Τα κόκκινα γοβάκια
Διήγημα της Κατηφένιας Ζαφειριάδου
Περίμεναν να φορεθούν τα κόκκινα γοβάκια, νούμερο σαράντα, κλεισμένα σε μια
ντουλάπα καφέ, με την ελαφριά μυρωδιά μούχλας και τα ίχνη από παλιά μηνύματα
γραμμένα στα τοιχώματα, με μπλε μελάνι: «Αρης», «σ' αγαπώ», «Νίκος».
Σ' ένα παλιό διαμέρισμα, όπου ακούς τα ερωτικά βογκητά των διπλανών, τους
ήχους της αποχέτευσης και φωνές από καβγάδες.
Ενα χέρι ανοίγει το φύλλο της ντουλάπας και βγάζει έξω τα κόκκινα γοβάκια.
Το χέρι μιας γυναίκας, που το κορμί της έχει αρχίσει να γνωρίζει τη φθορά του
χρόνου: ρυτίδες, κυτταρίτιδα, κάποια περιττά κιλά, μαλλιά βαμμένα ξανθά, σε μια
προσπάθεια ανανέωσης. Φοράει μπλουτζίν κι ένα στενό μπλουζάκι, για να φαίνονται
τα πλούσια στήθη της ακόμη μεγαλύτερα.
Παίρνει τα γοβάκια, τα φοράει, σε ένα πόδι με νύχια βαμμένα έντονα ροζ και
στέκεται μπροστά στον καθρέφτη ξεκινώντας την καθημερινή ιεροτελεστία με τα
φτηνά φτιασίδια: πρώτα η πούδρα, ύστερα έντονο το ρουζ, πράσινη σκιά, μάσκαρα
και μπόλικο αϊλάινερ, για να τονίσει το βλέμμα, και τέλος, το κραγιόν. Τα
γοβάκια την παρακολουθούν να βάφεται με αργές κινήσεις.
Ανοίγει την εξώπορτα και βγαίνει στον διάδρομο, για να κατεβεί στο δρόμο.
Εκεί που τα καλοκαίρια, όταν τα ρούχα κολλάνε στο ιδρωμένο κορμί, μαζεύεται όλη
η γειτονιά για να πάρει λίγο αέρα και να χαζέψει τους περαστικούς, μοναδική
διασκέδαση, μιας και η θάλασσα και τα μπάνια είναι γι' αυτούς πολυτέλεια.
Κάθεται λοιπόν σ' ένα παγκάκι τρώγοντας σπόρια, στριφογυρίζοντας τα κόκκινα
γοβάκια της, περιμένοντας να δει κάτι το ενδιαφέρον. Διακρίνει τη θολή φιγούρα
ενός νεαρού άντρα. Πλησιάζει. Οι ματιές τους συναντιούνται. Η δικιά του,
έντονη. Την καίει. Σκιρτά. Θα μείνει; Ο νεαρός πιάνει το βλέμμα της και της το
ανταποδίδει προκλητικά, με όλη την αλαζονεία της νεανικής του σάρκας. Την
προσπερνάει αδιάφορα και στέκεται παραπέρα. Αργά διαγράφει κάποιους κύκλους
γύρω της, όπως τα πτερόεντα έντομα στο φως. Η γυναίκα αναστατώνεται. Λες;
Ανίκανο να εκφράσει τα συναισθήματα της, το γοβάκι μένει με το τακούνι
καρφωμένο στο έδαφος και τη μύτη στραμμένη προς αυτόν. Ο νεαρός πλησιάζει.
Κάθεται δίπλα της. Η ανάσα της γίνεται κοφτή. Κόμπος το στομάχι. Τα κόκκινα
γοβάκια νιώθουν το αίμα να κυλάει πιο γρήγορα στις φλέβες των δαχτύλων της,
αισθάνονται τον σφυγμό της στη φλέβα του αστραγάλου της. Τα βλέμματα διερευνούν
ακτινωτά τα πρόσωπά τους. Για μια στιγμή κλειδώνουν οι ματιές τους, το παιχνίδι
μιας ανείπωτης υπόσχεσης. Υστερα, σαν τρομαγμένα πουλιά, στρέφονται γρήγορα
αλλού. Ξανασυναντιούνται. Και δειλά κοντοστέκονται. Οι λέξεις εγκλωβισμένες
στον λαιμό τους, σαν αγέννητο μωρό. Κι αν;... Πετιέται η πρώτη κουβέντα. Ο
άλλος, σαν σκυτάλη, με ετοιμότητα την πιάνει στον αέρα. Και την ξαναδίνει. Κι
έτσι, χτίζεται ο λόγος και σαν τα πόδια ενός ξυλοπόδαρου κινείται με
αβεβαιότητα στον αέρα ευάλωτος σε μια λάθος κίνηση και σαν τα πόδια μιας
αράχνης υφαίνει γύρω τους έναν ιστό. Ξετυλίγεται η κουβέντα. Πυρώνει ο αέρας.
Με μια αφορμή ανεβαίνει στο σπίτι της.
Ενα ένα ανέβαιναν τα σκαλιά, με την αργοπορία της προσμονής. Τακ-τακ-τακ
πάνω στο φτηνό μωσαϊκό. Κάθε χτύπος, ένα άγγιγμα, ένας παλμός. Το σμίξιμο τους,
ρυθμικό. Στην αρχή, αργό. Μετά, γοργό και βίαιο. Τα κορμιά τους τόσο αταίριαστα
αλλά και τόσο ταιριαστά. Ανάσες κοφτές. Ενα δάγκωμα στον λαιμό. Ενας ήχος που
διαπερνά τους εγκαταλελειμμένους τοίχους.
Το γοβάκια, σιωπηλοί μάρτυρες, παρατηρούν αναποδογυρισμένα στη γωνία.
Τελείωσε η πράξη. Επρεπε να φύγει ο νεαρός. Η γυναίκα βάζει τα γοβάκια
βιαστικά και πηγαίνει με βήματα αργά, βαρύθυμα, ώς την πόρτα να τον
αποχαιρετήσει: «Θα ξανάρθεις;» Το ίδιο έγινε και την άλλη μέρα, και την
παράλλη, μα, ύστερα, ο νεαρός δεν φάνηκε πια.
Ανυπόμονα τα γοβάκια τον καρτερούν στο παγκάκι. Περπατούν με λαχτάρα,
πάνω-κάτω, στο πεζοδρόμιο, παρατηρώντας δεξιά κι αριστερά. Φορέθηκαν για μέρες
πάνω στα πόδια της γυναίκας. Εμειναν αφημένα δίπλα στο κρεβάτι της στη διάρκεια
του λιγοστού ύπνου της. Γεύτηκαν από την άκρη του σεντονιού της τα αγωνιώδη
όνειρά της.
Οταν πια απόειδε, η γυναίκα τα πέταξε σε μια γωνιά και άρχισε, σπαρακτικά,
να κλαίει. Για τη στέρηση που την ανάγκαζε, έστω κι αλόγιστα, να αναζητά τη
ζεστασιά του σώματος στην αγκαλιά του όποιου άλλου. Για τη μοναξιά που την
έριχνε πάντα στην ίδια παγίδα της πρόσκαιρης απόλαυσης. Για τη λεηλασία κορμιού
και ψυχής. Για την απόρριψη. Για το δέσιμο που αναπόφευκτα έρχεται από τον
γλυκασμό των σωμάτων και το ξεκοίλιασμα του πόνου, του αποχωρισμού. Μόνη της,
υπέφερε το σπαραξικάρδιο κλάμα της εκείνο το βράδυ κι έπνιξε μέσα της βουβά την
κραυγή: «Εσείς, ε, εσείς, που με τις καλοβαλμένες ζωές είστε έτοιμοι να
λιθοβολήσετε. Αραγε, ξέρετε ποια ανάγκη ψυχής κρύβεται πίσω από την
παραμορφωμένη σάρκα;».
Σηκώθηκε και κοίταξε το κουρασμένο πρόσωπο στον καθρέφτη. Οι ρίζες των
μαλλιών της είχαν αρχίσει να ασπρίζουν. Οι ρυτίδες της ήταν πιο έντονες. Πήγε
ώς την ντουλάπα, άνοιξε το φύλλο της κι επιθεώρησε το περιεχόμενό της. Υστερα
άρχισε σιωπηλά να ξεντύνεται κρεμώντας τα ρούχα της αργά σε πλαστικές
κρεμάστρες.
Τα κόκκινα γοβάκια έμειναν ξεχασμένα σε μια γωνιά του δωματίου κι έπιασαν
σκόνη.
Πρώτη δημοσίευση: www.enet.gr/21 Αυγούστου 2009
*(Η Κατηφένια Ζαφειριάδου γεννήθηκε το 1969 στη Θεσσαλονίκη. Είναι
πτυχιούχος του Τμήματος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ και κάτοχος
Μεταπτυχιακού Τίτλου Σπουδών, από το ίδιο τμήμα, στον τομέα της Γλωσσολογίας.
Κείμενά της έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά. Κυκλοφόρησε η μπροσούρα της
«Σπιρτόκουτο», από τις εκδόσεις Λοξίας, το 2005 και το «Ανθη ελληνικής ερήμου»,
Λοξίας, 2008.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου