ΕΛΛΗΝΟΑΛΒΑΝΙΚΟ ΕΠΟΣ
TEΣΣΕΡΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΕΝΟΣ ΑΠΛΟΥ ΦΑΝΤΑΡΟΥ
Οδοιπορικό του πολέμου 1940-41 του στρατιώτη Αριστείδη Τσάτσου (Αθήνα 1986, σσ. 16, 17-18, 21-22, 23).
- Το motto εκ του ιδίου προμετωπίδα του βιβλίου εκ του Ξενοφώντος, Κύρου Ανάβασις (βιβλίον Ε΄ κεφ. 1 παρ. 2).
1.
σήμερα ντύθηκα
«Απείρηκα ήδη συσκευαζόμενος
και βαδίζων και τρέχων και τα όπλα φέρων
και εν τάξει ών και φυλακάς φυλάττων
και μαχόμενος».*
και βαδίζων και τρέχων και τα όπλα φέρων
και εν τάξει ών και φυλακάς φυλάττων
και μαχόμενος».*
28.10.1940. [...] πάω στο Φρουραρχείο για να πληροφορηθώ πού θα παρουσιασθώ.
31.10.1940. Σήμερα ντύθηκα. Με κατατάξανε στο 1ο Πεζικό Σύνταγμα. Πέρασα από το σπίτι μου, ξαναχαιρέτησα τους δικούς μου κι' επήγα στην Μονάδα μου. Ήτανε στρατοπεδευμένη σ' ένα δασύλλιο της Φιλοθέης από ελιές και πεύκα. [...]
[...]
3.11.1940. [...] Στις 10 το βράδυ ξεκινήσαμε και αφού περάσαμε το Ψυχικό και τα Τουρκοβούνια βγήκαμε στην οδό Πατησίων. Περάσαμε την Ομόνοια και μπήκαμε στην οδό Πειραιώς. Πολλοί φωνάζουν: «Προσοχή ρε, από τα καρφιά». Τα ξημερώματα φτάσαμε στο τεράστιο εργοστάσιο «Θερμίς», επί της οδού Πειραιώς στη στάση Μοσχάτου και στρατωνιστήκαμε μέσα σ' αυτό. Είχαμε διανύσει πάνω από 15 χιλιόμετρα και κουραστήκαμε. Είμαστε ασυνήθιστοι.
4.11.1940. Τα πόδια βγάζουν φωτιές. Νόμιζα πως είχαν βγεί οι μύτες από τις πρόκες της αρβύλας και μού τρύπαγαν τις πατούσες. Πήγα σ' ένα υπαίθριο τσαγκάρη κι' έβγαλα όλες τις πρόκες από τα άρβυλα. Μού βγήκε σε κακό γιατί οι αρβύλες χωρίς τις πρόκες γλυστράνε.
[...] Φάγαμε ρέγγα, ελιές και κουραμάνα. Ο σιτιστής μας μάς είπε ότι στο στρατό τη ρέγγα τη λένε «βασίλισσα».
Μάς είπαν ότι το μεσημέρι φεύγουμε. Άρχισα να συνειδητοποιώ οριστικά ότι πάω στον πόλεμο, ότι αφήνω την οικογένειά μου, την αγαπημένη μου, το γραφείο μου. Αναρωτιέμαι αν θα γυρίσω κοντά τους. Ύστερα από πολλές σκέψεις κατέληξα στο συμπέρασμα ότι θα απελευθερωθώ και θα λυτρωθώ από κάθε φόβο και κάθε συνέπειά του, αν θεωρήσω σαν δεδομένο ότι θα σκοτωθώ οπωσδήποτε, ότι δεν θα γυρίσω πίσω και ότι απλώς θα πρέπει να προφυλάγομαι μέσα στα πλαίσια της λογικής, ώστε να δώσω τη μεγαλύτερη προσφορά στον αγώνα. Ύστερα από αυτή την απόφαση νοιώθω τον εαυτό μου ελεύθερο, εντελώς ελεύθερο, δυνατό και χρήσιμο.
Προσπαθώ να μεταδώσω στους συναδέλφους μου αυτή μου τη φιλοσοφία. Ελάχιστοι με καταλαβαίνουν. Έτσι ούτε φόβο θάχω, ούτε τη δειλία που φέρνει ο φόβος. Θάμαι πάντα απερίσπαστος από αυτά και έτοιμος για το καθήκον. Από τη Θερμίδα τηλεφώνησα στην αγαπημένη μου κι' ήρθε κοντά μου. Προσπάθησα να τής μεταδώσω αυτές μου τις αντιλήψεις. Ξαφνιάστηκε, τίς δέχτηκε ή έκανε πως τίς δέχτηκε, και περιορίστηκε να μού πεί: Εγώ είμαι βέβαιη πως θα γυρίσεις. [...]
*
Ο ακούραστος συνάδελφος Στέλιος Χαμπάκης, πήρε τα παγούρια μας, πήγε στον Πηνειό, κάπου ένα χιλιόμετρο πορεία, και τα γέμισε με νερό κοκκινωπό από τη λάσπη. Το φιλτράραμε με τα μαντήλια μας. Πάλι ρέγγα, πάλι «βασίλισσα», τυρί και κουραμάνα. [...]
13 έως 18.11.1940. Μείναμε στις παρυφές του χωριού Γιωργανάδες. Οι κάτοικοι αφιλόξενοι. Οι Θεσσαλοί δεν μάς αφήνουν να πάρουμε νερό από τα πηγάδια τους, εκτός από λίγες εξαιρέσεις. Ούτε εχθροί τους νάμαστε. Διαρκείς συναγερμοί. Βρήκαμε πηγή. Πλυθήκαμε, λουστήκαμε ξυριστήκαμε και πλύναμε ό,τι μπορούσαμε. [...]
έως 29.1.1941. [στη Βεύη] [...] ύστερα έρχονται τα βομβαρδιστικά. Χτυπάνε από πολύ ψηλά. Συνήθως αστοχούν. Μάς δίνουν την ευκαιρία σε κάθε σάλπισμα συναγερμού να αραιώνουμε και να ξαπλωνόμαστε για να καλυπτώμεθα. Έτσι ξεκουραζόμαστε συγχρόνως. Σε κάθε τέτοια περίπτωση συνήθισα να ψέλνω τραγουδιστά «Άγγελος πρωτοστάτης ουρανόθεν επέμφθη ειπείν τω στρατιώτη ξαπλώσου». Τόμαθαν και το έψελναν όλοι οι άντρες της διμοιρίας. Ακόμη και ο Λοχαγεύων Ηλίας Τσουγκράνης. [...]
2.
η καυτή ματιά τους πετάει σπίθες
έως 29.1.1941. [...] Στη Βεύη τα κοπάδια των λύκων έχουν ταράξει τα ζωντανά. Ρίχτηκαν σ' ένα παχνί και μισόφαγαν ένα πουλαράκι. Το ίδιο βράδυ στήσαμε ενέδρα και με το οπλοπολυβόλο σκοτώσαμε δύο από αυτούς. Η όψη τους ήτανε απαίσια και αηδιαστική. Το ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως τούς κάνει επικίνδυνους. Στη συνέχεια μετακινηθήκαμε προς Φλώρινα, όπου και κοιμηθήκαμε. Το πρωί πήραμε τον ανηφορικό δρόμο για το Πισοδέρι που βρίσκεται στα σύνορα, στην οδό Φλώρινας-Κορυτσάς. Το χιόνι έχει κρυσταλλώσει και είναι επικίνδυνη παγίδα.
Πλάι μας ανεβοκατεβαίνει τον ανήφορο αλυσίδα από γυναίκες της περιοχής. Μεταφέρουν στους ώμους τους εφόδια για το στρατό και κυρίως πυρομαχικά. Τίς κοιτάζω με θαυμασμό. Φαντάζουν σαν αμαζόνες. Όλες φοράνε μαντήλια δεμένα κάτω από τον λαιμό. Η καυτή ματιά τους πετάει σπίθες. Μάς καλημερίζουν. Τίς ρωτάω πώς τόσο πρωί και απαντάνε απλά και φυσικά:
«Κάνουμε το χρέος μας. Βοηθάμε το στρατό. Οι άντρες μας πολεμάνε από την πρώτη μέρα του πολέμου. Σείς θα τούς ξεκουράσετε. Όταν περάσετε το Πισοδέρι θα βρήτε ωραίους δρόμους πούχουν στρώσει οι Ιταλοί για να μπούνε στην πατρίδα μας. Τώρα πισωπλάτησαν και οι δρόμοι είναι δικοί μας». [...]
30.1.1941. Από τον ασύρματο μάθαμε ότι πέθανε ο Μεταξάς. Παγώσαμε γιατί τον θεωρούμε αναντικατάστατο σαν επιτελικό. Μερικοί κλαίνε. Τού συγχωρώ το κυνηγητό που μούκανε στην εποχή του (τον Αύγουστο του 1936, όταν ήμουνα φοιτητής) η Ειδική Ασφάλεια με επικεφαλής τον Υπ/ρχο Μανώλη Παναγιωτάκη, γιατί, νεαρός φοιτητής, ήμουν οργανωμένος στην πέμπτη αχτίδα του Κ.Κ.Ε. Γούβας. Για να αποφύγω τότε τη σύλληψη, αναγκάστηκα να μείνω κρυμμένος ένα εικοσιτετράωρο μέσα σ' ένα άδειο βαρέλι του ταβερνιάρη Νίκου Ντάβαρη (Φιλολάου και Δαμάρεως). [...]
1.2.1941. Το πρωί ξεκινήσαμε. Περάσαμε μέσα από την Κορυτσά [...]. Στην πόλη μείναμε δυο ώρες. Κι' εδώ σε όλους τους τοίχους οι Ιταλοί έχουν γράψει το VINCEREMO, που ισχύει για μάς κι' όχι γι' αυτούς που τόγραψαν. Στους δρόμους πυρετώδης κίνησι στρατού και εφοδίων. Παντού κυριαρχεί το χακί. Η πόλη φαίνεται σα νάναι Ελληνική. [...]
14.2.1941. [...] Η συμμαχία της αϋπνίας, του κρύου και της πείνας είναι εχθρός αξεπέραστος. Μάς καταλύει. Δεν μπορούμε να συμμαζέψουμε τις σκέψεις μας πάνω σε ορισμένο θέμα. Αρχίζουμε να σκεφτόμαστε μα σε λίγο κουραζόμαστε και σταματάμε αναγκαστικά. Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε. Έχουμε χάσει τη δύναμη της σκέψης.
Μήπως έχει δίκηο ο Μπουχάριν που ισχυρίζεται ότι η ψυχή κι' η σκέψη είναι ιδιότητες τής ειδικά και αρμονικά οργανωμένης ύλης από την οποία και εξαρτώνται;
Αποφεύγουμε και τη συζήτηση. Μάς κουράζει. Παύουμε νάμαστε άνθρωποι. Πείνα, κρύο, κόπωση, αϋπνία. Κάθε ένα απ' αυτά μάς σταματάει.
Χτες έπλυνα τη φανέλλα μου και την άπλωσα σε κάποιο κλαδί να στεγνώσει. Το πρωί που την τράβηξα για να την ξεκρεμάσω έσπασε στα δυο σαν ξερό, παληό και καμμένο από το χρόνο χαρτί. [...]
_________________________
3.
μάς ενώνει το μίσος εναντίον των Ναζί
26.4.1941. [...] Στο δρόμο συναντάμε Γερμανούς πούχουν στήσει τα τροχομαγειρεία τους και μαγειρεύουν. Τούς έχουν πλησιάσει δεκάδες φαντάροι πεινασμένοι. Κρατάνε στα χέρια τις άδειες καραβάνες και με νοήματα εκλιπαρούν λίγο φαγητό. Οι Γερμανοί τούς διώχνουν.
Λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω συναντάμε άλλους Γερμανούς να μοιράζονται φαΐ. Κοντά και σε αυτούς βρίσκονται πολλοί πεινασμένοι συνάδελφοι. Έχουν μπεί μόνοι τους σε μια στοιχειώδη σειρά, κρατάνε στα χέρια τις άδειες καραβάνες τους και κοιτάζουν ικετευτικά. Σ' αυτούς προστέθηκαν και τρείς από την ομάδα μας. Οι Γερμανοί τούς σκορπάνε βάναυσα.
Ύστερα από 2-3 χιλιόμετρα, πάλι πλάι στη δημοσία οδό, άλλο γερμανικό μαγειρείο. Βαδίζουμε σ' ένα μονοπάτι που περνάει πλάι του και μάς συμβαίνει το εξής περίεργο. Μάς πλησιάζει ένας κατασκονισμένος μέχρι τις βλεφαρίδες γερμανός βαθμοφόρος. Ξανθός όπως είναι με τα γυαλάκια και τις φαβορίτες του μού θυμίζει τον ηθοποιό [...] στην ταινία «Σερενάτα Σούμπερτ».
Μάς οδηγεί με ευγενικιά βία στο καζάνι τους και μάς γεμίζει τις καραβάνες με μια σούπα από αφυδατωμένες πατάτες, ρύζι και χορταρικά. Όταν τίς αδειάσαμε μάς τίς ξαναγέμισαν. Μιλάνε και μάς κοιτάζουν περίεργα. Από τα ελάχιστα γερμανικά που ξέρω καταλαβαίνω ότι μιλάνε με συμπάθεια για μάς. Τούς μιλάω γαλλικά και τούς ευχαριστώ.
Μού απαντάνε στα γαλλικά χαρούμενοι και μού λένε ότι είναι Αυστριακοί, και ότι αγαπάνε τους Έλληνες. Τούς ανταπαντώ ότι κι εμείς στην Ελλάδα αγαπάμε τους Αυστριακούς για τον υψηλό πολιτισμό τους και για τη μουσική τους.
Δεν τολμούμε να πούμε φανερά ότι μάς ενώνει το μίσος εναντίον των Ναζί, των οποίων κι' οι δυο λαοί είναι θύματα, αλλά αυτό ήτανε το νόημα της συζητήσεώς μας. Στο τέλος μάς μοίρασαν κι' από τέσσερα τσιγάρα. Τούς ευχαριστήσαμε, χαιρετηθήκαμε πρώτα στρατιωτικά κι' ύστερα με χειραψία και εξακολουθήσαμε το δρόμο μας χορτάτοι.
Πιο κάτω είδα το δεύτερο περίεργο. Αυστριακούς να καθαρίζουν το τραύμα του ποδιού συναδέλφου μας, να το επιδένουν και να τον φορτώνουν σ' αυτοκίνητο που πρέπει νάτανε Ελληνικό. Αυτά τα δύο γεγονότα έχυσαν βάλσαμο στη ψυχή μου. Είδα ότι υπάρχουν ακόμα άνθρωποι και ανθρωπιά. Ίσως έτσι εξηγείται γιατί προ δυο-τριών ημερών όταν τα στούκας αλώνιζαν πάνω από το κεφάλι μας δεν μάς θέρισαν, ενώ μπορούσαν.
[...]
26.4.1941. Από τα υψώματα βλέπουμε το βράδυ αριστερά και δεξιά μας τη δημοσία οδό. Ένα φωτεινό φίδι κινείται πάνω της. Δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Είναι τα αμέτρητα γερμανικά μηχανοκίνητα που κατεβαίνουν για την Αθήνα.
[...]
9.5.1941. Οι επιστρατευμένοι των ΣΕΚ [στη Θήβα] μάς πληροφορούν ότι έχουμε αποστρατευθή από τις 4 ή 5 Μαΐου, ότι αιχμάλωτοι δεν πιάστηκαν από τους Γερμανούς και ότι οι νεκροί του πολέμου είναι 25-30 χιλιάδες. Αίμα που χύθηκε για τις ιδέες, την αγάπη στην ελευθερία και στη πατρίδα Ελλάδα. Αίμα τιμής και θυσίας.
Στη διαδρομή Θήβα-Αθήνα κάνω διάφορες σκέψεις πάνω στον πόλεμο. Κάνω και τον απολογισμό της προσφοράς μου στον αγώνα μας. Το συμπέρασμα είναι απογοητευτικό. Βρίσκω ότι πολέμησα μόνο με τα στοιχειά της φύσεως, με την κόπωση και με την πείνα. Άρα δεν πολέμησα πραγματικά, αφού η μονάδα μου δεν έδωσε αξιόλογες μάχες και ιδιαίτερα ο Λόχος μου.
__________________
4.
ο φίλος μου το μουλάρι
[...] Όταν υπήρχε ορατότητα, δηλαδή όταν δεν έβρεχε ή δεν χιόνιζε πολύ, κατορθώναμε να διακρίνουμε την εφοδιοπομπή που κινιότανε αργά-αργά και που, αν δεν συνέβαινε τίποτα το έκτακτο, θα έφτανε στο Λόχο σε μερικές ώρες. Τότε αλαλάζαμε από χαρά και τα άδεια στομάχια μας γέμιζαν υγρά. Ερχότανε η σωτηρία.
Θυμόμουνα το θάλαττα-θάλαττα που φώναζαν τα υπολείμματα των μυρίων του Ξενοφώντα στην επιστροφή τους, όταν, κατεβαίνοντας από τα Καρδούχεια όρη, αντίκρυσαν τη θάλασσα που θα τούς έφερνε στην πατρίδα. Έρχονται τα μουλάρια, σημαίνει πως αύριο και μεθαύριο θάχουμε φαΐ, ίσως δε και δέματα και γράμματα.
Ένας ακόμα λόγος για τον οποίο το απαραίτητο για μάς μουλάρι είχε ανέβει στην εκτίμησή μας. Μπορώ να πώ ότι το λατρεύαμε. Όλοι μας ανεξαιρέτως είχαμε εκτιμήσει την αξία ενός μουλαριού σαν ίση με την αξία εκατό μοσχαριών ή μουνάκηδων ή σομπάκηδων. Έτσι λέγαμε αυτούς τους δειλούς ευνούχους και άμαχους, αλλά υγιέστατους στρατιώτες που ήσαν σε πλεονασμό απεσπασμένοι και προσκολλημένοι, αντί των βοηθητικών, στα γραφεία των Μονάδων που εδρεύανε πολύ πίσω από την πρώτη γραμμή.
[...]
Αντιθέτως το μουλάρι το βλέπαμε σαν τον ακαταπόνητο και φιλότιμο εργάτη που δούλευε σαν σκλάβος για να μάς προσφέρει ό,τι μπορούσε και να ικανοποιήσει τις ανάγκες μας. Το καμαρώναμε να βαδίζει σταθερά με το μετρημένο και αλάθητο βηματισμό του, τον ίδιο πάντα, νύχτα και μέρα, ακόμα κι' όταν τα μονοπάτια πάνω στα οποία βάδιζε βρίσκονταν κρυμμένα κάτω από το παχύ στρώμα του χιονιού.
Λίγες φορές είδα μουλάρι να στέκεται και να διστάζει για το πού θα στηρίξει το πόδι. Το αλάνθαστο ένστικτό του το θεωρώ σαν ένα είδος πρακτικής σοφίας που δεν έχει μεν καμιά σχέση με τη γνώση, αλλά έχει τα ίδια με αυτήν αποτελέσματα.
*
Δεν θεωρώ περίεργο ή αδικαιολόγητο το γεγονός ότι αγάπησα πολύ αυτό το αθώο ζώο και το θεωρώ ανεκτίμητο καλό φίλο και κάπως συνάδελφο. Άλλως τε κι' εμείς είμαστε φορτωμένοι σαν τα μουλάρια. Κουβαλούσαμε: το μάουζερ [...]. Το βάρος των πιο πάνω φτάνει τις οκτώ οκάδες. [...]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου