Αλέξανδρος Κορδάς
ΔΙΠΛΗ ΕΞΟΔΟΣ
Κοντεύαμε σιγά σιγά να φάμε έναν μήνα.
Η πρώτη έξοδός μας ήτανε χωρίς χακί.
Μι’ ανυπομονησιά τα νεύρα μας γοργά τα εκίνα,
να ξεκλειδώσουμε το λουκετάκι απ’ το σακί.
Τραβώντας τα πουκάμισα και τα γυαλιά τα μαύρα
και να βρομάει ο θάλαμος απ’ τ’ αποσμητικό·
πλυμένοι βγαίνοντας μες στου Μεσολογγιού την λαύρα,
να βρούμε μι’ αύρα από ’ναν χώρο σάμπως αστικό.
Μαζί μου να ’ν’ ο Άγγελος, κι ο Χρήστος, κι ο Βαγγέλης
και θέλαμε τον φρέντο μας να πιούμε στο Εσκομπάρ
και με φριχτά πειράγματα ‒σαν μέλη μιας αγέλης‒
από την πύλη φεύγαμε με ’ναν αέρα σταρ.
Μα να που μας μαζέψανε ‒ μπροστά μας να ’ν’ ο Βύρων,
μαρμάρινος, τον άθλιό μας λόχο να κοιτά.
Καθώς μας διαφώτιζαν, να σπεύδει κάθε είρων,
φτηνό κι αχρείο κάνα καλαμπούρι να πετά.
Μας έδειξ’ ο λοχίας μας τις τρεις εκείνες Πύλες,
απ’ όπου τρέχοντας τραβήξαν μέσα στην σκιά,
να πάνε προς τον λόφο που ’ναι τώρα κάτι βίλες,
το κέντρο τους κατέρεε, τους έπνιγ’ η Τουρκιά.
Μες στ’ άδυτά της τράβηξεν η νυχτωσιά τα άστρα,
απ’ τις ψυχές αυτές, μπας και γλυτώσει έστω μια.
Θα έβαζ’ ο λοχίας μας το τζόκεϊ στην κρεμάστρα,
μα ’μένα θ’ άπλωνεν ο νους ολοένα ριζιμιά.
Τα μάτια βλέπαν της ψυχής την άκρα δυστυχιά τους,
τον οφθαλμό τους λαίμαργο να πέφτει στον νεκρό.
Της ερημιάς τ’ αγγειό διψούσε για τα αίματά τους,
ω πόσο ήταν χαμηλό το τείχος το μακρό!
Και λέω τότε τ’ Άγγελου, του Χρήστου, του Βαγγέλη,
πηγαίντ’ εσείς για τον καφέ, θα έρθω να σας βρω.
Το πνεύμα μου αποσύρθηκε μες στ’ ακαρνάνια έλη,
ζητούσε κάποιον μυστικό κι ατσάλινο σταυρό,
που φτιάξαν όσοι επέζησαν, σαν τάμα, από τα ξίφη,
το μέταλλό τους λιώνοντας σε καμινιού φωτιά,
κι αγγίζοντας τον θα σου φανερώνονταν τα στίφη,
των Τούρκων που κραδαίναν μισοφέγγαρα σπαθιά.
Των Τούρκων όσων τρύπαγαν γυναίκες μες στην ντάπια
και τα μωρά τους πέταγαν με φόρα στα τειχιά,
ως φιλοσκώμμων λέγοντας στην Όραση ασ’ τα σάπια,
μπροστά μου φέρε Μούσα όσα γίνηκαν ταχιά.
Και έβλεπα και έβλεπα του αίματος αγρύπνια,
σαν τα κουνούπι’ αδιάκοπη μια πείνα τα οδηγεί,
να βρούνε σάρκα μέσα σε θαλάμου μισοΰπνια,
εκεί που κι οι συφάνταροι γυρεύαν την σιγή.
Και είπα Θε μου πάρε με στην γη των οριζόντων,
μες στην κοιλάδα της Γαλαάδ, στο Δέντρο της Ζωής,
κει που τα πνεύματα φυλάν τα φάσματα των όντων
και δεν ακούγεται βοή καμίας οιμωγής.
Και μου πες γρήγορα πολύ θ’ αποσυρθούν οι αιώνες,
και θα ’ρθεις τότε να τους δεις ως μάρτυς της γραφής,
κατ’ απ’ τους ζάλευκους, κι απ’ τους αθάνατους πυλώνες
και θα ’χει τότ’ η Όραση την χάρη της αφής.
Πηγή:ΠΑΡΑΞΕΝΕΣ ΓΩΝΙΕΣ
paraxenesgwnies.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου