Σαν σήμερα , το 1963, ο Γ. Σεφέρης βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας
24 Οκτωβρίου 1963 η Σουηδική Ακαδημία Επιστημών τίμησε τον Γιώργο Σεφέρη με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, «για το υπέροχο λυρικό ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από ένα βαθύ αίσθημα για το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες»
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
Τελευταίος Σταθμός
ΌΤΑΝ ΤΟΝ ΑΠΡΙΛΙΟ του 1941 οι Γερμανοί κατέλαβαν την Ελλάδα, η ελληνική κυβέρνηση κατέφυγε στο Κάιρο. Ο Γ. Σεφέρης, που ήταν διπλωματικός υπάλληλος, την ακολούθησε και από την υπηρεσιακή του θέση (στο Κάιρο και στην Πραιτόρια της Ν. Αφρικής) έζησε τις διπλωματικές ζυμώσεις μεταξύ των Ελλήνων πολιτικών και των συμμάχων, οι οποίες αφορούσαν το πολιτικό μέλλον της Ελλάδας. Στα ημερολόγιά του, που εκδόθηκαν μετά το θάνατό του με τον τίτλο Μέρες και Πολιτικό Ημερολόγιο, έχει καταγράψει τους πολιτικούς αυτούς αγώνες, τις δολοπλοκίες και τους καιροσκοπισμούς ανθρώπων και υπηρεσιών, σε μια εποχή που η Ελλάδα με την Αντίστασή της συνέχιζε τον αγώνα εναντίον των κατακτητών και υπέφερε τα πάνδεινα (πείνα, εκτελέσεις, βασανιστήρια, πυρπολήσεις κτλ.). Οι εμπειρίες αυτές του Σεφέρη βρίσκουν την ποιητική τους έκφραση στα ποιήματα της συλλογής Ημερολόγιο Καταστρώματος Β'. Τελευταίο ποίημα της συλλογής είναι ο Τελευταίος Σταθμός, γραμμένος, σύμφωνα με την ένδειξη του ποιητή, στο λιμάνι Cava dei Tirreni, κοντά στο Σαλέρνο της Ιταλίας, στις 5 Οκτωβρίου 1944. Εκεί έχουν φτάσει από την Αίγυπτο οι ελληνικές διπλωματικές υπηρεσίες και είναι έτοιμες να επιστρέψουν στην Ελλάδα, από την οποία αποχωρούν οι Γερμανοί (Από την Αθήνα έφυγαν στις 12 Οκτωβρίου 1944). Το δράμα φαίνεται να τελειώνει, αλλά σε λίγο θ' αρχίσουν νέες συμφορές: ο εμφύλιος.
|
Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ' αρέσαν. |
|||||
5 |
πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις. |
|||||
|
Τώρα που κάθομαι άνεργος1 και λογαριάζω |
|||||
10 |
σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων |
|||||
|
βαριά μια νάρκη. |
|||||
|
Κι όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλα3 |
|||||
15 |
στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος |
|||||
|
|
Σαλέρνο |
||||
|
πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην άκρη |
|||||
20 |
μιας φθινοπωρινής μπόρας το φεγγάρι |
|||||
|
ξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναν |
|||||
|
|
|||||
|
Σιωπές αγαπημένες της σελήνης.5 |
|||||
|
|
|||||
|
Είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης ένας τρόπος |
|||||
25 |
ν' αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς |
|||||
|
δύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς σε φίλο |
|||||
30 |
μη σε προλάβει η ξενιτιά και τον αλλάξει. |
|||||
|
Ερχόμαστε απ' την Αραπιά, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, |
|||||
|
|
|||||
|
το κρατίδιο |
|||||
35 |
και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια |
|||||
|
κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες* |
|||||
|
|
|||||
|
ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες, |
|||||
40 |
καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του. |
|||||
|
Το βροχερό φθινόπωρο σ' αυτή τη γούβα |
|||||
45 |
ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων. |
|||||
|
Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους· |
|||||
50 |
και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα, |
|||||
|
στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους. |
|||||
55 |
προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ' άλλο χωράφι· |
|||||
|
σαν έρθει ο θέρος |
|||||
|
|
ρεύουν. |
||||
|
Αλλά τα ξόρκια τ' αγαθά τις ρητορείες, |
|||||
60 |
σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις; |
|||||
65 |
Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου |
|||||
|
|
τη σκέψη |
||||
|
του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια* |
|||||
70 |
να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων* |
|||||
|
ν' ακούει τα τουμπελέκια* κάτω απ' το δέντρο του μπαμπού, |
|||||
|
|
το πεύκο, και τον βλέπεις |
||||
|
είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια, |
|||||
|
|
νύχτες και νύχτες |
||||
75 |
είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δεί- |
|||||
|
|
χνουν οι στατιστικές, |
||||
|
ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν |
|||||
80 |
ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας |
|||||
|
λεύγες και λεύγες· |
|||||
85 |
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή |
|||||
|
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει· |
|||||
|
|
|||||
|
Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης |
|||||
90 |
που έφυγε μ' ανοιχτές πληγές απ' το νοσοκομείο |
|||||
|
ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη |
|||||
95 |
||||||
|
|
|||||
96 |
Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ' αρέσουν.
|
______________________________________________
ΣΧΟΛΙΑ
Τώρα που κάθομαι άνεργος: όπως στην Εισαγωγή των Απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη: «εδώ εις Άργος, όπου κάθομαι άνεργος» (Σημ. του ποιητή).
2. στη χάση: εννοεί του φεγγαριού.
3. σκάλα: λιμάνι (εννοεί το λιμάνι της Cava dei Tirreni).
4. μονέδα: νόμισμα. Την ημέρα της επιστροφής
την περιμένουν (οι επαναπατριζόμενοι) σαν οφειλόμενο χρέος, σαν
ανταμοιβή. Υπαινιγμός για τον καιροσκοπισμό πολλών από αυτούς. Το θέμα
επανέρχεται στους στ. 45 και 51.
5. Σιωπές αγαπημένες της Σελήνης: «Amica silentia lunae». Βιργίλιος (Σημ.: του ποιητή).
6. Εννοεί από την Ελλάδα.
7. Αραπιά... Συρία: εννοεί τους Έλληνες που είχαν καταφύγει σ' αυτές τις χώρες της Μέσης Ανατολής στην Κατοχή.
8. Κομμαγηνή: αρχαίο κρατίδιο στα ΒΑ της
Συρίας με πρωτεύουσα τα Σαμόσατα. Ο ποιητής εκφράζει την ανησυχία του
για το μέλλον της Ελλάδας (βλ. και στ. 73).
γκαμούζα: βουβάλι.
9. θάλασσες του Πρωτέα: τα παράλια της Αιγύπτου.
κακοφορμίζω: προκαλώ φλεγμονή, ερεθίζω μια πληγή.
10. δόλο κι απάτη: όπως στο Μακρυγιάννη, Β', σελ. 258 «και τώρα δικαιοσύνη δεν βρίσκομεν από κανέναν όλο δόλο κι απάτη» (Σημ. του ποιητή).
πραμάτεια: εμπόρευμα.
αγάπανθος: φυτό ιθαγενές της Αφρικής, που καλλιεργείται και στην Ελλάδα ως καλλωπιστικό.
τουμπελέκι: είδος τυμπάνου.
μνησιπήμων: αυτός που σου θυμίζει τις συμφορές, η αλγεινή ανάμνηση των δυστυχιών.
11. μνησιπήμων πόνος: Αισχ. Αγαμέμνων,
στ. 179: «στάζει δ' ἀνθ' ὕπνου πρὸ καρδίας μνησιπήμων πόνος» (στάζει
στον ύπνο, μπρος στην καρδιά, της συμφοράς ο καημός) (Σημ. του ποιητή).
12. οι ήρωες... στα σκοτεινά: μια πικρή σκέψη του ποιητή καθώς αναλογίζεται τις θυσίες του λαού και το αβέβαιο μέλλον.
ΠΗΓΗ: ebooks.edu.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου