Τετάρτη, Φεβρουαρίου 19, 2025

Η Ευρώπη στην εποχή του Τραμπ. Οι υποκριτές ευρωπαίοι φίλοι του (ανάλυση)

 

Η υποκρισία του ευρωτραμπισμού

*

Eικόνα προφίλ _Άγγελος Χρυσόγελοςτου ΑΓΓΕΛΟΥ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΥ*

Θέματα & Αφιερώματα | ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ

neoplanodion.gr

Τα δυο κυρίαρχα χαρακτηριστικά της νέας προεδρίας Τραμπ, που την διαφοροποιούν μέχρι στιγμής από την πρώτη, είναι η επιθετική πολιτική έναντι της Ευρώπης στην βάση ενός συνεκτικού σχεδίου ριζικής αναδόμησης της διατλαντικής σχέσης και η προώθηση ιδεολογικών συμμάχων ανά τον κόσμο, και κυρίως στην Ευρώπη. Και τα δυο αυτά στοιχεία προϋπήρχαν στην λογική του τραμπισμού, τώρα όμως παίρνουν μια πιο καθαρή και οργανωμένη μορφή.

Από την μια μεριά, η επιθετικότητα του Τραμπ έναντι της Ευρώπης ξεπερνάει την εμμονή του με τους δασμούς και την προσωπική του αντιπάθεια για τους παλιούς φίλους του Ομπάμα, όπως η Άγκελα Μέρκελ. Σήμερα η πολιτική των ΗΠΑ στην Ευρώπη φαίνεται να αντανακλά ένα πιο οργανωμένο σχέδιο, πάνω στις βάσεις του τραμπισμού βέβαια αλλά και με στρατηγικά μακρόπνοα χαρακτηριστικά. Αφορά την βίαιη επανεξισορρόπηση της διατλαντικής σχέσης με όρους όχι απλά αυτοκρατορικής εποπτείας των ΗΠΑ αλλά αποικιακής εξάρτησης της Ευρώπης.

Στο σχέδιο του Τραμπ και των δυνάμεων που έχουν συσπειρωθεί τριγύρω του, η Ευρώπη μετατρέπεται σε μόνιμο αγοραστή αμερικανικής ενέργειας (κάτι που ξεκίνησε επί Μπάιντεν με την εξαναγκαστική αποκόλληση της ευρωπαϊκής αγοράς από το ρωσικό αέριο), αλλά και οπλικών συστημάτων. Εκεί αποσκοπεί άλλωστε η εντεινόμενη ρητορεία περί ανάγκης της Ευρώπης να «πληρώνει για την δική της ασφάλεια». Ταυτόχρονα, η εσωτερική αγορά της ΕΕ πρέπει, με αντάλλαγμα την μη-επιβολή καταστροφικών δασμών από τις ΗΠΑ, να απεμπολήσει όλους τους ρυθμιστικούς της κανόνες σε ζητήματα ανταγωνισμού, φορολογίας, προσωπικών δεδομένων και ιδιωτικότητας και να αφήσει τους αμερικανικούς γίγαντες της ψηφιακής τεχνολογίας να κυριαρχήσουν με τους δικούς τους όρους εις βάρος ευρωπαϊκών εταιρειών αλλά και καταναλωτών. Αν και πιθανότατα αυτό βρίσκει ακόμα κάποιες αντιστάσεις στο κατεστημένο των ΗΠΑ, στο μυαλό του Τραμπ η Ευρώπη μάλλον δεν αξίζει να είναι κάτι παρά πάνω από ένα συμπροτεκτοράτο των ΗΠΑ και της Ρωσίας, η οποία έτσι μπορεί να πειστεί να απαρνηθεί την συμμαχία της με την Κίνα.

Το ερώτημα είναι πώς και γιατί θα πειστούν οι ευρωπαϊκοί λαοί να αποδεχτούν μια τέτοια μοίρα εξάρτησης από τις ΗΠΑ. Και εδώ έρχεται το δεύτερο καινούριο στοιχείο της νέας προεδρίας Τραμπ, που είναι η καλλιέργεια ενός δικτύου φιλικών αλλά και εξαρτώμενων πολιτικών δυνάμεων στην Ευρώπη. Στην πρώτη προεδρία τέτοιες προσπάθειες είχαν γίνει αλλά με όχι μεγάλη επιτυχία, ιδιαίτερα από τον τότε σύμβουλο του Τραμπ, Στηβ Μπάνον, ο οποίος όμως είχε μια τελείως στρεβλή εικόνα της πολιτικής στην Ευρώπη. Σήμερα αντίθετα στην πρωτοπορία αυτού του κινήματος είναι ο Έλον Μασκ, ο οποίος έχει αυτοανακηρυχθεί σε πάτρωνα και φίλο ακροδεξιών, εθνικιστικών και εθνοσυντηρητικών κομμάτων στην Ευρώπη, με ιδιαίτερη αδυναμία σε γυναίκες ηγέτες όπως η Τζόρτζια Μελόνι και η Άλις Βάιντελ.

Η δημόσια παρεμβατικότητα του Μασκ στα εσωτερικά ζητήματα των ευρωπαϊκών δημοκρατιών μπορεί να μοιάζει κάτι νέο σε σχέση με το παρελθόν των σχέσεων ΗΠΑ-Ευρώπης. Πόσο διαφορετική είναι όμως από την γενικότερη αμερικανική αυτοκρατορική ιστορία της αναζήτησης συμμάχων και συχνά της επιβολής τους στην κυβέρνηση άλλων χωρών, από σκληρά αντικομμουνιστικά κόμματα στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου σε φιλελεύθερα κόμματα-οπαδούς της παγκοσμιοποίησης τα τελευταία 30 χρόνια; Ακόμα και αν ο Μασκ και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί του παρουσιάζονται ως «εχθροί των ελίτ», στην πραγματικότητα δεν έχουμε τίποτα άλλο από την γνωστή προσπάθεια των ΗΠΑ να οικοδομήσουν ένα στρατηγικό δίκτυο φιλικών προς αυτές δυνάμεων με προκάλυμμα την ιδεολογική σύμπνοια.

Η θέση αυτής της νέας δύναμης των ευρωτραμπιστών είναι βέβαια αρκετά λεπτή. Από την μια δηλώνουν ότι είναι υπέρ της εθνικής κυριαρχίας και του κρατικού συμφέροντος, αρνούνται την επιβολή εξωεθνικών δυνάμεων όπως διεθνείς οργανισμοί σαν την ΕΕ, και υπερασπίζονται την εθνική ταυτότητα και παραδοσιακές αξίες. Από την άλλη όμως δεν μπορούν να απαρνηθούν την ευκαιρία που τους δίνεται να εκμεταλλευτούν την πολιτική συμμαχία με την ισχυρότερη δύναμη στον κόσμο τώρα που αυτή διοικείται από ιδεολογικά συγγενείς δρώντες. Το θέμα είναι όμως, με τι αντάλλαγμα θα γίνει αυτό; Όταν οι απαιτήσεις των ΗΠΑ από την Ευρώπη θυμίζουν περισσότερο από ποτέ σχέσεις αποικιακής εξάρτησης, δεν είναι η συμμαχία με τους Τραμπ και Μασκ πλήρης αναίρεση των υποσχέσεων περί εθνικής κυριαρχίας; Αρκεί η υπόσχεση της περιστολής της ισχύος της ΕΕ και η ανάσχεση της «woke ιδεολογίας» για να δικαιολογηθεί η πλήρης υποτέλεια στην Ουάσιγκτον;

Πρέπει εδώ μάλλον να ξεκαθαριστεί μια παρεξήγηση. Σε εξαρτημένες χώρες –και ας μην γελιόμαστε, η θέση των ξεχωριστών ευρωπαϊκών κρατών σήμερα (ου μην της ΕΕ συνολικά) είναι πλέον τέτοια έναντι των ΗΠΑ και δυνητικά της Κίνας– η ιδεολογική πόλωση είναι πάντοτε δείγμα εμβάθυνσης αυτής της εξάρτησης, ακόμα και αν τα διαφορετικά στρατόπεδα υπόσχονται «ανεξαρτησία» και «απελευθέρωση». Στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου οι διάφοροι εμφύλιοι και αναταραχές στις χώρες στην περιφέρεια της αντιπαλότητας ΗΠΑ-ΕΣΣΔ στην πραγματικότητα αφορούσαν διαφωνία για το ποιος πάτρωνας ήταν προτιμότερος. Αντίστοιχα σήμερα, η διαμάχη σε ευρωπαϊκό έδαφος μεταξύ «τραμπισμού» και «woke» αφορά τους όρους της ιδεολογικής υποτέλειας προς τις ΗΠΑ, όχι την υποτέλεια καθαυτή. Αυτό που συμβαίνει είναι απλά ότι κάθε στρατόπεδο θυμάται την «αυτονομία» της Ευρώπης όταν στις ΗΠΑ έρχεται στην εξουσία η ιδεολογική ομάδα που δεν την βολεύει – όπως οι αρχές της ΕΕ άλλωστε που στα χρόνια της κυβέρνησης Μπάιντεν είχαν βάλει στο συρτάρι κάθε σχέδιο αυτονόμησης της ΕΕ από τις ΗΠΑ.

Κάποιος αναγνώστης συντηρητικών αισθημάτων ενδεχομένως να αντιτείνει με καλή θέληση ότι δεν είναι όλες οι εξαρτήσεις το ίδιο και ότι η εξωτερική βοήθεια –ειδικά σε μια μοναδική ευκαιρία όπως είναι η αλλαγή κυβέρνησης στις ΗΠΑ– είναι θεμιτή απέναντι σε αντιπάλους που είχαν οικοδομήσει την δική τους ιδεολογική ηγεμονία. Η ανταπάντηση σε αυτό είναι ότι η εξάρτηση από τις ΗΠΑ, ακόμα και φαινομενικά με αντεπαναστατικούς και αυταρχικούς όρους όπως στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, ποτέ δεν εξυπηρετεί συντηρητικούς στόχους σε βάθος χρόνου. Είναι τέτοια η παραγωγή πόλωσης μέσα στις ίδιες τις ΗΠΑ, τέτοιες οι απαιτήσεις οικονομικής αλλά και ιδεολογικής εξάρτησης, τέτοια η εξαγωγή ριζοσπαστικών ιδεολογημάτων και οικονομικής αναταραχής, που ακόμα και αν αρχικά η σύζευξη με την αμερικανική ηγεμονία μοιάζει να εξασφαλίζει την κοινωνική τάξη, τελικά αναπόφευκτα πάντα την ανατρέπει.

Και πάλι, η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου είναι ενδεικτική. Στην Ελλάδα ο συντηρητικός αντικομμουνισμός της δεκαετίας του ’50 και του ’60 τελικά κατέρρευσε κάτω από την πίεση, οικονομική και γεωπολιτική, που οι ίδιες οι ΗΠΑ άσκησαν στο σύστημα, για να οδηγηθούμε τελικά στον (αρχικά, τύποις αντιαμερικανικό) κοινωνικό ριζοσπαστισμό της Μεταπολίτευσης που από την δεκαετία του ’90 και μετά αποδείχτηκε πλήρως συμβατός με μια νέα φάση αμερικανικής επικυριαρχίας. Σε περιφερειακές χώρες της Ασίας, της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής, η σύμπλευση με τις ΗΠΑ οδήγησε σε όχι λιγότερες κοινωνικές εντάσεις, εμφυλίους, θανάτους και καταστροφές από ό,τι αν είχαν επικρατήσει οι φιλοσοβιετικές δυνάμεις. Γενικά είναι κανόνας ότι η εξάρτηση φέρνει ριζοσπαστικοποίηση. Ακόμα και όταν ο γεωπολιτικός και αποικιακός επικυρίαρχος εμφανίζεται ως δύναμη συντήρησης, συμμαχώντας με παραδοσιακά και ανώτερα κοινωνικά στρώματα στην περιφέρεια, αυτό είναι κάτι παροδικό. Και αυτό γιατί ο σκοπός της οικοδόμησης αυτοκρατοριών είναι ακριβώς η εξαγωγή προς την περιφέρεια του ριζοσπαστισμού της μητρόπολης, προκειμένου να προστατευτούν οι εκεί κυρίαρχες κοινωνικές δυνάμεις. Σε βάθος χρόνου, οι απαιτήσεις της εξάρτησης οδηγούν σε ανατροπές στην περιφέρεια έτσι κι αλλιώς.

Παραδόξως επομένως, η συνεπής αντίσταση προς την εξωτερική εξάρτηση, όσο και αν πολλές φορές παίρνει την μορφή και την ρητορεία της επανάστασης και της ανατροπής, είναι τελικά η μόνη συνεπής συντηρητική επιλογή. Από τον Ντε Γκωλ στην Γαλλία μέχρι τον Σιχανούκ στην Καμπότζη άλλωστε, αυτοί που τα δυτικά ΜΜΕ της ψυχροπολεμικής εποχής τούς κατηγορούσαν ως «κεντρώους», «οπορτουνιστές» και «αφερέγγυους» ήταν οι κατ’ ουσίαν συντηρητικοί ηγέτες των χωρών τους, αυτοί που επιζητούσαν μια μέση οδό απέναντι στον κοινωνικό ριζοσπαστισμό και του κομμουνισμού και του αμερικανικού καπιταλισμού. Η ιστορική πορεία του Ντε Γκωλ, που έβαλε την εθνική ανεξαρτησία πάνω από την ιδεολογική σύμπλευση με ξένους πάτρωνες και το 1940 και από το 1958 και μετά ως πρόεδρος, δείχνει τον δρόμο.

Η υπόσχεση του ευρωτραμπισμού σήμερα επομένως δεν είναι επιλογή ασφάλειας και τάξης, αλλά επιλογή περαιτέρω ριζοσπαστισμού αν τα σχέδια των ΗΠΑ για την Ευρώπη αρχίσουν να εφαρμόζονται. Είναι επιλογή ριζικής ανατροπής του κοινωνικού μοντέλου και εισαγωγής όλων των παθογενειών και ακραίων ανισοτήτων της αμερικανικής κοινωνίας και οικονομίας. Αυτό είναι πολύ διαφορετικό από έναν ευρωγκωλισμό, μια συνεπή προσπάθεια προστασίας και διατήρησης της ευρωπαϊκής ιδιοπροσωπίας και διαφύλαξης του αποκλειστικά ευρωπαϊκού (αντί κάποιου νεφελωδώς «δυτικού») συμφέροντος.

Σε εποχές όπου θεματοφύλακας της ευρωπαϊκής αυτονομίας είναι η χρεοκοπημένη ΕΕ και οι φιλελεύθερες ελίτ της, η γοητεία της ρητορικής του Τραμπ, του Μασκ και του Βανς είναι κατανοητή. Η οικοδόμηση μιας αυτόνομης Ευρώπης με πολύ διαφορετικούς όρους από τον σοσιαλφιλελευθερισμό των μέχρι σήμερα κυρίαρχων ελίτ είναι εξαιρετικά δύσκολη. Κάθε άλλη επιλογή όμως επιτείνει την εξάρτηση από τις ΗΠΑ και οδηγεί, από διαφορετικές ιδεολογικές οδούς, στον ίδιο προορισμό: την κατάρρευση του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

__________________________

*Ο Aγγελος Χρυσόγελος είναι ερευνητής σε ζητήματα λαϊκισμού και διεθνών σχέσεων στο Global Populism Cluster του Weatherhead Center for International Affairs του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Στο παρελθόν έχει εργαστεί στο London School of Economics και το King's College London. Κατέχει διδακτορικό τίτλο από το Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο (EUI) της Φλωρεντίας. Είναι εταίρος της δεξαμενής σκέψης Chatham House.

Δεν υπάρχουν σχόλια: