Μέσα από συγκρούσεις, αμφιβολίες και υποψίες η Martha θα βρεθεί αντιμέτωπη , στο τέλος, με το δολοφόνο, που κρατάει ακονισμένο ένα ξυράφι. "
«Έχω πει μερικές φορές στον εαυτό μου ότι αν υπήρχε μία μόνο πινακίδα στην είσοδο κάθε εκκλησίας που να απαγόρευε την είσοδο σε οποιονδήποτε με εισόδημα πάνω από ένα συγκεκριμένο ποσό , θα γινόμουν αμέσως χριστιανή» . Σιμόν Βέιλ, Γαλλίδα φιλόσοφος και πολιτική ακτιβίστρια (1909-1943)
Μέσα από συγκρούσεις, αμφιβολίες και υποψίες η Martha θα βρεθεί αντιμέτωπη , στο τέλος, με το δολοφόνο, που κρατάει ακονισμένο ένα ξυράφι. "
Ηχηρές αποχωρήσεις από το κορυφαίο φεστιβάλ κόμικς στην Ευρώπη, το Lucca Comics, λόγω της χορηγίας της ισραηλινής κυβέρνησης, αναφέρει σε ανακοίνωσή της Παλαιστινιακή Εκστρατεία για το Ακαδημαϊκό και Πολιτιστικό Μποϊκοτάζ του Ισραήλ (PACBI).
Καθώς το Ισραήλ εντείνει τον φονικό βομβαρδισμό των 2,3 εκατομμυρίων Παλαιστινίων στην πολιορκημένη και κατεχόμενη Λωρίδα της Γάζας, ο best seller σκιτσογράφος και δημιουργός της σειράς του Netflix, «Tear Along the Dotted Line», Zerocalcare αποσύρθηκε από το φεστιβάλ το Σάββατο.
Σε δήλωσή του ο Zerocalcare ανέφερε:
«Δυστυχώς, η χορηγία της ισραηλινής πρεσβείας στο Lucca Comics αποτελεί πρόβλημα για μένα. … Ξέρω ότι το λογότυπο στην αφίσα είναι απλώς ένα σύμβολο, αλλά αυτό το σύμβολο για πολλούς αγαπημένους μου ανθρώπους αντιπροσωπεύει τον φόβο ότι δεν θα δουν αύριο τον ήλιο να ανατέλλει, τα χαλάσματα κάτω από τα οποία είναι θαμμένοι οι αγαπημένοι τους, την απειλή να πεθάνουν παγιδευμένοι σε μια υπαίθρια φυλακή».
Το Lucca Comics, το οποίο θα διεξαχθεί από 1 έως 5 Νοεμβρίου, στην Ιταλία, είναι το δεύτερο μεγαλύτερο φεστιβάλ κόμικς στον κόσμο μετά το Comiket του Τόκιο.
Η Διεθνής Αμνηστία Ιταλίας αποσύρθηκε επίσης από το φεστιβάλ, δηλώνοντας ότι «η χορηγία της ισραηλινής πρεσβείας στο Lucca Comics μας αναγκάζει να παραιτηθούμε από την παρουσία μας».
«Καταλαβαίνουμε ότι είναι μια παγιωμένη πρακτική η χορηγία των πρεσβειών των χωρών προέλευσης των καλλιτεχνών που δημιουργούν την εικόνα του φεστιβάλ, αλλά δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι οι ισραηλινές δυνάμεις πολιορκούν και βομβαρδίζουν αδιάκοπα τη Λωρίδα της Γάζας, με τεράστιες απώλειες σε ζωές αμάχων».
Ο Ιταλός τραγουδοποιός Giancane και το συγκρότημα Gli Ultimi, που επρόκειτο να εμφανιστούν μαζί στο Lucca Comics, αποσύρθηκαν επίσης από το φεστιβάλ.
Οι Gli Ultimi δήλωσαν ότι η απόφασή τους να μην εμφανιστούν λήφθηκε «σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τον παλαιστινιακό λαό, που δέχεται σφοδρές επιθέσεις τις τελευταίες ημέρες, όπως και τις τελευταίες δεκαετίες».
Η Παλαιστινιακή Εκστρατεία για το Ακαδημαϊκό και Πολιτιστικό Μποϊκοτάζ του Ισραήλ, ιδρυτικό μέλος του κινήματος Μποϊκοτάζ, Αποεπένδυσης και Κυρώσεων (BDS), κάλεσε σε μποϊκοτάζ του Lucca Comics και όλων των εκδηλώσεων που συνεργάζονται με την ισραηλινή κυβέρνηση.
Άρης Χατζηστεφάνου
| Η Εφημερίδα των Συντακτών 28/10/2023
Ένας περίπατος στους κεντρικούς δρόμους του Μανχάταν αρκεί για να βιώσεις μια παράλληλη πραγματικότητα που οικοδομείται μεθοδικά τις τελευταίες ημέρες από την αμερικανική κυβέρνηση και το κράτος του Ισραήλ για όσα συμβαίνουν στη Μέση Ανατολή
Περπατώντας για λίγα λεπτά στο κέντρο της Times Square βομβαρδίζεσαι διαρκώς από διαφημιστικά μηνύματα του κράτους του Ισραήλ. Πολλές από τις γιγαντοοθόνες που καλύπτουν και το τελευταίο εκατοστό των κτιρίων προβάλλουν τη σημαία του Ισραήλ αλλά και φωτογραφίες και τα ονόματα των ομήρων που κρατά η Χαμάς – όλα ανάμεσα σε διαφημίσεις καλλυντικών, ηλεκτρονικών παιχνιδιών και τηλεσειρών. Παρόμοιες αφίσες συναντάς και πάνω σε φορτηγάκια που κινούνται διαρκώς στις παράπλευρες οδούς και λεωφόρους. Όπως αποκάλυψε προ ημερών το Politico, τέτοιου είδους μηνύματα που εμφανίστηκαν ταυτόχρονα σε όλες τις μεγάλες πόλεις του κόσμου χρηματοδοτούνται από το ισραηλινό υπουργείο Εξωτερικών. Αν και αρκετές από τις διαφημίσεις ίσως φιλοξενούνται αφιλοκερδώς, ο διαφημιστικός χώρος και χρόνος που καταλαμβάνεται τα τελευταία 24ωρα ανέρχεται σε εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια.[.................................]
Τις τελευταίες δεκαετίες η συντηρητική παράταξη, σε ορισμένες τουλάχιστον ευρωπαϊκές χώρες, εκεί όπου ευθυγραμμιζόταν με το γραφειοκρατικό (νεο)φιλελεύθερο κατεστημένο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, παρουσίαζε ένα πρόσωπο ανεκτικό, στα όρια του δικαιωματισμού, για τον οποίο κατηγορείται συνήθως η ανανεωτική Αριστερά· ένα πρόσωπο αρκετά απομακρυσμένο από το παραδοσιακό, αυταρχικό παρελθόν της.
Αυτό γινόταν με τη σιωπηρή ανοχή των ψηφοφόρων της, όχι βέβαια γιατί αυτοί συμφωνούσαν, αλλά γιατί καταλάβαιναν ότι σε ένα αυστηρά χαραγμένο πλαίσιο, όπου η Αριστερά δεν είχε πολλά περιθώρια εναλλακτικών οικονομικών πολιτικών, η υιοθέτηση αιτημάτων του λεγόμενου «δικαιωματισμού» αφαιρούσε από τον αντίπαλο και το τελευταίο του όπλο.
Ο δικαιωματισμός έχει όμως για τη Δεξιά τα όριά του. Και αυτά βρίσκονται εκεί όπου τα δικαιώματα προσκρούουν στα οικονομικά συμφέροντα, στη λογιστική αξιολόγηση των κοινωνικών φαινομένων ή, αν προτιμάει κανείς, με παλιότερη αλλά πάντα επίκαιρη γλώσσα, στην άρνηση άρσης των όρων αναπαραγωγής των ταξικών ανισοτήτων.
Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν είναι αναμφίβολα τυπικός εκπρόσωπος της ευρωπαϊκής νομενκλατούρας. Θεωρητικά φιλελεύθερος και ανεκτικός, έχει πολλές φορές υποκύψει στα θέλγητρα του αυταρχισμού και της αστυνομοκρατίας. Στην περίπτωση όμως της αντιμετώπισης των νέων των προαστίων, δείχνει τώρα ένα ριζικά διαφορετικό πρόσωπο. Η πρωθυπουργός του, Ελιζαμπέτ Μπορν, ανακοίνωσε μέτρα όπως:
1) Δημιουργία νέων σωμάτων, των «Δημοκρατικών Δυνάμεων Δράσης», με μικτή σύνθεση αποτελούμενη από αστυνομικούς και πολίτες, που θα δρουν στις γειτονιές.
2) Διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της δημοτικής αστυνομίας.
3) Δημιουργία 8.500 νέων οργανικών θέσεων αστυνομίας και χωροφυλακής.
4) Δυνατότητα υποχρεωτικής ένταξης των νεαρών παραβατικών σε χώρους υποδοχής δικαστικής προστασίας της νεότητας, κάτι ανάμεσα στη σημερινή εκπαιδευτική παρακολούθησή τους και σε κλειστές φυλακές.
5) Για μερικούς νεαρούς παραβάτες του νόμου προβλέπεται «πλαισίωση από στρατιωτικούς», οι οποίοι, σύμφωνα με την Ελιζαμπέτ Μπορν, «θα μπορούν να τους μεταδώσουν τις αξίες της πειθαρχίας και της υπέρβασης του εαυτού».
6) Οι γονείς των παραβατικών νέων θα πρέπει «να παρακολουθούν μαθήματα γονικής υπευθυνότητας» ή θα υφίστανται «ποινές εκτέλεσης εργασιών γενικού συμφέροντος».
7) Παραβάτες και γονείς θα παρέχουν μια «οικογενειακή οικονομική συνεισφορά προς ενώσεις θυμάτων» και, αν ο ανήλικος έχει προκαλέσει καταστροφές, «οι δύο γονείς, είτε είναι χωρισμένοι είτε όχι, είτε ζουν με το παιδί είτε όχι, θα καταβάλλουν αποζημιώσεις».
Πίσω από τον ωραιοποιημένο λόγο τα οπισθοδρομικά μέτρα δεν κρύβονται: για τους παραβατικούς νέους υποχρεωτική στράτευση, αναμορφωτήρια, για τους γονείς επίσης «αναμόρφωση» αλλά και αναγκαστική εργασία, εξοντωτικά πρόστιμα και αποζημιώσεις. Οταν τα πράγματα φτάνουν στα άκρα, Νεοφιλελευθερισμός και Ακροδεξιά γίνονται ένα.
Ο ελληνικός νόμος 4000 του 1958 περί τεντιμποϊσμού προέβλεπε κούρεμα με την ψιλή και διαπόμπευση, αλλά και ποινική δίωξη γονέων. Δεν πρόκειται βέβαια για ίδιες περιπτώσεις – εκείνοι τότε γιαούρτωναν ή, αργότερα, ενοχλούσαν με τα μακριά μαλλιά τους. Εδώ πρόκειται για εξεγέρσεις, που προκαλούν βέβαια και μεγάλες ζημιές. Ομως και τώρα, αφού κανείς δεν θέλει να ασχοληθεί με τις πραγματικές αιτίες, προτάσσονται η καταστολή και ο ηθικός πανικός. Κοστίζει λιγότερο, είναι δηλαδή «τζάμπα μαγκιά».
1. T.S. ELIOT/Θ. Σ. Έλιοτ, Η Έρημη Χώρα (1922), Μετάφραση Γιώργος Σεφέρης (1936), Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1997.
(απόσπασμα)
A΄. Η ΤΑΦΗ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ
Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας
Μες απ’ την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, σμίγοντας
Θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας
Με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές.
Ο χειμώνας μας ζέσταινε, σκεπάζοντας
Τη γη με το χιόνι της λησμονιάς, θρέφοντας
Λίγη ζωή μ’ απόξερους βολβούς.
Το καλοκαίρι μας ξάφνισε καθώς ήρθε πάνω απ’ το Σταρνμπέργκερζε
Με μια μπόρα· σταματήσαμε στις κολόνες,
Και προχωρήσαμε στη λιακάδα, ως το Χόφγκαρτεν,
Κι ήπιαμε καφέ, και κουβεντιάσαμε καμιάν ώρα.
Bin gar keine Russin, stamm’ aus Litauen, echt deutsch.
Και σαν ήμασταν παιδιά, μέναμε στου αρχιδούκα,
Του ξαδέρφου μου, με πήρε με το έλκηθρο,
Και τρόμαξα. Κι έλεγε, Μαρία,
Μαρία, κρατήσου δυνατά. Και πήραμε την κατηφόρα.
Εκεί νιώθεις ελευθερία, στα βουνά.
Διαβάζω, σχεδόν όλη νύχτα, και πηγαίνω το χειμώνα στο νότο.
Ποιες ρίζες απλώνονται γρυπές, ποιοι κλώνοι δυναμώνουν
Μέσα στα πέτρινα τούτα σαρίδια; Γιε του ανθρώπου,
Να πεις ή να μαντέψεις, δεν μπορείς, γιατί γνωρίζεις μόνο
Μια στοίβα σπασμένες εικόνες, όπου χτυπάει ο ήλιος,
Και δε σου δίνει σκέπη το πεθαμένο δέντρο, κι ο γρύλος ανακούφιση,
Κι η στεγνή πέτρα ήχο νερού. Μόνο
Έχει σκιά στον κόκκινο τούτο βράχο,
(Έλα κάτω απ’ τον ίσκιο του κόκκινου βράχου),
Και θα σου δείξω κάτι διαφορετικό
Κι από τον ίσκιο σου το πρωί που δρασκελάει ξοπίσω σου
Κι από τον ίσκιο σου το βράδυ που ορθώνεται να σ’ ανταμώσει
Μέσα σε μια φούχτα σκόνη θα σου δείξω το φόβο.
Frisch weht der Wind
Der Heimat zu,
Mein Irisch KindWo weilest du?
«Μου χάρισες γυάκινθους πρώτη φορά πριν ένα χρόνο·
Μ’ έλεγαν h γυακίνθινη κοπέλα».
—Όμως όταν γυρίσαμε απ’ τον κήπο των Γυακίνθων,
Ήταν αργά, γεμάτη η αγκάλη σου, και τα μαλλιά σου υγρά, δεν μπορούσα
Να μιλήσω, θολώσανε τα μάτια μου, δεν ήμουν
Ζωντανός μήτε πεθαμένος, και δεν ήξερα τίποτε,
Κοιτάζοντας στην καρδιά του φωτός, τη σιωπή.
Oed’und leer das Meer.
Η κυρία Σόζοστρις, διάσημη χαρτομάντισσα,
Ήταν πολύ κρυολογημένη, μολαταύτα
Λένε πως είναι η πιο σοφή γυναίκα της Ευρώπης,
Με μια διαβολεμένη τράπουλα. Εδώ, είπε,
Είν’ το χαρτί σας, ο πνιγμένος Φοίνικας Θαλασσινός,
(Να, τα μαργαριτάρια, τα μάτια του. Κοιτάχτε!)
Εδώ ’ναι η Μπελλαντόνα, η Δέσποινα των Βράχων,
Η δέσποινα των καταστάσεων.
Εδώ ’ναι ο άνθρωπος με τα τρία μπαστούνια, κι εδώ ο Τροχός,
Κι εδώ ο μονόφθαλμος έμπορας, και τούτο το χαρτί,
Τα’ αδειανό, κάτι που σηκώνει στον ώμο,
Που ’ναι απαγορεμένο να το δω. Δε βρίσκω
Τον Κρεμασμένο. Να φοβάστε τον πνιγμό.
Βλέπω πλήθος λαό, να περπατά ένα γύρο.
Ευχαριστώ. Α δείτε την αγαπητή μου Κυρίαν Ισοψάλτου,
Πείτε της πως θα φέρνω τ’ ωροσκόπιο μοναχή μου:
Πρέπει να φυλαγόμαστε πολύ στον καιρό μας.
Ανύπαρχτη Πολιτεία,
Μέσα στην καστανή καταχνιά μιας χειμωνιάτικης αυγής,
Χύνουνταν στο Γιοφύρι της Λόντρας ένα πλήθος, τόσοι πολλοί,
Δεν το ’χα σκεφτεί πως ο θάνατος είχε ξεκάνει τόσους πολλούς.
Μικροί και σπάνιοι στεναγμοί αναδινόντουσαν,
Και κάρφωνε ο καθένας μπρος στα πόδια του τα μάτια.
Χύνουνταν πέρα στο ύψωμα και κάτω στο Κίνγκ Ουίλλιαμ Στρήτ,
Εκεί που η Παναγία Γούλνοθ μέτραε τις ώρες
Με ήχο νεκρό στο στερνό χτύπημα των εννιά.
Εκεί είδα έναν που γνώριζα, και τον σταμάτησα, φωνάζοντας: «Στέτσον!
Συ που ήσουνα μαζί μου στις Μύλες με τα καράβια !
Κείνο το λείψανο που φύτεψες στον κήπο σου τον άλλο χρόνο,
Άρχισε να βλασταίνει; Πες μου, θ’ ανθίσει εφέτο;
Ή μήπως η ξαφνική παγωνιά πείραξε τη βραγιά του;
Ω κράτα μακριά το Σκυλί τον αγαπάει. τον άνθρωπο,
Τι με τα νύχια του θα το ξεχώσει πάλι !
"Συ ! hypocrite lecteur ! – mon semblable, - mon frère !"
Β΄. ΜΙΑ ΠΑΡΤΙΔΑ ΣΚΑΚΙ
Το Κάθισμα όπου κάθονταν, σα στιλβωμένος θρόνος,
Έλαμπε στο μάρμαρο, όπου ο καθρέφτης
Που βάσταζαν κοντάρια πλουμισμένα με κλήματα
Όθε ξεμύτιζε ένας χρυσός Ερωτιδέας
(Με τη φτερούγα σκέπαζε τα μάτια του άλλος ένας)
Ζευγάρωνε φλόγες από εφτάκλωνους κεροστάτες
Αντιφεγγίζοντας το φως επάνω στο τραπέζι ενώ
Των κοσμημάτων της η λάμψη ορμούσε να το συναντήσει,
Πλούσια ξεχειλίζοντας σε θήκες μεταξωτές.
Σε φιάλες από φίλντισι και χρωματιστό γυαλί
Ξεβούλωτες, ενέδρευαν τ’ αλλόκοτα συνθετικά μυρωδικά της,
Υγρά, σε σκόνη, ή σ’ αλοιφή – σκοτίζανε, συγχύζανε
Και πνίγανε την αίσθηση με αρώματα· ερεθισμένα απ’ τον αγέρα
Που έμπαινε δροσερός απ’ το παράθυρο, τούτα ανεβαίναν
Παχαίνοντας τις τεντωμένες φλόγες των κεριών,
Ρίχνανε τον καπνό τους στα λακουεάρια,
Ξυπνώντας τα στολίσματα στο φατνωτό ταβάνι.
Πελώρια ξύλα πελαγίσια ταγισμένα μπακίρι
Έκαιγαν πράσινα και πορτοκαλιά, με πέτρα πολύχρωμη πλαισιωμένα,
Και στο θλιμμένο τούτο φως ένα δελφίνι σκαλισμένο κολυμπούσε.
Πάνω απ’ τ’ αρχαίο το τζάκι παρουσιάζονταν
Λες κι άνοιγε παράθυρο σε μιαν υλαία σκηνή
Η μεταμόρφωση της Φιλομήλας, της χαλασμένης τόσο βάναυσα
Από το βάρβαρο βασιλέα· κι όμως εκεί τ’ αηδόνι
Την έρημο όλη γέμιζε μ’ απαραβίαστη φωνή
Κι ακόμη φώναζε κι ακόμη ο κόσμος κυνηγάει,
«Γιακ, γιακ» σε βρώμικα αυτιά.
Κι άλλες ακόμη ρίζες μαραμένες των καιρών
Ήταν στον τοίχο ιστορισμένες· προσηλωμένα σχήματα
Σκύβαν, δηλώνοντας τη σιωπή στην περίκλειστη κάμαρα.
Πατήματα σερνόντουσαν στα σκαλοπάτια.
Κάτω απ’ το φέγγος της φωτιάς, κάτω απ’ τη βούρτσα, η κόμη της
Άπλωνε πύρινες ακίδες
Έλαμπε με λόγια, Κι ύστερα έπεφτε σε μιαν άγρια γαλήνη.
«Τα νεύρα μου είναι άσχημα σήμερα βράδυ.
Ναι, άσκημα. Μείνε μαζί μου.
Μίλησέ μου. Λοιπόν ποτέ σου δε μιλάς; Μίλησε.
Τι συλλογίζεσαι τώρα; Τι συλλογιέσαι; Τι;
Ποτές δεν ξέρω τι συλλογίζεσαι. Συλλογίσου».
Συλλογίζομαι πως είμαστε στων ποντικών το μονοπάτι
Εκεί που οι πεθαμένοι χάσανε τα κόκαλά τους.
«Τι είναι αυτός ο θόρυβος;»
Ο αγέρας κάτω απ’ την πόρτα.
«Τι είναι αυτός ο θόρυβος τώρα; Τι κάνει ο αγέρας;»
Τίποτε πάλι τίποτε.
«Δεν
Ξέρεις τίποτε; Δε βλέπεις τίποτε; Δε θυμάσαι
Τίποτε;»
Θυμάμαι
Να, τα μαργαριτάρια τα μάτια του.
«Είσαι ή δεν είσαι ζωντανός; Δεν έχεις τίποτε μες στο κεφάλι σου;»
Αλλά
Χο χο χο χο το Σαιξπηχήρειο τούτο φοξ –
Είναι κομψότατο
Είναι ξυπνότατο
«Τι θα κάνω τώρα; Τι θα κάνω;»
«Θα ξεπορτίσω όπως είμαι, και θα γυρνώ στους δρόμους
Με τα μαλλιά μου ξέπλεκα, έτσι. Τι θα κάνουμε αύριο;
Τι θα κάνουμε πάντα;»
Ζεστό νερό στις δέκα.
Κι αν βρέχει, το κλεισμένο αμάξι στις τέσσερεις.
Και θα παίξουμε μια παρτίδα σκάκι,
Πιέζοντας μάτια δίχως βλέφαρα και περιμένοντας ένα χτύπημα στην πόρτα.
Όταν ο άντρας της Λιλ αποστρατεύτηκε, της λέω,
Δεν τα μασούσα τα λόγια μου, της λέω αυτηνής ’γω που με βλέπεις,
ΕΜΠΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑ
Τώρα πού γυρίζει ό Γιάννης, κοίταξε να σουλουπιαστείς λιγάκι.
Θα γυρέψει να μάθει τι τα ’κανες κείνα τα λεφτά που σου ’δωσε
Να ξαναβάλεις καν ’να δόντι. Σ’ τα ’δωσε, ήμουν εκεί.
Άει να τα βγάλεις, Λιλ, και βάλε μια καλή μασέλα,
Μα το Θεό, σου ’πε, σιχαίνουμαι που σε βλέπω.
Κι εγώ το ίδιο, της λέω, σκέψου τον κακόμερο το Γιάννη,
Τέσσερα χρόνια στρατιώτης, θα θέλει καλοπέραση,
Κι α δεν του τη δώσεις, άλλες θα του τη δώσουν, της λέω.
Α έτσι, μου λέει. Κάτι σαν τέτοιο, της λέω.
Τότες θα ξέρω ποιανού χρωστάω χάρη, μου λέει και με καρφώνει με τα μάτια.
ΕΜΠΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑ
Κι α δε σ’ αρέσει τράβα τον κατήφορο, της λέω,
Άλλοι διαλέγουνε και παίρνουνε σαν εσύ δεν τα καταφέρνεις.
Μ’ α σου το στρίψει ο Γιάννης, δε θα πει πως δε βρέθηκε άνθρωπος να σου κουβεντιάσει.
Είναι να ντρέπεσαι, της λέω, που μοιάζεις τέτοια αρχαιολογία.
(Κι αυτή μονάχα τριάντα ενός.)
Μα τι να κάνω, μου λέει, και στραβομουτσούνιασε,
Φταίνε κείνα τα χάπια, μου λέει, που πήρα για να το ρίξω.
(Έκανε κιόλας πέντε, και πήγε να πεθάνει απ’ το μικρό της το Γιωργή.)
Ο φαρμακοποιός είπε θα ’ναι εν τάξει, μα ποτές δεν ξανάγινα όπως ήμουν.
Είσαι ντιπ άμυαλη, της λέω.
Το λοιπόν, αν ο Γιάννης δε σ’ αφήνει ήσυχη, εδώ ’ναι ό κόμπος, της λέω,
Τι πας και μου παντρεύεσαι σα δεν τα θέλεις τα παιδιά;
ΕΜΠΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑ
Λοιπόν, κείνη την Κυριακή ήταν ο Γιάννης σπίτι, κι είχανε ζεστό χοιρομέρι,
Και με καλέσανε το βράδυ, να τ’ απολάψω ζεστό –
ΕΜΠΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑ
ΕΜΠΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑ
Καληνύχτα Μπιλλ. Καληνύχτα Λου. Καληνύχτα Μαίη. Καληνύχτα.
Γεια γεια. Καληνύχτα. Καληνύχτα.
Καληνύχτα, κυρίες, καληνύχτα, γλυκιές μου κυρίες, καληνύχτα, καληνύχτα.
Δ΄. ΘΑΝΑΤΟΣ ΑΠΟ ΠΝΙΓΜΟ
Φληβάς ο Φοίνικας, δεκαπέντε μέρες πεθαμένος,
Λησμόνησε την κραυγή των γλάρων, και το φούσκωμα του βαθιού πελάγου
Και το κέρδος και τη ζημιά.
Κάτω απ’ τη Θάλασσα ένα ρέμα
Έγλειψε τα κόκαλά του ψιθυρίζοντας. Μ’ ανεβοκατεβάσματα
Πέρασε τα στάδια των γερατειών του και της νιότης του
Μπαίνοντας μέσα στη ρουφήχτρα.
Εθνικέ ή Εβραίε
Ω εσύ που γυρίζεις το τιμόνι κοιτάζοντας προς τον αγέρα,
Στοχάσου το Φληβά, που ήταν κάποτες όμορφος κι αψηλός σαν εσένα.
**************************************
2.
Η έρημη χώρα του T.S. Eliot αποτελεί ένα από τα θεμελιακά έργα της παγκόσμιας μοντέρνας ποίησης.
Διαβάστε παρακάτω μια σύντομη αλλά ενδιαφέρουσα ανάλυση του έργου από τον Θάνο Βερέμη, που γράφτηκε στην Καθημερινή τον Οκτώβριο του 2022, για να τιμήσει τα εκατόχρονα τoυ εμβληματικού έργου.
3. Δείτε το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ του BBC για τον ΤΣ Έλιοτ που προβλήθηκε στην Ελλάδα το 1990. Το ντοκιμαντέρ αυτό είναι ένα από τα δέκα επεισόδια της σειράς "The Modern World: Ten Great Writers (1988)/"Δέκα μεγάλοι συγγραφείς του σύγχρονου κόσμου (TV Mini Series 1988).
***********************
4. ΑΝΑΛΥΟΝΤΑΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΤΗΝ "ΕΡΗΜΗ ΧΩΡΑ"
Ο Σύνδεσμος Φιλολόγων Αργολίδας και το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών Ελλάδος του Πανεπιστημίου Harvard πραγματοποίησαν την Παρασκευή 13 Μαΐου 2022 εκδήλωση για τα 100 χρόνια από την έκδοση του ποιήματος The Waste Land του Αγγλοαμερικανού ποιητή T.S. Eliot (Βραβείο Nobel Λογοτεχνίας, 1948).
Ομιλήτριες ήταν η κ. Αγγελική Σπυροπούλου, Καθηγήτρια της Νεότερης Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας και Θεωρίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Πρόεδρος του οικείου τμήματος, με θέμα ομιλίας «Η έννοια του κλασικού στον Έλιοτ και ο Μοντερνισμός» και η κ. Χριστίνα Ντόκου, Επίκουρη Καθηγήτρια Αμερικανικής Λογοτεχνίας και Πολιτισμού του Τμήματος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, με θέμα ομιλίας «Έλιοτ και Μύθου Μέθεξη».
Τις ομιλήτριες καλωσόρισαν ο κ. Χρήστος Γιαννόπουλος, εκ μέρος του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών Ελλάδος του Πανεπιστημίου Harvard και ο κ. Νικόλαος Μπουμπάρης, εκ μέρους του Συνδέσμου Φιλολόγων Αργολίδας.
Ακολούθησε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση με το κοινό που παρακολούθησε την εκδήλωση τόσο από την Αίθουσα Εκδηλώσεων του ΚΕΣ Ελλάδος όσο και μέσω live streaming στο κανάλι του CHS Greece ( / chsgreece )
Η εκδήλωση αναρτάται στο κανάλι μας, μετά από ευγενική παραχώρηση του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών Ελλάδος του Πανεπιστημίου Harvard.
Ευχαριστούμε θερμά όλους τους συντελεστές της εκδήλωσης.
(Ακολουθεί σύντομο βιογραφικό του Τόμας Στερνς Έλιοτ)
Ο Τόμας Στερνς Έλιοτ (Thomas Stearns Eliot,1888-1965) ήταν Αγγλοαμερικανός ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας.
Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του 20ού αιώνα και ηγετική φυσιογνωμία του μοντερνιστικού κινήματος στην ποίηση. Το 1948 βραβεύτηκε με το Nobel Λογοτεχνίας.
Ανάμεσα στα πιο γνωστά έργα του ανήκουν το «Ερωτικό τραγούδι του Τζ. Άλφρεντ Προύφροκ» (1915), η «Έρημη Χώρα» (1922), οι «Κούφιοι Άνθρωποι» (1925) τα «Τέσσερα Κουαρτέτα» (1943) καθώς και το θεατρικό έργο «Φονικό στην Εκκλησιά» (1935).
Το έργο του ποιητή, κριτικού και δοκιμιογράφου Τ.Σ. Έλιοτ είναι άρρηκτα δεμένο με τις κοινωνικές και πολιτιστικές ανακατατάξεις της περιόδου μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Απογοητευμένος από την εποχή του, στράφηκε στο παρελθόν, αντλώντας από τις αξίες και παραδόσεις του.
Υποστήριζε ότι η ποίηση δεν απευθύνεται στις μάζες αλλά σε μια πνευματική ελίτ και δημιούργησε τομή στον χώρο της λογοτεχνικής κριτικής, αναδεικνύοντας την αυτονομία του κειμένου ως μοναδικού φορέα του νοήματος.
4. T.S. ELIOT
Θ. Σ. Έλιοτ, Η Έρημη Χώρα (1922), Μετάφραση Γιώργος Σεφέρης (1936), Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1997.
(απόσπασμα)
A΄. Η ΤΑΦΗ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ
Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας
Μες απ’ την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, σμίγοντας
Θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας
Με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές.
Ο χειμώνας μας ζέσταινε, σκεπάζοντας
Τη γη με το χιόνι της λησμονιάς, θρέφοντας
Λίγη ζωή μ’ απόξερους βολβούς.
Το καλοκαίρι μας ξάφνισε καθώς ήρθε πάνω απ’ το Σταρνμπέργκερζε
Με μια μπόρα· σταματήσαμε στις κολόνες,
Και προχωρήσαμε στη λιακάδα, ως το Χόφγκαρτεν,
Κι ήπιαμε καφέ, και κουβεντιάσαμε καμιάν ώρα.
Bin gar keine Russin, stamm’ aus Litauen, echt deutsch.
Και σαν ήμασταν παιδιά, μέναμε στου αρχιδούκα,
Του ξαδέρφου μου, με πήρε με το έλκηθρο,
Και τρόμαξα. Κι έλεγε, Μαρία,
Μαρία, κρατήσου δυνατά. Και πήραμε την κατηφόρα.
Εκεί νιώθεις ελευθερία, στα βουνά.
Διαβάζω, σχεδόν όλη νύχτα, και πηγαίνω το χειμώνα στο νότο.
Ποιες ρίζες απλώνονται γρυπές, ποιοι κλώνοι δυναμώνουν
Μέσα στα πέτρινα τούτα σαρίδια; Γιε του ανθρώπου,
Να πεις ή να μαντέψεις, δεν μπορείς, γιατί γνωρίζεις μόνο
Μια στοίβα σπασμένες εικόνες, όπου χτυπάει ο ήλιος,
Και δε σου δίνει σκέπη το πεθαμένο δέντρο, κι ο γρύλος ανακούφιση,
Κι η στεγνή πέτρα ήχο νερού. Μόνο
Έχει σκιά στον κόκκινο τούτο βράχο,
(Έλα κάτω απ’ τον ίσκιο του κόκκινου βράχου),
Και θα σου δείξω κάτι διαφορετικό
Κι από τον ίσκιο σου το πρωί που δρασκελάει ξοπίσω σου
Κι από τον ίσκιο σου το βράδυ που ορθώνεται να σ’ ανταμώσει
Μέσα σε μια φούχτα σκόνη θα σου δείξω το φόβο.
Frisch weht der Wind
Der Heimat zu,
Mein Irisch KindWo weilest du?
«Μου χάρισες γυάκινθους πρώτη φορά πριν ένα χρόνο·
Μ’ έλεγαν h γυακίνθινη κοπέλα».
—Όμως όταν γυρίσαμε απ’ τον κήπο των Γυακίνθων,
Ήταν αργά, γεμάτη η αγκάλη σου, και τα μαλλιά σου υγρά, δεν μπορούσα
Να μιλήσω, θολώσανε τα μάτια μου, δεν ήμουν
Ζωντανός μήτε πεθαμένος, και δεν ήξερα τίποτε,
Κοιτάζοντας στην καρδιά του φωτός, τη σιωπή.
Oed’und leer das Meer.
Η κυρία Σόζοστρις, διάσημη χαρτομάντισσα,
Ήταν πολύ κρυολογημένη, μολαταύτα
Λένε πως είναι η πιο σοφή γυναίκα της Ευρώπης,
Με μια διαβολεμένη τράπουλα. Εδώ, είπε,
Είν’ το χαρτί σας, ο πνιγμένος Φοίνικας Θαλασσινός,
(Να, τα μαργαριτάρια, τα μάτια του. Κοιτάχτε!)
Εδώ ’ναι η Μπελλαντόνα, η Δέσποινα των Βράχων,
Η δέσποινα των καταστάσεων.
Εδώ ’ναι ο άνθρωπος με τα τρία μπαστούνια, κι εδώ ο Τροχός,
Κι εδώ ο μονόφθαλμος έμπορας, και τούτο το χαρτί,
Τα’ αδειανό, κάτι που σηκώνει στον ώμο,
Που ’ναι απαγορεμένο να το δω. Δε βρίσκω
Τον Κρεμασμένο. Να φοβάστε τον πνιγμό.
Βλέπω πλήθος λαό, να περπατά ένα γύρο.
Ευχαριστώ. Α δείτε την αγαπητή μου Κυρίαν Ισοψάλτου,
Πείτε της πως θα φέρνω τ’ ωροσκόπιο μοναχή μου:
Πρέπει να φυλαγόμαστε πολύ στον καιρό μας.
Ανύπαρχτη Πολιτεία,
Μέσα στην καστανή καταχνιά μιας χειμωνιάτικης αυγής,
Χύνουνταν στο Γιοφύρι της Λόντρας ένα πλήθος, τόσοι πολλοί,
Δεν το ’χα σκεφτεί πως ο θάνατος είχε ξεκάνει τόσους πολλούς.
Μικροί και σπάνιοι στεναγμοί αναδινόντουσαν,
Και κάρφωνε ο καθένας μπρος στα πόδια του τα μάτια.
Χύνουνταν πέρα στο ύψωμα και κάτω στο Κίνγκ Ουίλλιαμ Στρήτ,
Εκεί που η Παναγία Γούλνοθ μέτραε τις ώρες
Με ήχο νεκρό στο στερνό χτύπημα των εννιά.
Εκεί είδα έναν που γνώριζα, και τον σταμάτησα, φωνάζοντας: «Στέτσον!
Συ που ήσουνα μαζί μου στις Μύλες με τα καράβια !
Κείνο το λείψανο που φύτεψες στον κήπο σου τον άλλο χρόνο,
Άρχισε να βλασταίνει; Πες μου, θ’ ανθίσει εφέτο;
Ή μήπως η ξαφνική παγωνιά πείραξε τη βραγιά του;
Ω κράτα μακριά το Σκυλί τον αγαπάει. τον άνθρωπο,
Τι με τα νύχια του θα το ξεχώσει πάλι !
"Συ ! hypocrite lecteur ! – mon semblable, - mon frère !"
Β΄. ΜΙΑ ΠΑΡΤΙΔΑ ΣΚΑΚΙ
Το Κάθισμα όπου κάθονταν, σα στιλβωμένος θρόνος,
Έλαμπε στο μάρμαρο, όπου ο καθρέφτης
Που βάσταζαν κοντάρια πλουμισμένα με κλήματα
Όθε ξεμύτιζε ένας χρυσός Ερωτιδέας
(Με τη φτερούγα σκέπαζε τα μάτια του άλλος ένας)
Ζευγάρωνε φλόγες από εφτάκλωνους κεροστάτες
Αντιφεγγίζοντας το φως επάνω στο τραπέζι ενώ
Των κοσμημάτων της η λάμψη ορμούσε να το συναντήσει,
Πλούσια ξεχειλίζοντας σε θήκες μεταξωτές.
Σε φιάλες από φίλντισι και χρωματιστό γυαλί
Ξεβούλωτες, ενέδρευαν τ’ αλλόκοτα συνθετικά μυρωδικά της,
Υγρά, σε σκόνη, ή σ’ αλοιφή – σκοτίζανε, συγχύζανε
Και πνίγανε την αίσθηση με αρώματα· ερεθισμένα απ’ τον αγέρα
Που έμπαινε δροσερός απ’ το παράθυρο, τούτα ανεβαίναν
Παχαίνοντας τις τεντωμένες φλόγες των κεριών,
Ρίχνανε τον καπνό τους στα λακουεάρια,
Ξυπνώντας τα στολίσματα στο φατνωτό ταβάνι.
Πελώρια ξύλα πελαγίσια ταγισμένα μπακίρι
Έκαιγαν πράσινα και πορτοκαλιά, με πέτρα πολύχρωμη πλαισιωμένα,
Και στο θλιμμένο τούτο φως ένα δελφίνι σκαλισμένο κολυμπούσε.
Πάνω απ’ τ’ αρχαίο το τζάκι παρουσιάζονταν
Λες κι άνοιγε παράθυρο σε μιαν υλαία σκηνή
Η μεταμόρφωση της Φιλομήλας, της χαλασμένης τόσο βάναυσα
Από το βάρβαρο βασιλέα· κι όμως εκεί τ’ αηδόνι
Την έρημο όλη γέμιζε μ’ απαραβίαστη φωνή
Κι ακόμη φώναζε κι ακόμη ο κόσμος κυνηγάει,
«Γιακ, γιακ» σε βρώμικα αυτιά.
Κι άλλες ακόμη ρίζες μαραμένες των καιρών
Ήταν στον τοίχο ιστορισμένες· προσηλωμένα σχήματα
Σκύβαν, δηλώνοντας τη σιωπή στην περίκλειστη κάμαρα.
Πατήματα σερνόντουσαν στα σκαλοπάτια.
Κάτω απ’ το φέγγος της φωτιάς, κάτω απ’ τη βούρτσα, η κόμη της
Άπλωνε πύρινες ακίδες
Έλαμπε με λόγια, Κι ύστερα έπεφτε σε μιαν άγρια γαλήνη.
«Τα νεύρα μου είναι άσχημα σήμερα βράδυ.
Ναι, άσκημα. Μείνε μαζί μου.
Μίλησέ μου. Λοιπόν ποτέ σου δε μιλάς; Μίλησε.
Τι συλλογίζεσαι τώρα; Τι συλλογιέσαι; Τι;
Ποτές δεν ξέρω τι συλλογίζεσαι. Συλλογίσου».
Συλλογίζομαι πως είμαστε στων ποντικών το μονοπάτι
Εκεί που οι πεθαμένοι χάσανε τα κόκαλά τους.
«Τι είναι αυτός ο θόρυβος;»
Ο αγέρας κάτω απ’ την πόρτα.
«Τι είναι αυτός ο θόρυβος τώρα; Τι κάνει ο αγέρας;»
Τίποτε πάλι τίποτε.
«Δεν
Ξέρεις τίποτε; Δε βλέπεις τίποτε; Δε θυμάσαι
Τίποτε;»
Θυμάμαι
Να, τα μαργαριτάρια τα μάτια του.
«Είσαι ή δεν είσαι ζωντανός; Δεν έχεις τίποτε μες στο κεφάλι σου;»
Αλλά
Χο χο χο χο το Σαιξπηχήρειο τούτο φοξ –
Είναι κομψότατο
Είναι ξυπνότατο
«Τι θα κάνω τώρα; Τι θα κάνω;»
«Θα ξεπορτίσω όπως είμαι, και θα γυρνώ στους δρόμους
Με τα μαλλιά μου ξέπλεκα, έτσι. Τι θα κάνουμε αύριο;
Τι θα κάνουμε πάντα;»
Ζεστό νερό στις δέκα.
Κι αν βρέχει, το κλεισμένο αμάξι στις τέσσερεις.
Και θα παίξουμε μια παρτίδα σκάκι,
Πιέζοντας μάτια δίχως βλέφαρα και περιμένοντας ένα χτύπημα στην πόρτα.
Όταν ο άντρας της Λιλ αποστρατεύτηκε, της λέω,
Δεν τα μασούσα τα λόγια μου, της λέω αυτηνής ’γω που με βλέπεις,
ΕΜΠΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑ
Τώρα πού γυρίζει ό Γιάννης, κοίταξε να σουλουπιαστείς λιγάκι.
Θα γυρέψει να μάθει τι τα ’κανες κείνα τα λεφτά που σου ’δωσε
Να ξαναβάλεις καν ’να δόντι. Σ’ τα ’δωσε, ήμουν εκεί.
Άει να τα βγάλεις, Λιλ, και βάλε μια καλή μασέλα,
Μα το Θεό, σου ’πε, σιχαίνουμαι που σε βλέπω.
Κι εγώ το ίδιο, της λέω, σκέψου τον κακόμερο το Γιάννη,
Τέσσερα χρόνια στρατιώτης, θα θέλει καλοπέραση,
Κι α δεν του τη δώσεις, άλλες θα του τη δώσουν, της λέω.
Α έτσι, μου λέει. Κάτι σαν τέτοιο, της λέω.
Τότες θα ξέρω ποιανού χρωστάω χάρη, μου λέει και με καρφώνει με τα μάτια.
ΕΜΠΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑ
Κι α δε σ’ αρέσει τράβα τον κατήφορο, της λέω,
Άλλοι διαλέγουνε και παίρνουνε σαν εσύ δεν τα καταφέρνεις.
Μ’ α σου το στρίψει ο Γιάννης, δε θα πει πως δε βρέθηκε άνθρωπος να σου κουβεντιάσει.
Είναι να ντρέπεσαι, της λέω, που μοιάζεις τέτοια αρχαιολογία.
(Κι αυτή μονάχα τριάντα ενός.)
Μα τι να κάνω, μου λέει, και στραβομουτσούνιασε,
Φταίνε κείνα τα χάπια, μου λέει, που πήρα για να το ρίξω.
(Έκανε κιόλας πέντε, και πήγε να πεθάνει απ’ το μικρό της το Γιωργή.)
Ο φαρμακοποιός είπε θα ’ναι εν τάξει, μα ποτές δεν ξανάγινα όπως ήμουν.
Είσαι ντιπ άμυαλη, της λέω.
Το λοιπόν, αν ο Γιάννης δε σ’ αφήνει ήσυχη, εδώ ’ναι ό κόμπος, της λέω,
Τι πας και μου παντρεύεσαι σα δεν τα θέλεις τα παιδιά;
ΕΜΠΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑ
Λοιπόν, κείνη την Κυριακή ήταν ο Γιάννης σπίτι, κι είχανε ζεστό χοιρομέρι,
Και με καλέσανε το βράδυ, να τ’ απολάψω ζεστό –
ΕΜΠΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑ
ΕΜΠΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑ
Καληνύχτα Μπιλλ. Καληνύχτα Λου. Καληνύχτα Μαίη. Καληνύχτα.
Γεια γεια. Καληνύχτα. Καληνύχτα.
Καληνύχτα, κυρίες, καληνύχτα, γλυκιές μου κυρίες, καληνύχτα, καληνύχτα.
Δ΄. ΘΑΝΑΤΟΣ ΑΠΟ ΠΝΙΓΜΟ
Φληβάς ο Φοίνικας, δεκαπέντε μέρες πεθαμένος,
Λησμόνησε την κραυγή των γλάρων, και το φούσκωμα του βαθιού πελάγου
Και το κέρδος και τη ζημιά.
Κάτω απ’ τη Θάλασσα ένα ρέμα
Έγλειψε τα κόκαλά του ψιθυρίζοντας. Μ’ ανεβοκατεβάσματα
Πέρασε τα στάδια των γερατειών του και της νιότης του
Μπαίνοντας μέσα στη ρουφήχτρα.
Εθνικέ ή Εβραίε
Ω εσύ που γυρίζεις το τιμόνι κοιτάζοντας προς τον αγέρα,
Στοχάσου το Φληβά, που ήταν κάποτες όμορφος κι αψηλός σαν εσένα.