17 Νοέμβρη 1973
Οι βρικόλακες είχαν κοιμηθεί.
Χρόνια στάχτης από πάνω τους
κάναν έναν παχύ καμβά: κανένα
σχήμα δεν ξεχώριζε, καμία φωνή
δεν ακουγόταν. Είχαν αρχίσει πια
να ενσωματώνονται
στη γεωλογία του ανέστιου
πυκνή σα νεύρα φύλλου
στις διακλαδώσεις. Σιωπή
βασίλευε πάνω τους και μέσα.
Ώσπου το αίμα χύθηκε
στους δρόμους της Αθήνας
το φρέσκο αίμα, από δεκαοχτάρικα
και εικοσάρικα,
και οι βρικόλακες ξύπνησαν.
Άρχισαν πάλι τα πρωινά τηλέφωνα
για υπογραφές, εκκλήσεις,
διαμαρτυρίες. Άρχισαν πάλι
τη διαλογή: "Όχι αυτόν,
εκείνον θέλω". Άρχισαν πάλι
τις πρες κόνφερανς, τις εμφα-
νίσεις στις τηλεοράσεις των βρικολάκων.
Άρχισαν πάλι τα πλούσια λόγια
για την πείνα του άλλου. Ω,
πότε οι βρικόλακες θα κοιμηθούν;
Πότε θα επιστρέψουν στις εστίες τους
για να ησυχάσουμε
κι εμείς που τόσο ωραία ήμασταν
στη χρόνια ανυπαρξία;
*
Με σαφή συμβολισμό, το ποίημα "Οι βρικόλακες" είναι σαν να γράφτηκε τις
προηγούμενες ημέρες. Γράφτηκε όμως στις 17 του Νοέμβρη 1973, τις ώρες που το
τανκ γκρέμιζε την πύλη του Πολυτεχνείου. Ο Βασίλης Βασιλικός
παρακολουθούσε τα γεγονότα από τη Ρώμη, όπου ζούσε αυτοεξόριστος εκείνη
την περίοδο.
Δημοσιεύτηκε στην Αυγή, στις 18 Νοεμβρίου 2021
Πηγή: avgi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου