CESARE PAVESE*
Δύο ποιήματα
Μετάφραση-επίμετρο: Ήβη Καζαντζή
Il vino triste
La fatica è sedersi senza farsi notare.
Tutto il resto poi viene da sé. Tre sorsate
e ritorna la voglia di pensarci da solo.
Si spalanca uno sfondo di lontani ronzii,
ogni cosa si sperde, e diventa un miracolo
esser nato e guardare il bicchiere. Il lavoro
(l’uomo solo non può non pensare al lavoro)
ridiventa l’antico destino che è bello soffrire
per poterci pensare. Poi gli occhi si fissano
a mezz’aria, dolenti, come fossero ciechi.
Se quest’uomo si rialza e va a casa a dormire,
pare un cieco che ha perso la strada. Chiunque
può sbucare da un angolo e pestarlo di colpi.
Può sbucare una donna e distendersi in strada,
bella e giovane, sotto un altr’uomo, gemendo
come un tempo una donna gemeva con lui.
Ma quest’uomo non vede. Va a casa a dormire
e la vita non è che un ronzio di silenzio.
A spogliarlo, quest’uomo, si trovano membra sfinite
e del pelo brutale, qua e là. Chi direbbe
che in quest’uomo trascorrono tiepide vene
dove un tempo la vita bruciava? Nessuno
crederebbe che un tempo una donna abbia fatto carezze
su quel corpo e baciato quel corpo, che trema,
e bagnato di lacrime, adesso che l’uomo
giunto a casa a dormire, non riesce, ma geme.
La fatica è sedersi senza farsi notare.
Tutto il resto poi viene da sé. Tre sorsate
e ritorna la voglia di pensarci da solo.
Si spalanca uno sfondo di lontani ronzii,
ogni cosa si sperde, e diventa un miracolo
esser nato e guardare il bicchiere. Il lavoro
(l’uomo solo non può non pensare al lavoro)
ridiventa l’antico destino che è bello soffrire
per poterci pensare. Poi gli occhi si fissano
a mezz’aria, dolenti, come fossero ciechi.
Se quest’uomo si rialza e va a casa a dormire,
pare un cieco che ha perso la strada. Chiunque
può sbucare da un angolo e pestarlo di colpi.
Può sbucare una donna e distendersi in strada,
bella e giovane, sotto un altr’uomo, gemendo
come un tempo una donna gemeva con lui.
Ma quest’uomo non vede. Va a casa a dormire
e la vita non è che un ronzio di silenzio.
A spogliarlo, quest’uomo, si trovano membra sfinite
e del pelo brutale, qua e là. Chi direbbe
che in quest’uomo trascorrono tiepide vene
dove un tempo la vita bruciava? Nessuno
crederebbe che un tempo una donna abbia fatto carezze
su quel corpo e baciato quel corpo, che trema,
e bagnato di lacrime, adesso che l’uomo
giunto a casa a dormire, non riesce, ma geme.
ΤΟ ΛΥΠΗΜΕΝΟ ΚΡΑΣΙ
Το ωραίο είναι πως κάθε φορά που κάθομαι σε μια γωνιά
μιας υπόγας για να κατεβάσω το ποτηράκι μου, έρχεται ο παιδεραστής
ή τα μωρά που τσιρίζουν ή ο άνεργος
ή μια ωραία κοπέλα που περνάει απ’ έξω,
όλοι για να μου κόψουν τον ειρμό του καπνού. «Έτσι είναι, παλικάρι μου,
μα, την αλήθεια, δουλεύω στο Λουτσέντο».
Όμως η φωνή, η πνιγμένη φωνή του γέρου
σαραντάρη –ίσως– που μου ’σφιξε το χέρι
βραδιάτικα μέσα στο κρύο κι ύστερα με συνόδεψε
ως το σπίτι, εκείνος ο τόνος της παλιάς κορνέτας,
δε θα τον ξεχάσω, ακόμα κι αν πεθάνω.
Δεν έλεγε για το κρασί, μιλούσε μαζί μου
γιατ’ ήμουν σπουδαγμένος και κάπνιζα πίπα.
«Κι όποιος καπνίζει πίπα» φώναζε με τρεμουλιαστή φωνή
«δεν μπορεί να ’ναι κάλπικος!» Συμφώνησα κουνώντας το κεφάλι.
Βρήκα κοπέλες όταν γύρισα, πιο ξύπνιες, πιο υγιείς
με γυμνές τις γάμπες –νήστια εδώ και μήνες–
και παντρεύτηκα μόνο και μόνο γιατ’ είχα μεθύσει
απ’ τη φρεσκάδα τους –ένας έρωτας γεροντικός.
Παντρεύτηκα την πιο γεροδεμένη και την πιο ξεδιάντροπη
για να ξαναγνωρίσω τη ζωή, για να μην πεθάνω πια
πισ’ από ’να τραπέζι, μέσα σ’ ένα γραφείο, μπροστά σε ξένους.
Όμως κι η Νέλλα ήταν για μένα ξένη κι ένας μαθητευόμενος αεροπόρος
την είδε κάποτε και μου την έβαλε χέρι.
Τώρα είναι πεθαμένος εκείνος ο άνανδρος, –εκείνος ο φτωχός νέος–
τουμπάρισε στον ουρανό –όχι, εγώ είμαι ο άνανδρος.
Η Νέλλα μου νταντεύει ένα μωρό –δεν ξέρω αν είναι γιος μου–
αφέντρα εκείνη του σπιτιού κι εγώ ένας ξένος
ανήμπορος να την ευχαριστήσει και δεν τολμάω να πω κουβέντα
ούτε κι η Νέλλα όμως μιλάει, μονάχα με κοιτάζει.
Και, το πιο ωραίο, ο άντρας κείνος έκλαιγε καθώς μου τα διηγιόταν,
όπως κλαίει ένας μεθυσμένος, μ’ όλο του το κορμί,
κι έπεφτε απάνω μου κι έλεγε: «Μεταξύ μας
προπαντός σεβασμός» κι εγώ, να τρέμω μες στο κρύο,
να θέλω να φύγω, να του δώσω το χέρι.
Τι απόλαυση να κατεβάζεις το ποτηράκι σου, μα είναι άλλη απόλαυση
ν’ ακούς τα ξεσπάσματα ενός ανίκανου γέρου
που γύρισε απ’ το μέτωπο και γυρεύει συγχώρεση.
Ποια ικανοποίηση ένιωσα εγώ ποτέ στη ζωή μου;
Μα, την αλήθεια, δουλεύω στο Λουτσέντο.
Ποια ικανοποίηση ένιωσα εγώ ποτέ στη ζωή μου;
ESTATE DI SAN MARTINO
Le colline e le rive del Po sono un giallo bruciato
e noi siamo quassù a maturarci nel sole.
Mi racconta costei - come fossi un amico.
«Da domani abbandono Torino e non torno mai più.
Sono stanca di vivere tutta la vita in prigione».
Si respira un sentore di terra e, di là dalle piante,
a Torino, a quest’ora lavorano tutti in prigione.
Il quartiere, il paese, la città, la strada
«Torno a casa dei miei dove almeno potrò stare sola
senza piangere e senza pensare alla gente che vive.
Là mi caccio un grembiale e mi sfogo in cattive risposte
ai parenti e per tutto l'inverno non esco mai più».
Nei paesi novembre è un bel mese dell’anno:
c’è le foglie colore di terra e le nebbie al mattino,
poi c'è il sole che rompe le nebbie. Lo dico tra me
e respiro l’odore di freddo che ha il sole al mattino.
«Me ne vado perché è troppo bella Torino a quest’ora:
a me piace girarci e vedere la gente
e mi tocca star chiusa finch’è tutto buio
e la sera soffrire da sola»! Mi vuole vicino
come fossi un amico: quest’oggi ha saltato l’ufficio
per trovare un amico. «Ma posso star sola cosi?
Giorno e notte – l’ufficio - le scale - la stanza da letto
se alla sera esco a fare due passi non so dove andare
e ritorno cattiva e al mattino non voglio più alzarmi.
Tanto bella sarebbe Torino - poterla godere
solamente poter respirare». Le piazze e le strade
han lo stesso profumo di tiepido sole
che c’è qui tra le piante. Ritorni al paese.
Ma Torino è il più bello di tutti i paesi.
«Se trovassi un amico quest'oggi, starei sempre qui».
(da Lavorare stanca, Einaudi, 1943)
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ ΣΑΝ ΜΑΡΤΙΝΟ
Ένα καμένο κίτρινο είναι οι λόφοι και οι όχθες του Πάδου
κι εμείς απάνω εδώ ανεβήκαμε για να ωριμάσουμε στον ήλιο.
– Σα να ’τανε ένας φίλος– μου διηγείτ’ εκείνη
Απ’ αύριο εγκαταλείπω το Τορίνο και δεν ξαναγυρίζω ποτέ πια.
Κουράστηκα όλη τη ζωή μου να την περνώ στη φυλακή.
Μια χωματίλα ανασαίνεις και, πέρα απ’ αυτά τα δέντρα,
στο Τορίνο, αυτήν εδώ την ώρα, δουλεύουν όλοι μες στη φυλακή.
Γυρνάω στο πατρικό μου όπου τουλάχιστον μπορώ να μένω μόνη
χωρίς να κλαίω, χωρίς να σκέφτομαι όλους αυτούς που ζούνε τη ζωή τους.
Εκεί αρπάζω μια ποδιά και ξεθυμαίνω με βρισιές
στους δικούς μου κι όλο το χειμώνα δε λέω να ξαναβγώ.
Όμορφος μήνας της χρονιάς είν’ στα χωριά ο Νοέμβρης:
στο χρώμα της γης τα φύλλα κι η πάχνη η πρωινή,
ύστερα ο ήλιος που τρυπάει την πάχνη. Τα λέω μέσα μου
κι ανασαίνω την κρύα μυρωδιά του πρωινού ήλιου.
Φεύγω γιατ’ είναι ωραίο το Τορίνο αυτήν την ώρα:
μ’ αρέσει να τριγυρνάω και να βλέπω τον κόσμο
μα εγώ μένω μέσα κλεισμένη ώσπου πια να βραδιάσει
και μοναχή τα βράδια υποφέρω. Με θέλει πλάι της
σαν να ’μουν ένας φίλος: το ’σκασε σήμερα από το γραφείο
για να βρει ένα φίλο. Μα μπορώ να μένω έτσι μοναχή;
Μέρα νύχτα –το γραφείο– οι σκάλες– η κάμαρα–
αν βγω το βράδυ να κάνω μια βόλτα δεν ξέρω που να πάω
κι επιστρέφω βαρύθυμη και το πρωί δε θέλω πια να σηκωθώ.
Θα ήταν τόσο ωραίο το Τορίνο –να μπορούσες να το χαρείς–
να μπορούσες μοναχά ν’ ανασαίνεις. Οι δρόμοι και οι πλατείες
έχουν την ίδια ευωδιά του χλιαρού ήλιου
που ’χει εδώ καταμεσής στα φυτά. Γυρνάς στο χωριό.
Μα το Τορίνο είναι τ’ ωραιότερο απ’ όλα τα χωριά.
Αν έβρισκα ένα φίλο σήμερα, θα ’μενα εδώ για πάντα.
*Τσέζαρε Παβέζε - Βικιπαίδεια
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Τα παραπάνω ποιήματα είναι γραμμένα την εποχή της
σύνθεσης των ποιημάτων της πρώτης ποιητικής συλλογής του Pavese, Lavorare
stanca. Δε συμπεριλήφθηκαν όμως ούτε στην πρώτη έκδοση της συλλογής την περίοδο
του φασισμού (1936), ούτε και στη δεύτερη και επαυξημένη έκδοση στη
μεταφασιστική περίοδο (1943). Παρέμειναν ανέκδοτα μέχρι τη μεταθανάτια έκδοση
των απάντων του ιταλού ποιητή και πεζογράφου (Einaudi, 1968). Φέρουν τις
ημερομηνίες: Το λυπημένο κρασί [Il vino triste] –Δεκέμβρης 1931 και το
Καλοκαίρι του Σαν Μαρτίνο [Estate di San Martino] –Δεκέμβρης 1932.
Πραγματεύονται
θέματα πολύ βασικά στην ποιητική του Pavese και φανερώνουν τις προτιμήσεις του
σχετικά με τη μορφή και τη γλώσσα της ιδεατής γι’ αυτόν ποιητικής έκφρασης.
Αναφέρονται στον πόλεμο, στην εξορία, στην αποξένωση και στη μοναξιά, στις
άκαρπες ερωτικές ή μη σχέσεις, στη ‘σκλαβιά’ της πόλης και της εργασίας σε
αντίθεση με την ελευθερία της υπαίθρου, αντικατοπτρίζοντας μέσα από αυτήν την
αντίθεση την προσποίηση του ενήλικου βίου και την αυθεντικότητα της παιδικής
ηλικίας. Όλα αυτά τυλιγμένα μέσα στην ακαθόριστη αίσθηση μιας συνεχούς
παρουσίας του θανάτου ή ακόμη και της επιθυμίας του θανάτου. Ας μην ξεχνάμε ότι
και ο ίδιος ο Pavese αυτοκτόνησε στις 27 Αυγούστου 1950, σε ηλικία 42 ετών,
απομονωμένος, σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, στο Τορίνο.
Η μορφή και η
γλώσσα των ποιημάτων αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα της ποιητικής
έκφρασης του Pavese: Το ‘διήγημα-ποίημα’ που παρουσιάζει ένα ρυθμικό
αφηγηματικό λόγο, σε καθημερινή και απλή γλώσσα, με μακρούς ελεύθερους στίχους.
Το τελευταίο αυτό χαρακτηριστικό αποτελεί, όπως δήλωνε και ο ίδιος ο Pavese,
επιρροή της ποίησης του αμερικανού Walt Whitman, με το έργο του οποίου είχε
ασχοληθεί εκτενώς στη διάρκεια των πανεπιστημιακών του σπουδών.
Ήβη Καζαντζή *
_____________________________________________________________________________________________________
* Η Ήβη Καζαντζή γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη.
Πήρε το πτυχίο της από το Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Α.Π.Θ.
Έκανε Μεταπτυχιακές σπουδές στη Συγκριτική Θεωρία της Λογοτεχνίας στο
πανεπιστήμιο του Warwick στη Μ. Βρετανία. Eκπόνησε τη Διδακτορική της Διατριβή
στο Ιταλικό Τμήμα του Α.Π.Θ. από όπου και έλαβε τον τίτλο του Διδάκτορα της
Συγκριτικής Λογοτεχνίας. Τα επιστημονικά της ενδιαφέροντα αφορούν στη
Συγκριτική Λογοτεχνία (με έμφαση στην ιταλική, ελληνική και αγγλόφωνη
λογοτεχνία) και συγκεκριμένα το μοντέρνο μυθιστόρημα και οι θεωρίες της
αφήγησης. Ασχολείται επίσης με τη μετάφραση λογοτεχνικών κειμένων. Έχει
μεταφράσει πεζογραφία και ποίηση των: Italo Svevo, Marco Lodoli, Vincenzo
Cerami, Cesare Pavese, Sinéad Morrissey.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου