντιγράφοντας την δική του απόφαση, απαντάμε σε όσους όταν κάνουμε κριτική στο ΚΚΕ (που πολύ αυθαίρετα ταυτίζεται με το κοινωνιστικό, το κομμουνιστικό κίνημα, ώστε να απονομιμοποιεί ως ακροδεξιά και χαφιεδίστικη κάθε κριτική εναντίον του…) αρχίζουν να μας χρεώνουν μέχρι και «ακροδεξιό παραλήρημα». (too convenient!)
Ο Άρης Αλεξάνδρου, μια από τις τραγικότερες φιγούρες των ελληνικών γραμμάτων και της ελληνικής grassroot (πέρα από επίσημους κομματικούς θώκους, «εκεί», στη βάση) πολιτικής σκηνής, περιέγραψε πολύ καλά στο Κιβώτιο τον Σίσυφο του 20ου αιώνα: Δίνοντας του το πρόσωπο του ιδεολόγου αγωνιστή, που κουβαλά ένα κιβώτιο αδειανό, μεταπλάθοντας το αδειανό πουκάμισο του Σεφέρη. Εμπνεόμενος από την ελληνική τραγωδία αλλά και από την σοβιετική τραγωδία (όπου λίγα χρόνια μετά την επανάσταση, στην αντεπανάσταση, η συντριπτική πλειοψηφία των επαναστατών εκτελέστηκε για να καταλάβει τα θερινά ανάκτορα μια δράκα που συνέχιζε την τσαρική απολυταρχία του πατερούλη με νέο ένδυμα, κάτι που γίνεται και στην «δημοκρατική Ρωσία του Πούτιν» κι ας μην βλέπουν τα λαλίστατα επί ΕΣΣΔ ΜΜΕ τα χιλιάδες εγκλήματα που εξελίσσονται στο εσωτερικό της Ρωσίας) βάζει μια ομάδα ανθρώπων να κουβαλούν ένα πολύτιμο κιβώτιο, πολύτιμο όσο κι ο κόσμος, πολύτιμο όσο κι η ζωή. Πεθαίνουν ένας – ένας. Άνθρωποι, όπως εσείς κι εγώ. όπως τα παιδιά σας ή όποια θεωρείται παιδιά σας. Στο τέλος το κιβώτιο ανοίγει και είναι άδειο (άδειο τον Δία τους! Άδειο!) Ο επικεφαλής είναι ο μόνος που διασώζεται και σε κατάσταση ημιπαραφροσύνης στέκεται μπροστά στον ανακριτή θρηνώντας τους συντρόφους του αλλά και κάτι ακόμη πιο σπαρακτικό. Την χαμένη ελπίδα, τον μάταιο θάνατο:
Πέμπτη, 3 Οκτωβρίου 1949
Σύντροφε ανακριτά, λέω τώρα να αφηγηθώ τα γεγονότα της πορείας με τη χρονολογική τους σειρά, δηλαδή το πότε πού και πώς ακριβώς σκοτωθήκανε, ή αναγκάστηκαν να καταπιούνε το κυάνιο οι τριάντα τρεις της ομάδας μας, μέχρι την ημέρα που απόμεινα ολομόναχος. (Δε μου φέρατε καμιά αντίρρηση ως τα τώρα, δέχεστε, πάει να πει, ότι δεν πέφτω έξω βεβαιώνοντας πως ξεκινήσαμε τελικά τριάντα τέσσερις, μετά την εκτέλεση των πέντε, έτσι δεν είναι;)
Ξανασκέφτηκα λοιπόν τα γεγονότα της πορείας, ομολογώ ωστόσο ότι θα προτιμούσα να μου στείλετε μερικές ασφράγιστες κόλλες, για να μπορώ να κρατάω σημειώσεις. Τολμώ να πω ότι η λύση που προτείνω συμφέρει και εσάς, μια και θα μπορέσω να οργανώσω καλύτερα το υλικό μου και να βάλω μια τάξη στις αναμνήσεις μου. Προσπάθησα να βάλω τάξη νοερώς, ξαγρύπνησα ως αργά τη νύχτα, αποδείχτηκε όμως πως δεν είναι και τόσο εύκολο και κυρίως μου πέρασε μια σκέψη που με τρόμαξε μπορώ να πω και άρχισε να μου τριβελίζει το μυαλό, η σκέψη δηλαδή πως μόνο εγώ επέζησα και λοιπόν, πώς θα μπορέσω να αποδείξω την αλήθεια των λεγομένων μου, μην έχοντας κανέναν μάρτυρα; /…./
Κυριακή, 13 Οκτωβρίου 1949
Σύντροφε ανακριτά, αρχίζω να αναρωτιέμαι αν είσαστε πράγματι σύντροφος. Ή μάλλον, αρχίζω να πιστεύω πως δεν είσαστε και σας το λέω έξω απ' τα δόντια, αδιαφορώντας αν θα προκαλέσω την οργή σας. Επιτέλους, ελάτε στη θέση μου, προσπαθήστε να δείτε την κατάσταση με τα δικά μου μάτια και πέστε μου ύστερα αν έχω δίκιο να λέω ότι το πράγμα καταντάει αφύσικο. …. Περνώντας από εικασία σε εικασία, μου πέρασε η σκέψη πως δεν έχω να κάνω με σύντροφο – ναι, το ομολογώ, είναι μέρες τώρα που υποπτεύτηκα πως η πόλη Κ μπορεί κάλλιστα να ξανάπεσε στα χέρια των κυβερνητικών, γι’ αυτό το ήθελα το τραπέζι, σκέφτηκα να το βάλω πάνω στο κλινάρι μου και να δω τη σημαία που κυματίζει στην πιο ψηλή πολεμίστρα του Ενετικού Φρουρίου (ήθελα να διαπιστώσω αν είναι ακόμα η σημαία μας) γιατί αν δεν είναι, γράφω μια κατάθεση που φτάνει στα χέρια του εχθρού. Καταλαβαίνετε σε τι δύσκολη θέση με βάζετε;
Το φυτό και ο ήλιος
Η θέση ήταν δυσβάσταχτα δύσκολη, η στάση του σιωπηλού ανακριτή με τα ψυχρά μάτια χυδαία, αλλά ο αγώνας δεν ήταν μάταιος. Ο Όργουελ στο Πεθαίνοντας στην Καταλονία εξηγεί γιατί τελικά δεν μετανόησε που πήγε και πολέμησε με τις διεθνείς ταξιαρχίες στον Ισπανικό Εμφύλιο, παρά τις ήττες, παρά τον πόνο των χαμένων νιάτων (ο ανθός του πλανήτη εκείνη την εποχή, όπως κι οι 33 –συμβολικά..- χαμένοι φύλακες του Κιβωτίου…) παρά τις προδοσίες: Οι επιτυχημένοι, οι ενταγμένοι, γράφει, «οι ταλαντούχοι», αργά ή γρήγορα εξαγοράζονται. Οι απόκληροι, μες στην βαρβαρότητα ή στα λάθη που τους κλείνουν, (κι όντως δέστε την εύκολη, σεξιστική και ρατσιστική κουλτούρα, ακριβώς αυτή την κουλτούρα που δεν ποδηγετεί μόνο η άκρα δεξιά, αλλά εκμεταλλεύεται και η λαϊκή δεξιά) αργά ή γρήγορα, από την ίδια τους την ανάγκη θυμίζουν το φυτό που για να παράξει χλωροφύλλη στρέφει το πρόσωπο στο πρόσωπο του ήλιου…
Η εμπειρία του σκοταδιού μέσα στο σπίτι μας (η στο σπίτι σας αν προτιμάτε), η εμπειρία του άδειου κιβωτίου, αν φωτιστεί όπως και το Πείραμα Μπούλκες (γιατί μονάχα όσοι κρίνουν το Μπούλκες μπορούν να κρίνουν την Μακρόνησο, όπως και μονάχα όσοι επικρίνουν την Μακρόνησο δικαιούνται να επικρίνουν το Μπούλκες, όλα τ’ άλλα καταντούν πολιτικάντικη συνθηματολογία…) θα αποτελεί πολύτιμη παρακαταθήκη ωριμότητας στην απολύτως αναγκαία προσπάθεια για έναν κόσμο που αν δεν αλλάξει θα κατασπαραχθεί, σε έναν πλανήτη που αν δεν προστατευτεί θα καταρρεύσει. Και θα σταθεί… «Αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι δε θα ξαναπιάσουν τον παλιό δόλο των θεών∙ αν είναι αλήθεια πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,/ ή κάποιος άλλος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη/ ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος, που ωστόσο/ είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,/ δεν το ‘χει μες στη μοίρα του ν’ ακούσει/μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε/πως τόσος πόνος τόση ζωή/πήγαν στην άβυσσο/για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη» (Γ. Σεφέρης)
Όπως ο Milan Ristovic στο «Πείραμα Μπούλκες» αναφέρει «Το Μπούλκες ήταν ένα μεγάλο χωριό με ρυμοτομία, με καλό υπέδαφος, το οποίο έχασε τους Γερμανούς κατοίκους του, έπειτα από τις μεγάλες βίαιες μετακινήσεις του πληθυσμού του κατά το τέλος του πολέμου· το εν λόγω χωριό, που βρισκόταν κοντά στον ποταμό Δούναβη, περιτριγυριζόταν από πλούσια πεδιάδα και βρισκόταν σε εξαιρετική γεωγραφική θέση. Είχε, συνεπώς, πολύ κατάλληλες συνθήκες, για να μπορεί να συντηρεί μερικές χιλιάδες πρόσφυγες από την Ελλάδα. Εκτός από αυτό, το Μπούλκες βρισκόταν μακριά από τα σύνορα με την Ελλάδα και έτσι, από τη μια πλευρά ο πληθυσμός του θα μπορούσε να αποφεύγει τον εσωτερικό και τον εξωτερικό έλεγχο, και από την άλλη να μην μπορεί να ελκύει εύκολα την προσοχή των εχθρικών κατασκοπευτικών υπηρεσιών. Επιπλέον, η Βοϊβοντίνα, ως γεωργική και με μεγάλη πρόοδο περιοχή, ήταν λιγότερο εκτεθειμένη στα συνταρακτικά γεγονότα τα οποία συνέβαιναν στις υπόλοιπες περιοχές της Γιουγκοσλαβίας και μπορούσε, μέσα στα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια, να εξασφαλίσει μια άνετη επιβίωση των προσφύγων».
Ενώ η Χρύσα Χατζηβασιλείου συμπληρώνει: «ήταν μία κοινότητα στην οποία οι Έλληνες κομμουνιστές είχαν την ευκαιρία να υλοποιήσουν κάποιες από τις αρχές και τις αξίες του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος που υποστήριζαν. Μέσα στο φιλικό σοσιαλιστικό περιβάλλον του Γιουγκοσλαβικού κράτους και με πλήρη ελευθερία από τις τοπικές αρχές, αφού το Μπούλκες αποτέλεσε ξεχωριστή κρατική οντότητα, εφάρμοσαν σε μικρή κλίμακα το μοντέλο της πολιτικής οργάνωσης που επιθυμούσαν».
Αλλά εκεί ακριβώς η κυνηγημένη γενιά συνάντησε τον Ρουβικώνα της, γινόμενη ένας εχθρός του λαού, ενώ λαός ήταν (τι πιο τραγικό;). Όπως η «ξεχασμένη» αλλά υπέροχη αγωνίστρια Χρύσα Χατζηβασιλείου πάλι θυμίζει «Αμέσως μετά τη συνθήκη της Βάρκιζας άρχισε ένα όργιο διωγμών εναντίον των αγωνιστών της εθνικής αντίστασης τόσο από το επίσημο κράτος, όσο και απο τις δολοφονικές παραστρατιωτικές οργανώσεις - συμμορίες, όπως του Καλαμπαλίκη ή του Σούρλα, που με την ανοχή και τη βοήθεια της αστυνομίας, τρομοκρατούσαν και δολοφονούσαν όσους είχαν συμμετάσχει στο ΕΑΜ κατά τη διάρκεια της κατοχής. Περίπου 5-6.000 κυνηγημένοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα και να καταφύγουν στη Γιουγκοσλαβία του Τίτο, όπου ο Γιουγκοσλαβικός λαός όχι μόνο τους περιέθαλψε και τους φιλοξένησε, αλλά τους παραχώρησε για καταφύγιο ένα εγκαταλελειμένο χωριό πάνω από το Βελιγράδι, το Μπούλκες».
Το Κιβώτιο
Θα μπορούσε να πει κανείς πως την ίδια ώρα που στην Ελλάδα ο διαχεόμενος σε κόμματα της δεξιάς δοσιλογισμός έβγαζε βουλευτές τους Σούρλες και τους Παπαδόγκωνες (που επρόδωσαν στη ναζιστική κατοχή όχι μόνο την πατρίδα τους αλλά και την καλλιεργημένη πλευρά της τάξη τους, πλευρά -παρά τις υπέροχες εξαιρέσεις μερικών Δεσποτόπουλων…- τόσο εύκολα αποσυρόμενη εάν το «κέρδος» κινδυνεύει με αναδιανομή «προς τα κάτω»…) οι άνθρωποι αυτοί που δεν κιότεψαν την κρίσιμη ώρα (κάνοντας πλήθος σωστά και λάθη αλλά δεν κιότεψαν την κρίσιμη ώρα της κατοχής) έβρισκαν εκεί μια αναγκαστική καταφυγή. Θα μπορούσε να το πει κανείς και δεν θα έλεγε καθόλου ψέματα. Αλλά δεν θα έλεγε και όλη την αλήθεια. Γιατί την ίδια ώρα ο δοσιλογισμός εισχωρούσε σχεδόν παντού, μηδέ εξαιρουμένων και του κέντρου, με τον χαρακτηριστικό αντιπλουραλισμό που ενδημεί κι εκδηλώνεται σε κάθε κρίση στον χώρο του.
Παράδειγμα ο πατέρας της Ζαρούλια, ο Βασίλειος, «ο Ρομπέν των τσεπών», συνεληφθείς στις 23/10/1944 (βλέπε έρευνα συγγραφέα Γ. Αλεξάτου και αναφορά εφημερίδων της εποχής) και καταδικασμένος από δικαστήριο δοσίλογων γιατί ως μικροαστός και όχι μεγαλοαστός, απήγαγε –ανάμεσα σε άλλα- παιδιά καλών οικογενειών και τα παρέδιδε στους Ναζί ώστε οι επιτυχημένοι «παλιάνθρωποι πλούσιοι» γονείς να «τα στάξουν» για να σώσουν τα παιδιά τους… (έτσι γίνονται «πεπλανημένε» ψηφοφόρε οι περιουσίες και τα ξενοδοχεία ημιδιαμονής New Dream από τους νέους «σωτήρες» που «θα ξεβρωμίσουν τον τόπο» - ο κόσμος τα λέει αλλιώς συνδυάζοντας τον περιστερώνα με την γενετήσια πράξη αλλά ας μην το γράψω θα ναι too much!- από τους «προστάτες της Πατρίδος της Θρησκείας και της Οικογένειας», τι δεν καταλαβαίνεις;) Φυσικά δεν έμεινε πολύ στην φυλακή. Όσο η Ελλάδα δεν μιλά (συστηματικά όμως) γι αυτήν την πλευρά κρυβόμενη πίσω από την «μεγαλύτερη εθνική αντίσταση στην Ευρώπη», θα το βρίσκει μπροστά της το νεοναζιστικό φαινόμενο, με τρόπο όμοιο με αυτόν που γράφει ο Γάλλος Ψυχαναλυτής Tisseron μιλώντας για τα οικογενειακά μυστικά που περνούν από γενιά σε γενιά στιγματίζοντας οικογένειες και ανθρώπους.
Οι ίδιες μεγαλοαστικές οικογένειες (όχι οι μανάδες προφανώς;) σε μια Ελλάδα που έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί την μάνα τον αμόλησαν (δεν ξέρω αν τον συγχώρεσαν) για να πετσοκόβει αριστερούς βεβαίως... Λες και δεν είχε μοιραστεί ο πλανήτης στη Γιάλτα… λες κι έπρεπε να πριμοδοτείτε από τους νικητές που είχαν την κύρια ευθύνη η λογική του άλλου παρανοϊκού του Ζαχαριάδη… κι όπως ήταν και τότε –και σήμερα…- η ελληνική πολιτική σκηνή δεν υπήρχε ένας διαιτητής να φωνάξει «κόψτε το τώρα! Αλλιώς θα μακελευτούμε»… Αλλά γιατί να το πουν; Σάμπως οι ηγετικές ομάδες θα μακελεύονταν;;… «Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα./Τόσα κορμιά ριγμένα στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης∙/τόσες ψυχές δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι….»/Κι οι ποταμοί φούσκωναν μες στη λάσπη το αίμα/…/Κι ο αδερφός μου;» θα γράψει ο Σεφέρης αηδιασμένος από την καμαρίλα της Μέσης Ανατολής αλλά απευχόμενος και τον ολοκληρωτισμό κάθε είδους.
Κι όμως, την ίδια στιγμή το πετσόκομμα μιας γενιάς στα ξερονήσια και στα στρατόπεδα (ξόδεμα ανθρώπινου δυναμικού χειρότερο ίσως και από την μετανάστευση, αφού μιλάμε για εξαιρετικά προσοντούχους ανθρώπους) δεν σταματούσε στους κόλπους του εθνικιστικού κράτους αλλά (με διαφορετικές φυσικά ποιότητες και σε διαφορετικές ποσότητες) επεκτάθηκε και στην Σταλινική «αριστερά».
Αναφέρει η Χατζηβασιλείου: «Σύμφωνα με τα σταλινικά πρότυπα, τα οποία ασπάζονταν απολύτως ο Ζαχαριάδης, το καθεστώς που δημιουργήθηκε στο Μπούλκες ήταν αυταρχικό και αστυνομοκρατούμενο με κύριο στόχο την προστασία από τους εχθρούς, εξωτερικούς και εσωτερικούς, και τον εντοπισμό των «προδοτών». Η καχυποψία επικράτησε και οι αγωνιστές παρακολουθούσαν ο ένας τον άλλο σε ένα ατέρμονο κυνήγι πρακτόρων, κατά το οποίο σπιλώθηκαν άδικα πολλοί άδολοι αγωνιστές της εθνικής αντίστασης.
Επικεφαλής ορίστηκε ένας άνθρωπος της ΟΠΛΑ, και ανιψιός του Ιωαννίδη, ο Πεχτασίδης, ο οποίος αργότερα αποτέλεσε και ο ίδιος θύμα των Σταλινικών διώξεων και δολοφονήθηκε από απεσταλμένο του Ζαχαριάδη. Στον Πεχτασίδη ανατέθηκε να δημιουργήσει μία απολύτως ελεγχόμενη και αστυνομοκρατούμενη οργάνωση, καθήκον στο οποίο ανταποκρίθηκε με απόλυτη επιτυχία. Δημιούργησε μία πανίσχυρη αστυνομία και επιδόθηκε στο κυνήγι των αντιφρονούντων με ανακρίσεις και βασανιστήρια.
Η πιο διεστραμμένη επινόηση άκρατου ολοκληρωτισμού υπήρξε η πεντάδα, η οποία αποτέλεσε τον βασικό πυρήνα της κοινωνικής ζωής, κυρίως στις πιο κρίσιμες ώρες της κομματικής επαγρύπνισης. Πέντε προσεχτικά επιλεγμένα άτομα, δύο ύποπτα και τρία σίγουρα απαρτίζανε την πεντάδα, παρακολουθούσαν ο καθένας τους άλλους και όφειλαν κόντρα σε κάθε νόμο της ανθρώπινης φύσης να ζούνε και να κινούνται συνέχεια ομαδικά. Μαζί και οι πέντε πήγαιναν στη δουλειά, μαζί επέστρεφαν περπατώντας πάντοτε με την ίδια διάταξη στο πεζοδρόμιο, δηλαδή τα «ύποπτα» στοιχεία βάδιζαν ανάμεσα στα «σίγουρα» ώστε να αποφευχθεί η πιθανότητα κάποιος «ύποπτος» να μιλήσει σε κάποιον ανεπιθύμητο.
Μαζί και οι πέντε πήγαιναν παντού, μαζί είχαν οποιαδήποτε κοινωνική επαφή, απαγορεύονταν κάποιος να συναντήσει κάποιον ατομικά, μαζί έτρωγαν και μαζί κοιμόντουσαν. Ακόμη και τη νύχτα αν κάποιος ήθελε να πάει στο μπάνιο έπρεπε να ξυπνήσει κάποιον από την πεντάδα για να τον συνοδεύσει. Δεν υπήρχε κανένα περιθώριο ατομικής ζωής. Το άτομο δεν ήταν πλέον ξεχωριστός άνθρωπος, γινόνταν μέλος μιας ομάδας, υπατάσσσονταν απολύτως σε αυτήν και έχανε κάθε στοιχείο ατομικής ιδιαιτερότητας. Με αυτό τον τρόπο ο έλεγχος πάνω στα μέλη της ομάδας ήταν απόλυτος και συνεχής και τα «προβληματικά» μέλη της κοινότητας απομονώνονταν και αποκλείονταν από κάθε επαφή».
Η κατάσταση εκτραχύνθηκε τόσο που (κάποια χρόνια μετά όπως συνηθίζει το ΚΚΕ καθαρίζοντας νομίζει την «μπουγάδα») στα 1952 πάρθηκε καταδικαστική απόφαση για τα φαινόμενα στο Μπούλκες. (Λίγο πριν τον Χρουτσώφ, τόσο έντονη ήταν η κατάσταση, αλλά και τόσο γενναία η στάση των κομματικών μελών στην περίπτωση αυτή εδώ που τα λέμε, στάση που δεν παρουσιάζεται σε άλλους χώρους). Η απόφαση ανάμεσα σε άλλα αναφέρει: «Το Μπούλκες δεν έγινε φυτώριο δημιουργίας στελεχών του αγώνα, αλλά εστία αντικομματικής μόλυνσης και διαφθοράς. Η κομματική καθοδήγηση του Μπούλκες, με επικεφαλής το Μ. Πεχτασίδη, εφάρμοζαν στρατοκρατικές τραμπούκικες – αντικομματικές μεθόδους καθοδήγησης, μέθοδες αστυνομικές, χαφιέδικες. Στο Μπούλκες επιβλήθηκε ένα καθεστώς φόβου, τρομοκρατίας, χαφιεδισμού και φαυλοκρατίας. Δημιούργησαν στον κόσμο το αίσθημα της επιφυλακτικότητας, καχυποψίας και χαφιεδοφοβίας. Καλλιέργησαν το πνεύμα της δουλικότητας, της υποταγής και κολακείας. Κάθε προσπάθεια ελέγχου και κριτικής χαρακτηρίζονταν εχθρική ενέργεια και επακολουθούσαν μέτρα απομόνωσης, φτάνοντας μέχρι εγκλήματα σε βάρος αγωνιστών. Γι’ αυτές τους τις πράξεις οι υπεύθυνοι έχουν κομματικές – πολιτικές και ποινικές ευθύνες.» Έτσι, αντιγράφοντας την δική του απόφαση, απαντάμε σε όσους όταν κάνουμε κριτική στο ΚΚΕ (που πολύ αυθαίρετα ταυτίζεται με το κοινωνιστικό, το κομμουνιστικό κίνημα, ώστε να απονομιμοποιεί ως ακροδεξιά και χαφιεδίστικη κάθε κριτική εναντίον του…) αρχίζουν να μας χρεώνουν μέχρι και «ακροδεξιό παραλήρημα». (too convenient!)
Ο Άρης Αλεξάνδρου, μια από τις τραγικότερες φιγούρες των ελληνικών γραμμάτων και της ελληνικής grassroot (πέρα από επίσημους κομματικούς θώκους, «εκεί», στη βάση) πολιτικής σκηνής, περιέγραψε πολύ καλά στο Κιβώτιο τον Σίσυφο του 20ου αιώνα: Δίνοντας του το πρόσωπο του ιδεολόγου αγωνιστή, που κουβαλά ένα κιβώτιο αδειανό, μεταπλάθοντας το αδειανό πουκάμισο του Σεφέρη. Εμπνεόμενος από την ελληνική τραγωδία αλλά και από την σοβιετική τραγωδία (όπου λίγα χρόνια μετά την επανάσταση, στην αντεπανάσταση, η συντριπτική πλειοψηφία των επαναστατών εκτελέστηκε για να καταλάβει τα θερινά ανάκτορα μια δράκα που συνέχιζε την τσαρική απολυταρχία του πατερούλη με νέο ένδυμα, κάτι που γίνεται και στην «δημοκρατική Ρωσία του Πούτιν» κι ας μην βλέπουν τα λαλίστατα επί ΕΣΣΔ ΜΜΕ τα χιλιάδες εγκλήματα που εξελίσσονται στο εσωτερικό της Ρωσίας) βάζει μια ομάδα ανθρώπων να κουβαλούν ένα πολύτιμο κιβώτιο, πολύτιμο όσο κι ο κόσμος, πολύτιμο όσο κι η ζωή. Πεθαίνουν ένας – ένας. Άνθρωποι, όπως εσείς κι εγώ. όπως τα παιδιά σας ή όποια θεωρείται παιδιά σας. Στο τέλος το κιβώτιο ανοίγει και είναι άδειο (άδειο τον Δία τους! Άδειο!) Ο επικεφαλής είναι ο μόνος που διασώζεται και σε κατάσταση ημιπαραφροσύνης στέκεται μπροστά στον ανακριτή θρηνώντας τους συντρόφους του αλλά και κάτι ακόμη πιο σπαρακτικό. Την χαμένη ελπίδα, τον μάταιο θάνατο:
Πέμπτη, 3 Οκτωβρίου 1949
Σύντροφε ανακριτά, λέω τώρα να αφηγηθώ τα γεγονότα της πορείας με τη χρονολογική τους σειρά, δηλαδή το πότε πού και πώς ακριβώς σκοτωθήκανε, ή αναγκάστηκαν να καταπιούνε το κυάνιο οι τριάντα τρεις της ομάδας μας, μέχρι την ημέρα που απόμεινα ολομόναχος. (Δε μου φέρατε καμιά αντίρρηση ως τα τώρα, δέχεστε, πάει να πει, ότι δεν πέφτω έξω βεβαιώνοντας πως ξεκινήσαμε τελικά τριάντα τέσσερις, μετά την εκτέλεση των πέντε, έτσι δεν είναι;)
Ξανασκέφτηκα λοιπόν τα γεγονότα της πορείας, ομολογώ ωστόσο ότι θα προτιμούσα να μου στείλετε μερικές ασφράγιστες κόλλες, για να μπορώ να κρατάω σημειώσεις. Τολμώ να πω ότι η λύση που προτείνω συμφέρει και εσάς, μια και θα μπορέσω να οργανώσω καλύτερα το υλικό μου και να βάλω μια τάξη στις αναμνήσεις μου. Προσπάθησα να βάλω τάξη νοερώς, ξαγρύπνησα ως αργά τη νύχτα, αποδείχτηκε όμως πως δεν είναι και τόσο εύκολο και κυρίως μου πέρασε μια σκέψη που με τρόμαξε μπορώ να πω και άρχισε να μου τριβελίζει το μυαλό, η σκέψη δηλαδή πως μόνο εγώ επέζησα και λοιπόν, πώς θα μπορέσω να αποδείξω την αλήθεια των λεγομένων μου, μην έχοντας κανέναν μάρτυρα; /…./
Κυριακή, 13 Οκτωβρίου 1949
Σύντροφε ανακριτά, αρχίζω να αναρωτιέμαι αν είσαστε πράγματι σύντροφος. Ή μάλλον, αρχίζω να πιστεύω πως δεν είσαστε και σας το λέω έξω απ' τα δόντια, αδιαφορώντας αν θα προκαλέσω την οργή σας. Επιτέλους, ελάτε στη θέση μου, προσπαθήστε να δείτε την κατάσταση με τα δικά μου μάτια και πέστε μου ύστερα αν έχω δίκιο να λέω ότι το πράγμα καταντάει αφύσικο. …. Περνώντας από εικασία σε εικασία, μου πέρασε η σκέψη πως δεν έχω να κάνω με σύντροφο – ναι, το ομολογώ, είναι μέρες τώρα που υποπτεύτηκα πως η πόλη Κ μπορεί κάλλιστα να ξανάπεσε στα χέρια των κυβερνητικών, γι’ αυτό το ήθελα το τραπέζι, σκέφτηκα να το βάλω πάνω στο κλινάρι μου και να δω τη σημαία που κυματίζει στην πιο ψηλή πολεμίστρα του Ενετικού Φρουρίου (ήθελα να διαπιστώσω αν είναι ακόμα η σημαία μας) γιατί αν δεν είναι, γράφω μια κατάθεση που φτάνει στα χέρια του εχθρού. Καταλαβαίνετε σε τι δύσκολη θέση με βάζετε;
Το φυτό και ο ήλιος
Η θέση ήταν δυσβάσταχτα δύσκολη, η στάση του σιωπηλού ανακριτή με τα ψυχρά μάτια χυδαία, αλλά ο αγώνας δεν ήταν μάταιος. Ο Όργουελ στο Πεθαίνοντας στην Καταλονία εξηγεί γιατί τελικά δεν μετανόησε που πήγε και πολέμησε με τις διεθνείς ταξιαρχίες στον Ισπανικό Εμφύλιο, παρά τις ήττες, παρά τον πόνο των χαμένων νιάτων (ο ανθός του πλανήτη εκείνη την εποχή, όπως κι οι 33 –συμβολικά..- χαμένοι φύλακες του Κιβωτίου…) παρά τις προδοσίες: Οι επιτυχημένοι, οι ενταγμένοι, γράφει, «οι ταλαντούχοι», αργά ή γρήγορα εξαγοράζονται. Οι απόκληροι, μες στην βαρβαρότητα ή στα λάθη που τους κλείνουν, (κι όντως δέστε την εύκολη, σεξιστική και ρατσιστική κουλτούρα, ακριβώς αυτή την κουλτούρα που δεν ποδηγετεί μόνο η άκρα δεξιά, αλλά εκμεταλλεύεται και η λαϊκή δεξιά) αργά ή γρήγορα, από την ίδια τους την ανάγκη θυμίζουν το φυτό που για να παράξει χλωροφύλλη στρέφει το πρόσωπο στο πρόσωπο του ήλιου…
Η εμπειρία του σκοταδιού μέσα στο σπίτι μας (η στο σπίτι σας αν προτιμάτε), η εμπειρία του άδειου κιβωτίου, αν φωτιστεί όπως και το Πείραμα Μπούλκες (γιατί μονάχα όσοι κρίνουν το Μπούλκες μπορούν να κρίνουν την Μακρόνησο, όπως και μονάχα όσοι επικρίνουν την Μακρόνησο δικαιούνται να επικρίνουν το Μπούλκες, όλα τ’ άλλα καταντούν πολιτικάντικη συνθηματολογία…) θα αποτελεί πολύτιμη παρακαταθήκη ωριμότητας στην απολύτως αναγκαία προσπάθεια για έναν κόσμο που αν δεν αλλάξει θα κατασπαραχθεί, σε έναν πλανήτη που αν δεν προστατευτεί θα καταρρεύσει. Και θα σταθεί… «Αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι δε θα ξαναπιάσουν τον παλιό δόλο των θεών∙ αν είναι αλήθεια πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,/ ή κάποιος άλλος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη/ ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος, που ωστόσο/ είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,/ δεν το ‘χει μες στη μοίρα του ν’ ακούσει/μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε/πως τόσος πόνος τόση ζωή/πήγαν στην άβυσσο/για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη» (Γ. Σεφέρης)
Ένας διακεκριμένος Σύρος ποιητής και ακτιβιστής της Ελευθερίας στην Ελλάδα!
Ο σπουδαίος αραβόφωνος ποιητής Άδωνις έρχεται στη Στέγη
HuffPost Greece
|
Newsroom
Με Βραβείο Goethe, διεκδικητής επί χρόνια του Νόμπελ Λογοτεχνίας, αυτοεξόριστος από τη Συρία και ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές του Αραβικού Κόσμου, ο Άδωνις έρχεται στη Στέγη.
Ο Άδωνις, ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές του Αραβικού Κόσμου, έρχεται στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση στις 10 Ιανουαρίου για μια συζήτηση με τον Γιώργο Αρχιμανδρίτη για την αραβόφωνη ποίηση σήμερα, για τον ρόλο της ποίησης στην εποχή μας, για γεωπολιτικά θέματα, όπως τον πόλεμο στη Συρία, για το προσφυγικό, το Ισλάμ, τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό και την τρομοκρατία.
Ο Άδωνις έχει τιμηθεί με το Βραβείο Goethe, μια από τις πιο σημαντικές διακρίσεις πολιτισμού στον κόσμο, «για το διεθνή χαρακτήρα του έργου του και για την προσφορά του στον παγκόσμιο πολιτισμό» (όπως πριν από αυτόν ο Thomas Mann, ο Hermann Hesse, η Pina Bausch ή ο Ingmar Bergman), ενώ συγκαταλέγεται εδώ και αρκετά χρόνια ανάμεσα στους διεκδικητές του Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Ο Άδωνις γεννήθηκε το 1930 στη Συρία ως Ali Ahmed Saïd Esber, αλλά ήδη από την εφηβική του ηλικία υιοθέτησε το μυθολογικό ψευδώνυμο Άδωνις με το οποίο γρήγορα έγινε γνωστός, θεωρώντας πως η απέκδυση του μουσουλμανικού του ονόματος δίνει συμβολικά πρόσβαση στην οικουμενικότητα και την πράξη της δημιουργίας. Καταδικασμένος σε φυλάκιση στην πατρίδα του λόγω των προοδευτικών πολιτικών του πεποιθήσεων, ο Άδωνις αυτο-εξορίστηκε στον Λίβανο και στη συνέχεια στο Παρίσι όπου ζει μέχρι σήμερα.
Στο τέλος της εκδήλωσης, ο Άδωνις θα υπογράψει βιβλία. Θα διατίθενται βιβλία του προς πώληση στο φουαγιέ ισογείου της Στέγης από εκδοτικούς οίκους.
10 Ιανουαρίου 2017 | 19:00
Μικρή Σκηνή
Στέγη Ιδρύματος Ωνάση
Συγγρού 107
Πληροφορίες: 210 900 5 800
Η είσοδος σε όλες τις εκδηλώσεις του Κύκλου «Λέξεις & Σκέψεις» είναι δωρεάν και τηρείται σειρά προτεραιότητας.
Η διανομή των δελτίων εισόδου ξεκινά 1 ώρα πριν από κάθε εκδήλωση.
Για τις ομιλίες των ξένων προσκεκλημένων υπάρχει ταυτόχρονη διερμηνεία.
Οι συζητήσεις των κύκλων Λέξεις & Σκέψεις αναμεταδίδονται και με live streaming μέσω του sgt.gr.
______________________________________
Άδωνις, “Ο Χρόνος”
(μετφρ. από τα αραβικά: Μάρκελλος Πιράρ)
Πηγή: poiein.gr
Κατηγορία: Μεταφραστικό Εργαστήρι, καταχώρηση από: Σπύρος Αραβανής
᾿Αγκαλιάζω τὸ στάχυ τοῦ χρόνου, τὸ κεφάλι μου πύργος φωτιᾶς·
Ποιό, τὸ αἷμα ποὺ τὴν ἄμμο αὐλακίζει, καὶ ποιά, τούτη ἡ δύση;
Πές μας, φλόγα τοῦ παρόντος, τί θὰ λέμε;
Στὸ λάρυγγα μέσα, τῆς ῾Ιστορίας τὰ συντρίμμια
Καὶ στὸ πρόσωπο, τὰ σημάδια τοῦ θύματος
Πόσο πικρή ᾿ναι ἡ γλώσσα τώρα, πόσο στενὴ ἡ πύλη τοῦ ἀλφάβητου
᾿Αγκαλιάζω τὸ στάχυ τοῦ χρόνου, τὸ κεφάλι μου πύργος φωτιᾶς·
… δήμιος κατάντησε ἕνας φίλος; Μήπως
εἶπε γείτονας· Πόσο ἀργεῖ ὁ Χουλακοῦ*; Ποιός χτυπᾶ τὴν πόρτα;
῞ Ενας εἰσπράκτορας τοῦ φόρου;
Δῶσ᾿ του τὸν φόρο … Σχήματα γυναικῶν
κι ἀντρῶν … εἰκόνες βαδίζουνε/γνέψαμε,
κρυφομιλήσαμε, - τὰ βήματά μας,
ἕνα νῆμα φόνων/
Λὲς νἆναι ὁ φόνος σου ἀπ᾿ τὸν θεό;
Λὲς νἆναι ὁ θεὸς ἀπ᾿ τὸν φόνο σου;
- Σάστησε μὲ τὸ αἴνιγμα,
λίγησε σὰν τόξο τρόμου πάνω στὶς κυρτές του ἡμέρες.
- ῾Ο ἀδερφός μου χάθηκε, ὁ πατέρας τρελλός, τὰ παιδιά μου νεκρά
Ποιός θὰ δεχθεῖ τὶς ἱκεσίες μου; Τὴν πόρτα ν᾿ ἀγκαλιάσω; ῍Η
μήπως
νὰ πῶ τὸ παράπονό μου στὸ χαλάκι τῆς προσευχῆς;
- Ζαλίστηκε. Φέρε τὰ φάρμακα
καὶ μὲ τῶν σοφῶν τὰ φίλτρα γιάτρεψέ τον.
Πτώματα ποὺ ὁ φονιὰς διαβάζει σὰν ἀνέκδοτα/στοῖβες κόκκαλα,
κεφάλι παιδιοῦ αὐτὸς ὁ σωρὸς ἢ κομμάτι κάρβουνο;
Σῶμα, ἐκεῖνο ποὺ διακρίνω ἢ σκελετὸς ἀπὸ πηλό;
Σκύβω, διορθώνω δυὸ μάτια, μπαλώνω ἕνα πλευρό,
῎ Ισως μὲ βοηθήσει ἡ λογικὴ καὶ μὲ ὁδηγήσει ἡ λάμψη τῆς μνήμης;
᾿Αλλὰ μάταια ψηλαφῶ τὰ λεπτὰ νήματα,
μάταια συνδέω ἕνα κεφάλι, δυὸ χέρια καὶ δυὸ πόδια,
νὰ φανερωθεῖ τὸ σκοτωμένο πρόσωπο
- Ποιός διδάσκεται ἀπὸ τὸ μερμήγκι;
Γιατί ἡ ἔκπληξη; Εἶναι ποίηση
νὰ σμίγεται ἡ τραγικὴ σπίθα μὲ τὸ μάτι; Μήπως ἔκσταση
νὰ βλέπεις τὸ σπίτι σου νὰ τινάζεται
συντρίμμια στὸν θεό;
Τοῦ μάντη ἡ κουκουβάγια ἔκρωξε σὲ μιναρὲ ἀπάνω,
Μὲ τὴν κραυγή της ἔπλεξε οὐράνιο τόξο
Κι ἔκλαψε πνιγμένη ἀπ’ τὴ χαρά της
᾿Αγκαλιάζω τὸ στάχυ τοῦ χρόνου, τὸ κεφάλι μου πύργος φωτιᾶς·
…/Τὰ μυστικά του φανέρωσε ὁ γελωτοποιός -
Χρυσοχοεῖο αὐτὸς ὁ ἀνυπόταχτος χρόνος,
Τέλμα γεμάτο προφῆτες.
Τὰ μυστικά του φανέρωσε ὁ γελωτοποιός -
Θάνατος ἡ ἀλήθεια θἆναι
῾Ο θάνατος, ψωμὶ γιὰ τοὺς ποιητές
Κι ἐκεῖνο ποὺ ὀνομάστηκε ἢ ἔγινε πατρίδα·
Κάποια ἐποχὴ ποὺ πλέει στὸ πρόσωπο τοῦ χρόνου.
Τὰ μυστικά του φανέρωσε ὁ γελωτοποιός -
Ποῦ’ ναι τὸ κλειδί σου, περίλαμπρο κύμα; Πλημμύρισέ με,
σὲ ἱκετεύω,
καὶ πάρε τὶς τελευταῖες μου ὄχθες, πάρε με
μὲ μάγεψε μιὰ φλεγόμενη ἄβυσσος,
μὲ μάγεψε ἕνα ἄχυρο ποὺ καίγεται,
μὲ μάγεψαν δρόμοι ποὺ τρομάζουν τοὺς δρόμους
᾿Αγκαλιάζω τὸ στάχυ τοῦ χρόνου, τὸ κεφάλι μου πύργος φωτιᾶς·
Λησμόνησε ἡ ψυχή μου τὶς ἀγάπες της
Λησμόνησε τὴν κρυμμένη κληρονομιά της στὸ σπίτι τῶν εἰκόνων
Πιὰ δὲν ἀναπολεῖ ὅ,τι λέν᾿ οἱ βροχές, ὅ,τι γράφει τῶν δέντρων
τὸ μελάνι
Δὲν ζωγραφίζει παρὰ
κάποιο γλάρο ποὺ τὸ κύμα στὰ καραβόσκοινα ἐκτοξεύει
Δὲν ἀκούει παρὰ
τὴν κραυγὴ κάποιου μετάλλου· ἰδοὺ τῆς πολιτείας ἡ καρδιά·
φεγγάρι ποὺ κόβεται στὰ δυό, δεμένο μὲ τὸν ἀφαλὸ
ἑνὸς πύρινου τέρατος
Δέν ξέρει πιὰ πὼς ὁ θεὸς κι ὁ ποιητὴς εἶναι δυὸ παιδιὰ
ποὺ κοιμοῦνται πάνω στῆς πέτρας τὸ μάγουλο.
Λησμόνησε ἡ ψυχή μου τὶς ἀγάπες της
Γι᾿ αὐτὸ μὲ τρομάζει τὸ σκοτάδι - τὸ προμελετημένο αὔριο
Γι᾿ αὐτὸ μὲ κυριεύει ἡ ἀμφιβολία, μοῦ ἀντιστέκεται τ᾿ ὄνειρο
Δέσμιος τρέχω ἀπὸ φωτιὰ σὲ φωτιά
Μ᾿ ἔπνιξε ὁ ἱδρώτας ποὺ στάζει ἀπ᾿ τὸ κορμί μου
καὶ μὲ τοὺς τοίχους μοιράστηκα
τὴν ἀϋπνία τῆς νύχτας / (τὰ βήματα τῆς νύχτας, ἀγρίμια …)
Συχνὰ εἶπα τῆς ποίησης ποὺ καταστάλαξε στὴ μνήμη μου
Ποιό εἶναι τὸ πριόνι πάνω στὸν τράχηλο
ποὺ μοῦ ὁρίζει τὸ σῆμα τῆς σιωπῆς;
Σὲ ποιὸν τὴ στάχτη μου ν᾿ ἀφηγηθῶ;
᾿ Εγὼ ποὺ τὸν παλμό μου ἀγνοῶ πῶς νὰ τὸν ξεριζώσω
καὶ σ᾿ ἕνα τραπέζι νὰ τόνε ρίξω,
᾿ Εγὼ ποὺ ἀρνιέμαι νὰ κάνω τὸν καημό μου τύμπανο γιὰ τὸν
οὐρανό
῍ Ας πῶ τότε· ἦταν ἡ ζωή μου οἶκος φαντασμάτων κι ἀνεμόμυλος
᾿Αγκαλιάζω τὸ στάχυ τοῦ χρόνου, τὸ κεφάλι μου πύργος φωτιᾶς·
Τὰ δέντρα τῆς ἀγάπης στὸ Κασάμπιν* γίναν ἀδέρφια
μὲ τὰ δέντρα τοῦ θανάτου στὴ Βηρυττό, κι ἐδῶ
τὸ δάσος τῆς μυρτιᾶς παρηγορεῖ
τῆς ἐξορίας τὸ δάσος - ῞Οπως εἰσέρχεται τὸ Κασάμπιν στοῦ
χορταριοῦ
τὸν χάρτη καὶ διυλίζει τῶν λιβαδιῶν τὰ ἔγκατα
εἰσῆλθε ἡ Βηρυττὸς στὸν χάρτι τοῦ θανάτου / οἱ τάφοι
σὰν κῆποι, καὶ χωράφια τὰ λείψανα
Τί εἶν᾿ ἐκεῖνο ποὺ ξεχύνει τὸ Κασάμπιν στὴν Τύρο καὶ Σιδόνα,
καθὼς ἡ Βηρυττὸς ξεχύνεται;
Ποιό, τὸ ἀπόμακρο πράγμα ποὺ πλησιάζει;
Τί εἶν᾿ ἐκεῖνο ποὺ στὸν χάρτη μου ἀναδεύει αὐτὰ τὰ αἵματα;
… Στέγνωσε τὸ καλοκαίρι καὶ τὸ φθινόπωρο δὲν ἦρθε
Μὲς στὴ μνήμη τῆς γῆς ἡ ἄνοιξη μελάνιασε / ὁ χειμώνας,
ὅπως τὸν ζωγραφίζει ὁ θάνατος· ψυχορράγημα ἢ αἱμορραγία
᾿Εποχὴ ποὺ βγαίνει ἀπ᾿ τὴ φιάλη τοῦ προορισμοῦ
καὶ τὴν παλάμη τοῦ πεπρωμένου
᾿ Εποχὴ περιπλάνησης ποὺ τὸν χρόνο αὐτοσχεδιάζει
καὶ τὸν ἀγέρα ἀναμασάει,
Πῶς, ποῦθε θὰ τὸν ἀναγνωρίσετε;
Φονιὰς δίχως πρόσωπο/ντυμένος ὅλα τὰ πρόσωπα …
᾿Αγκαλιάζω τὸ στάχυ τοῦ χρόνου, τὸ κεφάλι μου πύργος φωτιᾶς·
᾿ Εξαντλημένος ἔγειρα τὴν κεφαλὴ κι ἀγναντεύω τὰ πέρατα -
Ποιά τὰ κουρέλια; Χρονικά; Χῶρες; Λάβαρα στὴν ἀκτὴ
τοῦ σούρουπου κρεμασμένα;
᾿ Ιδού, μέσα σὲ μιὰ στιγμὴ διαβάζω γενεές, καὶ σ᾿ ἕνα πτῶμα
μύρια πτώματα
᾿Ιδού, μὲ κατακλύζει ἡ ἄβυσσος τῆς ἀνοησίας,
Τὸ σῶμα μου ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὴν ἐξουσία μου
Τὸ πρόσωπό μου δὲν φαίνεται πιὰ στὸν καθρέφτη του
Τὸ αἷμα μου δραπετεύει ἀπὸ τὶς φλέφες του …
Μήπως διότι βλέπω τὸ φῶς ποὺ τοῦ πηγαίνει τὰ ὄνειρά μου;
Μήπως διότι εἶμαι ἡ ἄκρη τοῦ σύμπαντος ποὺ οἱ ἄλλοι εὐλογοῦν
κι ἐγὼ ἀναθεματίζω;
Τί εἶν᾿ ἐκεῖνο ποὺ ξεριζώνει τὰ κατάβαθά μου καὶ φεύγει
ἀνάμεσα σὲ θάμνους ἀπὸ ἐπιθυμίες, σὲ χῶρες-ὠκεανοὺς ἀπὸ
δάκρυα
καὶ φυλὲς ἀπὸ σύμβολα;
ἀνάμεσα σὲ ἔθνη καὶ γένη - ἐποχὲς καὶ λαούς;
Τί εἶν᾿ ἐκεῖνο ποὺ κόβει στὰ δυὸ τὴν ψυχή μου;
Τί εἶν᾿ ἐκεῖνο ποὺ μὲ καταστρέφει;
Μήπως εἶμαι σταυροδρόμι;
Μήπως ἔπαψε ὁ δρόμος μου, σὲ στιγμὴ ἀποκάλυψης, νἆναι
ὁ δικός μου;
Μήπως πολλαπλασιάστηκα, μήπως εἶν᾿ ἄβυσσος ἡ ᾿Ιστορία μου
καὶ μοῖρα ἡ πυρπόληση;
Τί εἶν᾿ ἐκεῖνο ποὺ ἀναδύεται, μ᾿ ἕναν καγχασμό, ἀπ᾿ τὰ πνιγμένα
μέλη μου;
Μήπως πολλαπλασιάστηκα, ὁ ἕνας ρωτώντας τὸν ἄλλον·
Ποιός εἶσαι καὶ ἀπὸ ποῦ ἔρχεσαι;
Μήπως εἶναι τὰ μέλη μου δάση μαχῶν
… μέσα στὸ αἷμα ποὺ ἔγινε ἄνεμος, μέσα στὸ σῶμα
ποὺ ἔγινε φύλλο;
Τρελλάθηκα; Ποιός εἶμαι σ᾿ἐκεῖνο τὸ σκοτάδι; Δίδαξέ με, τρέλλα,
κι ὁδήγησέ με
Ποιός εἶμαι, φίλοι μου, ὁραματιστὲς καὶ διωγμένοι;
Νὰ μποροῦσα ἀπ᾿ τὸ πετσί μου νὰ βγῶ, δίχως νὰ ξέρω ποιὸς ἤμουν
καὶ ποιὸς θὰ εἶμαι
ἕνα ὄνομα ψάχνω καὶ κάτι νὰ ὀνοματίσω,
τίποτα ὅμως δὲν ὀνομάζεται
ἐποχὴ τυφλὴ καὶ ῾Ιστορία τυφλωμένη
ἐποχὴ λασπωμένη καὶ ῾Ιστορία συντριμμένη
Δαμασμένος ὁ ἄρχοντας, σκοτάδι δόξα σοι
᾿Αγκαλιάζω τὸ στάχυ τοῦ χρόνου, τὸ κεφάλι μου πύργος φωτιᾶς·
῾ Ο σημίτης πρόγονός μου ἐξεπλάγη ἀπ᾿ ὅ,τι γέννησε
Τὸ τυφλὸ πεπρωμένο,
Παπαγάλος; ῍Η προφήτης ποὺ κατάντησε μούμια;
῏Ω πρόγονε ποὺ τὸν δρόμο σου τώρα ἐγκαταλείπω
Καλῶς, ἐσὺ ποὺ κατοικεῖς τὸ μόριο τοῦ νεροῦ καὶ τὰ στρώματα
τοῦ οὐρανοῦ
Εἶναι λογικὸ νὰ ὁδεύεις, καθὼς ὁδεύεις, ὑπερήφανος, πρὸς τὰ ὀπίσω
᾿ Εσὺ τὸ μυστήριο καὶ τὸ πλούσιο ἀπὸ προφητεῖες βασίλειο -
᾿Εγὼ ὁ ἀνύμπορος νὰ σὲ ἀντιληφθῶ, ὁ ἀπολωλὸς
στὴν πλάνη του, ἐσὺ τὸ θαῦμα.
῏Ω πρόγονε τώρα σὲ ἀπορρίπτω, ἀγάπησα ὅμως τὴν πλάση
μὲς στὸ δημιουργικό σου εἶναι, δὲν θὰ μὲ ἀναγνωρίζεις πιὰ
καὶ τίποτα δὲν θὰ μᾶς συνδέει
παρὰ ἐκεῖνο τὸ ἐρείπιο ποὺ καταστάλαξε στὴν ψυχή μου - κλαίει
καὶ μὲ κάνει νὰ σὲ κλαίω.
᾿Αγκαλιάζω τὸ στάχυ τοῦ χρόνου, τὸ κεφάλι μου πύργος φωτιᾶς·
Τὸ τέλος τῆς ἐποχῆς ποὺ ἔβρεχε ἀργιλάσβεστο ἀνταμώνει
τὴν ἀρχὴ τῆς ἐποχῆς ποὺ βρέχει πετρέλαιο
῾Ο θεὸς τῆς φοινικιᾶς σκύβει
σὲ κάποιον σιδερένιο θεό,
κι ἐγὼ ἀνάμεσά τους, αἷμα ἐκχεόμενο καὶ καραβάνι ποὺ
ὀπισθοδρομεῖ
᾿Εμβαθύνω στὴν σβησμένη μου φωτιὰ
καὶ κοιτάζω πῶς νὰ καλοπιάσω
τὸν δύστροπο μὲς στὴν ἔρημό του θάνατό μου,
καὶ λέω· τὸ σύμπαν τὸ ὑφαίνει τ᾿ ὄνειρό μου …/Τὰ νήματα
ξηλώνονται
Βλέπω τὸν ἑαυτό μου σὲ μιὰν ἄβυσσο κι ἀφήνομαι στῆς
πτώσεως
τὴ νύχτα
Βλέπω τὰ πράγματα· κύκλος καπνοῦ
Βλέπω τὸν κόσμο· κυνήγι,
τὸ τραπέζι στρωμένο, - ἀρτύματα τὰ σώματα
καὶ δοχεῖα τὰ κεφάλια
ὁ θεὸς κάθεται στὸ τραπέζι, ψωμὰς ἦταν
ἕνα ζαρκάδι καὶ στρατιώτης μιὰ σαύρα/ἕνας θεὸς
τρώει τὸ θήραμα, ἢ τὸ θήραμα τὸν θεό;
Ψεύτης ὁ δρόμος καὶ ἡ ὄχθη προδότης
Πῶς νὰ μὴ σὲ κεραυνοβολήσει τώρα ἡ τρέλλα;
῎Ετσι αὐτὸν ποὺ τρώγει ἀπαρνιέμαι καὶ τὴν τροφή
Καὶ ἡ καθεμιὰ μ᾿ ἀνακουφίζει περιπλάνηση
Παρηγοριά μου· νὰ εἰσελαύνω στ᾿ ὄνειρό μου, - περιπλανιέμαι,
κυμαίνομαι,
τραγουδάω τὸν πόθο γι᾿ ἄρνηση καὶ παραληρῶ -
Κρίκος τῶν ἡμερῶν μου, τὸ ἄστρο τῆς ᾿Αφροδίτης, καὶ βραχιόλι
ὁ Αἰγόκερως,
Λέω· οἱ ἀνθοὶ μὲς στοὺς κάλυκές τους
ἀνοίγουν σὰν ἐξῶστες …
Παρηγοριά μου· νὰ εἶμαι ἀντάρτης - ἐπιστρατεύω τῆς ἀνταρσίας
τὰ ρήματα
Σ᾿ ἐκείνους τοὺς δύστροπους ἀνέμους βάλτε χαλινάρι
Σφαγμένη ἡ ῾Ιστορία καὶ ἴσα ποὺ ἀρχινάει ἡ σφαγή
᾿Αφῆστε τὸν φονιά, τὸ θύμα καὶ τὴ σφαγὴ μάρτυρες
Μὲ τ᾿ ἀπομεινάρια σκεπᾶστε με καὶ ζωγραφίστε με
᾿Ερείπειο ἀνάμεσα στὰ ἐρείπεια.
῎Ετσι τὴ σοφία θ᾿ ἀντλήσω ἀπὸ τὴν πηγή της
Κραυγάζοντας· καλῶς ἤρθατε ἀπομεινάρια μου, σὲ καλωσορίζω παρακμή.
Αὔριο θὰ μὲ σβήσει ὁ θάνατος μὰ δὲν θὰ σβήσω
Αὔριο θὰ πηγαίνω ἀπὸ ἕνα φῶς σὲ ἄλλο,
᾿Αλήθεια, πιὸ ἀδύνατος ἀπὸ μιὰ κλωστὴ
μὰ καὶ πιὸ ἔξοχος ἀπ᾿ ὅποιον θεό
῎Ετσι ἀρχινάω
᾿Αγκαλιάζω τὴ γῆ μου καὶ τοὺς μυστικούς της πόθους -
᾿Αγαπάει τῆς θάλασσας τὸ σῶμα, μιὰ ἀγάπη ποὺ ἔχει τὸν ἥλιο
γιὰ χέρια
Σῶμα - ἀποθήκη τῆς βροντῆς κι ἄγκυρα τῆς τρυφεράδας
Σῶμα - ὑπόσχεση ὅπου ἐγὼ λείπω
ἐγὼ ὁ ἀναδυόμενος ἀπ᾿αὐτὴ τὴν πρόκληση
Σῶμα/σκεπᾶστε μὲ τὸ φῶς τῆς ἐρωτευμένης βροχῆς
τὸ πρόσωπο τῆς μαργαρίτας,
Γένοιτο …
ἀγκαλιάζω τὴν ἐρχόμενη ἐποχὴ κι ὁδοιπορῶ
δύστροπος, μὲ καπετάνιου ὕφος, τὴν χώρα μου σημαδεύω, -
ἀνηφορίστε στὶς πιὸ ψηλές της κορφές,
κατεβεῖτε στὰ κατάβαθά της
τρόμο δὲν θὰ βρεῖτε μήτε ἁλυσίδες - σὰν νὰ ἦταν τὸ πουλὶ
κλαδί,
ἡ γῆ παιδὶ καὶ τὰ παραμύθια γυναῖκες
῎ Ονειρο;
᾿Αφήνω στὶς ἑπόμενες γενιές μου αὐτὸ τὸ διάστημα νὰ κατακτήσουν
Τὸ δέρμα μου δὲν εἶναι κάλυβα στοχασμῶν, μήτε
τὸ πάθος μου ξυλόκοπος τῆς μνήμης, -
ἄρνηση τὸ γένος μου, κι ὁ γάμος μου γονιμοποίηση
ἀνάμεσα σὲ δυὸ πόλους, δική μου τούτη ἡ ἐποχή,
δικοί μου ὁ νεκρὸς θεὸς καὶ ἡ νεκρὴ μηχανή - ᾿Εποχή μου
νὰ κατοικῶ τῶν ἐπιθυμιῶν τὴ δεξαμενή,
νὰ εἶναι τ᾿ ἀπομεινάρια μου τ᾿ ἄνθη μου, κι ἐγὼ
τὸ ἄλφα τοῦ νεροῦ καὶ τὸ ὠμέγα τῆς φωτιᾶς - ὁ τρελλὸς τῆς
ζωῆς.
Φανερώνοντας στὸν χρόνο τὰ μυστικὰ τοῦ πάθους του,
῎Ετσι ὁμολογεῖ·
Εἶναι ὁ ἀπολωλός, ὁ ἀντάρτης, ὁ διάφορος.
(Βηρυττός, 4 ᾿Ιουνίου - 25 ᾿Οκτωβρίου 1982)
———
* Χουλακοῦ· Αὐτοκράτορας τῆς Μογγολίας - Πολιόρκησε τὴν Βαγδάτη τὸ 1258, τερματίζοντας τὴν ἐποχὴ τοῦ Καλιφάτου.
* Κασάμπιν · Χωριὸ τῆς Συρίας - Γενέτειρα τοῦ ῎Αδωνι.
_____________________
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
-
Κι ήτανε τα στήθια σου άσπρα σαν τα γάλατα Γιώργος Σαραντάκος "Γαργάλατα", 50 χρόνια μετά Λέγοντας Αποστασία ή Ιουλιανά εν...
-
Η ΑΘΗΝΑ ΤΟΥ ΑΛΛΟΤΕ Θερμές ευχαριστίες στον Κώστα Μ. που εντόπισε τις φωτογραφίες στο sch.gr και μου τις έστειλε... 1.ΚΥΨΕΛΗ...
-
῎ ΜΙΑ ΧΡΥΣΗ ΜΑΘΗΣΙΑΚΗ ΑΡΧΗ, ΠΟΥ ΑΓΝΟΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΓΧΩΤΙΚΟΥΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΕΣ ΓΟΝΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΗΛΙΘΙΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ Ηδη δέ τινας ἐγὼ εἶδο...