Τζόρτζο Μανγκανέλλι (Giorgio Manganelli): Πενῆντα ἕνα
Posted on
planodion
bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com

Τζόρτζο Μανγκανέλλι (Giorgio Manganelli)
Πενῆντα ἕνα
(Cinquantuno)
Μετάφραση σε πολυτονική γραφή: Πέτρος Φούρναρης
ΑΝΘΡΩΠΟΣ
ποὺ μένει ἐδῶ, στὸν τρίτο ὄροφο, δὲν ὑπάρχει. Δὲν ἐννοῶ μὲ αὐτὸ
ὅτι τὸ διαμέρισμα εἶναι κενό, ὅτι δὲν κατοικεῖται, ἐννοῶ ὅτι ὁ
ἄνθρωπος ποὺ μένει ἐδῶ εἶναι ἀνύπαρκτος. Ἡ κατάσταση, μέχρις
ἑνὸς σημείου, εἶναι ἁπλῆ. Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν ὑπάρχει δὲν ἔχει
κοινωνικὰ προβλήματα: δὲν μπαίνει κἂν στὸν κόπο νὰ πιάσει
κουβέντα μὲ τοὺς συγκατοίκους του. Ἀφοῦ δὲν χαιρετᾶ κανέναν,
δὲν προσβάλλει κανέναν, συνεπῶς δὲν ἔχει τέτοιου εἴδους
προβλήματα μὲ ὁποιονδήποτε. Γιὰ παράδειγμα, στὸ διαμέρισμα
ποὺ κατοικεῖται τώρα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ποὺ δὲν ὑπάρχει, ἔμενε
πρῶτα ἕνας ἄνδρας ἀγνώστου ἐπαγγέλματος, ἀλλὰ δυσάρεστα
γνωστὸς γιὰ τὴν τάση του νὰ παρενοχλεῖ ἀδιακρίτως ὅλες τὶς
γυναῖκες ποὺ πλησίαζε μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο. Αὐτὸ ποὺ
προκαλοῦσε ἀμηχανία ἦταν ἀκριβῶς τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ἐπρόκειτο
γιὰ κάποιον ἀνήθικο ποὺ ἕνα καλὸ μάθημα θὰ τὸν ἔβαζε στὴν θέση
του, ἀλλὰ γιὰ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ἐρωτευόταν μὲ ἀσυνήθιστη
συχνότητα, ποὺ εἶχε πάντοτε σοβαρὲς προθέσεις καὶ
ἐπιθυμοῦσε νὰ νοικοκυρευτεί, προφανῶς μὲ ὁποιαδήποτε, ἀκόμη
καὶ μὲ γυναῖκες ἤδη παντρεμένες, ἡλικιωμένες μητέρες ἢ
ἀσπρομάλλες γιαγιάδες ποὺ ἀρέσκονται σὲ φλυαρίες. Σὲ κάθε
περίπτωση ὁ κύριος ἦταν ἐνοχλητικός, τόσο ποὺ κάποια μέρα
ἄφησε τὸ διαμέρισμά του καὶ δὲν ξανακούστηκε τίποτα γι’
αὐτόν. Καθώς, μετὰ ἀπὸ κάμποσο καιρό, ὁ ἀνύπαρκτος ἄνθρωπος
ἐγκαταστάθηκε στὸ ἴδιο διαμέρισμα, κάποιος ἀναρωτήθηκε ἂν
ὑπῆρχε κάποια σχέση ἀνάμεσα στὸν ἐρωτευμένο καὶ τὸν ἀνύπαρκτο.
Κάποιος εἶπε ἀκόμα ὅτι ὁ ἀνύπαρκτος δὲν ἦταν ἄλλος ἀπὸ τὸν
ἐρωτευμένο, πλὴν ὅμως νεκρός. Τοῦ ἐπισήμαναν, ὡστόσο, ὅτι ἕνας
πεθαμένος ἢ ἕνα φάντασμα δὲν ἔχουν καμιὰ σχέση μὲ κάποιον ποὺ
δὲν ὑπάρχει. Ὑπῆρξαν, βεβαίως, φλυαρίες, ἐρωτηματικά,
περιέργεια. Ἀργότερα ἡ ἀπόλυτη διακριτικότητα τοῦ
ἀνύπαρκτου ἀνθρώπου σιγούρεψε τὸ γεγονὸς ὅτι στὴν οὐσία ἦταν
παντελῶς ἀπών: δὲν ἐπιδίωκε νὰ παντρευτεῖ, δὲν ἐκδήλωνε
μαχητικὲς πολιτικὲς ἰδέες, δὲν λέρωνε τὰ σκαλοπάτια, κατὰ
κάποιον τρόπο ἦταν ὁ ἰδανικὸς ἔνοικος. Κι ἐδῶ ἀκριβῶς ξεκινοῦν
οἱ δυσκολίες. Μιὰ ἀόριστη ἀνησυχία, ποὺ ἀπειλεῖ τὴν γαλήνη τῆς
πολυκατοικίας μὲ τοὺς ἥσυχους καὶ ἀξιοπρεπεῖς ἐνοίκους της.
Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι αἰσθάνονται κάπως ἔνοχοι ἀφοῦ ἀναπόφευκτα
δημιουργοῦν θορύβους, φλυαροῦν —γιὰ ἄσχετα καὶ πιθανὸν
ἀδιάκριτα πράγματα— ὅταν συναντιοῦνται, χτυποῦν τὰ χαλιά,
βρωμίζουν τὶς σκάλες. Αἰσθάνονται ἀπέναντι στὴν ἄψογη
συμπεριφορὰ τοῦ ἀνύπαρκτου ἀνθρώπου μιὰ συνεχῆ ἐπίπληξη. «Μὰ
ποιός νομίζει ὅτι εἶναι μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει;»
μουρμουρίζουν. Εἶναι προφανὲς ὅτι ἔχουν ἀρχίσει νὰ ζηλεύουν
καὶ πολὺ γρήγορα θὰ μισήσουν τὴν ἀνεπιτήδευτη, αἰνιγματικὴ
τελειότητα τοῦ μηδενός.

[Τὸ διήγημα εἶναι ἀπὸ τὴ συλλογὴ διηγημάτων μὲ τίτλο (Centuria),
ποὺ σημαίνει αἰῶνας στὰ ἰταλικά. Σὲ αὐτὸ τὸ βιβλίο
περιέχονται ἑκατὸ διηγήματα μὲ τίτλους τὴν σειρὰ ἀρίθμησης
ἀπὸ τὸ ἕνα μέχρι τὸ ἑκατό.]
Τζόρτζο Μανγκανέλλι (Giorgio Manganelli)
(Μιλάνο, 15 Νοεμβρίου 1922 – Ρώμη, 28 Μαΐου 1990).Giorgio Manganelli (Wikipedia)
Ἰταλὸς
δημοσιογράφος, μεταφραστὴς καὶ κριτικὸς λογοτεχνίας.
Γεννήθηκε στὸ Μιλάνο καὶ ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἡγέτες τοῦ
πρωτοποριακοῦ λογοτεχνικοῦ κινήματος στὴν Ἰταλία τῆς
δεκαετία τοῦ 1960, τοῦ Gruppo 63 (Ὁμάδα 63). Τὸ ὕφος του ὡς
συγγραφέα ἦταν μπαρὸκ καὶ ἐξπρεσιονιστικό. Σύμφωνα μὲ τὴν
ἄποψή του καθῆκον τῆς λογοτεχνίας εἶναι ἡ μετατροπὴ τῆς
πραγματικότητας σὲ ψέμα, σκάνδαλο, μυστικοποίηση, ποὺ
ἐπιλύεται σὲ ἕνα καθαρὸ τυπικὸ παιχνίδι, μέσῳ τοῦ ὁποίου ἡ
γραφὴ γίνεται μιὰ παρωδία τοῦ ἑαυτοῦ της, μιὰ ἄρνηση τῆς
σημασίας ποὺ τῆς ἀποδίδει μιὰ ἀρχαία ἀνθρωπιστικὴ παράδοση.
Ἡ παρωδία καὶ ὁ σαρκασμὸς τοῦ Manganelli ἀσκοῦνται σὲ
ἐκλεπτυσμένες λογοτεχνικὲς μορφές. Ὁ Manganelli μετέφρασε στὰ
ἰταλικὰ τὸ σύνολο τῶν διηγημάτων τοῦ Edgar Allan Poe καθὼς καὶ
συγγραφεῖς ὅπως ὁ T. S. Eliot, ὁ Henry James, ὁ Eric Ambler, ὁ O.
Henry, ὁ Ezra Pound, ὁ Robert Louis Stevenson, τὸ δραματικὸ ποίημα
Μάνφρεντ τοῦ Byron κ.λ.π.. Δημοσίευσε ἕνα πειραματικὸ
μυθιστόρημα, τὸ Hilarotragoedia, τὸ 1964, τὴν ἐποχὴ ποὺ ἦταν μέλος τοῦ πρωτοποριακοῦ Gruppo 63. Τὸ Centuria,
τὸ ὁποῖο κέρδισε τὸ βραβεῖο Viareggio εἶναι ἴσως τὸ πιὸ προσιτό
του ἔργο (μεταφράστηκε στὰ ἀγγλικὰ τὸ 2005 ἀπὸ τὸν Henry Martin).
Τὸ ἔργο του Agli dei ulteriori, μιὰ συλλογὴ
διασυνδεδεμένων σύντομων ἔργων, περιλαμβάνει μιὰ
ἀνταλλαγὴ ἐπιστολῶν μεταξὺ τοῦ Ἄμλετ καὶ τῆς Πριγκίπισσας ντὲ
Κλὲβ καὶ ὁλοκληρώνεται μὲ ἕνα ἄρθρο γιὰ τὴ γλῶσσα τῶν νεκρῶν. Τὸ
1959, μιὰ βαθιὰ ψυχολογικὴ κρίση τὸν ὁδήγησε νὰ ξεκινήσει
μιὰ πορεία ψυχανάλυσης στὴν σχολὴ τοῦ Γιούνγκ, ἀπὸ τὴν ὁποία δὲν
θὰ ἔβγαινε ποτέ. Περιορισμένος σὲ μιὰ ζωὴ περισσότερο ἀπὸ
μοναχικὴ καὶ ὑποφέροντας ἀπὸ μιὰ σοβαρὴ μορφὴ μυασθένειας ποὺ
τὸν εἶχε καταστήσει φωτοφοβικό, ὁ Manganelli ἔπαψε νὰ θέλει
νὰ ζεῖ μετὰ τὴν εἴδηση τοῦ θανάτου τῆς πρώτης καὶ λατρεμένης
συζύγου του Fausta.
Δύο μῆνες ἀργότερα, γιὰ τὴν ἀκρίβεια, στὶς 28
Μαΐου 1990, πέθανε κι αὐτὸς στὸ τελευταῖο, λατρεμένο του
σπίτι στὴ Ρώμη, στὴ Via Chinotto νούμερο 8, ποὺ μέχρι τότε
ἀποτελοῦσε ἕνα εἶδος φυλακῆς. Τὸν βρῆκε ἡ οἰκονόμος. Ὁ
θάνατος ἦρθε ἐνῷ προσπαθοῦσε νὰ φορέσει μιὰ κάλτσα. Ὁ ἴδιος
ἄνθρωπος ποὺ εἶχε δηλώσει σὲ μιὰ συνέντευξη ὅτι ἔγινε
συγγραφέας ἐπειδὴ δὲν εἶχε μάθει ποτὲ νὰ δένει τὰ παπούτσια
του. Εἰρωνεία τῆς μοίρας, θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανείς…. Ἦταν ἄθεος.
Ὁ Italo Calvino τὸν ἀποκάλεσε «ἕναν συγγραφέα ποὺ δὲν μοιάζει μὲ
κανέναν ἄλλον, ἕναν ἀνεξάντλητο καὶ ἀκαταμάχητο ἐφευρέτη στὸ
παιχνίδι τῆς γλώσσας καὶ τῶν ἰδεῶν».
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:
Πέτρος Φούρναρης (Ἀθήνα, 1963).
Διήγημα, μετάφραση. Σπούδασε στὴν Ἀνωτάτη Γεωπονικὴ
Σχολὴ Ἀθηνῶν. Ζεῖ στὴν Λέρο, τὸ νησὶ τῆς καταγωγῆς του, ὅπου
ἐργάζεται ὡς γεωπόνος στὸν Γεωργικὸ Συνεταιρισμό του
Κοί.Σ.ΠΕ (Κοινωνικὸς Συνεταιρισμὸς Περιορισμένης Εὐθύνης,
Τομέας Ψυχικῆς Ὑγείας Δωδεκανήσου). Πεζά του ἔχουν
δημοσιευτεῖ στὰ περιοδικὰ Ἔκφραση Λόγου καὶ Τέχνης, Πλανόδιον, Δέκατα καθὼς καὶ στὸ Ἱστολόγιο Ἱστορίες Μπονζάϊ («Συμφιλίωση»», «100%», «Καλιγούλας», «Ὁ βλάσφημος»). Μεταφράσεις του ὑπάρχουν στὴν Ἐπιθεώρηση Λεριακῶν Μελετῶν
τοῦ Ἱστορικοῦ Ἀρχείου Λέρου. Ἀπὸ τὸ Ἰταλικὸ Μορφωτικὸ
Ἰνστιτοῦτο βραβεύτηκε ἡ μετάφραση τῆς συλλογῆς διηγημάτων
τοῦ Ντίνο Μπουτζάτι Οἱ δύσκολες νύχτες (Le notti difficili). Μετέφρασε τὰ ποιήματα τῆς Ἑλληνο-αυστραλῆς ποιήτριας Poli Tataraki, Into the moonlit village, the battle of Crete (Στὸ φεγγαρόλουστο χωριό, ἡ μάχη τῆς Κρήτης). Γιὰ τὸ Ἱστολόγιο Ἱστορίες Μπονζάϊ ἔχει ἐπιμεληθεῖ τὸ ἀφιέρωμα στὸν Ἰταλὸ συγγραφέα Ντῖνο Μπουτζάτι καὶ τὸ ἀφιέρωμα στὸν Ἰταλὸ συγγραφέα Τζιανρίκο Καροφίλιο.
Ἐπιμελήθηκε μαζὶ μὲ τὸν Γιάννη Πατίλη καὶ τὸν Κώστα
Χατζηαντωνίου τὸ ἐξολοκλήρου ἀφιέρωμα στὸν ποιητὴ Δημήτρη
Τσαλουμᾶ ποὺ ἔκανε τὸ λογοτεχνικὸ περιοδικὸ Κοράλλι (τεῦχος 39-40). Ἔχει ἐκδώσει τὸ θεατρικὸ μονόπρακτο Οἱ γρῦπες (Βακχικον, 2018) καὶ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Οἱ γρίλιες (Βακχικὸν 2020).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου