"Στη Μώρφια", Σκίτσο του Μιχάλη Κουντούρη
Ψυχή μου
"Κουράστηκα, μαμά, κουράστηκα, μπαμπά", έγειρες το κεφαλάκι σου, έκλεισες τα ματάκια σου –και δεν τα ξανάνοιξες, παιδί μου. Μετά από λίγες ώρες άφησες και την τελευταία πνοούλα σου. Μαύρο σκοτάδι, πηχτό και σκληρό τύλιξε τον κόσμο. Μούδιασαν τα μέλη, τα γόνατα κόπηκαν. Δεν ήσουν πια μαζί μας. Δεν θα ξαναβλέπαμε το χαμόγελό σου. Γιατί άφησες τόσο νωρίς τα εγκόσμια; Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει, το ξέρω, αλλά γιατί; Με πόση ησυχία μάς εγκατέλειψες, με πόση γαλήνη αποκοιμήθηκες. Τι κάνουν τώρα οι δόλιοι οι γονείς; Δεν ήθελες θρήνους και οδυρμούς – μα ένα κάρβουνο πια η ψυχή μας.
Ισως δεν έπρεπε να αγαπήσεις τόσο πολύ την απλότητα της ζωής, τις πιο λιτές της, τις πιο λεπτές αποχρώσεις της, ίσως η ίδια η ζωή δεν άντεχε να τη βλέπουν κατάματα –τόσο βαθιά– και δεν σου προσέφερε τη διάρκεια, τη φυσιολογία. Και ας της προσέδωσες νόημα ισχυρό, ας εισέρρευσε το πνεύμα σου στην αδιαφορία της και στην κακία του κόσμου, αναπτερώνοντας την ελπίδα και τα όνειρα του κάθε νέου που πασχίζει να ανακαλύψει αίτια και αιτιατά. Η Τύχη δεν ήταν γενναιόδωρη μαζί σου, ούτε και η Επιστήμη [αυτή σε πρόδωσε κιόλας]. Δεν ήταν για σένα, κούκλα μου, η ώριμη νεότης, η εποχή της δημιουργίας – και ας τόσο κοπίασες και προετοιμάστηκες για την τελευταία.
Σπλάχνο μου,
ένα φλεγόμενο βέλος η ζωούλα σου, διαπέρασε το χρονικό διάστημα των τριάντα πέντε χρόνων, φωτίζοντάς το, δείχνοντας κατευθύνσεις και σκοπούς. Μα ο χρόνος το τσάκισε στην αρχή κιόλας της φλογισμένης διαδρομής του. Πόσο αγάπησες τη ζωή. Σμίλεψες μέσα σου, στο χάος των αστεριών σου, ίσως και στα αστέρια του χάους, το άγαλμα της χαράς, της καλοσύνης, της γνώσης, της δημιουργίας και, όποτε εσύ έκρινες, εμφυσούσες σε αυτό το διονυσιακό σου αεράκι· πόση αρμονία!
Και πώς να κρύψουν τη συγκίνησή τους η μαμά και ο μπαμπάς; Πώς να συγκρατήσουν τα δάκρυα της εσωτερικής τους περηφάνιας; Ο χρόνος δεν σου επέτρεψε να λεπτουργήσεις, να δημιουργήσεις, να κραυγάσεις τον θρίαμβο του μικρόκοσμου που πρόλαβες να συγκροτήσεις. Και τι κόσμος ήταν αυτός! Γεμάτος περιπέτεια, γεμάτος γνώση, γεμάτος μικρούς ήλιους και καθημερινές μικροχαρές... μακριά από τουριστικά γραφεία και ακαδημαϊσμούς – και ας επέλεξες μια πανεπιστημιακή καριέρα. «Τη μέθοδο ήθελα, μπαμπά, όχι τη γνώση, αυτήν [τη γνώση] ξέρω πού θα τη βρω».
Φως μου,
δεν ήθελες να ανακαλύψεις τα μυστικά του Σύμπαντος ή του Λόγου –έτσι μου έλεγες: «Βρε, μπαμπά, τον εαυτό μου προσπαθώ να ανακαλύψω, τουλάχιστον γνωρίζεις τον Εφέσιο στοχαστή». Εξ απαλών ονύχων έμαθες τους μύθους των αρχαίων και στη συνέχεια την ποιητική και τραγική τους τέχνη, τα τεχνάσματα των φιλοσόφων και των σοφιστών· κάπου στον 4ο μ.Χ. αιώνα σταμάτησες και ξεκίνησες πάλι με τους αναγεννησιακούς και τους διαφωτιστές. Μέσω του πανεπιστημίου σου κατάφερες να ταξιδέψεις ανά τον κόσμο.
Μα όπου και να πήγες βιαζόσουν να επιστρέψεις στην Αθήνα [σου]. «Τι έχω κάνει, μπαμπά, και βασανίζομαι έτσι; Δεν έχω κάνει κακό σε κανέναν. Το μόνο που θέλω είναι να περπατάω στο κέντρο της Αθήνας, στα Εξάρχεια, να μπαινοβγαίνω στα βιβλιοπωλεία και στους μικρούς εκδοτικούς οίκους, να κάθομαι όταν κουράζομαι για ένα καφεδάκι, να συναντάω φίλους. Πολλά είναι αυτά που επιθυμώ;» Τι να απαντήσει ο έρμος ο μπαμπάς; «Μια δοκιμασία είναι κορίτσι μου – θα περάσει και θα τα ξεχάσουμε όλα».
Κόρη μου,
ένας χορός ήταν η ζωή σου, μια επανάσταση ύλης και πνεύματος, γεμάτη φως και έκπληξη για τα πάντα γύρω σου. Ολα σου φαίνονταν συναρπαστικά. Καθεστώς γηθοσύνης ο περίγυρός σου. Σε έβλεπα να χορεύεις και με έπνιγε η συγκίνηση· αχνά ίσως αλλά καταλάβαινα κάθε φορά –βλέποντας το φτερούγισμά σου, το πέταγμά σου– ότι λοιδορείς τη βαρύτητα, σαν να μας έλεγες ότι είμαστε οι δυνατότητές μας, ότι, ναι, είμαστε ικανοί (!) να ξεπεράσουμε τα όρια της χοϊκότητας.
Χόρευες και όλη η αρχεγονία φανερωνόταν μπροστά μου.
Πουλάκι μου,
παρατηρούσα άλλες φορές τη μεθοδικότητά σου και απορούσα. Με πόση επιμέλεια και αγάπη φρόντιζες τη βιβλιοθήκη σου, σε αντίθεση με τον μπαμπά, που ακόμη δεν ξέρει να τακτοποιεί τίποτα. Πότε πρόλαβες και τα έκανες όλα τούτα; Να διαβάζεις, να ταξιδεύεις, να ερωτεύεσαι, να ξενυχτάς; «Ολα τα προλαβαίνεις άμα αγαπάς τη ζωή», μου έλεγες – η ζωή όμως σου τα στέρησε όλα τούτα, καρδιά μου.
Κοριτσάκι μου,
σε γοήτευαν οι δυσκολίες, αυτές έψαχνες, αυτές σε προκαλούσαν [η κοπιώδης έρευνα, η μελέτη, η ανάλυση και η σύνθεση]· προσπερνούσες τις ευκολίες και κοιτούσες μακρινούς ορίζοντες. Ο πόνος της απώλειάς σου είναι απέραντος· δεν έχει μίλημα. Οι λέξεις της αλφαβήτου είναι φτωχές. Δεν έχει και γραφή αυτός ο πόνος. Η μεγαλύτερη αδικία πάνω σε τούτη τη γη είναι να φεύγουν από τη ζωή τα παιδιά πριν από τους γονείς, αποδεκτό από όλους αυτό εδώ και χιλιετίες.
Οι τελευταίοι δεν μπορούν να υποφέρουν το ανυπόφορο. Αυτή η απώλεια υπερβαίνει τη φυσική τάξη πραγμάτων. Καλούνται οι γονείς να αντιμετωπίσουν το αδιανόητο. Πώς αυτό είναι δυνατό; Δεν υπάρχει [δεν υπήρξε ποτέ και ούτε θα υπάρξει] φυσική δικαιοσύνη. Και ας έλεγαν οι παλαιοί, προσπαθώντας να μετριάσουν κάπως το ανυπόφορο, ότι όποιον ποθούν οι θεοί τον παίρνουν νέο. Ποιοι «θεοί» σε πόθησαν, ψυχή μου;
Μωρφιάκι μου,
όλο σου το σώμα ήταν ένα πρόσωπο που χαμογελούσε· ανυπομονούσες να βγει ο ήλιος, να κοιτάξεις το σημειωματάριό σου και να βγεις και η ίδια έξω, στον κόσμο, στη ζωή, στην περιπέτεια, στους φίλους. Και τι να πω για το χωριό – πόσο το αγάπησες και πόσο σου άρεσαν τα παιδιά του χωριού, τόσο ώστε λίγες μέρες πριν από τη «φυγή» σου το επισκέφτηκες· ίσως προαισθανόμενη το τέλος; Τι άλλο να γράψω, γλυκό μου πλάσμα – η λαχτάρα σου για ζωή, για δημιουργία, για συνύπαρξη, για αλληλεγγύη δεν δικαιώθηκε· είναι αυτό ένα ανεπούλωτο τραύμα για τους γονείς, μια αγιάτρευτη πληγή.
Λένε οι φίλοι: κουράγιο, δύναμη, ο πανδαμάτωρ χρόνος –και άλλα. Τους ακούω –αλλά...
Ας μου επιτρέψεις να σου στείλω στο μέλλον [μας] δυο ακόμη [ανεπίδοτες, δυστυχώς] επιστολές. Θα αφορούν τη μαμά, την αδελφή σου, τον μικρό αδελφό σου, τη μαμά του αδελφού σου. Όχι πως δεν ήξερες –για τις ώρες του βυθίσματός σου θα σου γράψω, σπλάχνο μου, τότε που η γη έπαψε ίσως να γυρίζει, που έδειξε πόσο σκληρή και απάνθρωπη είναι για μερικούς ανθρώπους, πόσο άδικη για νεαρές υπάρξεις στις οποίες κόβεται το νήμα της ζωής, αυθαίρετα και αναιτιολόγητα. Το αδιανόητο τρελαίνει, ξέρεις [αχ, ήξερες]. Θα σταθούμε όρθιοι απέναντί του, όμως, ψυχή μου, σπλάχνο μου.
Ήθελες τόσο πολύ να βρεθείς στα γραφεία της εφημερίδας και να γνωρίσεις τους συναδέλφους σου, μα πιο πολύ να τους ευχαριστήσεις, όλους, που σε δέχτηκαν ασυζητητί στην οικογένειά της. Το κάνω μόνος μου πια. Ευχαριστώ βαθύτατα το δ.σ. του Συνεταιρισμού, τη διεύθυνση της εφημερίδας και όλους τους συναδέλφους για την αμέριστη συμπαράσταση και υποστήριξη στον αγώνα που δώσαμε με την κόρη μου, δυστυχώς ατελέσφορο. Ευχαριστώ επίσης τον ειλικρινή και σπαραχτικό πολλές φορές λόγο των αναγνωστών. Δεν ξέρω τι άλλο να γράψω, δεν μπορώ να γράψω κάτι άλλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου