Κατάγομαι από ένα ορεινό χωριό της επαρχίας Καλαβρύτων. Μεγάλωσα με ιστορίες από το Ολοκαύτωμα. Οι πρώτες μου μνήμες από τη μαρτυρική αυτή πόλη ανάγονται στη δεκαετία του ‘80 και για κάποιο παράξενο λόγο είναι ασπρόμαυρες.
Όταν σκέφτομαι τις βόλτες με τους γονείς μου στους δρόμους της πόλης (που ουδεμία σχέση έχει με το σήμερα, καθώς δεν είχε πεζοδρομηθεί τότε κανένα της σημείο), θυμάμαι μόνο μαυροφορεμένες γυναίκες με μαύρα μαντήλια στο κεφάλι. Έτσι θυμάμαι και τη γιαγιά μου. Παρόλο που είχε έρθει στην Αθήνα, δεν έβγαζε τα μαύρα και κυκλοφορούσε έξω μόνο με το μαύρο μαντήλι. Στην απέναντι πολυκατοικία ζει ο “ορφανός” μου θείος. Αυτός που έχασε στην εκτέλεση στον Λόφο Καπή και τον πατέρα του και τον θείο του, τον αδελφό του πατέρα του. Πάντα τον κοίταζα με δέος. Γιατί για τα ορφανά αυτά παιδιά του Ολοκαυτώματος και τις οικογένειές τους ο σεβασμός ήταν τεράστιος.
Μέχρι και σήμερα, όταν πηγαίνω -με τα δικά μου παιδιά πια- σ ένα γνωστό γαλακτοπωλείο της πόλης των Καλαβρύτων για να φάμε τυρόπιτα και γλυκά, μπαίνω μέσα με ένα βάρος. Δεν μπορεί να φύγει από το μυαλό μου η μαυροφορεμένη ηλικιωμένη ιδιοκτήτρια που σέρβιρε πριν χρόνια. Είχε χάσει τον άνδρα της και τον πατέρα της στο Ολοκαύτωμα. Στους τοίχους του μαγαζιού αυτού ακόμη και σήμερα βλέπει κανείς εικόνες από τη ζοφερή εκείνη μέρα. Δε θα ξεχάσω, επίσης, τα βουρκωμένα μάτια των παιδιών μου μέσα στο Μουσείο της Πόλης, μπροστά στις εκατοντάδες φωτογραφίες των εκτελεσθέντων. Δε χωρούσε ο νους τους αυτή την τραγωδία…
Τα λέω όλα αυτά για να γίνει κατανοητό πως οι μνήμες του Ολοκαυτώματος είναι ζωντανές μέχρι και σήμερα. Μέχρι και σήμερα, τουλάχιστον για τη δική μου γενιά, τη γενιά του ‘70 και του ‘80. Και εμείς τις περνάμε στα παιδιά μας. Και σιγά σιγά μπορεί να σβήνει η δυναμική τους, αυτές όμως δε σβήνουν ποτέ.
Την ταινία “Καλάβρυτα 1943” την παρακολούθησα με ιδιαίτερο συγκινησιακό ενδιαφέρον και με μία απαίτηση σεβασμού προς τα θύματα. Δεν είχα καθόλου επηρεαστεί από τις αντιδράσεις κάποιων Καλαβρυτινών που απειλούσαν με μηνύσεις για τον “καλό Ναζί”. Και εγώ την είχα ακούσει αυτήν την ιστορία. Για την ακρίβεια είχα μεγαλώσει με αυτήν σαν παιδί, ήταν μάλιστα μία λύτρωση για μένα, γιατί σκεφτόμουν πως ανάμεσα στους κακούς υπάρχει πάντα ένας καλός. Μεγαλώνοντας διάβασα ιστορία, διάβασα τις μαρτυρίες των επιζώντων, έμαθα πως τα εγκλωβισμένα γυναικόπαιδα στο σχολείο έσπασαν μόνα τους τις πόρτες και τα παράθυρα και βγήκαν έξω και σώθηκαν…
Μία σκηνή λίγων δευτερολέπτων σ΄ένα ολιγόλεπτο τρέιλερ, είναι άραγε αρκετή για να γίνει αντικείμενο φιλονικίας; Είναι αρκετό για να ξεσπάσουν τόσες αντιδράσεις και να αρχίσει να χτίζεται ακόμη και μία συνομωσιολογία για τις "σκοτεινές" της προθέσεις;
Να ξεκαθαρίσουμε εδώ πως η ταινία από τους τίτλους της αρχής αναφέρει πως είναι “εμπνευσμένη” από αληθινά γεγονότα, όχι “βασισμένη”. Και βέβαια ουδεμία σχέση έχει με ένα ιστορικό ντοκιμαντέρ. Είναι δηλαδή προϊόν μυθοπλασίας.
Ας πάμε όμως στην υπόθεση: Η Καρολάιν Μάρτιν είναι μία δυναμική καριερίστα δικηγόρος και εκπρόσωπος της γερμανικής κυβέρνησης εναντίον της ελληνικής αξίωσης για τις πολεμικές αποζημιώσεις για την περίοδο της ναζιστικής Κατοχής. Επισκέπτεται την Ελλάδα και συναντά τον Νικόλα Ανδρέου, έναν από τους τελευταίους εν ζωή επιζήσαντες της Σφαγής των Καλαβρύτων του 1943 με στόχο να βρει κάποιο στοιχείο και να βάλει φρένο στις απαιτήσεις περί αποζημιώσεων. Η συνάντησή της αυτή την αλλάζει ολοκληρωτικά, καθώς συνειδητοποιεί πως δεν μπορεί πολύ εύκολα να αναμετρηθεί η επιστήμη της νομικής με την ιστορία. Και οι δύο -και ο επιζών και η ίδια- έρχονται σε αντιπαράθεση με τις προσωπικές τους προκαταλήψεις και πεποιθήσεις, καθώς ανακαλύπτουν πως σημασία τελικά έχει ο άνθρωπος και μόνο…
Ο σκηνοθέτης Νικόλας Δημητρόπουλος μάς χάρισε μία εξαιρετική αντιπολεμική ταινία πέραν των προσδοκιών μας. Τα γεγονότα διαδραματίζονται σε δύο παράλληλες χρονικά αφηγήσεις: στο παρόν και στο τραγικό παρελθόν του 1943. Στο παρόν βλέπουμε τη νεαρή δικηγόρο -που ερμηνεύει αξιοπρεπώς η ηθοποιός Άστριντ Ρους- να ψάχνει μέσα στα συντρίμμια της ιστορίας να βρει την αλήθεια, ενώ ακολούθως συναντιέται με τον Νικόλα Ανδρέου - που ενσαρκώνει μοναδικά ο Μαξ Φον Σίντοφ. Μέσα από τα flash back του τελευταίου, ταξιδεύουμε πίσω στον χρόνο, στις μαύρες εκείνες ημέρες του Δεκεμβρίου του 1943. Ο μικρός τότε Νικόλας έζησε όλη τη φρίκη του πολέμου και τον παραλογισμό του. Είδε να σκοτώνονται ο πατέρας του και ο αδελφός του μαζί με όλους τους άντρες της πόλης, ενώ ο ίδιος σώθηκε από τη φωτιά στο Δημοτικό Σχολείο. Όλα όσα είδε και έζησε του στέρησαν την παιδική του ηλικία. Του στέρησαν την ίδια του τη ζωή και ας έζησε.
Οι σκηνές του Ολοκαυτώματος είναι ολοζώντανες, σχεδόν σπαρακτικές, χωρίς καθόλου να ρέπουν στο μελό. Ο σκηνοθέτης στηριζόμενος στις εξαιρετικές ερμηνείες της οικογένειας Ανδρέου -του Νικόλα Παπαγιάννη, της Δανάης Σκιάδη και των δύο μικρών πρωταγωνιστών που πραγματικά εκπλήσσουν- μας μεταφέρει όλη τη φρίκη του πολέμου. Οι εικόνες του φλεγόμενου σχολείου, όπου, ναι, σπάει την πόρτα ένας Αυστριακός στρατιώτης, η εκτέλεση στον λόφο Καπή και η περισυλλογή των νεκρών ραγίζουν καρδιές.
Η Γερμανίδα δικηγόρος από την πλευρά της προσπαθεί να στηρίξει το μύθευμα του “καλού Ναζί” προκειμένου να βγάλει “ασπροπρόσωπο” το Γερμανικό κράτος, ψάχνει μαρτυρίες, όμως κι αυτή θα βρεθεί προ εκπλήξεως -δε θα σας αποκαλύψουμε γιατί.
Μπορεί, όμως, όλη αυτή η θηριωδία να “ξεπλυθεί” στο πρόσωπο ενός καλού στρατιώτη; Η ταινία χρησιμοποιεί ένα έξυπνο μυθοπλαστικό τέχνασμα και ανατρέπει όλους τους ισχυρισμούς, τους θυμούς και τις συνομωσιολογίες, μεταδίδοντας ένα μήνυμα καθαρά αντιφασιστικό και αντιπολεμικό. Και μόνο γι αυτό αξίζει να τη δείτε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου