Ένα εξαιρετικό ρεπορτάζ-οδοιπορικό του Ιού για τη στάση των επίσημων Γερμανών απέναντι στα εγκλήματα που διέπραξαν κατά της ανθρωπότητας οι χιτλερικοί πρόγονοί τους
Γερμανία 1945-2015: Τα όρια της μνήμης
Εβδομήντα χρόνια μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η δημόσια εικόνα της Γερμανίας παραμένει σφραγισμένη από τα πεπραγμένα του γερμανικού εθνικισμού εκείνης της εποχής.Η ιστορική ευθύνη της κήρυξης δύο διαδοχικών παγκοσμίων πολέμων, τα πανευρωπαϊκά βιώματα από την αγριότητα των ναζιστικών στρατευμάτων και η βιομηχανικά οργανωμένη εξολόθρευση εκατομμυρίων ανθρώπων στα χιτλερικά στρατόπεδα συγκέντρωσης αποτελούν ορόσημα, η συλλογική ανάμνηση των οποίων εκλαμβάνεται ως τροχοπέδη για τη σημερινή ηγεμονία στην Ενωμένη Ευρώπη.
Καθόλου περίεργο, λοιπόν, που η επικοινωνιακή διαχείριση αυτού του παρελθόντος, αλλά και της αντιμετώπισής του από τους σημερινούς Γερμανούς αναδεικνύεται σε πρωτεύοντα στόχο της διπλωματίας του Βερολίνου.
Στις αρχές του μήνα, δημοσιογράφος του «Ιού» παρακολούθησε το «θεματικό ταξίδι» που οργάνωσε το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών, με αντικείμενο «Πώς η Γερμανία αντιμετωπίζει την ιστορία του 20ού αιώνα, επί τη ευκαιρία της 70ής επετείου από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου».
Στην αποστολή, που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του επίσημου «προγράμματος επισκεπτών» το οποίο υφίσταται από το 1966 με διακηρυγμένο στόχο να «επιτρέπει σε ξένους διαμορφωτές γνώμης να δουν τη Γερμανία με τα μάτια τους και ν’ αποκτήσουν έτσι μια αυθεντική αντίληψη, επικαιροποιημένη και με αποχρώσεις, για τη χώρα», μετείχαν συνολικά 17 επισκέπτες από ισάριθμες χώρες και 4 ηπείρους (6 δημοσιογράφοι, 6 πανεπιστημιακοί, 3 διευθυντές ή επιμελητές μουσείων, 1 καθηγήτρια κι 1 επίτιμος διπλωμάτης).
Εκτός από επισκέψεις σε ιστορικά μνημεία, μουσεία και εκθέσεις, το εξαιρετικά πυκνό πρόγραμμα που καταρτίστηκε από το Ινστιτούτο Διεθνών Πολιτιστικών Σχέσεων (Ifa) περιέλαβε επίσης εννιά συνεντεύξεις με δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς που εμπλέκονται σε ζητήματα διαχείρισης της συλλογικής μνήμης, καθώς και την παρακολούθηση τριών επίσημων επετειακών εκδηλώσεων.
Η εικόνα που σχηματίσαμε ήταν έτσι αρκετά αντιπροσωπευτική, τόσο για το σχήμα που το γερμανικό κράτος έχει φιλοτεχνήσει αναφορικά με το σκοτεινό παρελθόν του όσο και για τη σχετική δημόσια συζήτηση εντός τού εκεί «συνταγματικού τόξου».
Χάρη στις κριτικές παρεμβάσεις πολλών από τα μέλη της αποστολής, διαπιστώσαμε επίσης τα όρια αυτού του αναστοχασμού.
«Μετα-ηρωικές» προσεγγίσεις
Η πρώτη διαπίστωση είναι πως η σημερινή επίσημη Γερμανία δεν προσπαθεί να κρύψει το ναζιστικό παρελθόν της: παντού μνημεία για τα εγκλήματα του Γ΄ Ράιχ, ρητή καταδίκη του Ολοκαυτώματος ως «του μεγαλύτερου εγκλήματος στην ιστορία της ανθρωπότητας», εξίσου ρητή (αν και λιγότερο συχνή) παραδοχή της ευθύνης της Γερμανίας για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.Ενας από τους πρώτους «χώρους μνήμης» που επισκεφθήκαμε ήταν το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Σαξενχάουζεν, στην κωμόπολη Οράνιενμπουργκ λίγο έξω από το Βερολίνο˙ το ίδιο προσκύνημα πραγματοποιούν καθημερινά όχι μόνο τουρίστες αλλά και ουκ ολίγα σχολεία.
Οπως μας εξήγησε αργότερα ο Χανς-Γκέοργκ Γκολτς, υπεύθυνος εκδόσεων της Υπηρεσίας Πολιτικής Αγωγής του υπουργείου Εσωτερικών, η αυτομαστίγωση αυτή δεν αποσκοπεί μόνο στην προστασία της νέας γενιάς από τον «εξτρεμισμό» αλλά και στην «παραγωγή μιας θετικής ταυτότητας από την αναγνώριση ενός αρνητικού γεγονότος».
Για την προσέγγιση των επίμαχων γεγονότων, συμπληρώνει η υπεύθυνη του προγράμματος, Οντίλα Τρίμπελ, το γερμανικό κράτος έχει υιοθετήσει τις τελευταίες δεκαετίες μια «μετα-ηρωική» αφήγηση.
Δεν ήταν πάντα έτσι. Τις πρωτες δεκαετίες μετά τον πόλεμο, η γερμανική κοινωνία προτιμούσε τη σιωπή για όσα υπέστη και (κυρίως) διέπραξε τα προηγούμενα χρόνια.
«Για πολύ καιρό, οι αντιστασιακοί αντμετωπίζονταν σαν προδότες», θυμάται η Μαρτίνα Φίσερ, υπεύθυνη προγραμμάτων του Ιδρύματος Μπρέγκχοφ για τη ΝΑ Ευρώπη, το κυρίαρχο δε συναίσθημα απέναντι στη δειλή «αποναζιστικοποίηση» που είχαν επιβάλει οι σύμμαχοι ήταν «πότε επιτέλους θα τελειώσει αυτή η ιστορία».
Συναίσθημα που αποτυπωνόταν όχι μόνο ιδιωτικά, αλλά και στον δημόσιο λόγο.
Αφίσες του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος που εκτίθενται στο Γερμανικό Ιστορικό Μουσείο απαιτούσαν λ.χ. ήδη από το 1949-50 τον τερματισμό του θεσμικού αποκλεισμού των πρώην ναζί από τα δημόσια αξιώματα: «Τέλος μ’ αυτούς τους φραγμούς! Τιμωρήστε εγκλήματα, όχι ένα πολιτικό λάθος!»
Καθοριστική στιγμή για την αναθεώρηση αυτής της στάσης υπήρξε η νεανική εξέγερση του 1968, όταν το ριζοσπαστικό κίνημα έθεσε, μεταξύ άλλων, δημόσια ερωτήματα για τη στάση της προηγούμενης γενιάς απέναντι στο χιτλερικό καθεστώς.
Ακολούθησε η είσοδος στην εκπαίδευση μιας νέας γενιάς δασκάλων που, σε αντίθεση με τους προκατόχους τους, δεν απέφευγαν να διδάξουν την ιστορία του ναζισμού.
Στη διαδικασία αυτή του αναστοχασμού συνέβαλε και η τηλεοπτική προβολή του αμερικανικού σίριαλ «Ολοκαύτωμα», εν έτει 1978 –η πρώτη φορά που η συστηματική εξολόθρευση των Εβραίων τέθηκε στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης.
Την καταγγελία της σιωπής ολοκλήρωσε το έργο ριζοσπαστών νέων ιστορικών, που μετέφεραν πρώτη φορά στο ευρύ κοινό τη φωνή των θυμάτων του ναζισμού, κλονίζοντας την ένοχη συναίνεση των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων.
Ηταν προφανές πως η στρατηγική της σιωπής είχε φάει πλέον τα ψωμιά της.
Την αναδιάταξη της επίσημης ιδεολογίας ανέλαβε, έτσι, η κορυφή της πολιτειακής εξουσίας: «Το 1985», μας εξηγεί η Χίλτρουντ Λότσε, βουλευτής του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και αρμόδια για την «πολιτική μνημης» στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο, «ο τότε πρόεδρος Ρίχαρντ Βαϊτσέκερ εκφώνησε λόγο με τον οποίο κατέστησε σαφές ότι το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου δεν υπήρξε ήττα αλλά η απαρχή μιας απελευθερωτικής διαδικασίας και για την ίδια τη Γερμανία. Απελευθέρωση από τη ναζιστική δικτατορία, η οποία επέτρεψε στο γερμανικό έθνος να επανέλθει στην κοινότητα των κρατών και των εθνών και να συμβάλει στην οικοδόμηση μιας ειρηνικής Ευρώπης. Αυτή η ερμηνεία είναι ευρύτατα διαδεδομένη σήμερα. [...] Δυστυχώς, δεν ήμασταν σε θέση να το φέρουμε αυτό σε πέρας με τις δικές μας δυνάμεις, αλλά χρειάστηκε η βοήθεια των συμμαχικών δυνάμεων για την ανατροπή εκείνης της τρομερής δικτατορίας».
Η πολιτικοϊδεολογική αυτή μετατόπιση έγινε καθολικά αντιληπτή χάρη σ’ ένα γραφειοκρατικό σύστημα που αναπαράγει πιστά τις εντολές της κεντρικής διοίκησης σε όλη την κλίμακα του κρατικού μηχανισμού.
Οπως μας ανέλυσε η ίδια βουλευτής, η διαχείριση των «μνημειακών τόπων» υπακούει σ’ ένα ενιαίο μοντέλο, επεξεργασμένο από το υπουργείο Πολιτισμού το 1999 και αναθεωρημένο το 2008, με κεντρική χρηματοδότηση από το υπουργείο Εξωτερικών και το Ομοσπονδιακό Ταμείο.
Οσο για την εμπέδωση αυτής της γραμμής στη βάση της κοινωνίας, η συνομιλήτριά μας διατηρεί κάποιες επιφυλάξεις: «Δεν αρνούμαι πως υπάρχουν άνθρωποι σε τούτη τη χώρα, οι οποίοι εξακολουθούν να βλέπουν την 8η Μαΐου σαν μια μέρα ήττας».
Η φυσική συνέχεια ανάμεσα στο ναζιστικό και το μεταπολεμικό καθεστώς, στο επίπεδο τουλάχιστον του μικρομεσαίου στελεχικού δυναμικού, είναι κάτι που ομολογείται ανοιχτά, αν και σε μάλλον χαμηλούς τόνους.
Μια τυπική περίπτωση αυτής της συνέχειας επισημαίνεται σε ειδική προθήκη της έκθεσης του Ιστορικού Μουσείου για τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια: ο Καρλ Σουλτς, προπολεμικό στέλεχος της αστυνομίας κι εν συνεχεία του ναζιστικού κόμματος, των SA και των SS, με δράση στις δολοφονικές «ειδικές ομάδες» (Einsatzgruppen) των SS, ολοκλήρωσε μεταπολεμικά τη σταδιοδρομία του ως επικεφαλής της αστυνομίας στο κρατίδιο της Βρέμης˙ στον υπηρεσιακό φάκελό του, όλη η δράση του μεταξύ 1932 και 1945 έχει προσεκτικά απαλειφθεί.
Με δεδομένη τη μαζικότητα του παλιού καθεστώτος, η παραδοχή αυτής της συνέχειας διατυπώνεται από τους ταγούς της επίσημης ιδεολογίας όχι μόνο ως πρόβλημα, αλλά ενίοτε και ως θετική διαπίστωση.
«Πολλοί λειτουργοί του ναζιστικού καθεστώτος υπήρξαν ευτυχείς που οικοδόμησαν τη δημοκρατική Δυτική Γερμανία», αποφαίνεται χαρακτηριστικά ο Γκολτς, αντιδιαστέλλοντας αυτή την προσαρμογή στον επίσημο αντιφασισμό τής πάλαι ποτέ Ανατολικής Γερμανίας, που χρησιμοποιήθηκε «ως κρατικό δόγμα μιας επιτηρούμενης κοινωνίας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου