Μη νομίζεις πως κι εγώ σε ξεχνάω...
Βασίλης ΒασιλικόςΔεν την ήξερε. Ούτε τη γνώριζε. Ούτε έμελλε να τη γνωρίσει. Τότε ποια ήταν λοιπόν; Ήταν η άγνωστη, ήταν η ασάφεια, ήταν του θυμικού του η προέκταση. Την ονόμασε Θάσο. Γιατί ήταν γένους θηλυκού: η νήσος Θάσος, ενώ ήταν ο Θάσος, που ίδρυσε, λεν, το νησί. Ερμαφρόδιτο στη σύλληψή του, έπαιξε στα ζάρια και του βγήκε οκτώ. 5+3=8.
Ο ερωτισμός ξεκίνησε σαν μια ακρογιαλιά, ένας όρμος πιο συγκεκριμένα. Στον κόλπο του είχε την πρώτη του εκσπερμάτωση. Έκαιγε ο άμμος κι αυτή η ζέστα, τον έφερε σε πρόωρο οργασμό. Ήταν όμως ο άμμος ή η άμμος; Ήταν ο Θάσος ή η Θάσος;
Δεν θέλησε να ψάξει πιο βαθιά. Και με ανακούφιση αυτομεταγλωττίστηκε, όταν αντάμωσε το ουδέτερο αγγλοσαξονικό «The». Μπορούσε να ήταν και το ένα και το άλλο. The-λαδή χωρίς γένος.
Ωστόσο τίποτα δεν προμηνούσε τον βίαιο χωρισμό τους. Ο τρόπος που εγκατέλειψε το νησί για να πάει μετανάστης στη Γερμανία, δεν απεμπόλησε τις πρότερες ενοχές του. Εκεί, στα εργοτάξια της Μέτζελερ, τη δεκαετία του '70 έμελλε να συνειδητοποιήσει το μέγεθος του χαμού.
Το νησί του επέστρεφε ως γκόμενα, ως αρραβωνιάρα στο «θολωμένο του μυαλό». Και την ημέρα που ο συνθέτης του ομώνυμου τραγουδιού, ο Άκης Πάνου, δολοφόνησε τον αρραβωνιαστικό της κόρης του, συνειδοτοποίησε καθυστερημένα ότι υπήρχε προηγούμενο. Το θολωμένο μυαλό του συνθέτη αντιπροσώπευσε τη δική του θολούρα ως προς το γένος. Αρσενικό ή θηλυκό; Αλλομπέτσα ή πόθος, το φυλλόδεντρο;
Ο Άκης Πάνου τού παρουσιάστηκε ως ειμαρμένη: ψηλός, οστεώδης, λυμφατικός. Μα σύντομα τον μπέρδεψε με την Πόλυ Πάνου, ευτραφή, εύχαρι, χυμώδη. Ποιος από τους δύο ήταν λοιπόν; Ο ή η Πάνου; Ο Θάσος ή η Θάσος; Σίγουρα νύχτωσε χωρίς φεγγάρι. Και το σκοτάδι ήταν βαθύ. Όμως κάποιο παλικάρι δεν μπορούσε (δεν κατάφερνε) να κοιμηθεί.
Κι άρχισε ν' ακούει παλιές κασέτες.
Γιατί το μάκρος του καιρού τα πάντα παλαιώνει
κι ο χρόνος όλα φθείρει τα, δε τα ανανεώνει,
κι αυτό είναι πρόσταγμα θεού, πασένας το γνωρίζει
κ' η μέρα τούτη η σημερνή στον κόσμο δεν γυρίζει
Πένθος Θανάτου (15ος αι.)
11.2.80
Ο χρόνος, ο δικός μου κι ο δικός σου. Τίποτα, κανένας δεν μπορεί να μας τον πάρει. Τούτος ο χρόνος είναι δικός σου και δικός μου. Σήμερα σ' αγαπώ ακόμα πιο πολύ από χθες. «Αχ να ξανάβρω τα δυο χείλια που ποτέ δεν χόρτασα». Το ίδιο τραγούδι. «Πριν το χάραμα μονάχος εξεκίνησα, αχ και στο πρώτο μας το στέκι την αυγούλα μύρισα, αχ» (μόνο που δεν υπάρχει πρώτο, υπάρχει τελευταίο για μας, δεν υπάρχει αυγούλα, υπάρχει δειλινό, νύχτα). «Αν και άλλη μ' είχε μπλέξει με καμώματα, αχ σ' αγαπώ κ' ήρθα κοντά σου πριν τα ξημερώματα» (η περίπτωσή μου, άλλη μ' είχε μπλέξει, μα δεν μπορώ να 'ρθω κοντά σου, κοντά σου, που είναι το χώμα). «Πριν ακόμα σβήσουν τ' άστρα, εξεπόρτισα, αχ να ξανάβρω τα δυο χείλια που ποτέ δεν χόρτασα». Εξεπόρτισα, αγάπη μου γλυκιά. Δεν σε ονειρεύομαι. Δεν έρχεσαι συχνά να μου κρατήσεις συντροφιά. Αδειάζοντας απ' το περιττό σπέρμα μου που δεν γονιμοποιεί κανένα χωράφι, είμαι δικός σου, πιο απόλυτα, πιο αγνά, πιο αιθέρια, γιατί τώρα που η σάρκα έχει αναχθεί στο μηδέν...
«Αραμπάς περνά με τη βλάμισσα, και χαράμισα τη ζωή μου, με ρεστάρισε, στραπατσάρισε το τσαρδί μου. Σατράπισσα, είναι μέσα. Η μπαμπέσα. Αραμπάς περνά, ωχ μανούλα μου, και η καρδιά μου πώς χτυπάει, η σατράπισσα που αγάπησα, μ' άλλον πάει...».
Κι έτσι από το ένα τραγούδι στο άλλο σε βρίσκω ατόφια, εσένα, που μαζί αγαπήσαμε αυτά τα τραγούδια, τους ρεμπέτες. Απέναντι ο ουρανοξύστης μοιάζει να κοροϊδεύει την εμμονή μου στα παλιά. Είναι ψηλός, αρσενικός, δεν καταλαβαίνει. «Ηλιοβασίλεμα σωστό, την ώρα που νυχτώνει, θα βαστηχτώ στον δρόμο σου, καημός με μαραζώνει». (Άλλο τραγούδι για μένα, για σένα, για όλους τους πληγωμένους που ζουν, εντεύθεν κ' εκείθεν της όχθης του μεγάλου ποταμού).
«Γκρίζα γινήκαν τα μαλλιά, λύγισε το κορμί μου και το μαράζι ρίζωσε βαθιά μες στην ψυχή μου».
(Γκρεμίζουν τα παλιά σπίτια, μα δεν ξεριζώνουν τη δαπανημένη ζωή μέσα σ' αυτά, γιατί η ζωή είναι ενέργεια, δεν είναι δοκάρια).
«Πόνοι με δέρνουνε πολλοί, καημοί με βασανίζουν, και κάθε μέρα που περνά τα νιάτα μου τσακίζουν».
(Οι μπουλντόζες, οι εκσκαφές δεν μπορούν ν' αλλάξουν σε τίποτα την πολεοδομία της ψυχής μου. Οι εναέριοι κι οι υπόγειοι, τα τρένα, τα ελικόπτερα, τα λεωφορεία είναι μαρμερλάδες).
«Καθημερινώς με τυραννάς, μα ενώ για άλλονε πονάς, ή εμένα ν' αγαπήσεις ή να φύγεις να μ' αφήσεις». (Παίξε γλυκό μπουζούκι τους διαχρονικούς καημούς) «Μα σαν κι εμένα δεν θα βρεις, άκου κι εμένα να χαρείς, έλα να τα ξαναπούμε, μια και θες να χωριστούμε». (Όλες οι πενιές του κόσμου κεντούν το υφαντό της ψυχής μου με ψιλοβελονιές).
«Θα 'ρθει η στιγμή να θυμηθείς, μα όσα πλούτη κι αν χαρείς, τότε θα 'ναι πια για μένα, περασμένα - ξεχασμένα κι από την καρδιά σβησμένα».
Είμαι έτσι μια στάλα ζύμη που εσύ θα τη ρίξεις στο ψωμί για να φουσκώσει και να φάει καρβέλια ο κόσμος. Γλυκιά μου αγάπη, τα δάχτυλά σου μου λείπουνε, τα όμορφά σου δάχτυλα, τα λεπτά, τα φιλντισένια, τα νέγρικα, τα απόλυτα δάχτυλα, στη θωπεία αξεπέραστα και στο χάδι.
«Μες στα βαριά μεσάνυχτα, η πόρτα μου χτυπάει (μα δεν είσαι εσύ), δεν φαίνεται όμως κανείς, ποιος να με ζητάει; Στο σπίτι αυτό τ' αραχνιασμένο, τι έχω πια να περιμένω;» (Έτσι είναι τα σπίτια μας, της Ρώμης και της Αθήνας).
«Δεν έχω μάνα κι αδερφή για να τους περιμένω, έλιωσα στο κρεβάτι μου, τον Χάρο πια προσμένω. Και του τοίχου το ρολόι αρχινά το μοιρολόι». (Έτσι είναι ακριβώς, έτσι απόλυτα). «Σώσε με, Παναγιά μου, τα νιάτα μου λυπήσου, διώξε τον Χάρο απ' την αυλή, να μην τον αντικρύσω. Και του τοίχου το ρολόι...».
(Η φωνή βαριά, σαν από λατέρνα. Κ' εγώ δεν θέλω να 'μαι πεσιμιστής σ' έναν κόσμο που σπαράζεται, θέλω ν' ανεβώ πάνω απ' αυτό το μαύρο κύμα, για να σε δω πανώρια, πλουμιστή, τέτοια που σ' αξιώθηκα, μια ζωή. Να ζήσουμε, να ζήσουμε μαζί, επιτέλους).
«Φτωχόπαιδο με γνώρισες κι από μικρό στην πιάτσα, με σίδερα στα μπράτσα κι όπου νυχτώσω και βρεθώ. Κι αν κάθε βράδυ ξενυχτώ, στη ρόδα, στο τιμόνι, μη μου παραπονιέσαι και μη στεναχωριέσαι που μένεις πάντα μοναχή». (Με το χαρτί ξανάρχισα τον διάλογο. Έτσι κ' εσύ με γνώρισες). «Σ' αυτή τη δύσκολη ζωή δεν λείπουν τα στραπάτσα, γι' αυτό στην πιάτσα, βρέχομαι στα μπράτσα, για σένα αγάπη μου γλυκιά».
(Τα ίδια λόγια, χωρίς τη μουσική, δεν σημαίνουν το ίδιο, αφού στη λέξη «αγάπη» βάζει εκείνο τον αναστεναγμό στο «α», που εγώ στο χαρτί δεν μπορώ να τον αποτυπώσω).
«Πόσο βασανίστηκα κοντά σου, πόσο πλήρωσα την απουσία σου (ψέματα), κακούργα, συ μου το 'κλεισες το σπίτι και τώρα χαίρεσαι που μ' έκανες αλήτη. Παίξτε μπουζούκια, παίξτε γλυκά, παίξτε απόψε να σπάσει, παιδιά, του αλήτη η καρδιά.
Τη ζωή μου έπαιξα για σένα, τη ζημιά σου πλήρωσα με αίμα, πολύ κι αν ξεμυαλίσει το 'χω χάσει, γιατί στη μαύρη σου ψυχή έδωσα βάση... Δυο καρδιές αφήνεις μες στο κλάμα, πόνεσε κ' η δόλια μου η μάνα που με μεγάλωσε με πίκρες και νυχτέρια για να με πνίξουνε τα δυο σου μαύρα χέρια». (Όπου εμφανίζεται αυτή η μορφή της μάνας στα λαϊκά μού σπάει την τέλεια αντιστοιχία που έχω μέχρι εκείνη τη στιγμή).
«Μες στους καβγάδες στήσαμε κ' οι δυο ψιλό γαζί, η γκρίνια που αρχίσαμε δεν ξέρω τι θα βγάλει, σαν πέφτει η γκρίνια ανάμεσα ο έρωτας δεν ζει, το φταις και φταίω θα μας φάει το κεφάλι».
«Σαν το βιολί αρχίσαμε βρε μάγκισσα που λες, τον τσακωμό τον πήγαμε θαρρώ σκοινί γαϊτάνι, το καβγαδάκι που άρχισε τις γκρίνιες μας αυτές, πού να του βρεις σε τι μπελάδες θα μας βάλει».
«Η φαγωμάρα μας αυτή δεν έχει τελειωμό, ούτε η γκρίνια μας ποτέ θα φτάσει σε μιαν άκρη, ίσως μας φέρει όπως πάει στερνά στον χωρισμό και θα μας πνίξει και τους δυο το μαύρο δάκρυ».
Μ' αυτά τα τραγούδια που ξεκίνησε το αισθηματικό οδοιπορικό μου για σένα, θέλω να τελειώσω, μη έχοντας πάλι τίποτα πει. Αφήνω τα λόγια των τραγουδιών να τα πουν για μένα. Απεργούν οι τράπεζες του λόγου.
«Δεν το περίμενα ποτέ να φύγεις να μ' αφήσεις, να πάρεις τις βαλίτσες σου να πας αλλού να ζήσεις. (Ο Στέλιος τώρα, η φωνή του). Θα μετανιώσεις. Μη φοβηθείς κοντά μου να γυρίσεις. Δεν σε μισώ κι αν μου 'φυγες και βάλτο στο μυαλό σου αχάριστα κι αν φέρθηκες δεν θέλω το κακό σου».
(Κ' είναι τα τραγούδια αυτά, μπάλσαμο).
«Στο μονοπάτι που τραβάς αν θά βγεις γελασμένη, θυμήσου μια φτωχή καρδιά που πάντα σε προσμένει. Κι αν μετανιώσεις...».
(Δεν υπάρχει επιστροφή στην περίπτωσή μας. Όλα αυτά τα τραγούδια έχουν να κάνουν με τον χώρο του επιστητού. Είναι οι πίκρες των ζωντανών για τους ζωντανούς. Η δικιά μας πίκρα δεν έχει καμιά σχέση μαζί τους. Μα αν τα λόγια δεν ταιριάζουν, αν τα σενάρια δεν κολλούν, υπάρχει η μουσική που μας ταιριάζει. Και μέσα από τα ψιλά βελόνια της σε βρίσκω απόλυτα, αγάπη μου, δικιά μου.
Τότε, στο διάσελο του δάσους, εμφανίστηκε ο Στέλιος Καζαντζίδης, σαν γκουρού. «Στέλιο, τον ρώτησα ξέπνοος, ερμήνευσέ μου τον φόνο του Άκη». Ο Στέλιος όμως δεν μίλησε. Ακούστηκε μόνο σαν φωνή από πλέι μπακ η γνωστή φράση: «Στέλλα, κρατάω μαχαίρι». Δεν καταλάβαινα. Ήταν ο Φούντας ή η φούντα που είχα διαλέξει, καταμεσής του διάσελου, για να φουμάρω;
26.2.80
Σ' αυτό το τεφτέρι αρχίζω μια καινούργια ζωή. Βρίσκομαι στο ξεκίνημα μιας νέας ζωής. Η νέα μου ζωή (σκεφτόταν) έχει όλη την πείρα της παλιάς, που δεν βαραίνει παραπάνω από ένα παλιό βιολί με νέες χορδές. Οι χορδές μου είναι παρθένες στο δοξάρι της που βγάζει απ' αυτές τον πιο γλυκό ήχο. Γιατί αναβαφτίστηκα, ξανάλαμψα όπως ο καθρέφτης του ήλιου που σφουγγαροπανα σύννεφα όλη τη νύχτα γυάλιζαν το πρόσωπό μου. Έτσι που σήμερα είμαι καινούργιος. Τα παλιά πήραν μια βουτιά, χάθηκαν. Κι απόκτησα ένα καινούργιο όνομα, Ηλίας Φυλακτόπουλος. Μου το 'πε στο κρεβάτι. Μου είπε: «Ηλία, σ' αγαπώ πολύ». Κι έτσι έγινε ο Ηλίας. Απόρριψα την παλιά ταυτότητα, το παλιό διαβατήριο. Είμαι καινούργιος, τσίλικος, σ' έναν κόσμο που έχει παλιώσει. Κι απ' αυτή τη δύναμη που μου προσπορίζει το νέο μου όνομα, το νέο μου πρόσωπο, αγάπη μου, ξανακαινουργιώθηκα μες στην αγάπη σου, μες στη λατρεία σου, μες στο πάθος σου για μένα.
Επιτέλους, βρήκα την αγάπη, ατίμητη, ανεκτίμητη, χωρίς περιουσία, ατόφια, την αγάπη σου. Κι αυτή με βοήθησε να βγάλω από πάνω μου τα λέπια της παλιάς. Σαν ψάρι που κολυμπά στα νερά της νέας θάλασσας, τοποθετώ τ' αυγά μου σε νέες κρύπτες βράχων. Ώσπου να 'ρθουν άλλοι ψαροτουφεκάδες και να τα σκοτώσουν, τα παιδιά μου θα ζήσουν ανενόχλητα.
Η αγάπη μου ήταν κουρασμένη, πονούσε φριχτά μες στο βάθος του κόλπου της. Ξάπλωσε, κοιμήθηκε αμέσως βογκώντας. Με παρακάλεσε να μην κάνουμε έρωτα. Τότε πήγα στο διπλανό κρεβάτι. Έμπαζε λίγο απ' το κλειστό παράθυρο και η τηλεόραση έπαιζε ένα παλιό έργο. Σηκώθηκα, έφαγα, καναδυό γιαούρτια, ένα πακέτο μπισκοτολούκουμα κι ύστερα κοιμήθηκα. Κάποιες ώρες πιο ύστερα, με κάλεσε στο κρεβάτι. Ήταν ζεστή, τα μπουτάκια της φλέγονταν από μια δική τους θέρμη, ολόκληρη έκαιγε. (...) Κοιμηθήκαμε αγκαλίτσα. Ο πόνος στον κόλπο της υποχωρούσε λίγο - λίγο. Και το πρωί κάναμε έρωτα. Ήταν γλυκά, τρυφερά, τα στηθάκια της αναριγούσαν στα λαίμαργα χείλια μου, οι δρόμοι της απ' το αυτί ώς τους ώμους είχαν ανοίξει από τότε που έκοψε τα μαλλιά της, γίναν βατοί στη γλώσσα μου που σαν πύρινη έγλυφε τις ραχούλες και τα λαγκάδια χωρίς ν' ανάβει ορατές φωτιές, αφού είχε συντελεστεί η αποψίλωση των δέντρων.
Απολογία του διακορευτή
Και με κατηγορείτε, κύριε, διά της κόρης σας, όταν δεν ξέρετε σε τι κατάσταση την βρήκα. Εσείς, ως νόμιμος γονεύς, επαφίεστο εις την πράξιν του γεννήτορος, εφησυχάζατε, κύριε, εις την ιδέα ότι της στέλνατε τα χρήματα που η κόρη σας ήθελε, και ως εκ τούτου είσαστο ΕΜΡΤΥ (εκ του αγγλικού: άδειος) άλλων ανησυχιών. Βεβαίως, εις την πατρική σας καρδίαν, δεν αμφιβάλλω, ότι είχατε μικράς τινας ανησυχίας περί της παράξενης κορασίδος σας, η οποία εσπούδαζε, πράγματι, επιμελώς εις Παρισίους, εις το κολέγιον Φενελόν. Πλην όμως, πέραν τούτου, τίποτ' άλλο. Εγώ αφοσιώθηκα εις την κόρην σας, κύριε. Ασχολήθηκα μαζί της. Προσεπάθησα να της διδάξω το αλφάβητο του έρωτα, ώσπου μου τον εδάγκωσε, μου τον τραυμάτισε και η οργή μου, με το χαστούκι που προκάλεσε την κραυγήν της κόρης σας και την συνακόλουθη παρέμβασιν της θυρωρού, μας έκανε να ευρισκόμεθα τώρα ενώπιον του ανακριτού. Αλλά έχω να σας πω και τούτο:
3.3.80
Πρωί Δευτέρας και να περπατάς στους ίδιους γκριζωπούς δρόμους του Παρισιού, πάνω στα παλιά δρομολόγια, είναι ν' αρρωσταίνεις ολόκληρος από μιαν αρρώστια πέρα απ' την αρρώστια. Η προπέλα που λέγαμε, χάθηκε. Η αιτιολογία. Τώρα είναι όλα σαν τα ψευτοπαράθυρα του Πηλίου. Ωραίες γραμμές σε κλειστούς φεγγίτες. Και είναι όλοι ευγενικοί σε βαθμό σκλαβωτικό, μια ευγένεια που είναι συνάμα κι ένα τείχος.
Έξω άρχισε σαν να ξημερώνει. Τα πηχτά κρύα σκοτάδια. Έχω τις λέξεις μέσα μου, είμαι έγκυος απ' αυτές. Πρέπει να πάρω καθαρκτικό. «Θα κλάψω σήμερα, λυγίστε σίδερα».
Το μεγάλο ρολόι σβηστό. Η φωνή τής Καίτης Γκρέυ. Κι εσύ, για πάντα πιο απούσα απ' την απουσία. «Μην νομίζεις πως κι εγώ σε ξεχνάω και δεν κλαίω για σένα... Πότε θα 'ρθεις γλυκιά μου αγάπη για να σβήσει ο καημός και ο σκληρός χωρισμός...».
«Κάποιος μου είπε απόψε, αγάπη μου, πως θα 'ρθεις και θα με ξανάβρεις. Μου 'δωσε κουράγιο κι ελπίδα ξανά στη φτωχή μου καρδιά... Μη νομίζεις πως κι εγώ σε ξεχνάω και δεν κλαίω για σένα. Με τα στήθια πληγωμένα γυρνάω και με μάτια κλαμένα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου