Ήτανε μια Κυρία απ’ την Ταγγέρη
που είχε τρεις πλούσιους άντρες μα ήταν γέροι.
Ένας κλέφτης που ήταν νιος
σήκωσε όλο τους το βιος
5 και για να ζήσουν κάμανε νυχτέρι.
1. 10. 1941
Γιώργος Σεφέρης (1900-1971)
****************
Ο Καμί στην Ταγγέρη
Υπήρξε μια πόλη-μαγνήτης για τους καταραμένους ποιητές, για τη γενιά των μπίτνικ, αλλά και για έναν νομπελίστα. Πράγματι η Ταγγέρη ενέπνευσε τον Καμί.
Ο καυτός ήλιος, η γειτνίαση με την έρημο
και τη θάλασσα, το συνονθύλευμα των ντόπιων και των πολυάριθμων
παραθεριστών, η συνεχής εναλλαγή της τρυφερότητας με τη σκληρότητα, θα
του δωρίσουν κείμενα μεγάλης ακρίβειας και συγκινητικού λυρισμού. Όπως
ενέπνευσε αυτή η πόλη του Μαρόκου τον Γουίλιαμ Μπάροουζ, τον Πολ
Μπόουλς, τον Τζακ Κέρουακ και τον Αλεν Γκίνσμπεργκ.
Πριν μεταφέρουμε ένα απόσπασμα από το
βιβλίο*, να τι έγραφε ο Καμί για την Ταγγέρη: «Συνιστώ στον ευαίσθητο
ταξιδιώτη που θα ερχόταν στο Αλγέρι να πάει να πιει ένα ουζάκι κάτω από
τις καμάρες του λιμανιού, να φάει το πρωί στην ψαραγορά φρέσκο ψάρι
ψημένο στα κάρβουνα. Να πάει ν’ ακούσει αραβική μουσική σ’ ένα
καφενεδάκι, δεν θυμάμαι τ’ όνομά του, στην οδό Λιρ. Να φάει για μεσημέρι
στο εστιατόριο Παντοβάνι, που είναι ένα είδος χορευτικού κέντρου πάνω
σε πιλοτές στην παραλία, όπου η ζωή είναι χαρισάμενη. Να πάει να
καπνίσει ένα τσιγάρο στην οδό ντε Μπουσέ, στην Κάσμπα, ανάμεσα σε
σπλήνες, συκώτια, έντερα και πνευμόνια που στάζουν αίμα από παντού».
Το χαμαιτυπείο της κορυφής
Και γράφει με τη σειρά του ο Ντανιέλ:
«Στους λόφους γύρω από την Ταγγέρη, υπήρχε κάποτε μια ξέρα που την
ονόμαζαν βράχο του κιφ, γιατί όσο κι αν ήταν υποτυπώδες το χαμαιτυπείο
στην κορφή της, πήγαιναν πολλοί εκεί για να καπνίσουν αυτό το είδος της
πρόστυχης κάνναβης. Εκείνο που εντυπωσιάζει στην ξέρα που κόντραρε τον
ωκεανό ήταν οι πάγκοι, ριγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο, σαν σε σκηνή
θεάτρου ή όπως στο σχολείο. Οσο για το θέαμα, ήταν της θάλασσας μέχρις
εκεί που χανόταν το μάτι, ώς τον ωκεανό. Πάνω στην ξέρα ήταν οι νέοι που
ονειρεύονταν, κάτι που πίστευα πως έκαναν μόνο οι γέροι. Οι νέοι όμως
είχαν την επιθυμία να χαθούν σ’ αυτή τη μουντή έκταση, όπου τίποτα δεν
εμπόδιζε το βλέμμα. Στέκουν πετρωμένοι κι ευτυχισμένοι εκεί, όπως
παρατήρησα συχνά, όπως κι εγώ άλλωστε όταν στέκομαι μπροστά στην έρημο.
»Μια μέρα ο Καμί προσκάλεσε ένα νεότατο
άντρα να πάει να τον δει στη “Nouvelle Revue Francaise”. Με επέλεξε
δίχως στ’ αλήθεια να με γνωρίζει, έμοιαζε τρελαμένος να μιλήσει.
Επέστρεφε από την έρημο της Αλγερίας. Στη ζωή μου δεν είχα γνωρίσει
άνθρωπο να λάμπει τόσο. Εμοιαζε ερωτευμένος. Το ταξίδι του πράγματι τον
είχε κατακυριεύσει. Μιλούσε σαν να προσευχόταν. Μα πόσο τον αγάπησα
εκείνη την ημέρα! Και πόσο ευτυχής ήμουν που εξομολογήθηκε την ομορφιά.
Ολοκλήρωσε την αφήγηση εκείνης της παραίσθησης με ένα ανέκδοτο.
Περνώντας από το Αλγέρι, πήγε να ξαναδεί από ψηλά το αγαπημένο του
αραξοβόλι, απ’ το άπλωμα του Σαν Ραφαέλ. Εκεί συνάντησε έναν ντροπαλό
Αλγερινό, έναν άνθρωπο μέσης ηλικίας με πρόσωπο συνάμα αυστηρό, γλυκό
και χαραγμένο. Τον πρόσεξε όταν διέκοψε την περισυλλογή του εμπρός στη
γαλήνη των Θεών κι αυτός του είπε: “Κοιτάς σαν να γνωρίζεις”. “Είναι
δεδομένο πως γνωρίζω”, του απάντησε ο Καμί. Ο Αραβας τον παρατήρησε για
λίγο, ταλαντευόμενος ανάμεσα στη συμπάθεια και στο σκεπτικισμό. Υστερα
του χάρισε ένα χαμόγελο ευλογίας και καλωσορίσματος. Ο Καμί αφηγούνταν
όλα τούτα ευτυχής. “Εκείνος ο Αραβας κι εγώ γνωρίζαμε ό,τι χρειάζεται να
ξέρεις για τον κόσμο”, ψιθύρισε ολοκληρώνοντας. Στη συνέχεια κατάλαβα
τι εννοούσαν οι δυο τους. Αναφέρονταν σε μια καταδύση στον αρχέτυπο
ωκεανό, ξένο αλλά την ίδια ώρα μητρικό, την εισαγωγή στο κενό, που είναι
και το μεγάλο άπαν, και τη μεθυστική αίσθηση πως άνηκαν στον κόσμο.
Καπνίζοντας κιφ
»Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να καπνίσω κιφ
αλλού εκτός απ’ την Ταγγέρη. Ούτε καν ξέρω αν θα είχε την ίδια αίσθηση.
Πιστεύω πως αυτή η πόλη είναι θεότρελη. Μου προκαλούσε πάντα ιλίγγους.
Τότε ήταν η μόνη πραγματικά ελεύθερη πόλη σ’ όλη τη βόρεια Αφρική, μες
στη χαρά και τα νιάτα της. Ξυπνά γύρω στις έξι το βραδάκι κι από εκείνη
τη στιγμή δεν παύει να διασκεδάζει. Οι κάτοικοί της είναι υπνοβάτες και
με τις δύο έννοιες του όρου. Είναι απρόβλεπτοι όπως ο ήλιος στο στενό
του Γιβραλτάρ, αβέβαιοι όπως οι άνεμοι που διστάζουν ανάμεσα σε δύο
θάλασσες, πάνε σε σμάρια σαν τα κύματα που ακολουθούν το ένα τ’ άλλο
στις ατέλειωτες, έρημες, τεράστιες ακτές. Το πλήθος των ηδυπαθών
μελαχρινών διασχίζουν ενίοτε τρέχουσες ξανθές Βαλκυρίες ή Βίκινγκς. Τα
μαλλιά τους κατρακυλούν στους ώμους τους ή είναι δεμένα σε αλογοουρές,
στην πλάτη τους φέρουν θηριώδεις σάκους, τα μπούτια τους είναι γυμνά.
Κυκλοφορούν μέσα στη γενική αδιαφορία, ούτως ή άλλως ο ξένος δεν είναι
αξιοπερίεργος εδώ, τόσο που να νιώθει σαν στο σπίτι του σ’ αυτό το
κοσμοπολίτικο παράρτημα της Αφρικής, σ’ αυτό τον ισθμό που η απέναντι
στεριά θέλει βρετανική την Ανδαλουσία».
Τον Καμί ακριβώς και την Ταγγέρη ενώνει στο νέο του βιβλίο «Καθρέπτες μιας ζωής» ο Ζαν Ντανιέλ.
Πηγή: enet
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου