Σάββατο, Νοεμβρίου 27, 2021

"Η Κλη­με­ντί­νη Κουρ­κου­μπέ­ση εί­χε νεύ­ρα"


Τουριστικές επιχειρήσεις

Διήγημα της Χριστίνας Ντούση

Η Κλη­με­ντί­νη Κουρ­κου­μπέ­ση εί­χε νεύ­ρα. Το πό­δι της, στρου­μπου­λό και μάλ­λον μι­κρό σε σχέ­ση με τον υπό­λοι­πο κορ­μό της κου­νιό­ταν ρυθ­μι­κά. Πολ­λές φο­ρές εί­χε σκε­φτεί ότι οι άν­θρω­ποι κα­κώς κοι­τούν στα μά­τια τους άλ­λους, τα πό­δια πά­ντα απο­κα­λύ­πτουν πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρα: τα δι­κά της εί­χαν δα­χτυ­λά­κια στοι­χι­σμέ­να στη σει­ρά, χω­ρίς ση­μά­δια ή κά­λους, τα νύ­χια κομ­μέ­να τό­σο όσο και βαμ­μέ­να με ένα δια­κρι­τι­κό αλ­λά τσαχ­πί­νι­κο ροζ. Πε­ρι­βάλ­λο­νταν με τρυ­φε­ρό­τη­τα από μια σει­ρά χρυ­σά λου­ρά­κια. Η φτέρ­να, μα­λα­κή, χω­ρίς σκα­σί­μα­τα και σκλη­ρύν­σεις, πα­τού­σε σε ένα λε­πτό μεν, γε­ρό δε, τα­κού­νι. Τα πό­δια της μαρ­τυ­ρού­σαν κα­λο­πέ­ρα­ση και κο­κε­τα­ρία, νοι­κο­κυ­ρο­σύ­νη και λο­γι­κή αλ­λά και διά­θε­ση παι­χνι­διά­ρι­κη. Μαρ­τυ­ρού­σαν ότι η ζωή εί­χε φερ­θεί κα­λά μέ­χρι τώ­ρα στην Κλη­με­ντί­νη.
Αυ­τό το πό­δι τώ­ρα έδει­χνε εκνευ­ρι­σμό. Στη­μέ­νη έξω από το γρα­φείο του υπουρ­γού, πε­ρί­με­νε να τη δε­χτεί για ακρό­α­ση. Εί­χε μι­σή ώρα που κοι­τού­σε το κι­νη­τό της. Εί­χε παί­ξει candy crash, εί­χε χα­ζέ­ψει στο facebook, εί­χε ανε­βά­σει και φω­το­γρα­φία από την εκ­δρο­μή του πε­ρα­σμέ­νου Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κου. Τον Τά­κη τον ήξε­ρε από παι­δί, μα­ζί έτρε­χαν στις αλά­νες του χω­ριού τους. Όταν έβα­λε υπο­ψη­φιό­τη­τα για βου­λευ­τής, η Κλη­με­ντί­νη έθε­σε τον μη­χα­νι­σμό των απα­ντα­χού συ­ντο­πι­τών στη διά­θε­ση του. Μι­λώ­ντας γλυ­κά και χα­μη­λό­φω­να διορ­γά­νω­νε τέια και μου­σι­κές βρα­διές, αφή­νο­ντας υπο­νο­ού­με­να σε γνω­στές και φί­λες για τις δια­συν­δέ­σεις του Τά­κη και τις εξαι­ρε­τι­κές του ικα­νό­τη­τες. Θα μπο­ρού­σε να έχει χρη­στεί υπεύ­θυ­νη του πο­λι­τι­κού του γρα­φεί­ου, αλ­λά δεν ήθε­λε. Το ότι βγή­κε πα­νη­γυ­ρι­κά ο Τά­κης το όφει­λε σε με­γά­λο πο­σο­στό στην παι­δι­κή του φί­λη. Εκτο­τε, η Κλη­με­ντί­νη εξαρ­γύ­ρω­νε δια­κρι­τι­κά τις υπη­ρε­σί­ες της. Όταν ο Τά­κης, κα­τά κό­σμον Πα­να­γιώ­της Τρου­μπέ­κας, υπουρ­γο­ποι­ή­θη­κε και πή­ρε το Πε­ρι­βάλ­λο­ντος, η Κλη­με­ντί­νη έβα­λε μπρος το με­γά­λο σχέ­διο: ήθε­λε πα­ρα­λία δί­κη της και θα την εί­χε.
Ο σύ­ζυ­γος Κλη­με­ντί­νης, παι­δί του ίδιου χω­ριού, εί­χε πε­ρά­σει με επι­τυ­χία από τα καρ­πού­ζια στις του­ρι­στι­κές επι­χει­ρή­σεις. Κά­τι ΕΣΠΑ που άνοι­ξαν και έκλει­σαν εν μια νυ­κτί, ένα δά­νειο με ευ­νοϊ­κούς όρους από τρά­πε­ζα φί­λα προ­σκεί­με­νη στο κόμ­μα και υπο­θή­κη το πέ­τρι­νο σπί­τι της για­γιάς, και να τα luxury studio apartments. Η Κλη­με­ντί­νη ανέ­λα­βε τη δια­κό­σμη­ση και την προ­ώ­θη­ση. ΙΚΕΑ μα­ζί με τις κου­ρε­λού­δες της για­γιάς και τα μπα­κί­ρια που μαύ­ρι­ζαν χρό­νια στην απο­θή­κη, έδω­σαν έναν mix and match τό­νο, σαν αυ­τόν που έβλε­πε στα πε­ριο­δι­κά στη Marbella και στη Μύ­κο­νο. Οι τε­λευ­ταί­ες ρί­ζες καρ­που­ζιού ξε­ρι­ζώ­θη­καν για να φτια­χτεί η πι­σί­να. Την έβα­ψαν μπλε οι­νο­πνευ­μα­τί και έγρα­φε πο­λύ ωραία στις φω­το­γρα­φί­ες στο δια­δί­κτυο. Η Κλη­με­ντί­νη μι­λού­σε στους ξέ­νους με τα αγ­γλι­κά του σχο­λεί­ου και έφτια­χνε σπι­τι­κά κέικ. Ένα δυο άρ­θρα σε lifestyle πε­ριο­δι­κά για το κα­λά κρυμ­μέ­νο μυ­στι­κό, δω­ρε­άν φι­λο­ξε­νία σε τη­λε­περ­σό­νες, ο Τά­κης με­τά συ­ζύ­γου και τέ­κνων πρώ­τος πρώ­τος και τα studios έγι­ναν boutique estate. Πο­λύ της μό­δας για τους μυ­η­μέ­νους. Της έλει­πε μια πλαζ κα­τ’ απο­κλει­στι­κό­τη­τα και δεν θα εί­χε τί­πο­τα να ζη­λέ­ψει από τα πε­ντά­στε­ρα της πε­ριο­χής.
Το πό­δι της Κλη­με­ντί­νης στα­μά­τη­σε να πη­γαι­νο­έρ­χε­ται κα­θώς άνοι­ξε η πόρ­τα. Ση­κώ­θη­κε λί­γο πιο γρή­γο­ρα απ’ ότι θα ήθε­λε, πή­γε να χα­μο­γε­λά­σει και με­τά το πή­ρε πί­σω, για­τί στην πόρ­τα δεν ήταν ο Τά­κης, αλ­λά η εξ απορ­ρή­των προ­σω­πι­κή βοη­θός του, στη θέ­ση της οποί­ας θα μπο­ρού­σε να εί­ναι η ίδια. «Ο υπουρ­γός εί­ναι πο­λύ απα­σχο­λη­μέ­νος, θα τα πού­με εμείς με­τα­ξύ μας, ναι;» της εί­πε με τον τό­νο φω­νής που χρη­σι­μο­ποιού­σε και η ίδια όταν ήθε­λε να χει­ρι­στεί κά­ποιον. Θυ­μή­θη­κε την ομώ­νυ­μη για­γιά της, εκεί­νη που εί­χε με­γα­λώ­σει τέσ­σε­ρα παι­διά μό­νη της και που έλε­γε «κά­νε την ανά­γκη φι­λό­τι­μο», ξα­να­φό­ρε­σε το χα­μό­γε­λο και πέ­ρα­σε λι­κνι­στά μπρο­στά από τη βοη­θό.  
Βγή­κε ένα τέ­ταρ­το της ώρας με­τά. Τα πό­δια της ήταν ιδρω­μέ­να, τα χρυ­σα­φιά λου­ρά­κια έσφιγ­γαν οδυ­νη­ρά τη σάρ­κα που ξε­χεί­λι­ζε, το μι­κρό δα­χτυ­λά­κι εί­χε βγει στο πλάι ακυ­βέρ­νη­το. Σκό­ντα­ψε στην μο­κέ­τα, για να μην πέ­σει πιά­στη­κε από το χε­ρού­λι της πόρ­τας. Αυ­τής της πόρ­τας, την οποία μό­λις εί­χε ορ­κι­στεί σιω­πη­λά ότι δεν θα ξα­να­νοί­ξει πο­τέ. Με το άλ­λο χέ­ρι κρα­τού­σε ρο­λά τα το­πο­γρα­φι­κά, βια­στι­κά τυ­λιγ­μέ­να.
Εί­χε εκ­θέ­σει με ευ­γλωτ­τία την υπό­θε­ση της στη βοη­θό: της εί­χε πε­ρι­γρά­ψει με ακρί­βεια το κομ­μά­τι γης που βρι­σκό­ταν μπρο­στά από το πρώ­ην καρ­που­ζο­χώ­ρα­φο του συ­ζύ­γου, το εί­χε δεί­ξει στα σχέ­δια. Δεν ήταν κα­νε­νός, το εί­χε ψά­ξει. Τι ζη­τού­σε; Μό­νο να μην κα­θο­ρι­στεί ο αι­για­λός εκεί μπρο­στά. Με­τά ένα μι­σθω­τή­ριο μα­κράς διάρ­κειας με το Δη­μό­σιο. Εί­χε έτοι­μο το σχέ­διο με τις σκη­νές πο­λυ­τε­λεί­ας, τις μα­λα­κές ξα­πλώ­στρες, τα κο­κτέιλ. Υπο­σχέ­θη­κε στη βοη­θό ισο­βί­ως ξα­πλώ­στρα πρώ­της σει­ράς και τη ρώ­τη­σε με τρό­πο αν ήταν ελεύ­θε­ρη. Για­τί στην πε­ρί­πτω­ση που ήταν, εί­χε εκεί­νη κά­τι στο νου της. «Ο Τά­κης τα ξέ­ρει» της εί­πε, «τα συ­ζη­τού­σα­με πριν κα­να δυο μή­νες, ήθε­λα να του δεί­ξω και τα σχέ­δια, να ξέ­ρει ακρι­βώς τον χώ­ρο, μη γί­νει κα­νέ­να λά­θος».

«Λά­θος; Τι λά­θος; Ο υπουρ­γός προ­χθές υπέ­γρα­ψε τα μι­σθω­τή­ρια και τον άλ­λο μή­να ξε­κι­νά τις ερ­γα­σί­ες. Εξαι­ρε­τι­κή ιδέα το glamping, φι­λι­κή στο πε­ρι­βάλ­λον, θα προ­σφέ­ρει πολ­λά στην ανά­πτυ­ξη του τό­που. Μου εί­πε να σας δια­βι­βά­σω τις ευ­χα­ρι­στί­ες του».

Τα πό­δια της Κλη­με­ντί­νης Κουρ­κου­μπέ­ση συ­νέ­χι­σαν να ιδρώ­νουν και να πρή­ζο­νται για και­ρό με­τά. Απέ­κτη­σε και έναν κά­λο στο με­σαίο δά­χτυ­λο.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ο Νίκος Σαραντάκος βγήκε σε σύνταξη και μας δωρίζει την απολαυστική αποχαιρετιστήρια ομιλία του (1ο Μέρος)

  Αναμνήσεις ενός μεταφραστή (1ο μέρος) ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟ...