«Έχω πει μερικές φορές στον εαυτό μου ότι αν υπήρχε μία μόνο πινακίδα στην είσοδο κάθε εκκλησίας που να απαγόρευε την είσοδο σε οποιονδήποτε με εισόδημα πάνω από ένα συγκεκριμένο ποσό , θα γινόμουν αμέσως χριστιανή» . Σιμόν Βέιλ, Γαλλίδα φιλόσοφος και πολιτική ακτιβίστρια (1909-1943)
Δευτέρα, Νοεμβρίου 30, 2020
Λίστα Πέτσα :« Δεν είναι μόνο ελληνική περίπτωση. Το ίδιο κόλπο βλέπουμε και στην Ουγγαρία, στην Πολωνία, στην Σλοβενία. Κρατικό χρήμα μοιράζεται μόνο σε ΜΜΕ, που είναι πρόθυμα να υπηρετήσουν την κυβερνητική προπαγάνδα»
Με την Ουγγαρία και την Πολωνία, και τις ακροδεξιές πρακτικές των κυβερνήσεων τους, παραλληλίζει την Ελλάδα, η Ευρωπαία Επίτροπος για θέματα Διαφάνειας, Βέρα Γιούροβα, όπως προκύπτει από απάντηση της στον ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, Στέλιο Κούλογλου.
Ο ευρωβουλευτής απηύθυνε ερώτημα στην Επίτροπο σχετικά με την λίστα Πέτσα και την σκανδαλώδη κατανομή των πόρων στα φιλικά προς την κυβέρνηση Μητσοτάκη ΜΜΕ, κατά την διάρκεια ακρόασης της Επιτρόπου στην Διακομματική Επιτροπή του Ευρωκοινοβουλίου για τα ΜΜΕ, της οποίας είναι μέλος.
«Δεν είναι μόνο ελληνική περίπτωση. Το ίδιο κόλπο βλέπουμε και στην Ουγγαρία, στην Πολωνία, στην Σλοβενία. Κρατικό χρήμα μοιράζεται μόνο σε ΜΜΕ, που είναι πρόθυμα να υπηρετήσουν την κυβερνητική προπαγάνδα», δήλωσε η Επίτροπος στην απάντηση της, και συνέχισε:
«Απέναντι σε αυτές τις πρακτικές χρειάζονται διαφανείς διαγωνισμοί και να μοιράζονται τα χρήματα αναλογικά και δίκαια. Γνωρίζουμε τι και που συμβαίνει, και σκοπεύουμε να ζητήσουμε να καταρτιστούν κατάλογοι με όσους συμμετέχουν σε ένα διαγωνισμό για κρατική επιχορήγηση και να υπάρχουν διαφανείς συμβάσεις ώστε να επιτυγχάνεται καλύτερος δημόσιος έλεγχος για το που πηγαίνει το κρατικό χρήμα». Η Επίτροπος τόνισε, ακόμη, ότι «πρέπει να προσέχουμε που πάνε τα ευρωπαϊκά κονδύλια. Δεν πρέπει να παίζουμε τους χρήσιμους ηλίθιους για να κάνουν οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών προπαγάνδα».
Η συζήτηση με την Επίτροπο αποτελεί συνέχεια των εξελίξεων της προηγούμενης εβδομάδας, όταν στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το Σώμα υιοθέτησε ψήφισμα για την ενίσχυση της ελευθερίας του Τύπου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μεταξύ άλλων, με το ψήφισμα αυτό, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αφού επαναλαμβάνει «τη συνεχιζόμενη βαθιά ανησυχία του για την κατάσταση της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης στην ΕΕ» και υπογραμμίζει τον κρίσιμο ρόλο της ερευνητικής δημοσιογραφίας και των ανεξάρτητων μέσων ενημέρωσης, ζητάει από την Κομισιόν «να αντιμετωπίσει τις απόπειρες των κυβερνήσεων των κρατών μελών να βλάψουν την ελευθερία και την πολυφωνία των μέσων ενημέρωσης ως σοβαρή και συστηματική κατάχρηση εξουσίας και ως κάτι που αντίκειται στις θεμελιώδεις αξίες της ΕΕ».
Ακόμη, όσον αφορά τα δημόσια ΜΜΕ, το ψήφισμα επισημαίνει τον «αναντικατάστατο ρόλο τους και τονίζει ότι είναι σημαντικό να διασφαλίζεται και να διατηρείται η ανεξαρτησία τους από πολιτικές παρεμβάσεις». Αποδοκιμάζει, δε, ότι σε κάποια κράτη μέλη, «τα ΜΜΕ αυτά μεταδίδουν την φιλοκυβερνητική προπαγάνδα». Στο επίπεδο των ιδιωτικών ΜΜΕ, το ψήφισμα καταδικάζει «τις προσπάθειες ορισμένων κυβερνήσεων κρατών μελών να φιμώσουν, ακόμη και μέσω χρηματοδοτικών πακέτων, τα ανεξάρτητα ΜΜΕ, που ασκούν κριτική, υπονομεύοντας έτσι την ελευθερία του Τύπου και την πολυφωνία». Το ψήφισμα τονίζει, δε, ότι τα ολιγοπώλια στον τομέα του Τύπου «απειλούν την πρόσβαση των πολιτών σε ένα ευρύ φάσμα ενημέρωσης. Η πολυφωνία στα ΜΜΕ συναρτάται με την συγκέντρωση της ιδιοκτησίας τους», υπογραμμίζει το κείμενο.
Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με το ψήφισμα αυτό, καταδικάζει την χρήση των SLAPP, δηλαδή των αγωγών που μέσω της οικονομικής εξόντωσης που προκαλούν, σκοπό έχουν να φιμώσουν τους ερευνητές δημοσιογράφους. Καλεί, δε, εκ νέου την Κομισιόν «να υποβάλει ολοκληρωμένη πρόταση νομοθετικής πράξης προκειμένου να θεσπιστούν ελάχιστα πρότυπα κατά των πρακτικών SLAPP σε ολόκληρη την ΕΕ».
Συνεχίζοντας επί της προστασίας και στήριξης των δημοσιογράφων, το ψήφισμα επαναλαμβάνει την έκκληση του Ευρωκοινοβουλίου για «τη δημιουργία ενός μόνιμου ευρωπαϊκού ταμείου για τους δημοσιογράφους στο πλαίσιο του επόμενου Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου (2021-2027), όπως αναδιατυπώθηκε μετά την κρίση COVID-19, το οποίο θα προσφέρει άμεση οικονομική στήριξη σε ανεξάρτητους δημοσιογράφους και μέσα ενημέρωσης, ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους των μέσων ενημέρωσης· υπογραμμίζει ότι η διαχείριση της χρηματοδότησης θα πρέπει να γίνεται από ανεξάρτητους οργανισμούς προκειμένου να αποφεύγεται οποιαδήποτε παρέμβαση στη λήψη συντακτικών αποφάσεων και ότι θα πρέπει να παρέχεται στήριξη μόνο σε εκείνα τα δημόσια και εμπορικά μέσα ενημέρωσης που είναι πραγματικά ανεξάρτητα και ελεύθερα από κυβερνητική ή οποιαδήποτε άλλη παρέμβαση».
Η διαφάνεια θα πρέπει να περιφρουρείται και από τις δημόσιες αρχές, σύμφωνα με το ψήφισμα, οι δραστηριότητες των οποίων θα πρέπει να είναι ανοιχτές «βοηθώντας έτσι στην εδραίωση της εμπιστοσύνης του κοινού, δεδομένου ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των πληροφοριών βοηθά στην προστασία της ζωής και της υγείας, και διευκολύνει και προάγει την κοινωνική, οικονομική και πολιτική συζήτηση και τη λήψη αποφάσεων». «Οι περιορισμοί στην πληροφόρηση με πολιτικά κίνητρα, όπως η απόρριψη της δυνατότητας πρόσβασης σε δεδομένα δημόσιου ενδιαφέροντος, η χρήση τακτικών καθυστέρησης, ο αδικαιολόγητος περιορισμός του εύρους των πληροφοριών που ζητούνται», λειτουργούν ως ανάχωμα στην διαφάνεια, παρατηρεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Τέλος, το ψήφισμα καταδικάζει την ρητορική μίσους και υπογραμμίζει την σημασία της προστασίας των γυναικών δημοσιογράφων.
Ο θηλυκός πειρασμός στο δρόμο με απόσταση ... 150 ετών !...
«Αυτή που περνάει»
Στίχοι, μουσική, εκτέλεση: Φοίβος Δεληβοριάς
Στην κοσμάρα μου ως συνήθως κι άξαφνα τη βλέπω να περνάει
Με μια τσάντα «Ελευθερουδάκης» και να μου χαμογελάει
Σαλιγκάρια στη Σταδίου και τριφύλλια στη Σίνα
Ομορφαίνεις, βάδισμά μου, την Αθήνα
Λεμονιές στην Κοραή, περικοκλάδες στου Zonar’s
Θέλω να σε ξαναδώ κατά μόνας!
Αυτή που περνάει, αυτή που περνάει
Αυτή να ρωτήσουμε να δούμε πού πάει
Αυτή να ρωτήσουμε τον προορισμό μας
Ο άγνωστος δρόμος της να βρει το δικό μας.
Τη ρωτάω «τι γίνεται» μου λέει «απλώς πηγαίνω στη σχολή μου»
Στη χοροεσπερίδα, στη συνέλευση, στη Φιλοσοφική μου
Περιβόλια στην Μπενάκη, στη Σκουφά βοσκοτόποι
Ζουζουνίζουν γύρω απ’ τ’ άνθος σου οι ανθρώποι
Λουλακί παραθυράκια στα ταξί και στα τρόλεϊ
Αλληλοκαλημερίζονται όλοι
Αυτή που περνάει, αυτή που περνάει
Αυτή να ρωτήσουμε να δούμε πού πάει
Αυτή να ρωτήσουμε τον προορισμό μας
Ο άγνωστος δρόμος της να βρει το δικό μας.
Σαλιγκάρια στη Σταδίου και τριφύλλια στη Σίνα
Ομορφαίνεις, βάδισμά μου, την Αθήνα
Αν δεν έχεις τι να κάνεις σε παντρεύομαι τώρα
Και αρχίζει η ανοιξιάτικη ώρα.
Και ιδού και η άλλη που περνούσε, εδώ και 150 χρόνια· η «Περαστική» του Σαρλ Μποντλέρ (Charles Baudelaire, 1821-1867). «À une passante» και, σε μετάφραση Αντώνη Πρωτοπάτση, «Σε μια διαβάτισσα», πριν από 80 χρόνια, «Περαστική» και αυτή.
ΣΕ ΜΙΑ ΔΙΑΒΑΤΙΣΣΑ
Ο δρόμος βροντοκόπαγε τριγύρω με ουρλιαχτά.
Ψηλή, λιγνή, στα ολόμαυρα –μεγαλόπρεποι πόνοι–
Μια γυναίκα προσπέρασε, την ούγια, το φεστόνι,
Με νάζι κι αρχοντιά πολλή κρατώντας σηκωτά·
Σβέλτη, περήφανη, χυτό σαν άγαλμα ποδάρι…
Κι εγώ μέσα στα μάτια της ρουφούσα εκστατικός,
Που της φορτούνας έμοιαζαν μελανός ουρανός,
Τη γλύκα του συνεπαρμού, του σκοτωμού τη χάρη.
Μιαν αστραπή… κι απέ νυχτιά! – Φευγατική ομορφιά,
Που μ’ έκανε το βλέμμα σου ξάφνου να ξαναζήσω,
Πριν απ’ την αιωνιότητα μη θα σε συναντήσω;
Αλλού πολύ μακριά από δω, αργά, ίσως ποτές πια!
Γιατί δεν ξέρω πού έφυγες, δεν ξέρεις πού τραβούσα,
Ω εσύ, που τόνιωσες πόσο θα σ’ αγαπούσα!
Στην ουσία, βεβαίως, μία είναι και πολλές οι μορφές της και οι αλλαξοκαιριές της, που λέει και ο ποιητής.
Μια παρόμοια αίσθηση μας δίνει ένα ακόμα ποίημα του Μποντλέρ:
ΣΕ ΜΙΑ ΠΟΛΥ ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ
Το κεφάλι σου, οι κινήσεις σου, ο αέρας σου
Όλα ωραία σαν ένα τοπίο ωραίο.
Το χαρούμενο χαμόγελο στο πρόσωπό σου
Σαν φρέσκο αεράκι σε καθαρό ουρανό…
Το ποίημα είναι μακρύ, αλλά εγώ σταματώ εδώ… Παρακολουθώντας αυτά τα ποιήματα στίχο στίχο, περιβάλλον περιβάλλον, ανακαλύπτω πόσο βαθιές είναι οι ρίζες και πόσο υπογείως επικοινωνούν οι άνθρωποι –μεγάλοι ποιητές, τραγουδοποιοί μελετηροί– ακόμα και εν αγνοία τους, αν και δεν νομίζω πως είναι εν αγνοία τους. Η μυστική τους αλληλουχία παίρνει αφορμή από το φανέρωμα μιας όμορφης γυναίκας. Στον Μποντλέρ η περαστική, την πρώτη φορά είναι πολύ σοβαρή, τη δεύτερη φορά πολύ χαρούμενη. Επιθυμία του ποιητή είναι να σμίξει και με τις δύο. Στην ουσία, βεβαίως, μία είναι και πολλές οι μορφές της και οι αλλαξοκαιριές της, που λέει και ο ποιητής.
Το περιβάλλον είναι αστικό και θορυβώδες: «Ο δρόμος βροντοκόπαγε τριγύρω με ουρλιαχτά», στο τραγούδι δεν αναφέρεται κανένας θόρυβος αλλά οι δρόμοι, τα ταξί και τα τρόλεϊ είναι παρομοίως «βροντερά». Εκείνη περνάει μεγαλοπρεπώς, με εντυπωσιακό φόρεμα, μαύρο και πένθιμο, στα μάτια της φουρτούνα, κάποιο πένθος την ταράζει. Σαν αστραπή πέρασε και χάθηκε. Απόμεινε ο ποιητής να αναρωτιέται αν θα την ξανασυναντήσει, εδώ, αλλού, στην αιωνιότητα, ποτέ, και στο τέλος: ούτε εγώ ξέρω πού πας εσύ, ούτε εσύ πού πάω εγώ.
Στο δεύτερο ποίημα του Μποντλέρ, εξ αντιδιαστολής, η γυναίκα είναι ωραία και όλα της φωτεινά και ιδιαιτέρως χαρούμενη. Το πρόσωπό της, ο ουρανός και το χαμόγελό της, όλα γελούν.
Και επιστρέφουμε στο τραγούδι του Φοίβου Δεληβοριά. Φοίβος = Απόλλωνας και φως, Δεληβοριάς = αφέντης αέρας και κυρ Βοριάς. Και με τα δύο ονόματά του παίζει ευχάριστα και συμβάλλει στην επί τα βελτίω κλιματική αλλαγή. Η βόλτα του στη θορυβώδη Αθήνα, ανιαρή. Και ξαφνικά βλέπει «Αυτή που περνάει». Τότε είναι που «το βάδισμά του αναβαθμίζει την Αθήνα», η ματιά του τη μεταμορφώνει σε εξοχή και παράδεισο. Η Σταδίου, η Σίνα, η Κοραή, του Zonar’s, η Μπενάκη, η Σκουφά, αποκτούν περιβόλια, σαλιγκάρια, λεμονιές, περικοκλάδες, ζουζούνια, τριφύλλια, βοσκοτόπους (μια περιοχή με πανεπιστημιακές σχολές, φοιτήτριες και φοιτητές). Κι εκείνη φυτρώνει ανάμεσά τους, σαν κάποιος άλλος Μποτιτσέλι να τη ζωγράφισε εδώ σ’ αυτό το πλάνο, ωραία και λαμπερή, με το διαπιστευτήριο της ιδιαιτερότητάς της στο χέρι· μια τσάντα Ελευθερουδάκης. Όχι μόνο ωραία, αλλά και διανοούμενη. Εκείνος της απευθύνει τον λόγο: «Τι γίνεται;» (τι πρωτότυπο μπάσιμο!) κι εκείνη απαντά: «Πηγαίνω στη σχολή μου… στη χοροεσπερίδα, στη συνέλευση, στη Φιλοσοφική μου».
Κοιτάζοντας στο ίντερνετ το βίντεο κλιπ, «αυτή που περνάει» είναι μια όμορφη κοπέλα, λευκοντυμένη, με μια αλογοουρά επιμελώς πρόχειρα πιασμένη, πέδιλα, περπάτημα ανάερο, όλα της απλά και μαγευτικά, χωρίς τα έντονα ψιμύθια τα ενισχυτικά της επίπλαστης ομορφιάς που επιβάλλει η βιομηχανία της μόδας. Μόλις βγήκε από το βιβλιοπωλείο, όπου διάλεξε ένα βιβλίο. Και όλα της είναι μοντέρνα χωρίς να είναι μοντέρνα. Το διακριτικό χαμόγελό της, το φωτεινό πρόσωπό της, ο αέρας στο βάδισμά της είναι το δείγμα της ψυχής της. Ο Ελευθερουδάκης –σήμα κατατεθέν της φοιτητικής γενιάς της που διάβαζε ποιοτικά βιβλία– και η Φιλοσοφική δείγμα και αυτή της παιδείας της. Αυτή, λοιπόν η περαστική, με την εμφάνισή της και μόνο, μεταμορφώνει έναν θορυβώδη δρόμο σε παράδεισο. Δρόμο γεμάτο από καλούς ανθρώπους που «Αλληλοκαλημερίζονται όλοι». Και το ρεφρέν που κατάγεται κατευθείαν από τον Μποντλέρ:
Αυτή που περνάει, αυτή που περνάει
Αυτή να ρωτήσουμε να δούμε πού πάει
Αυτή να ρωτήσουμε τον προορισμό μας
Ο άγνωστος δρόμος της να βρει το δικό μας.
Αυτή η ωραία περαστική, που ο άντρας σαν Αδάμ ξύπνησε «από την κοσμάρα του» (τι να φιλοσοφούσε άραγε εκεί; Πού είναι μια Εύα να του δώσει ένα μήλο;), που μόλις την είδε άστραψε η καρδιά του. Αυτή που περνάει είναι η μόνη που μπορεί να απαντήσει στα ερωτήματα που τον απασχολούν: Αυτή να ρωτήσουμε τον προορισμό μας/ Ο άγνωστος δρόμος της να βρει το δικό μας.
Μα, του είπε πού πάει… «στη χοροεσπερίδα, στη συνέλευση, στη Φιλοσοφική μου». Στη Φιλοσοφική της, όχι σε κάποια άλλη σχολή. Έχει κάποια άραγε σημασία η κτητική αντωνυμία; Στη Φιλοσοφική της
μαθαίνει ό,τι οι σοφοί διδάσκουν – Μουσικήν και Φιλοσοφία. Δεν είναι
τυχαία η επιλογή της σχολής, ούτε η χοροεσπερίδα, ούτε η συνέλευση, ούτε
η Φιλοσοφική, ούτε η εικόνα της κοπέλας, ούτε το κέντρο της Αθήνας και
οι δρόμοι… Όλα, που καθόλου δεν επιλέχτηκαν στην τύχη, κάτι που το
πιστεύω, όλα έχουν τη σημασία τους.
Σημασία έχει και πρέπει να
τονιστεί το ότι όταν ερωτευτείς όλα είναι παράδεισος, η ζωή του Αδάμ
αποκτά επιτέλους αξία –ου καλόν είναι τον άνθρωπον μόνον–, η λεωφόρος
γίνεται Κήπος, η Εύα ομορφαίνει τον Κήπο και η Ζωή είναι δική μας και ας
είναι φευγάτη, ας περνάει μαζί μας…
Το ποίημα του Μποντλέρ μάς άφησε χωρίς σαφή απάντηση, μάλλον μας απογοήτευσε, για το αν θα συναντηθούν ποτέ εκείνος κι εκείνη. Στο τραγούδι του Φοίβου, ο επίλογος
Αν δεν έχεις τι να κάνεις σε παντρεύομαι τώρα
Και αρχίζει η ανοιξιάτικη ώρα
επίσης μας αφήνει στο φλου… Αυτή, ωστόσο, είναι το χελιδόνι που θα φέρει την «ανοιξιάτικη ώρα», πιο ζωντανή από την άλλη, τη Simonetta Vespucci του Μποτιτσέλι.
Θα βγω να περπατήσω στο Παγκράτι (εκεί δεν είπε ότι κάθεται;) και αν τον συναντήσω, θα τον ρωτήσω…
Σημείωση: Το κείμενο αυτό αφορμήθηκε από το τραγούδι «Αυτή που περνάει» στην εκπομπή του Νίκου Πορτοκάλογλου και της Ρένας Μόρφη, «Μουσικό Κουτί», στην ΕΡΤ1, με προσκεκλημένους τον Φοίβο Δεληβοριά και τη Νατάσσα Μποφίλιου.
Η Ανθούλα Δανιήλ είναι δρ Φιλολογίας, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας, μέλος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών και μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Διαβάστε την δημοφιλή "Ιστορία στο Κόκκινο" σε μορφή... pdf!
| |||||||
|
|||||||
|
Ανιχνεύοντας τα δίκτυα διάδοσης του χριστιανισμού στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία
Υποφωτισμένα δίκτυα διάδοσης του χριστιανισμού
Δέσποινα Ιωσήφ
Πηγή: epohi.gr
Δημήτρης Ι. Κυρτάτας «Η Οδός και τα βήματα των πρώτων χριστιανών», εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα, 2020
Ο Δημήτρης Ι. Κυρτάτας με τα βιβλία του θέτει σε αμφισβήτηση τις κυρίαρχες σφαλερές απλουστεύσεις, τις προκαταλήψεις και τα κοινώς παραδεκτά και συνεχώς χαράσσει νέες ιστοριογραφικές διαδρομές, αλλάζοντας την πορεία των αρχαιογνωστικών σπουδών και επιτρέποντας μια πληρέστερη κατανόηση της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας. «Με ενδιαφέρουν οι ατραποί, τα σοκάκια, τα αφανή μονοπάτια, τα αδιέξοδα και οι οπισθοδρομήσεις», γράφει στο νέο του βιβλίο «Η Οδός και τα βήματα των πρώτων χριστιανών», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου.
Η Οδός είναι σπουδαία γιατί εγκαινιάζει μια νέα και διαφορετική πορεία στην έρευνα, ανασυγκροτώντας διάχυτες νοοτροπίες, δίνοντας σημασία σε υπαινιγμούς, ασήμαντες λεπτομέρειες και τυχαίες πληροφορίες, αξιοποιώντας μύθους και διαδόσεις, κάνοντας τολμηρές υποθέσεις, σχολιάζοντας σιωπές. Η Οδός είναι συναρπαστική γιατί αναδεικνύει ό,τι δεν είναι ευρέως γνωστό, όσα έχουν διαφύγει της προσοχής των ιστορικών και δεν έχουν αξιωθεί να αποτελέσουν αντικείμενο μελέτης, ενώ φωτίζουν βασικά χαρακτηριστικά της θρησκευτικότητας και της κοινωνικής ζωής στην ύστερη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Επικεντρώνει την προσοχή μας σε πολλά και ενδιαφέροντα που είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα άφησαν στη σκιά οι βασικοί μας πληροφοριοδότες ή τα προσπέρασαν χωρίς ιδιαίτερο σχολιασμό. Περισσότερο από τις ηρωικές μορφές απασχολούν τον Κυρτάτα οι απλοί πιστοί που παρέμειναν ανώνυμοι. Περισσότερο από τα ασφαλή δόγματα των συνόδων τον προβληματίζουν οι δισταγμοί, οι αμφιβολίες και οι αμφιταλαντεύσεις. Πρόκειται για μια ιδιοφυής αντιστροφή οπτικής.
Προκειμένου να κατανοήσει το μεγάλο και σύνθετο φαινόμενο που λέγεται διάδοση και επικράτηση του χριστιανισμού, ο Κυρτάτας αναζήτησε τα δίκτυα διάδοσης του χριστιανισμού μέσα στον αυτοκρατορικό οίκο υπενθυμίζοντας μας ότι καθίσταται φτωχότερη και παραπλανητική η ιστορική έρευνα των πρώτων χριστιανικών χρόνων όταν ανάγεται σε μια αδιάλειπτη αντιπαλότητα μεταξύ της αυτοκρατορικής εξουσίας και των χριστιανών. Οι χριστιανοί αυτοκρατορικοί δούλοι και απελεύθεροι, οι γυναίκες των αξιωματούχων και οι στρατιώτες συνέβαλαν αποφασιστικά στην προώθηση της υπόθεσης του χριστιανισμού. Αυτό δεν είχε μέχρι στιγμής επισημανθεί επαρκώς, όχι μόνο στην ελληνική αλλά και στη διεθνή βιβλιογραφία. Όπως παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι στις καθημερινές τους συναναστροφές οι Χριστιανοί διαφορετικών αποκλίσεων συνομιλούσαν μεταξύ τους με πολύ μεγαλύτερη άνεση από αυτή που επιθυμούσαν οι ηγέτες τους. Μερικά άλλα ζητήματα που απασχολούν το συγγραφέα και δεν έχουν τύχει από την παραδοσιακή έρευνα της προσοχής που αξίζουν είναι η θρησκευτικότητα των έκνομων και των εξεγερμένων, οι περιπτώσεις των χριστιανών που στην περίοδο των διωγμών επέλεξαν να μην μαρτυρήσουν για την πίστη, οι αιρετικοί, οι ήπιοι και ανεκτικοί απέναντι στο χριστιανισμό εθνικοί αυτοκράτορες, οι έγκλειστοι σε μνήματα, και οι ακραίοι ασκητές.
Τα μαρτυρολόγια ως πολύτιμη πηγή
Ο Κυρτάτας υπέδειξε πολύ νωρίς τα μαρτυρολόγια ως πολύτιμη πηγή για την άντληση πληροφοριών για την καθημερινή ζωή των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Η Οδός μου γέννησε, μεταξύ άλλων, τη σκέψη ότι ακόμη δεν έχουμε αναγνωρίσει τις ρωμαϊκές φυλακές ως έναν από τους κύριους χώρους διάδοσης του χριστιανισμού, κάτι το οποίο διαφαίνεται από τα μαρτυρολόγια. Οι χριστιανοί ομολογητές της πίστης τόσο στη φυλακή εν αναμονή του μαρτυρικού τους θανάτου όσο και στην αρένα ενέπνεαν και έφερναν μαζικές μεταστροφές. Ταυτόχρονα, το ζήτημα της συμπαράστασης των έγκλειστων χριστιανών ήταν μια ιδιαίτερα σπουδαία προτεραιότητα στις πρωτοχριστιανικές κοινότητες που λειτουργούσε ευεργετικά και καθοριστικά. Από πολύ νωρίς η χριστιανική διδασκαλία τόνισε τη σημασία συμπαράστασης σε έγκλειστους, συνεχίζοντας με θέρμη την ιουδαϊκή παράδοση. Μιμνήσκεσθε τῶν δεσμίων ὡς συνδεδεμένοι, τῶν κακουχουμένων ὡς καὶ αὐτοὶ ὄντες ἐν σώματι, προέτρεπε η Καινή Διαθήκη, και οι χριστιανικές κοινότητες μάζευαν συστηματικά χρήματα που κατέληγαν στους έγκλειστους ομολογητές. Οι έγκλειστοι ομολογητές εμφανίζονται στα μαρτυρολόγια να ανακουφίζονται σημαντικά εξαιτίας της χριστιανικής θεραπείας που ελάμβαναν. Οι εθνικοί κρατούμενοι δεν διέθεταν το ίδιο δίκτυο υποστήριξης.
Ένας εθνικός οξυδερκής παρατηρητής της εποχής ο Λουκιανός κατέγραψε στο Τέλος του Περεγρίνου την περίπτωση ενός χριστιανού έγκλειστου ομολογητή, του Περεγρίνου, τον οποίο οι θαυμαστές του αποκαλούσαν νέο Σωκράτη, και τού έφερναν υπέροχα φαγητά και ιερά βιβλία που διάβαζαν όλοι μαζί δυνατά. Ο Λουκιανός εντυπωσιάστηκε που από το χάραμα χριστιανοί, κυρίως ηλικιωμένες χήρες και ορφανά, συναθροίζονταν έξω από την εκκλησία τους και συγκέντρωναν χρήματα με τα οποία δωροδοκούσαν τους δεσμοφύλακες ώστε να τους επιτρέψουν να περάσουν τη νύκτα μέσα στη φυλακή συντροφιά με τον ομολογητή.
Χριστιανική φιλανθρωπική δράση
Η χριστιανική φιλανθρωπική δράση μοιάζει να ήταν εξαιρετικά οργανωμένη. Χωρίς να χρονοτριβούν όλοι συνεισέφεραν και μαζευόταν το απαιτούμενο ποσό προκειμένου να καλυφθούν τα έξοδα μετακίνησης ακόμη και θαυμαστών που χρειαζόταν να διανύσουν μεγάλες αποστάσεις προκειμένου να συναντήσουν το ίνδαλμά τους μέσα στη φυλακή. Οι χριστιανοί έδιναν και χρήματα στον Πελεγρίνο (που προφανώς προορίζονταν για το χρηματισμό δεσμοφυλάκων στην περίπτωση που χρειαζόταν κάτι όταν οι υποστηρικτές του απουσίαζαν), με αποτέλεσμα αυτός να συγκεντρώσει τελικά ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό.
Ο λατίνος θεολόγος Τερτυλλιανός στο De ieiunio adversus psychicos 12 διαμαρτυρόταν για την περίπτωση ακραίας συμπαράστασης χριστιανών στον έγκλειστο ομολογητή Πρίστινο, που δεχόταν τόσες περιποιήσεις από τους χριστιανούς υποστηρικτές του ώσπου στο τέλος δεν είχε καμιά απολύτως διάθεση να αποχωριστεί την παρούσα ζωή και να μαρτυρήσει. Αναγκάστηκαν να τον μεθύσουν και να τον σύρουν στο μαρτύριο, για να μην εκτεθούν. «Φοβάμαι μήπως η αφοσίωσή σας μου κάνει κακό», έγραφε με αφοπλιστική ειλικρίνεια ο δέσμιος Ιγνάτιος καθοδόν προς το μαρτυρικό του θάνατο και διαχώριζε τη θέση του: «ως δέσμιος δεν επιθυμώ τίποτα μάταιο και κοσμικό», (Προς Ρωμαίους 1 και 4). Ο απόστολος Παύλος (Προς Φιλιππησίους δ΄ 17-18) και ο μάρτυρας Πιόνιος (Μαρτύριο Πιονίου 11.7) αρνήθηκαν όσα τους έφεραν στη φυλακή οι πιστοί. Προφανώς ο Παύλος, ο Ιγνάτιος, ο Πιόνιος και ο Τερτυλλιανός γνώριζαν πολύ καλά τους κινδύνους που ενείχε η τάση των πρώτων χριστιανών για υπερβολική αφοσίωση και φροντίδα των έγκλειστων ομολογητών. Σύμφωνα με τον εθνικό ρήτορα Λιβάνιο (Λόγος 45.9) η παροχή θαλπωρής και η παροχή φαγητού σε έγκλειστους αποτελούσε κυρίως γυναικεία αρμοδιότητα. Από ό,τι φαίνεται από τα μαρτυρολόγια κυρίως χριστιανική γυναικεία αρμοδιότητα.
Η φυλάκιση δεν αποτελούσε ποινή
Τα μαρτυρολόγια φανερώνουν ότι οι έγκλειστοι στις ρωμαϊκές φυλακές δεν ήταν απομονωμένοι από τον κόσμο. Άλλωστε τη ρωμαϊκή εποχή η φυλάκιση δεν αποτελούσε ποινή. Η φυλακή ήταν ένα χώρος αναμονής μέχρι τη διεξαγωγή της δίκης και τον καθορισμό της ποινής. Η πρόσβαση επισκεπτών στις ρωμαϊκές φυλακές ήταν ελεύθερη με την προϋπόθεση να δινόταν ένα μικρό ποσό στους δεσμοφύλακες. Οι χριστιανοί συνέρρεαν συχνά σωρηδόν στις ρωμαϊκές φυλακές προκειμένου να δουν από κοντά τα ινδάλματά τους, να συζητήσουν μαζί τους, να διαβάσουν μια επιστολή ή ένα βιβλίο μαζί τους, να βαπτιστούν, να ακούσουν ένα κήρυγμα, να ζητήσουν ευλογία, να ζητήσουν ίαση ή θαύμα, να ζητήσουν να τους θυμηθούν στην επόμενη ζωή. Παράλληλα, οι έγκλειστοι είχαν τη δυνατότητα να εγκαταλείψουν για μερικές ώρες τη φυλακή. Στα μαρτυρολόγια διαβάζουμε για έγκλειστους χριστιανούς ομολογητές που εγκατέλειπαν προσωρινά τη φυλακή για να ανακουφιστούν (π.χ. με μια επίσκεψη σε ένα γειτονικό λουτρό) ή για έναν πιο σοβαρό λόγο (π.χ. την τέλεση μιας βάπτισης).
Ένα επιτυχημένο βιβλίο εμπνέει και διεγείρει την επιθυμία για περαιτέρω έρευνα. Αυτό ακριβώς πετυχαίνει αβίαστα η Οδός, και για άλλες αποσιωπημένες και παραμελημένες πτυχές της πρωτοχριστιανικής ιστορίας.
Το βιβλίο του πόθου
Η επιδίωξη του πόνου ως πηγή διαστροφικής ερωτικής πλήρωσης έχει όνομα : "μαζοχισμός"
μαζοχισμός αρσενικό
- η σεξουαλική διαστροφή κατά την οποία ο πόνος γίνεται πηγή ηδονής
- η ιδιότητα μερικών ανθρώπων να αντλούν ευχαρίστηση από οδυνηρές καταστάσεις
Αντώνυμα
Συγγενικές λέξεις
**********************************Sacher-Masoch Leopold Von: Η Αφροδίτη Με Τις Γούνες
Βιογραφικό
Γεννήθηκε στις 27 Γενάρη του 1836 στο Lemberg (σημερινό Λβιβ) στη Γαλικία
από ρωμαιοκαθολικούς γονείς κι ήταν αυστριακός συγγραφέας,
ισπανογερμανικής καταγωγής με πολύ έντονες σλάβικες ρίζες. Ιδρυτή της
οικογένειας μπορεί κανείς να πει τον Don Matthias Sacher, έναν ισπανόν ευγενή που εγκαταστάθηκε στη Πράγα τον 16ο αιώνα. Ο πατέρας του ήτανε διευθυντής της αστυνομίας στο Λέμπεργκ και παντρεύτηκε τη Charlotte Von Masoch, μιαν ουκρανή αριστοκρατικής καταγωγής. Μετά 9 χρόνια γάμου, γέννησαν το 1ο τους παιδί, τον Λεοπόλντ,
που 'τανε τόσον ασθενικό, που δε περίμενε κανείς να επιζήσει. Ωστόσο
άρχισε ν' αναλαμβάνει, όταν τον έδωσαν σε μια ρωσίδα αγρότισσα, για να
τονε θηλάσει και να τονε μεγαλώσει. Σε κείνην οφείλει όχι μόνο τη ζωή
και την ανάληψη της υγείας του, αλλά και τη τροφή της φαντασίας του από
τους παράξενους και μελαγχολικούς μύθους που του 'λεγε, αλλά και κέρδισε
και τη ψυχή του -καταπώς λέει ο ίδιος αργότερα-, γιατί έμαθε ν' αγαπά
τους "παρακατιανούς" ανθρώπους.
Παιδί ακόμα, 12 ετών, βρέθηκε στο μέσο αιματηρών γεγονότων, λόγω των επαναστάσεων και των μαχών του 1848, στη περιοχή. Έτσι, η οικογένεια, αναγκάστηκε να μεταβεί στη Πράγα,
παρά το αδύνατο της υγείας του. Εκεί πρωτοδιδάχτηκε τα γερμανικά και τα
'καμε κτήμα του. Σε πολύ νεαρή ηλικία λοιπόν, είχε βρεί την ατμόσφαιρα
κι ακόμη και μερικά από τα χαρακτηριστικότερα στοιχεία, των ιδιαίτερων
τύπων που χαρακτηρίσανε την εργασία του ως μυθιστοριογράφο. Είναι
ενδιαφέρον επίσης να επισημανθούν τ' αρχικά στοιχεία κείνων των
ιδιαιτεροτήτων που 'χανε τόσον έντονες επιπτώσεις στη φαντασία και στη
σεξουαλικότητά του. Από μικρό παιδί έδειχνε να γοητεύεται από τις
σκληρές σκηνές ωμής βίας που βλέπανε τα μάτια του. Παρακολουθούσεν όσο
μπορούσε, τις εκτελέσεις και τα βασανιστήρια των υποδίκων αιχμαλώτων,
που τύχαινε να διαδραματιστούνε μπρος του. Οι βίοι των μαρτύρων-αγίων
ήτανε τ' αγαπημένα του αναγνώσματα.
Με την εφηβεία του, όλο τούτο συρρικνώθηκε κάπως στην εικόνα του να
'ναι σκλάβος και να υποφέρει τα πάνδεινα από μια γυναίκα με την οποία θα
'ταν ερωτευμένος. Όπως αναφέρει κάποιος ανώνυμος συγγραφέας:
"...Οι
γυναίκες της Γαλικίας είτε κουμαντάρουνε τους άντρες τους βασανίζοντάς
τους και κάνοντάς τους σκλάβους τους, είτε πνίγονται οι ίδιες στην πιο
σκληρή σκλαβιά που τους εντάσσουν οι σύζυγοί τους".
Με το διήγημά του αργότερα, το "Schlichtegroll", ο Λεοπόλντ γνωστοποιεί, πως είχε γίνει μάρτυς μιας σκηνής, με ήρωες, τη κοντέσσα Ζηνόβια Χ. κι ένα συγγενή από τη μεριά του πατέρα του. Η κοντέσσα προφανώς ήταν από τη μεριά των κυριαρχικών γυναικών της Γαλικίας.
Αυτή η σκηνή τονε σημάδεψε δυνατά, η κοντέσσα τον εντυπωσίασε με την
ομορφιά και τη τάση της να φορά γούνες, αλλά και με τον σκληρό τρόπο
συμπεριφοράς της προς τους άντρες. Μια μέρα λέει, που ήταν άρρωστη κι
είχε πάει να της κρατήσει συντροφιά και να τη βοηθήσει, μες στα
καθήκοντά του ήτανε και το να της πάει τις παντούφλες. Της τις πήγε, της
έβγαλε τα παπούτσια πριν της τις φορέσει της εφίλησε τα πόδια. Η
κοντέσσα γέλασε και του έδωσε μια καλή κλωτσιά. Αυτή η κλωτσιά τονε
πόνεσε, μα του άρεσε πολύ, τονε γέμισε γλύκα. Επίσης μια μέρα που
παίζανε κρυφτό με τις αδερφές του, εκείνος πήγε και κρύφτηκε στο δωμάτιο
του ιματισμού, πίσω από τα ρούχα της κοντέσσας. Λίγο μετά μπήκε κείνη
με κάποιον εραστή της κι αρχίσανε τις περιπτύξεις. Ο μικρός κοιτούσε και
λίγο μετά μπήκε φουριόζος κι απότομα ο σύζυγος με δυο ακόμα μάρτυρες. Η
κοντέσσα τους άρχισε στις μπουνιές και τους πέταξεν όξω κι ο εραστής
βρήκεν ευκαιρία να γίνει λαγός. Το κακό ήτανε πως ο μικρός από μια λάθος
κίνηση, ξεμπροστιάστηκε κι η κοντέσσα στρέφοντας τη μανία της πάνω του,
τον έδειρεν αλύπητα. Ο πόνος ήταν μεγάλος αλλά η ευχαρίστηση μεγαλύτερη
για το μικρό. Όταν πια τον άφησε να φύγει με μια κλωτσιά, ο σύζυγος
γύρισε και πρόλαβε να δει τη σκηνή. Ο μικρός έκλεισε τη πόρτα πίσω του
μα δεν απομακρύνθηκε. Δε μπορούσε να δει μα άκουσε μετ' από λίγο τις
κραυγές του συζύγου από το ξύλο της κοντέσσας.
Δεν είναι υπερβολή αν υποθέσει κανείς πως σε τέτοιες σκηνές παιδικής
ηλικίας, συνίσταται η ρίζα της μετέπειτα φαντασίας και σεξουαλικότητας
του Μάζοχ. Όλοι του οι βιογράφοι συμφωνούνε, πως η
γυναίκα πήρε σημαντική θέση στη ζωή του κι όλες οι ηρωΐδες του ήτανε
σκληρές κι όμορφες γυναίκες που πατούσανε το τρυφερό τους ποδαράκι πάνω
στους λαιμούς των... βασανισμένων αντρών που τις αγαπήσανε. Όσον αφορά
δε στο τι θεωρούσεν ελκυστικό και τί όχι, το περιγράφει ως εξής:
"Όμορφη γυναίκα, τη φαντάζομαι με τις γούνες της!" -για τη ποθητή- ή "Αυτή τη γυναίκα δε θα μπορούσα να τη φανταστώ με γούνες!", για το αντίθετο.
Στο 1ο του μυθιστόρημα, το "Emissär",
ενσωμάτωσε στην ηρωίδα του την αντιφατική μορφή της κοντέσσας, με τις
γούνες και τα κτυπήματα, αγαπημένα του σύμβολα για όλο το υπόλοιπο της
ζωής του, που βρίσκουνε τη ρίζα τους στο επεισόδιο αυτό της παιδικής του
ζωής.
Στην επανάσταση του 1848, στα 13 του περίπου, έλαβε το "βάπτισμα του πυρός" υπερασπίζοντας έν οδόφραγμα με μια συγγενή του νεαρή κυρία, "...μιαν αμαζόνα με το πιστόλι ζωσμένο στη μέση της...", όπως τη περιέγραψε κι απεικόνισεν ο ίδιος αργότερα. Στη Πράγα
λοιπόν όταν έφτασε ξεκίνησε τις σπουδές του, στις οποίες επέδειξεν
αξιοσημείωτο ζήλο και γρήγορα το ταλέντο του άρχισε να φαίνεται σε
θεατρικά και διηγήματα. Μάλιστα βοηθήθηκε πολύ κι από τις καλλιτεχνικές
προτιμήσεις του πατέρα του. Γρήγορα ο Γκαίτε κι ο Γκόγκολ γίναν οι αγαπημένοι του. Στα 16
του ένα τρομερό συμβάν, ήρθε να τον αλλάξει προς το πιο σοβαρό,
ήρεμο και μελετημένο: ο θάνατος της αδερφής του. Αυτό το συμβάν θα το
θεωρεί ο ίδιος, σα μεγάλο σταθμό μελαγχολίας στη ζωή του. Στα
πανεπιστήμια της Πράγας και του Γκρατζ, λίγον αργότερα, καταφέρνει ν' αριστεύσει στα Nομικά. Σύντομα αναγορεύτηκε σα Διδάκτορας Δικαίου μ' εξειδίκευση στην Ιστορία, καθώς παρουσίασε μια μελέτη για την Εξέγερση της Γάνδης, (Der Aufstand In Gent). Eγινε καθηγητής της Γερμανικής Ιστορίας στο Γκρατζ, τo 1857. Σταδιακά όμως η λατρεία του για τη λογοτεχνία, απομάκρυνεν ώσπου εξαφάνισε τη παρουσία του στη διδασκαλία.
Έλαβε μέρος στον πόλεμο του 1857-66 στην Ιταλία και μάλιστα η δράση του στη μάχη του Solferino (μάχη τόσο πολύνεκρη, που προβλημάτισε κι ενέπνευσε τον Ερρίκο Ντυνάν, να γράψει τις "Αναμνήσεις Από Τη Μάχη Του Σολφερίνο" κι αργότερα να ιδρύσει τον Ερυθρό Σταυρό),
διακρίθηκεν ιδιαίτερα. Αυτό όμως λίγη σημασίαν είχε στη φήμη από τη
τέχνη του, που συνεχώς μεγάλωνε και γινότανε γνωστός σ' όλη την Ευρώπη.
Επίσης μια σειρά, μικρής διάρκειας, σχέσεων με τ' άλλο φύλο, που η
καθεμιά ήταν πηγή ανόθευτης ευτυχίας, για όσο κρατούσε, επηρέασε τη
τέχνη του. Σ' όλες αυτές, κρατούσε τον ...αγαπημένο του ρόλο. Πέρασε
μάλιστα μερικές από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές του, όταν έφυγε για
λίγο στη Φλωρεντία, με μια ρωσίδα πριγκήπισσα,
κρατώντας τον ρόλο του ιδιαιτέρου... γραμματέα της. Βέβαια, συχνά τούτες
οι περιπέτειες καταλήγανε στη δυστυχία και τη μιζέρια. Σε μιαν απ'
αυτές, που θα τονε ταλαιπωρήσει πάνω από 4 χρόνια, θα γράψει το: "Die Geschiedene Frau, Passionsgeschichte Εines Idealisten",
βάζοντας πολλή από τη προσωπική του περιπέτεια. Την ίδια εποχή θα
συνδεθεί μ' ένα νεαρό κι όμορφο κορίτσι, γλυκό και χαριτωμένο. Λίγο
μετά, συνάντησε μιαν 27άχρονη γυναίκα από το Γκρατζ, την Laura (το όνομά της ήταν Angelika και όχι laura ) -Aurora Von Rumelin
που 'φτιαχνε γάντια κι έμενε με τη μητέρα της. Ήτανε ταπεινής καταγωγής
μα είχε μια φυσική στάση ζωής, δυνατότητες κι υψηλή νοημοσύνη. Το
διήγημά του, "Schlichtegroll" αντιπροσωπεύει αυτή τη μυστηριακή τους συνεύρεση.
Στην αρχή υπήρξε πολύ μυστήριο στη σχέση τους που πέρασε από πολλά
κύματα, ωστόσο η ισχυρή έλξη που αναπτύχθηκε τους οδήγησε στο να
παντρευτούν το 1873, δεδομένου πως ήρθε κι ένα παιδί δικό τους στο φως. Την ώθησε να γράφει και να υπογράφει με το ψευδώνυμο Wanda Von Dounajew. Ωστόσο,
όχι για πολύ, γιατί ο δύσκολος χαρακτήρας του κι η μη συμφωνία της στα
...ερωτικά γούστα του, φέρανε γρήγορα τη διάλυση του γάμου. Συνδέεται με
την γραμματέα και μεταφράστριά του, Hulda Meister κι η Λάουρα (;) τον εγκαταλείπει και πηγαίνει να ζήσει στο Παρίσι, όπου, πολύ αργότερα, γράφει τ' απομνημονεύματά της (Lebensbeichre, 1906, "Εξομολογήσεις Μιας Ζωής")
με πολλά κακά κι ανακριβή στοιχεία για τον πρώην σύζυγο και την...
ερωμένη του. Αυτήν ειδικά τη κατηγορεί ως ευτελή, αλλά οι βιογράφοι όλοι
συμφωνούνε πως υπήρξεν αριστοκρατική γυναίκα, καλού χαρακτήρα και
περιέβαλε τον Λεοπόλντ μ' αγάπη που 'μοιαζε με μητρική.
Τούτο δεν εκπλήσσει γιατί μπορεί να 'ταν εκκεντρικός όσον αφορά στη
σεξουαλικότητά του, μα κατά τ' άλλα ήτανε γλυκύτατος, συμπονετικότατος
και καλός σα χαρακτήρας και σ' αυτό συμφωνούν όλοι: θαυμαστές κι
επικριτές του. Είχε πολύ λίγες ανάγκες και πάθη. Δεν ήπιε και δε κάπνισε
ποτέ του, λάτρευε τα παιδιά και τη γυναίκα. Η σύζυγός του αναφέρει πως
"...ήτανε καλός σα παιδί κι άτακτος σα μαϊμού".
Προσπάθησε στη πραγματική του ζωή να πετύχει τις φαντασιώσεις του με
την γυναίκα του και την ερωμένη του, τη βαρόνη Φάννι Πίστορ. Στις 8
Δεκεμβρίου 1869 ο Μάζοχ κι η ερωμένη του υπέγραψαν συμβόλαιο καθιστώντας
τον σκλάβο της για μια περίοδο 6 μηνών, με τον όρο ότι η βαρόνη θα φορά
γούνες όσο το δυνατόν συχνότερα, ειδικά όταν ήτανε σε σκληρή διάθεση. Ο
Λεοπόλδος πήρε το ψευδώνυμο "Γκρέγκορ" το όνομα ενός στερεότυπου
αρσενικού υπηρέτη, και υποδυόταν τον υπηρέτη της βαρόνης. Οι δύο
ταξίδεψαν με τρένο για την Ιταλία. Όπως και στην Αφροδίτη με τις Γούνες, ταξίδεψε στη 3η θέση, ενώ η Βαρόνη στη 1η.
Το 1880 γίνεται συντάκτης των Φιλολογικών Τετραδίων (Belletristische Blatter) που εκδίδονταν στη Βουδαπέστη κι από το 1881-91 συντάκτης της επιφυλλίδας Neue Badische Landes-Zeitung, στο Μανχάιμ. Παράλληλα διευθύνει κι εκδίδει στη Λειψία την Επιθεώρηση: "Στα Ύψη" (Auf Der Hoche 1881-84). Το 1883 μαζί με τη Hulda Meister, εγκατασταθήκανε στο Lindeheim, ένα χωριό στη Γερμανία, κοντά στο Taunus, στην Έσση. Παίρνει διαζύγιο το 1886,
μα δε παντρεύτηκε ξανά, απλά συζήσανε μαζί. Εδώ γεννηθήκανε δυο παιδιά
τους κι έζησεν όλη την υπόλοιπη ζωή του με ειρήνη κι ηρεμία, γράφοντας.
Επειδή μάλιστα από μικρός είχεν αγαπήσει τα λαϊκά στρώματα, κατάφερε ν'
αναμιχθεί με τους αγρότες και να γίνει κάτι σαν τον Τολστόι του Lindeheim.
Ήτανε φίλος όλων των αγροτών της περιοχής και τα βιβλία που 'γραψε δω,
έχουν αυτό το χαρακτήρα. Υπήρξε δε πολύ γόνιμος συγγραφέας, έχοντας
γράψει πάνω από 100 μυθιστορήματα ή συλλογές
διηγημάτων. Τα περισσότερα έχουνε βάση τους διάφορους κύκλους που
γνώρισε από τη παιδική του ηλικία, μέχρι τα χρόνια που έζησε σα
δημοσιογράφος κι άνθρωπος του θεάτρου.
Τα καλύτερά του διηγήματα του θεατρικού κόσμου είναι συλλογή 24 διηγημάτων με τίτλο " Η Ψεύτικη Ερμίνα" (Falscher Hermelin, 1873 & 1879), ωστόσο το ταλέντο του φτάνει σε μεγάλη δύναμη στις "Πολωνοεβραίικες Ιστορίες" (Polnische Jundengeschichten, 1886) κι ακόμα μεγαλύτερη στις "Γαλικιανές Ιστορίες" (1876)
που 'ναι γεμάτες με καυστικό και χρωματιστό ρεαλισμό. Η βαθειά
απαισιοδοξία που ποτίζει το έργο του και που θα φτάσει ως τις ακραίες
της συνέπειες στα επόμενα -εκ των οποίων είναι κι "Η Αφροδίτη Με Τις Γούνες" (Venus In Pelz)-, θα γεννήσει αυτή τη μορφή του αισθησιασμού και της χαρακτηριστικής ιδιαιτερότητας, που ο ψυχίατρος R. Von Krafft-Ebing, θα κατονομάσει... μαζοχισμό. Τέλος πρέπει να πούμε πως υπέγραψε πολλά από τα έργα του με τα ψευδώνυμα: Charlotte Arand & Zoe Von Rodenbach.
Ο Μάζοχ έκανε τεράστιες προσπάθειες στη Λειψία μέσω του μηνιαίου προοδευτικού περιοδικού Στον Κολοφώνα: Διεθνής Επισκόπηση
να πολεμήσει τον ντόπιο αντισημιτισμό. Επίσης καλούσε για τη
χειραφέτηση των γυναικών αλλά και τη καθολική ψηφοφορία. Ας σημειωθεί
πως είναι μακρινός θείος και της τραγουδίστριας Μαριάν Φέιθφουλ. Στο
τέλος της ζωής του έπασχε από ψυχικά προβλήματα, κλείστηκε σε άσυλο όπου
κάποιοι ισχυρίζονται ότι εκεί και πέθανε. Θα πεθάνει στο Lindeheim, στις 9 Μάρτη του 1895, σ' ηλικία 59 ετών και θα θαφτεί εκεί, κοντά στην οικογένειά του και τους πολλούς φίλους του.
________Πηγή: www.peri-grafis.net
Η ερωτική πάλη των φύλων
Στο βιβλίο παρακολουθούμε την ερωτική σχέση του νεαρού Σεβερέν φον Κουζίμσκι, άεργου, καλλιεργημένου, γοητευτικού γαιοκτήμονα, με την εικοσιτετράχρονη χήρα, Βάντα ντε Λβοβ. Στο μυαλό του ήρωα, που έχει εμμονή με τον διάσημο πίνακα του Τιτσιάνο, Η Αφροδίτη με τον καθρέφτη (1555) η εικόνα της όμορφης χήρας κι η εικόνα της Αφροδίτης του Τιτσιάνο (ή, αλλιώς, της Αφροδίτης με τη γούνα) ταυτίζονται.
Ο Σεβερέν φαντασιώνεται την Βάντα στο ρόλο της πανέμορφης, ψυχρής, αυταρχικής Αφροδίτης, δηλαδή μιας γυναίκας ανίκανης να νιώσει αγάπη ή συμπόνια κι αφιερωμένης στο κυνήγι της ηδονής. Την παρασύρει σ' ένα παιχνίδι ψυχολογικής και φυσικής βίας, ξυπνώντας μέσα της την επιθυμία για επιβολή. Σταδιακά και με δική του παρότρυνση μετατρέπεται σε πιστό υπηρέτη της εκχωρώντας της το δικαίωμα να αποφασίζει για οτιδήποτε τον αφορά, να τον κακοποιεί ψυχολογικά και να τον βασανίζει σωματικά. Οι ήρωες υπογράφουν ένα συμβόλαιο σύμφωνα με το οποίο η Βάντα έχει απόλυτη εξουσία πάνω στον Σεβερέν. Είναι μια μορφή σκλαβιάς που το θύμα απολαμβάνει περισσότερο από τον θύτη, θεωρώντας ότι είναι ο μόνος τρόπος τόσο για να αποδείξει την ένταση του έρωτά του, όσο και για να αναγκάσει την σύντροφό του να δεθεί συναισθηματικά μαζί του.
Ο Σεβερέν ομολογεί στην Βάντα ότι ζει επιτέλους την φαντασίωση που του πρωτοδημιουργήθηκε κατά την εφηβεία του, όταν η θεία του –μια εντυπωσιακή, σκληρή γυναίκα–, τον τιμώρησε για την αγενή του συμπεριφορά, δένοντάς τον, με τη βοήθεια δύο υπηρετριών, και στην συνέχεια μαστιγώνοντάς τον. Καθόλη την διάρκεια της σκηνής που σημάδεψε ψυχολογικά τον νεαρό, η θεία-τιμωρός φορούσε μια υπέροχη γούνα.
Για τον Σεβερέν, όπως και για τον κάθε φετιχιστή, αυτό που έχει πραγματική σημασία είναι η αναπαραγωγή της ερωτικής εμπειρίας ή της φαντασίωσης, με τα αντικείμενα που την πλαισιώνουν, δηλαδή το τελετουργικό καθεαυτό, και όχι ο ερωτικός σύντροφος. Ο μαζοχιστής, επιπλέον, μετατρέπει τον εαυτό του σε αποδέκτη του θυμού που νιώθει μέσω του χειρισμού του άλλου, αφού δεν τολμά να βλάψει ευθέως ούτε τον παρτενέρ του, ούτε τον ίδιο του τον εαυτό, συνήθως λόγω ενοχών ή ηθικών αναστολών.
Το έργο έγινε κλασικό και ο όρος μαζοχισμός –η σεξουαλική διαστροφή σύμφωνα με την οποία η απόλαυση συνδέεται με τον πόνο και την ταπείνωση–, καθιερώθηκε στην ψυχιατρική. Ο Φρόυντ στο κείμενό του «Το οικονομικό πρόβλημα του μαζοχισμού» (1924) αναλύει ευρύτερα την έννοια του μαζοχισμού και, λίγα χρόνια αργότερα, παρουσιάζει τις θέσεις του για τον «γυναικείο μαζοχισμό» εδραιώνοντας τον όρο στην συνείδηση του κοινού.
************************************
Η Αφροδίτη με τη γούνα περιλαμβάνεται στον πρώτο τόμο του
μυθιστορηματικού κύκλου πού είχε τον τίτλο "Το κληροδότημα του Κάιν".
Στο έργο αυτό, η ιδιόρρυθμη συμπεριφορά του ήρωα Σεβερέν φόν Κουζίμσκι
(Severin von Kusiemski) δίνει την αφορμή στον Κράφτ-Έμπινγκ να μιλήσει
στο έργο του Psychopathia sexualis (1893) για τη μαζοχιστική διαστροφή.
Με
τον όρο μαζοχισμό (Masochismus) η ψυχιατρική ορίζει τη σεξουαλική
διαστροφή στην οποία η απόλαυση συνδέεται με τον πόνο και την ταπείνωση.
Ο
Φρόυντ στο κείμενο του 1924 "Το οικονομικό πρόβλημα του μαζοχισμού"
(Das okonomische Problem des Masochismus) αναλύει ευρύτερα την έννοια
του μαζοχισμού από τούς σεξολόγους της εποχής του.
'Όχι μόνον
αναγνωρίζει στο μαζοχισμό στοιχεία της γενικότερης σεξουαλικής
συμπεριφοράς, αλλά περιγράφει κάτω από το όνομα ηθικός μαζοχισμός
εκείνες τις μορφές όπου το υποκείμενο, εξαιτίας ενός ασυνείδητου
συναισθήματος ενοχής, τίθεται σε θέση "θύματος", χωρίς να αναμένει καμιά
σεξουαλική ικανοποίηση από την τοποθέτηση αυτή. Θα πρέπει εδώ να
σημειωθεί η θέση του Φρόυντ για τον γυναικείο μαζοχισμό, τον όποιο
ορίζει ως "έκφραση της ουσίας της θηλυκότητας". Και δεν είναι διόλου
παράδοξο ότι στα πλαίσια της ετεροφυλοφιλικής θεωρίας, ο Φρόυντ εννοεί
τον γυναικείο μαζοχισμό ως "ενύπαρκτη δυνατότητα σε κάθε ανθρώπινο όν".
[...] (Από την έκδοση)
Ανήκουμε στο κείμενο, γράφουμε πάντα για ένα κείμενο που του ανήκουμε.
Το
σχόλιο μου για το κείμενο του Λεοπόλδου φον Ζάχερ-Μαζόχ, που το
προσαρτώ στο τέλος αυτής της μετάφρασης του στα ελληνικά από τη Μυρτώ
Ρήγου, ανήκει. Ανήκει στη λογοτεχνία και στη θεωρία που τη συνοδεύει.
Ανήκει ωστόσο και στην ιδιωτική μου ζωή: στην ένταση η οποία παραδίδεται
σε σημασία.
Το σχόλιο αυτό είναι η καταγραφή της σχέσης μου με την
Αφροδίτη με τη γούνα πριν ακόμη τη διαβάσω. Μιας εμπειρικής σχέσης, που
τώρα περνά στο χαρτί. Είναι όμως και ο οδηγός μου, που μου επιτρέπει
τώρα, μετά την ανάγνωση, να ξαναπερνώ, μέσα από τις γραμμές του έργου,
εκείνες τις επικίνδυνες ζώνες όπου ελλοχεύει η απειλή, ίδια για τον ήρωα
της Αφροδίτης με τη γούνα και για μένα.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΤΣΟΣ
Η Αφροδίτη με τη γούνα
(απόσπασμα)
...
...Η
κατάσταση του νου μου είναι αρκετά παράξενη, όσο γράφω αυτές τις
γραμμές. Μου φαίνεται πως ο αγέρας είναι γεμάτος από ένα διαπεραστικό
άρωμα λουλουδιών που με ζαλίζει και μου φέρνει πονοκέφαλο. Ο καπνός στο
τζάκι στροβιλίζεται και τα ελίγματά του σχηματίζουν μικρούς
καλλικαντζάρους με γκρίζα γένεια, που με δείχνουν κοροϊδευτικά.
Στρουμπουλοί ερωτιδείς ανεβαίνουνε στα μπράτσα της καρέκλας μου και στα
γόνατά μου, και πρέπει να γελώ σε βάρος μου, όσο θα περιγράφω τις
περιπέτειές μου, κι ας μην είναι γραμμένες με συνηθισμένο μελάνι, αλλά
με κατακόκκινον αίμα που στάζει από τη καρδιά μου, γιατί ξανοίγονται
τώρα όλες οι πληγές, που επουλωθήκαν με τον καιρό κι έτσι η καρδιά μου
συνταράζεται κι υποφέρει, κι όλο και κάποιο δάκρυ πέφτει εδώ κι εκεί,
πάνω στο χαρτί.
Οι μέρες περνούσανε πάρα πολύ αργά στα Μικρά Καρπάθια. Δε βλέπεις
κανένα και δε σε βλέπει κανένας. Ήτανε βαρετό να γίνεις συγγραφέας ενός
ειδυλλίου. Υπήρχε τόσος ελεύθερος χρόνος που 'φτανε για να ζωγραφίζεις
κάμποσους πίνακες για μια γκαλερί, να προμηθεύεις καινούργια έργα για
μιαν ολάκερη θεατρική περίοδο, να προετοιμάζεις κονσέρτα για μια
ντουζίνα εκτελεστές με ντουέτα και τρίηχα. Εγώ όμως δε κατάφερα τίποτα,
πέρ' από το τέντωμα του καμβά της ζωγραφικής, το σιάξιμο του δοξαριού,
το χάραγμα γραμμών στη παρτιτούρα, γιατί αλίμονο, πρέπει να παραδεχτώ
πως είμαι ερασιτέχνης στη ζωγραφική, στη ποίηση, στη μουσική και σε
πολλούς άλλους άχρηστους, δήθεν τομείς της γνώσης, που αποφέρουνε στους
κυρίους τους τις αποδοχές υπουργού και τους κάμουν μικρούς ηγεμόνες.
Πάνω απ' όλα όμως, είμαι ερασιτέχνης στον έρωτα. Μέχρι τώρα, αγάπησα
έτσι όπως ζωγράφισα και στιχούργησα. Δε προχώρησα δηλαδή, ποτέ πέρ' από
τη πρώτη πράξη, τον πρώτο στίχο. Είμαι ένας από κείνους τους ανθρώπους,
που 'χουνε τη διάθεση ν' αρχίσουνε κάτι, αλλά που δε το τελειώνουνε
ποτέ. Τέλος τα σχόλια. Ας έρθουμε στο θέμα.
Καθόμουνα κοντά στο παράθυρο κι ανακάλυψα ξαφνικά πως ο χώρος γύρω μου
δεν ήταν αντιπαθητικός, αλλ' αρκετά ποιητικός. Τί θέα ήταν αυτή, από τις
κορυφές του ηλιόλουστου βουνού, μεταξύ των οποίων ξεχύνονταν οι
χείμαρροι, σαν ασημένιες ζώνες. Πόσο καθάριος και γαλανός ήταν ο
ουρανός, μέχρι τον οποίον ορθώνονταν οι χιονοσκέπαστες βουνοκορφές και
πόσο πράσινες και δροσερές ήταν οι πλαγιές αυτών των βουνών και τα
βοσκοτόπια όπου βοσκούσανε μικρά κοπάδια κι ακόμα χαμηλότερα, πόσο
κίτρινοι ήταν οι αγροί του κυματιστού σταριού, όπου εργάζονταν οι
θεριστές κινούμενοι πάνω-κάτω. Το σπίτι που έμενα, βρισκότανε σ' ένα
πάρκο αναψυχής, δάσος ή ερημότοπο, το λέτε όπως σας αρέσει κι ήτανε πολύ
μοναχικό. Εκτός από μένα, οι ένοικοι αυτού του σπιτιού ήταν: μια χήρα
από το Λέμπεργκ και μια Μαντάμ Ταρτακόφσκα, μια μικρόσωμη ηλικιωμένη
κυρία που ζάρωνε καθημερινά. Να μην αναφέρω, ένα γέρο σκύλο που
κούτσαινε από το 'να πόδι και μια νεαρή γάτα, που 'παιζε πάντα μ' ένα
κουβάρι και που νόμιζα πως ανήκε στην όμορφη χήρα.
Αυτή ήτανε πολύ όμορφη, ήτανε χήρα κι αρκετά νέα, όχι πάνω από
εικοσιπέντε χρονώ και πολύ ευκατάστατη. Έμενε στον πρώτον όροφο κι εγώ
στο ισόγειο. Τα πράσινα παντζούρια της ήτανε πάντα τραβηγμένα κι είχε
μπαλκόνι στολισμένο μ' αναρριχητικά φυτά. Εγώ αντίθετα, είχα μιαν άνετη
γωνίτσα, μια κρεβατίνα που διάβαζα, έγραφα, ζωγράφιζα και τραγουδούσα σα
πουλί. Η ματιά μου μπορούσε να φτάνει το μπαλκόνι όπου φαίνονταν κατά
διαστήματα, έν άσπρο φόρεμα μες από το πράσινο πλέγμα του παντζουριού.
Στη πραγματικότητα, η όμορφη κυρία του πάνω ορόφου δε μου προκαλούσε
κανένα ενδιαφέρο, γιατί ήμουνα ερωτευμένος με μιαν άλλη, πιο θλιβερά
ακόμα κι από τον Σεβαλιέ Έγκενμπουργκ και τους Γκριέ στο "Μανόν Λεσκώ", αφού η αγαπημένη μου ήτανε πέτρινη.
Στην άκρη του κήπου υπήρχε μια μικρή ήρεμη έκταση με γρασίδι, όπου
έβοσκεν ειρηνικά ένα ζευγάρι ήμερων ελαφιών. Σ' αυτή τη πελούζα
βρισκόταν ένα πέτρινο άγαλμα της Αφροδίτης, που το αυθεντικό του νομίζω
είναι στη Φλωρεντία. Αυτή η Αφροδίτη ήταν η πιο τέλεια γυναίκα που 'χα
δει στη ζωή μου. Αυτό βέβαια δεν έχει και πολύ νόημα, μια κι είχα
γνωρίσει ελάχιστες γυναίκες, -χωρίς να λογαριάσουμε τις όμορφες
γυναίκες- κι όπως ήμουν μόνον ερασιτέχνης στον έρωτα, δεν είχα
προχωρήσει ποτέ πέρα από τα προκαταρκτικά της πρώτης επαφής. Τί κάνει η
χρήση του λόγου στον υπερθετικό, λες και θα γινόταν να ξεπεραστεί κάποτε
αυτό που 'ναι πανέμορφο. Αρκετά! Αυτή η Αφροδίτη ήταν ωραία και την
αγάπησα με πάθος και πόνο, βαθιά και τρελά, έτσι όπως μπορεί κάποιος ν'
αγαπήσει μια γυναίκα πραγματικά ζωντανή. Κι εκείνη ανταποκρινόταν σ'
αυτό τον έρωτα μ' ένα χαμόγελο παντοτινά ίδιο κι ήρεμο, ένα πέτρινο
χαμόγελο. Αληθινά τη λάτρευα.
Συχνά, ενώ ο ήλιος έστελνε τις ζεστές ακτίνες του πάνω στα δάση,
διάβαζα ξαπλωμένος κάτω από τον θαμνώδη θόλο μιας νεαρής βαλανιδιάς.
Επισκεπτόμουνα συχνά τη νύχτα, τη ψυχρή και σκληρή αγαπημένη μου κι
έπεφτα στα γόνατα μπρος της, ακουμπώντας το πρόσωπό μου πάνω στη πέτρα
όπου ξεκουράζονταν τα πόδια της και τη προσκυνούσα. Το θέαμα ήταν
απερίγραπτο μόλις έβγαινε το φεγγάρι. Ήτανε στη γέμισή του όταν έστελνε
-πίσω από τα δέντρα- τις ασημένιες λάμψεις του πάνω στο γρασίδι κι
έλουζε τη θεά μ' έν απαλό φως.
Κάποτε, γυρίζοντας στο δωμάτιό μου μες από ένα μονοπάτι που οδηγούσε
στο σπίτι, είδα ξαφνικά μια γυναικεία φιγούρα άσπρη σα πέτρα, ολόλαμπρη
μες στο φεγγαρόφωτο. Μας χώριζε μόνον ένας φράχτης. Μου φάνηκε πως η
όμορφη μαρμαρένια λαίδη μου, μ' είχε λυπηθεί κι αφού ζωντάνεψε, μ'
ακολούθησε -αλλά εγώ κυριεύτηκα απ' ανείπωτο τρόμο, η καρδιά μου πήγαινε
να σπάσει και δε μπορούσε να χτυπήσει... Πραγματικά λοιπόν, ήμουν
ερασιτέχνης, ανίκανος να προσθέσω άλλον ένα στίχο στη μοναδική στροφή
μου. Πήρα τα πόδια μου όσο πιο γρήγορα μπορούσα, απο κει.
Με την ευκαιρία, ένας Εβραίος που πουλούσε φωτογραφίες γλίστρησε μες
στο χέρι μου το πορτραίτο του ειδώλου μου. Ήταν ένα μικρό αντίγραφο της "Αφροδίτης Μπροστά Στον Καθρέφτη" του Τιτσιάνο, -τί γυναίκα! Πρέπει να γράψω ποίημα. Όχι! Αντίθετα, παίρνω τη φωτογραφία και γράφω από κάτω:
"Η Αφροδίτη με τις Γούνες.
Κρυώνεις η ίδια, ανάβεις φωτιές στους άλλους. Τυλίξου στις γούνες του
τυράννου σου γιατί είναι κατάλληλες για σένα πιότερο, απ' οιανδήποτε
άλλη, έτσι που 'σαι σκληρή, θεά του έρωτα και της ομορφιάς!"
Την επόμενη στιγμή, μου 'ρθε να διασκευάσω μερικούς στίχους του Γκαίτε,
που 'χα βρει τελευταία στο πρελούδιό του, στον Φάουστ:
Στον Έρωτα
Το ζευγάρι τα φτερά του είναι ψέμμα
Τα βέλη είναι νύχια αρπακτικών
Το στεφάνι που κρύβει τα μικρά τα κέρατα
Αυτός είναι αναμφίβολα
Όπως όλοι οι Θεοί της Ελλάδας
Ένας δαίμονας μεταμφιεσμένος
Τότε έβαλα μπρος στο τραπέζι την εικόνα, στηρίζοντάς τη σ' ένα βιβλίο
και την κοίταζα. Η ψυχρή φιλαρέσκεια που τύλιγε τις χάρες της στις
γούνες η υπέροχη γυναίκα, η αυστηρότητα κι η λιτότητα, που λάμπανε στο
χλωμό της πρόσωπο, με συναρπάζανε και με τρομάζανε ταυτόχρονα. Πήρα τη
πένα μου κι έγραψα από πίσω, τις παρακάτω λέξεις:
"Τί
ευτυχία ν' αγαπάς και ν' αγαπιέσαι! και δε συγκρίνεται με την ωμήν
ευδαιμονία όταν λατρεύουμε μια γυναίκα, που μας κάνει παιγνίδι, όταν
γινόμαστε δούλοι ενός όμορφου τυράννου, που μας ποδοπατάει ανελέητα κάτω
απ' τα πόδια του. Έτσι έγινε με τον Σαμψών, τον ήρωα, τον κολοσσό, που
αφέθηκε στα χέρια της Δαλιδάς, που τονε πρόδωσε και τονε ξαναπρόδωσε και
μπρος της οι Φιλισταίοι τον έδεσαν και του βγάλανε τα μάτια, κείνα που
απολαμβάνανε την όμορφη προδότρια, μεθυσμένος από έρωτα, μέχρι τη
τελευταία στιγμή".
Έπαιρνα πρωινό στη κρεβατίνα με το
αγιόκλημα, διαβάζοντας το βιβλίο της Ιουδήθ που φθονούσε τη μοίρα του
Ολοφέρνη του Ευγενούς, ο οποίος είχεν ένα πολύ όμορφο θάνατο στα χέρια
της γυναίκας, που του 'κοψε το κεφάλι.
"Ο Παντοδύναμος τονε τιμώρησε και τονε παρέδωσε στα χέρια μιας γυναίκας".
Αυτό μου φάνηκε περίεργο. 'Πόσον άτυχοι είναι οι Εβραίοι', σκέφτηκα.
Όσο για τον Θεό τους, δε μπορούσε να διαλέξει μια πιο ταιριαστή φράση,
όταν αναφερότανε στο ωραίο φύλο. "Ο Παντοδύναμος τονε τιμώρησε και τονε παρέδωσε στα χέρια μιας γυναίκας",
επανέλαβα μέσα μου. Όσο για μένα, πως μπορώ να τονε κάμω να με
τιμωρήσει; Κύριε, βοήθησέ μας. Να! έρχεται η οικονόμος μας, που κάθε
μέρα μαζεύει και πιο πολύ. Και να! εκεί ανάμεσα στα μπλεγμένα κλαδιά
ξαναφάνηκε το λευκό φόρεμα. Ήταν η Αφροδίτη ή η χήρα;
Αυτή τη
φορά ήτανε σίγουρα η χήρα κι είχε στείλει τη Μαντάμ Ταρτακόφσκα, που
υποκλίθηκε, για να μου ζητήσει κάτι να διαβάσει. Έτρεξα στο δωμάτιό μου
κι έφερα δυο τόμους. Ήτανε πολύ αργά όταν θυμήθηκα πως στον έναν απ'
αυτούς βρισκόταν η φωτογραφία του πίνακα της Αφροδίτης. Τώρα οι
διαχύσεις μας βρίσκονταν στα χέρια της χλωμής κυρίας. Τί θα τους έκανε;
Την άκουσα να γελά. Γελούσε σε βάρος μου;
Ένα γεμάτο φεγγάρι. Ο
δίσκος φάνηκε κιόλας πάνω απ' τις κορφές των ελάτων, που πλαισιώνανε το
πάρκο. Η γη λούστηκε με φως που χάριζε στιλπνότητα στα φυλλώματα και σ'
όλο το τοπίο, όσο μακρυά μπορούσε να δει το μάτι, καθώς ξεθώριαζεν
αμυδρά στο βάθος, όμοια με το τρεμούλιασμα των νερών. Δε μπορούσα ν'
αντέξω το θέαμα, με παρέσυρε και με καλούσε τόσον ασυνήθιστα, που
ξαναντύθηκα και βγήκα στον κήπο. Πήγαινα προς το λιβάδι, το λιβάδι της
θεάς μου, της πολυαγαπημένης μου. Η νύχτα ήτανε ψυχρή και κρύωνα. Ο
αγέρας ήταν μεθυστικός από τη μυρωδιά των λουλουδιών. Τί γαλήνη! Τί
μουσική στην ατμόσφαιρα! Η τέλεια έκφραση της ψυχής κάποιου αηδονιού. Τ'
αστέρια λαμπυρίζανε σ' έναν αιθέριο μπλε ουρανό. Το λιβάδι έμοιαζε με
καθρέφτη ή με παγωμένη λιμνούλα.
Το άγαλμα της Αφροδίτης έστεκε
σεβαστό κι ακτινοβόλο. Μα ...τί ήταν αυτό; Η θεά ήτανε σκεπασμένη μ' ένα
βαρύ ρούχο από ζιμπελίνα, από τους μαρμαρένιους ώμους, μέχρι τους
αστραγάλους. Έμεινα άναυδος και τη κοίταζα αμήχανα, οπότε κυριευμένος
από έναν απερίγραπτο φόβο, τράπηκα σε φυγή για σιγουριά. Επιτάχυνα το
βήμα μου κι ανακάλυψα πως είχα πάρει λάθος μονοπάτι. Μόλις έστριψα στο
πλάι σ' έν από τα χορταριασμένα δρομάκια, βρέθηκα αντιμέτωπος με την
Αφροδίτη, όχι την όμορφη γυναίκα του γλυπτού, μα τη πραγματική θεά του
έρωτα, που το αίμα της ήτανε καφτό κι ο σφυγμός της χτυπούσε. Καθότανε
σ' ένα πέτρινο πάγκο. Ναι, μ' είχεν ερωτευτεί, σαν το άγαλμα που 'ρθε
στη ζωή για τον δημιουργό του. Η λευκή κόμμωση της θεάς, μου φαινόταν
ακόμα πέτρινη, τα λευκά της ρούχα λαμπυρίζανε σα τη σελήνη, -ή μήπως
ήταν η εντύπωση του σατέν;- κι από τους ώμους της πέφταν οι ζιμπελίνες,
ενώ τα χείλη της ήτανε γνήσια κόκκινα, τα μάγουλά της πουδραρισμένα και
τα μάτια της ρίχνανε πάνω μου δυο πράσινες διαβολικές ακτίνες. Και πώς
γελούσε!
Το γέλιο της ήτανε τόσο παράξενο -δε μπορούσε, αλίμονο,
να περιγραφεί με λόγια- που μου 'κοβε την ανάσα. Έγινα πάλι καπνός,
αλλά έπρεπε να σταματώ κάθε στιγμή σχεδόν, για να μπορώ να παίρνω ανάσα,
ενώ το κοροϊδευτικό γέλιο της μ' ακολουθούσε συνεχώς σ' όλο το μήκος
των σκοτεινών μονοπατιών με τις συστάδες, πάνω από το φεγγαρόλουστο
γρασίδι, μες από τις λόχμες, που τις διαπερνούσανε μοναχικές
φεγγαραχτίδες. Έχασα τον δρόμο, πέρασα πολλές φορές από τα ίδια μέρη και
το μέτωπό μου γέμισε σταγόνες κρύου ιδρώτα... Φάνηκε τότε ξανά -ακόμη
ακτινοβόλα- κάτω από το φύλλωμα που μέσα του έλαμπε το φεγγάρι, η
αγαπημένη λευκή πέτρινη φιγούρα της γυναίκας που λάτρευα και φοβόμουνα
και που από μπρος της το 'σκασα γι' άλλη μια φορά. Κάνοντας μερικά
βήματα, έφτασα σπίτι, πήρα μιαν ανάσα και συλλογίστηκα...
Το
επόμενο πρωι ήταν αποπνικτικό, ο αγέρας βαρύς γιομάτος εξωτικά αρώματα.
Καθόμουνα πάλι στη κρεβατίνα και διάβαζα την ιστορία της μάγισσας, από
την Οδύσσεια, που μεταμόρφωσε τους θαυμαστές της σε ζώα. Μαγευτική
εικόνα έρωτα μιας άλλης εποχής. Μες από τα φύλλα και τα κλαδιά περνούσε
ελαφρύ αεράκι που σήκωνε τις σελίδες του βιβλίου κι εγώ μπορούσα ν'
αφουγκράζομαι το θρόισμα ενός γυναικείου φουστανιού στο μονοπάτι. Ήταν η
Αφροδίτη χωρίς τις γούνες της, όχι! αυτή τη φορά ήταν η χήρα κι η
Αφροδίτη ταυτόχρονα. Ω! τί γυναίκα! Πόσον ελκυστική ήταν με το ανάλαφρο
μακρύ της φόρεμα, ενώ αδιαφορούσε για μένα. Τα ωραία της χαρακτηριστικά
ήτανε ποιητικά και χαριτωμένα μαζί. Το κορμί της δεν ήταν μήτε ψηλό,
μήτε κοντό και το πρόσωπό της πιο ελκυστικό και πιο προκλητικό -στο στυλ
της εποχής των Γαλλίδων μαρκησιών- και κατά συνέπειαν αυστηρά ωραίο, αν
κι ήταν ολότελα γοητευτικό. Μα τί γλυκύτητα και τί τσαχπίνικη χάρη
πήγαζε απ' όλο της το παρουσιαστικό, από το μικρό της στόμα. Η
επιδερμίδα της ήτανε τόσο λεπτή που εύκολα μπορούσες να διακρίνεις τις
μπλε φλέβες ακόμα και μες από τη μουσελίνα που σκέπαζε τα χέρια και το
λαιμό της. Τα κατακόκκινα μαλλιά της πέφτανε σε πλούσιες μπούκλες -γιατί
τα μαλλιά της ήτανε καστανοκόκκινα, ούτε ξανθά, ούτε χρυσαφένια- και
παιχνιδίζανε γύρω από τον αυχένα της μ' αληθινά διαβολικό, μα πάντα
θαυμαστό τρόπο. Και τώρα τα μάτια της εκτοξεύανε πάνω μου πράσινες
ακτίνες, γιατί ήτανε κυριολεκτικά πράσινα, σα πολύτιμα πετράδια, σα
βαθιές και μυστηριώδεις βουνίσιες λίμνες κι η απαλή τους δύναμη ήταν
απερίγραπτη.
Πρόσεξε τη μεγάλη μου σύγχυση εξ αιτίας της οποίας
παρέμενα καθιστός, χωρίς να της βγάλω το καπέλο μου. Χαμογέλασε δόλια.
Σηκώθηκα τελικά και τη χαιρέτησα. Ήρθε προς το μέρος μου και ξέσπασε σε
γέλια σα παιδί. Τραύλισα, όπως θα τραύλιζε μόνον ένας ερασιτέχνης ή ένας
πίθηκος, σε μια τέτοια στιγμή. Έτσι γνωριστήκαμε. Η θεά ρώτησε τ' όνομά
μου και μου 'πε το δικό της. Λεγότανε Βάντα Φον Ντουνάγιεφ. Κι ήτανε
πραγματικά η Αφροδίτη μου...
-"Μα κυρία, πώς σας ήρθεν αυτή η ιδέα";
-"Από τη μικρήν εικόνα που βρήκα σε κάποιο βιβλίο σας".
-"Το 'χα ξεχάσει τελείως..."
-"Κι οι παράξενες σημειώσεις σας από πίσω..."
-"Παράξενες, γιατί";
Με κοίταξεν ερευνητικά.
-"Πάντα
ήθελα να γνωρίσω κάποιο πραγματικά εκκεντρικό για να μου αλλάξει τις
αισθησιακές απολαύσεις. Σεις μου φαίνεστε μια από τις πιο εκκεντρικές,
πιο εξωφρενικές υπάρξεις στον κόσμο".
-"Σ' αυτή τη περίπτωση, ευγενική μου κυρία...", κόμπιασα
πάλι από τη μοιραία βραδυγλωσσία κι από πάνω κοκκίνισα, έτσι που
συγχωρείται σ' έφηβο ή δεκαεξάχρονο, αλλά όχι και σε νεαρό σαν εμένα,
δέκα χρόνια μεγαλύτερο.
-"Έγινα η αιτία για να τρομάξετε χθες το βράδυ";
-"Θα σας διαψεύσω -αλλά καθίστε".
Κάθισε κι απολάμβανε την αμηχανία μου, γιατί τώρα, με το φως της μέρας
τη φοβόμουνα πιότερο. Το πάνω χείλι της τρεμούλιαζε από προκλητικό και
κοροϊδευτικό χαμόγελο.
-"Θεωρείς τον έρωτα κι ιδιαίτερα τη γυναίκα", άρχισε να λέει, "σα κάτι εχθρικό, που μάχεται μάταια ενάντιά σου και νιώθεις ωστόσο τη δύναμη του σα γλυκό πόνο, σα προκλητική σκληρότητα".
-"Σεις φαντάζομαι, δε συμμερίζεστε αυτή την άποψη, ε";
-"Όχι!", είπεν αποφασιστικά, κουνώντας έτσι το κεφάλι της, που οι μπούκλες της τιναχτήκανε σα πύρινες γλώσσες. "Η
χωρίς κόπο ικανοποίηση κι ο ήρεμος αισθησιασμός των Ελλήνων, είναι το
ιδεώδες μου και προσπαθώ να το εφαρμόζω στη ζωή μου. Όσο για την αγάπη
που εκθειάζουν, ο χριστιανισμός κι οι συγκαιρινές ή ιπποτικές ψυχές, δε
τη πιστεύω. Ναι, ξανακοίτα με, είμαι χειρότερη από κάποιον αιρετικό,
είμαι ειδωλολάτρισσα.
Φαντάζεσαι συ πως η θεά του έρωτα
άκουσε πολύ συμβουλές
όταν έκανε το κέφι της με τον ήρωα Αγχίση
στο δάσος της Ίδης;
Αυτές οι γραμμές από τις Ρωμαϊκές Ελεγείες, του Γκαίτε, συνεπαίρνανε πάντα τη φαντασία μου", συνέχισε. "Η
Φύση δεν αναγνωρίζει άλλη αγάπη από κείνη των ηρωικών χρόνων, οπότε οι
θεοί κι οι θεές αλληλοερωτεύονταν. Εκείνο τον καιρό ο έρωτας ήταν
επακόλουθο κοιτάγματος, η ηδονή συνόδευε την ορμή. Κάθε τι άλλο, είναι
απάτη, επιτήδευση, προσποίηση".
-"Κάτι με τρομάζει σ' αυτό
το αμείλικτον έμβλημα: τον χριστιανικό σταυρό. Ανέχεται πρώτ' απ' όλα,
κάτι που αποτελεί εχθρό της φύσης και των αθώων παρορμήσεών της. Ο
αγώνας της ψυχής ενάντια στην αισθησιοκρατία είναι το ευαγγέλιο των
σύγχρονων. Δε θέλω να 'χω καμμιά σχέση μ' αυτό. Ναι κυρία, η θέση σας
είναι στον Όλυμπο, αλλά το δικό μας σύγχρονο πνεύμα δε μπορεί ν' ανεχτεί
πια τη... γνησιότητα των αρχαίων, τουλάχιστον στην αγάπη. Μας ξεσηκώνει
η ιδέα της συμμετοχής στις χάρες μιας γυναίκας, αν αυτή ήταν μια
Ασπασία. Είμαστε ζηλιάρηδες σα τον θεό μας. Αυτό σημαίνει πως η υπόληψη
της αξιόλογης Φρύνης, κατέληξε να 'ναι ντροπή για μας. Αναζητάμε μάλλον,
μιαν ωχρή παρθένα του Χολμπάιν, που θ' ανήκει μόνο σε μας, παρά μιαν
αρχαία Αφροδίτη κι ας έχει θεϊκήν ομορφιά, που μπορεί όμως να ερωτεύεται
σήμερα τον Αγχίση, αύριο τον Πάρη, την άλλη τον 'Αδωνη κι αν η φύση
πάρει τον καλύτερο από μας, σε περίπτωση που γίνουμε έρμαιο μιας τέτοιας
γυναίκας, από έξαρση πάθους, ένα τέτοιο χαρούμενο κράτημα από τη ζωή,
μας φαίνεται σατανικό, σκληρό και θεωρούμε την ευδαιμονία μας αμάρτημα,
για το οποίο ωφείλουμε να πληρώσουμε".
(...τέλος αποσπάσματος...)
_________________________
Εκδόσεις: ΕΡΑΤΩ
Αθήναι 1985
Μετάφραση: Ιωάννα Βασιλείου
Λεοπόλδος φον Ζάχερ-Μάζοχ - Βικιπαίδεια
La vénus a la fourrure (Venus in Fur):Aπόσπασμα από την ταινία του Ρομάν Πολάνσκι
The Velvet Underground - Venus in Furs (Στίχοι)
-
Κι ήτανε τα στήθια σου άσπρα σαν τα γάλατα Γιώργος Σαραντάκος "Γαργάλατα", 50 χρόνια μετά Λέγοντας Αποστασία ή Ιουλιανά εν...
-
Η ΑΘΗΝΑ ΤΟΥ ΑΛΛΟΤΕ Θερμές ευχαριστίες στον Κώστα Μ. που εντόπισε τις φωτογραφίες στο sch.gr και μου τις έστειλε... 1.ΚΥΨΕΛΗ...
-
῎ ΜΙΑ ΧΡΥΣΗ ΜΑΘΗΣΙΑΚΗ ΑΡΧΗ, ΠΟΥ ΑΓΝΟΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΓΧΩΤΙΚΟΥΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΕΣ ΓΟΝΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΗΛΙΘΙΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ Ηδη δέ τινας ἐγὼ εἶδο...