Έτσι γεννήθηκε το «Άξιον Εστί»!
Μια αναδρομή στη «γέννηση» της δημιουργίας ενός σπουδαίου έργου, ενός μνημείο του ελληνικού πολιτισμού, στο οποίο συναντήθηκαν η μεγάλη μουσική έμπνευση του Μίκη Θεοδωράκη με την υψηλότερη ίσως κορυφή της ποίησης του Οδυσσέα Ελύτη.
Σαν σήμερα, στις 19 Οκτωβρίου 1964 στο θέατρο «Ρεξ» έκανε πρεμιέρα το λαϊκό ορατόριο του Μίκη Θεοδωράκη «Άξιον Εστί» σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη.
Οδυσσέας Ελύτης: ‘Ετσι έγραψα το «Άξιον Εστί»
Ο Οδυσσέας Ελύτης εξηγεί σε μια συνέντευξη του, πως έγραψε το «Άξιον Εστί»:
«Όσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο, την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημα μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του ’48 με ’51. Ήταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί – πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος – δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στη πέτρα. Θυμάμαι την μέρα που κατέβαινα να μπω στο αεροπλάνο, ένα τσούρμο παιδιά που παίζανε σε ένα ανοιχτό οικόπεδο. Το αυτοκίνητό μας αναγκάστηκε να σταματήσει για μια στιγμή και βάλθηκα να τα παρατηρώ. Ήτανε κυριολεκτικά μες τα κουρέλια. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα πρόσωπα. Τριγυρίζανε μέσα στις τσουκνίδες του οικοπέδου ανάμεσα σε τρύπιες λεκάνες και σωρούς σκουπιδιών. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έπαιρνα από την Ελλάδα. Και αυτή, σκεπτόμουνα, ήταν η μοίρα του Γένους που ακολούθησε το δρόμο της Αρετής και πάλαιψε αιώνες για να υπάρξει. Πριν περάσουν 24 ώρες περιδιάβαζα στο Ουσί της Λωζάννης, στο μικρό δάσος πλάι στη λίμνη. Και ξαφνικά άκουσα καλπασμούς και χαρούμενες φωνές. Ήταν τα Ελβετόπαιδα που έβγαιναν να κάνουν την καθημερινή τους ιππασία. Αυτά που από πέντε γενεές και πλέον, δεν ήξεραν τι θα πει αγώνας, πείνα, θυσία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκηπόπουλα, με συνοδούς που φορούσαν στολές με χρυσά κουμπιά, περάσανε από μπροστά μου και μ’ άφησαν σε μια κατάσταση που ξεπερνούσε την αγανάκτηση.
«Συντριβή μπροστά στην αδικία»
Ήτανε δέος μπροστά στην τρομακτική αντίθεση, συντριβή μπροστά στην τόση αδικία, μια διάθεση να κλάψεις και να προσευχηθείς περισσότερο, παρά να διαμαρτυρηθείς και να φωνάξεις. Ήτανε η δεύτερη φορά στη ζωή μου – η πρώτη ήτανε στην Αλβανία – που έβγαινα από το άτομό μου, και αισθανόμουν όχι απλά και μόνο αλληλέγγυος, αλλά ταυτισμένος κυριολεκτικά με τη φυλή μου. Και το σύμπλεγμα κατωτερότητας που ένιωθα, μεγάλωσε φτάνοντας στο Παρίσι. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από το τέλος του πολέμου και τα πράγματα ήταν ακόμη μουδιασμένα. Όμως τι πλούτος και τι καλοπέραση μπροστά σε μας! Και τι μετρημένα δεινά επιτέλους μπροστά στα ατελείωτα τα δικά μας! Δυσαρεστημένοι ακόμα οι Γάλλοι που δεν μπορούσαν να ‘χουν κάθε μέρα το μπιφτέκι και το φρέσκο τους βούτυρο, δυσανασχετούσανε. Υπάλληλοι, σωφέρ, γκαρσόνια, με κοιτάζανε βλοσυρά και μου λέγανε: εμείς περάσαμε πόλεμο Κύριε! Κι όταν καμιά φορά τολμούσα να ψιθυρίσω ότι ήμουν Ελληνας κι ότι περάσαμε κι εμείς πόλεμο με κοιτάζανε παράξενα: α, κι εσείς έ; Καταλάβαινα ότι ήμασταν αγνοημένοι από παντού και τοποθετημένοι στην άκρη-άκρη ενός χάρτη απίθανου. Το σύμπλεγμα κατωτερότητας και η δεητική διάθεση με κυρίευαν πάλι. Ξυπνημένες μέσα παλαιές ενστικτώδεις διαθέσεις άρχισαν να αναδεύονται και να ξεκαθαρίζουν.
«Διαμαρτυρία για τ’ άδικο»
Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά-σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ότι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους – και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου ‘δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ’ αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε το «Άξιον Εστί».
Μίκης Θεοδωράκης: Έτσι συναντηθήκαμε με τον Ελύτη
Και τώρα ο Μίκης Θεοδωράκης, από τις σημειώσεις του οποίου μαθαίνουμε πως ήρθε σε επαφή με τον Ελύτη, πως μελοποίησε το «Άξιον Εστί», μέχρι το πως φτάσαμε στην ηχογράφηση και την πρώτη του παρουσίαση:
Τότε ακριβώς, κάποιο μεσημέρι, στο όρθιο του Λουμίδη, μπροστά στο ΠΑΛΛΑΣ, εκεί που έπινε τον μοναδικό καφέ εσπρέσο η αθηναϊκή ιντελιγκέντσια, Σεπτέμβριο νομίζω του ΄60, με πλησίασε ο Οδυσσέας Ελύτης. Αφού μου μίλησε για το πόσο εκτιμά την προσπάθειά μου και πόσο αγάπησε τον ΕΠΙΤΑΦΙΟ, πρόσθεσε:
– Τελείωσα το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, το έργο της ζωής μου, νομίζω. Θα ΄θελα να σας το έστελνα κάπου, γιατί κάτι μου λέει ότι θα σας εμπνεύσει…
Αφού τον ευχαρίστησα, έγραψα τη διεύθυνσή μου στο Παρίσι και του την έδωσα : Rue de la Fontaine au Roi («Βασιλική Πηγή»)! Πιο συμβολική ονομασία δεν μπορούσε πράγματι να βρεθεί για κείνη την εποχή).
Δεν πέρασε μήνας κι ο παριζιάνος ταχυδρόμος άφησε στο θυρωρείο το φρεσκοτυπωμένο βιβλίο του Ελύτη.
Αφού το ρούφηξα μονομιάς, απ΄ την πρώτη ως την τελευταία λέξη, βάλθηκα να το μελοποιήσω. Ίσως στην αρχή να είχα την πρόθεση να μην αφήσω απέξω κανένα στίχο… Μετά συνειδητοποίηση που η σύνθεση που θα προέκυπτε, θα είχε σίγουρα διάρκεια δεκάδων ωρών. Εξάλλου στίχοι όπως το ΕΝΑ ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ, ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΑΙΜΑΤΑ, ΑΝΟΙΓΩ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΜΟΥ, ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΗΛΙΕ ΝΟΗΤΕ, ΝΑΟΙ ΣΤΟ ΣΧΗΜΑ Τ΄ΟΥΡΑΝΟΥ… με τράβηξαν σα μαγνήτες. Τους μελοποίησα αμέσως κι άρχισα πάλι να τους τραγουδώ προς μεγάλη χαρά της μικρής Μαργαρίτας και απελπίζοντας τη Μυρτώ μέσα σε κείνο το μικροσκοπικό δωμάτιο, στο οποίο έπρεπε να τα κάνουμε όλα. Να τρώμε, να ταΐζουμε τα παιδιά, να μελετάμε, να γράφω μουσική. Η κουζίνα δεν μας χωρούσε ούτε όρθιους. Η μπανιέρα ήταν φουσκωτή. Το αποχωρητήριο στην αυλή της πολυκατοικίας και το υπνοδωμάτιο μόλις και μετά βίας χωρούσε το κρεβάτι μας. Πρέπει ακόμα να πω ότι τα περισσότερα έπιπλα τα φτιάξαμε οι ίδιοι με υλικά που αγοράσαμε από το σουπερμάρκετ.
Ο Μπαχ και οι ψαλμωδίες
Λίγο λίγο η μορφή της νέας μου σύνθεσης άρχισε να ξεκαθαρίζει στο μυαλό μου. Πρέπει να είχα δύο πρότυπα : Το ένα ήταν τα ορατόρια του Μπαχ. Εκεί που έχουμε τις άριες, τα ρετσιτατίβα και τα κοράλ. Το άλλο ήταν η λειτουργία, όπου έχουμε τις ψαλμωδίες των ιερέων, την ανάγνωση των Ευαγγελίων και τα τροπάρια του δεξιού και του αριστερού ψάλτη. Τρία βασικά στοιχεία και στις δύο περιπτώσεις. Αυτά υπήρχαν στο ποίημα του Ελύτη. Έπρεπε τώρα η τελική επιλογή μου να επεκταθεί σε όλο το έργο, ώστε να μη χαθεί η ενότητά του και να μην προδοθεί ο στόχος του ποιητή : Η ΓΕΝΕΣΙΣ, ΤΑ ΠΑΘΗ και ΤΟ ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΝ θα έπρεπε να αντιπροσωπεύονται αναλογικά έτσι ώστε να μη χαλάσει η ισορροπία του έργου.
Όλες μου αυτές τις σκέψεις άρχισα να τις γράφω και να τις στέλνω στον Ελύτη. Εκείνος μου απαντούσε… Το έργο προχωρούσε… Όμως ήμουν τάχα ώριμος για να περάσω απ΄το Τραγούδι και τον Κύκλο Τραγουδιών στο Ορατόριο; Θα χρησιμοποιούσα συμφωνική ορχήστρα; Και πως; Θα έβαζα και χορωδία; Με ποια εναρμόνιση; Ποιες άλλες τεχνικές; Άντεχε τάχα η αντίστιξη σ΄ένα έργο που ήθελα να παραμείνει λαϊκό;
Έχω γράψει έκτοτε πολλά για το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ. Εδώ σ΄αυτές τις «βιογραφικές» σημειώσεις, που αφορούν την ταυτότητα των έργων και κυρίως τις συνθήκες μέσα στις οποίες γράφτηκαν, δεν έχω να πω πολλά πράγματα. Όπως βλέπετε, το βάζω τελευταίο στην Α΄Περίοδο (1960-1965), γιατί πράγματι τότε –δηλαδή τέλος του ΄60 και αρχές του ΄61- άρχισε και τέλειωσε η σύνθεσή του, όμως για να το ολοκληρώσω, χρειάστηκα άλλα τρία χρόνια…
Εκ των υστέρων παρατηρώ ότι η ενορχήστρωση μπορεί να ήταν πιο σωστή και ενδεδειγμένη, στα όριά της, ώστε να μη χαθεί ο «ελληνολαϊκός» χαρακτήρας, που κυριαρχούσε τότε στις συνθέσεις μου. Είχε όμως πολλές προχειρότητες, που δείχνουν ότι μου έλειπε ο χρόνος που απαιτεί η δουλειά της ενορχήστρωσης… Αν θα έπρεπε να χαρακτηρίσω το ρυθμό της ζωής μου εκείνο τον καιρό, θα ΄λεγα ¨χωρίς ανάσα¨.
Η εποχή
Μουσική φιλμ στο Λονδίνο, αρχαίες τραγωδίες στην Επίδαυρο, φωνοληψίες στην Αθήνα, περιοδείες στην Ελλάδα, θεατρικά έργα μέσα στην ίδια περίοδο (ΟΜΟΡΦΗ ΠΟΛΗ, ΕΝΑΣ ΟΜΗΡΟΣ, ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ, ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ και ΜΑΓΙΚΗ ΠΟΛΗ, μόνο από το καλοκαίρι του 1962 ως το επόμενο καλοκαίρι του 1963), δημιουργία της Μικρής Ορχήστρας Αθηνών (1962).
Στην πολιτική, η κίνηση ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ και τέλος, στο αποκορύφωμα μετά τη δολοφονία του Λαμπράκη, το Κίνημα των Λαμπράκηδων και η εκλογή μου ως Βουλευτού Πειραιώς (1964). Η πρώτη εκτέλεση του ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ τον Μάρτιο του 1964 στο REX συμπίπτει με τις εκλογές, στις οποίες πήρα μέρος κι εγώ, υποψήφιος Βουλευτής της ΕΔΑ στη Β΄Πειραιώς, στην έδρα του Γρηγόρη Λαμπράκη.
Το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το έπαιζα συχνά στο πιάνο απ΄το 1962 και πέρα, που εγκατασταθήκαμε στο σπίτι μας στη Νέα Σμύρνη. Θυμάμαι μια ξεχωριστή ακρόαση : ο Γιώργος Σαββίδης και η γυναίκα του η Λένα, μαζί τους νομίζω κι ο Λέων Καραπαναγιώτης, που θέλανε σώνει και καλά να το μαγνητοφωνήσουν. Πρέπει να υπάρχει αυτή η ταινία σε μεγάλο revox, που ζύγιζε πολλά κιλά και που το κουβάλησαν για το σκοπό αυτό. Εκτός και αν την έχει καταστρέψει ο σκόρος των παθών μας…
Δεν ήταν όμως μόνο οι δικοί μου προβληματισμοί που καθυστέρησαν τόσο πολύ την παρουσίαση του έργου… Ήταν κυρίως, θα΄λεγα, το γεγονός ότι δεν ήθελα να χάσω την επαφή μου με το μεγάλο κοινό, που περίμενε με πάθος, ποιο θα ήταν το επόμενο έργο μου. Πρωτομίλησα στον Πηλιχό απ΄τα 1960 κιόλας για το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ.
Μουσικές φόρμες και ιδεολογικές αναζητήσεις
Στο μεταξύ, το κοινό που αγαπούσε τη μουσική μου πλήθαινε συνεχώς, μα προπαντός ωρίμαζε. Έργα, όπως ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ, έδειχναν καθαρά πως σκοπός μου ήταν να πάω πιο μακριά, σε νέες φόρμες μουσικές και σε αναζητήσεις ιδεολογικές. Πρέπει να πω ότι υπήρξε μεγάλη ζύμωση, χάρη –όπως τόνισα- στην ύπαρξη φωτισμένων δημοσιογράφων, που τους συγκαταλέγω πάντα μέσα στους βασικούς παράγοντες για την επιτυχία εκείνης της προσπάθειας. Στα 1962, με την ίδρυση της Μικρής Ορχήστρας Αθηνών, το κοινό μου, δηλαδή οι απλοί πολίτες, αρχίζουν να μυούνται στη συμφωνική μουσική. Δεν ήταν μια απλή επιθυμία μου να διευθύνω συμφωνικά έργα. Το έκανα γιατί θεωρούσα ότι η μύηση του απλού ακροατή στον συμφωνικό ήχο και τις συμφωνικές φόρμες ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για να κατανοήσει έργα όπως το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ. Δηλαδή έντεχνα έργα κι από την άποψη του λόγου κι απ΄το πρίσμα του ήχου, που όμως έπρεπε να στηρίζονται γερά πάνω στη ζωντανή παράδοση, όπως την εξέφραζε εκείνη την εποχή ένα λαϊκό κοινό, ευαίσθητο, ευγενικό, διψασμένο για ομορφιά και αλήθεια, πράγματα που γεννούσαν μέσα του μια πρωτόφαντη ψυχική δυναμική. Έτσι, όταν έπεσε σαν σπόρος το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, έπεσε μέσα σε πλούσιο και εύφορο χώμα.
Στα δικαστήρια…
Όταν από δικής μου πλευράς όλα ήταν έτοιμα –περί το τέλος του 1963- μίλησα στην Εταιρεία για τη δισκογράφηση. Και, ω! της μεγάλης εκπλήξεως, εκείνη είπε όχι! Τους λόγους (οικονομικούς; πολιτικούς;) τους παραμερίζω αυτή τη στιγμή. Τι να κάνω; Στο συμβόλαιό μου υπήρχε μια παράγραφος, που υποχρέωνε την Εταιρεία να δισκογραφεί ένα μεγάλο συμφωνικό μου έργο κάθε χρόνο. Έτσι είχε γίνει με τη ΣΟΥΙΤΑ Νο 1, που ηχογραφήθηκε στα 1961 στο Στρασβούργο με τον Σαρλ Μπρικ και κυκλοφόρησε στην Αθήνα.
Αργότερα ηχογραφήσαμε τις 2 ΣΟΝΑΤΙΝΕΣ για πιάνο, το ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ και το ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΤΥΡΡΑΝΟΣ. Έτσι , σχεδόν μπροστά στην πόρτα των δικαστηρίων, η Εταιρεία υποχρεώθηκε με βαριά καρδιά να δεχτεί την ηχογράφηση ενός έργου, που όπως αποδείχθηκε, θα γέμιζε τα ταμεία της. Για πολλούς αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ έγινε το πιο εμπορικό από όλα μου τα έργα. Όχι όμως για μένα. Γιατί είχα δουλέψει επίμονα και σωστά προετοιμάζοντας το κοινό, έτσι που να μην μπορεί να πει κανείς αν το κοινό εκείνου του καιρού ήταν άξιον του έργου ή το έργο άξιον του κοινού. («Άξιον το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ σου», μου έγραψε ο Γεώργιος Παπανδρέου, όταν άκουσε το δίσκο. « Όμως ανάξιο να ανήκεις στην παράταξη εκείνη που αρνείται την Ελευθερίαν, την οποίαν υμνείς»).
Ηχογράφηση μετ΄ εμποδίων
Προσπάθησα να βρω μια χορωδία που να τραγουδά όσο γίνεται πιο απλά. Η Θάλεια Βυζαντίου κατενόησε ευθύς το έργο και την πρόθεσή μου αυτή. Ο Χορός ήταν ο οποιοσδήποτε. Ήταν οι φωνές οι συνηθισμένες, όταν τραγουδούσαν σε παρέες όλοι μαζί. Γιατί θα πρέπει να πω εδώ, ότι εκείνη την εποχή τύχαινε ν΄ακούω τραγούδια μου σε υπέροχες εκτελέσεις, όχι μόνο στις ταβέρνες και στις συγκεντρώσεις, αλλά τη νύχτα σε καντάδες στους σκοτεινούς δρόμους, ιδιαίτερα στην επαρχία, όπου οι τραγουδιστές ήσαν δεκάδες. Έτσι θα μου μείνει αξέχαστη μια βραδιά στο Αγρίνιο, στα 1966, που μετά από κάποια συνεστίαση, βγαίνοντας από το εστιατόριο, βρεθήκαμε μπροστά σε μια παρόμοια συντροφιά, που τραγουδούσε χορωδιακά το ΡΟΔΟΣΤΑΜΟ. Αξέχαστο είναι επίσης για όσους ζήσαμε στον Ωρωπό, κάποιο βράδυ, που καθώς το φεγγάρι πρόβαλε σαν ένα τεράστιο ταψί μέσα από το πέλαγο, πιαστήκαμε χέρι χέρι όλοι οι εξόριστοι και βαδίζοντας προς τη θάλασσα, κοιτώντας το φεγγάρι, αρχίσαμε αυθόρμητα να τραγουδάμε το Ο ΚΗΠΟΣ ΕΜΠΑΙΝΕ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ.
Στα 1964 η φωνή του Μπιθικώτση βρισκόταν στον κολοφώνα της. Κάναμε αμέτρητες πρόβες στο γραφείο μου στη Νέα Σμύρνη, μαζί και οι τέσσερις πιστοί μουσικοί μου, ο Λάκης Καρνέζης, ο Κώστας Παπαδόπουλος, ο Γιάννης Διδίλης και ο Βαγγέλης Παπαγγελίδης.
Τη μέρα που γράφαμε τα τραγούδια του ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ στο στούντιο της Κολούμπια, θυμάμαι πως είχε έρθει κάποιο σχολείο κι εγώ είπα στα παιδιά να καθίσουν στο πάτωμα ήσυχα να παρακολουθήσουν τη φωνοληψία. Οι άλλοι δεν ήθελαν από φόβο μήπως γίνουν θόρυβοι, όμως εμένα μου άρεσε που το ΕΝΑ ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ θα γραφόταν οριστικά πάνω στο δίσκο με φόντο την ανάσα και τα χτυπήματα της καρδιάς των παιδιών. Μπορεί να μην ακούγονται. Όμως ποιος δεν θα αισθάνεται;
«Δεν το έβαζα κάτω…»
Στην Κολούμπια γράψαμε μόνο τον Μπιθικώτση και τη Λαϊκή Ορχήστρα. Για τα υπόλοιπα, ορχήστρα, χορωδία, βαρύτονος και «αρχαίος χορός» (απαγγελία), η Εταιρεία αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το κινηματογραφικό Στούντιο Άλφα. Πρέπει να πω ότι στη Κολούμπια όλες τις εγγραφές τις έκανε ο υπέροχος ηχολήπτης Κανελλόπουλος, ενώ στο Άλφα συνεργάστηκα με τον Δεσποτίδη σε άθλιες συνθήκες, γιατί αυτός δεν μας έβλεπε. Ήταν ψηλά σ΄ένα καμαράκι.
Και το χειρότερο, η εγγραφή δεν μπορούσε να γίνει παρά μόνο επάνω στο λεγόμενο περφορέ, δηλαδή στο ηχητικό μέρος του φιλμ. Η χορωδία τραγουδούσε play back επάνω στην ηχογράφηση της Κολούμπια. Δεν υπήρχαν ακουστικά. Ο ήχος έβγαινε μέσα από ένα μεγάφωνο, με αποτέλεσμα ο συντονισμός να γίνεται προβληματικός, καθώς οι χορωδοί δεν άκουγαν καλά. Άλλωστε αυτές οι αδυναμίες φαίνονται καθαρά στο τελικό αποτέλεσμα.
Ο βαρύτονος –τον αποκαλώ Ψάλτη- επιλέχτηκε μέσα από τους ηθοποιούς του χορού του ΑΙΑΝΤΑ, μιας και είχαμε συνεργαστεί και τους γνώριζα έναν-έναν. Διάλεξα τον Θόδωρο Δημήτριεφ και παράλληλα χρησιμοποίησα ολόκληρο το Χορό στις ομαδικές απαγγελίες που ηχογραφήθηκαν με την άμεση επίβλεψη του Ελύτη.
Η Ορχήστρα ήταν φυσικά η Μ.Ο.Α. με την προσθήκη των πνευστών και των κρουστών. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη στιγμή της εγγραφής στο ΝΑΟΙ ΣΤΟ ΣΧΗΜΑ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ: ο φαγγοτίστας σηκώθηκε να φύγει κι όταν τον ρώτησα με νοήματα «γιατί;», αυτός έδειχνε με τα δάχτυλά του χρήματα… Πράγματι, η Εταιρεία δεν τους είχε πληρώσει και οι μουσικοί, όπως και οι χορωδοί, έφευγαν απ΄τη μέση της δουλειάς.
Όμως εγώ δεν το έβαζα με τίποτε κάτω. Γνώριζα ότι από τεχνική άποψη η εγγραφή ενός τέτοιου έργου δεν θα έφτανε ούτε στο 50% της αρτιότητας. Παράλληλα όμως ήμουν πεπεισμένος ότι έστω και έτσι, τεχνικώς ατελές, το έργο θα μιλούσε με την ψυχή του και με την αλήθεια του. « Ο κόσμος ποτέ δεν ακούει με τ΄αυτιά του» μ΄άρεσε να λέω πάντα. «Ακούει με τη φαντασία του. Αν έχει».
Ο Κατράκης
Έμενε ο Αναγνώστης. Για μένα δεν υπήρχε δεύτερη σκέψη : Μάνος Κατράκης. Δεν θυμάμαι ποια ήταν τότε η άποψη του Ελύτη. Ίσως κι αυτός συμφώνησε απ΄την αρχή. Είχε και αυτός τις φιλίες και τις προτιμήσεις του. Κι ας μην ξεχνάμε πως ο Κατράκης τότε ήταν κόκκινο πανί. Πόσοι άλλοι άραγες ηθοποιοί και καλλιτέχνες είχαν πάει στο Μακρονήσι;
Περάσαμε ώρες πολλές ο Ελύτης, ο Κατράκης κι εγώ, στο στούντιο της Κολούμπια, έως ότου βρεθεί το σωστό ύφος, που να ταιριάζει με την ποίηση αλλά και με τον γενικό ήχο του έργου. Η ιδέα του Αναγνώστη, δηλαδή η παρουσίαση κειμένων στο δίσκο ήταν δική μου. Και γιατί, όπως είπα, ήθελα να είμαι πιστός στη μορφή της εκκλησιαστικής παράδοσης, δηλαδή στη λειτουργία, αλλά και γιατί πίστευα ότι το μεγάλο κοινό θα πρέπει να μυηθεί στον ποιητικό λόγο, όταν μάλιστα είχε να κάνει με τη μνήμη του λαού μου, που λέει και ο ποιητής. Ήθελα οι επόμενες γενιές να έχουν σαν Ευαγγέλιό τους τα σύγχρονα πάθη της φυλής : την Αλβανία, την Αντίσταση και τον Εμφύλιο.
Αρνητικές οι πρώτες αντιδράσεις
Μόλις τέλειωσε το μοντάζ του έργου, ο Τάκης Λαμπρόπουλος πήρε ένα δίσκο-δείγμα να τον πάει στου Φλόκα, στο ιερατείο της διανόησης, όπου σύχναζε και ο Ελύτης. Είχε αγωνία να δει τι σκέπτονται, γιατί ο ίδιος, όπως φαίνεται, διατηρούσε πολλές αμφιβολίες. Γνώριζε άλλωστε από πρώτο χέρι τις αντίξοες συνθήκες εργασίας, που τόσο βάραιναν την τεχνική αρτιότητα του έργου.
Φαίνεται πως η ακρόαση του δείγματος ήταν άκρως αρνητική. Δεν πρέπει να τον βγάλουμε, μου λέει. Όσοι τον άκουσαν, είπαν πως ο κόσμος θα γελάσει με το αποτέλεσμα.
Πιο πολύ απ΄όλους, όπως ήταν φυσικό, είχε επηρεαστεί ο ίδιος ο Ελύτης, του οποίου η εμπιστοσύνη στις ικανότητές μου και στο έργο κλονίστηκε.
Όμως εγώ επέμενα. Έτσι φτάσαμε στο εξώφυλλο. Ο Γιάννης Τσαρούχης είχε διαφορετική γνώμη ακούγοντας το δείγμα. Γνώμη που την εξέφρασε με τον θαυμάσιο πίνακα που του ενέπνευσε το έργο και που τον χρησιμοποιήσαμε για εξώφυλλο.
Και ενώ γίνονταν όλα αυτά, εγώ ως Πρόεδρος των Λαμπράκηδων ήμουν υποχρεωμένος να ταξιδεύω σ΄όλη την Ελλάδα. Να περιοδεύω στα χωριά. Να παίρνω μέρος σε ατελείωτες συσκέψεις και συγκεντρώσεις. Να αρθρογραφώ και φυσικά να γράφω και να ηχογραφώ τραγούδια.
Μπιθικώτσης: Όχι, μην το κάνεις
Με τη λήξη της ηχογράφησης δέχτηκα να μπω υποψήφιος της ΕΔΑ στις εκλογές Μαρτίου 1964. οι δικοί μου δεν ήθελαν ν΄ακούσουν για κάτι τέτοιο. Πήγα στον Μπιθικώτση, που μόλις είχε νοικιάσει ένα σπίτι στην Άνω Νέα Σμύρνη με θέα στη θάλασσα.
Γρηγόρη, το και το. Εσύ τι λες;
Όχι, μου λέει, μην το κάνεις. Γιατί θα χάσεις αυτό το αγνό που έχεις.
Για να πούμε και του θεού το δίκιο, δεν τον άκουσα, όπως δεν άκουσα ποτέ και τους υπόλοιπους συνεργάτες μου, με αποτέλεσμα να δέχονται πάνω τους και πάνω στην καριέρα τους τις αρνητικές επιπτώσεις από τις δικές μου πολιτικές πρωτοβουλίες. Κι έτσι εξηγείται σ΄ένα μεγάλο βαθμό, το ότι οι ερμηνευτές μου, που ξέρω καλά πόσο με αγαπούν και προπαντός πόσο αγαπούν τα τραγούδια μου, που έγιναν και δικά τους, κάπου κλώτσησαν μέσα τους, διαμαρτυρήθηκαν, αγανάκτησαν και αρκετές φορές φτάσανε ως το άλλο άκρο : να με μισούν και να με αποδοκιμάζουν δημόσια. Πάντοτε όμως θα πιστεύω ότι αυτό είναι το μίσος της αγάπης.
Εκλογές και πρεμιέρα
Τότε και μέσα στην προεκλογική θύελλα, κάναμε τις πρόβες για την πρώτη εκτέλεση του ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ μπροστά σε κοινό. Έγινε στο REX, σ΄ένα κατάμεστο θέατρο. Η αγωνία και η συγκίνηση, μεγάλη. Ο Ελύτης στα παρασκήνια πήγαινε πάνω-κάτω. Ο Γρηγόρης και ο Δημήτριεφ, σφιγμένοι. Ο Κατράκης υπερσυγκινημένος, δεν απόφυγε τον στόμφο. Η χορωδία τρακαρισμένη. Τέλος χαιρετήσαμε όλοι κάμποσες φορές στη σκηνή. Συμφωνήσαμε πάντως πως η υποδοχή δεν ήταν τόσο θερμή όσο την περιμέναμε.
Να όμως που κυκλοφορεί ο δίσκος και αμέσως γίνεται ανάρπαστος. Που οι τεχνικές ατέλειες και που η φυγή των τενόρων και του φαγκότου μέσα στη φωνοληψία… Είπαμε, ο κόσμος άκουγε με τη φαντασία του. Και φαίνεται πως εκείνους τους καιρούς ο ελληνικός λαός διέθετε φαντασία, ευαισθησία, δίψα για το καινούριο και προσήλωση στην ιστορική του μνήμη.
«Το χωριό μ΄έστειλε ν΄ αγοράσω το δίσκο…»
Βρίσκομαι το φθινόπωρο του 1964 στις Σέρρες για συναυλία. Οι φαντάροι ουρά μπροστά στο θέατρο, δεν έχουν λεφτά για εισιτήριο. Λέω «να μπούνε τζάμπα». Λέει ο εφοριακός, καθοδηγημένος απ΄τους ασφαλίτες που είναι πλάι του, «πρέπει να πληρώσουν το φόρο». «Μετράτε κεφάλια και πληρώνω εγώ», τους απαντώ.
Εκείνη τη στιγμή, μπροστά στο δισκάδικο που ήταν απέναντι απ΄το θέατρο, βλέπω να σχηματίζεται μια μεγάλη ουρά.
-Περί τίνος πρόκειται; Ερωτώ.
-Ήρθε ο δίσκος του ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ.
Χάρηκα. Τότε βλέπω να μπαίνει πίσω πίσω στην ουρά ένας χωριάτης μαζί με το μουλάρι του. Περίεργο. Τον πλησιάζω.
-Πατριώτη, του λέω, γιατί κάθεσαι στην ουρά; Τι πουλάνε στο μαγαζί;
Αφού με κοίταξε από πάνω ως κάτω, τέλος αποφάσισε να μου μιλήσει. Είχε, φαίνεται, το φόβο πως μπορεί να είμαι αστυνομικός.
-Μάθαμε στο χωριό ότι σήμερα θα ΄ρθει στις Σέρρες το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ και το χωριό μ΄έστειλε ν΄αγοράσω το δίσκο…
-Ά! του είπα, σ΄ευχαριστώ για την πληροφορία.
Και σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή « Άραγες υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό να κάνεις στη ζωή σου; Μήπως αυτό είναι η κορυφή;…».
Γρηγόρης Μπιθικώτσης: Κάτι γίνεται εδώ…
Και τέλος, ιδού πως ο περιγράφει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, την εμπειρία του από το πως ήρθε σε επαφή με το «Άξιον Εστί», τις αμφιβολίες του και το πως πείσθηκε να το τραγουδήσει:
***
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου