Οι Ιθάκες τι σημαίνουν
Ο καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο ΕΚΠΑ Δημήτρης Πλάντζος εξηγεί γιατί είναι άσκοπο να αναζητούμε στα ομηρικά έπη τον ακριβή τόπο καταγωγής του Οδυσσέα.
Στην πολύ σημαντική ομιλία που έδωσε τον περασμένο Ιούνιο κατά την τελετή υποδοχής του στην Ακαδημία Αθηνών ο καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μιζούρι Μιχάλης Κοσμόπουλος υποστήριξε μεταξύ άλλων: «Δεν υπάρχει κανένα επιβεβαιωμένο στοιχείο για τον Ομηρο ως ιστορική προσωπικότητα. Η δημιουργία των ομηρικών επών ήταν αποτέλεσμα διαδικασιών που κράτησαν αιώνες, από την αρχική προφορική σύνθεση αναρίθμητων ρευστών ποιημάτων μέχρι την τελική σταθεροποίησή τους και τη μετατροπή τους σε γραπτό κείμενο». Οι μακραίωνες αυτές διαδικασίες μας φέρνουν από την εποχή των Μυκηναίων –που αναφέρονται στα ομηρικά έπη συνήθως ως Αχαιοί– στα χρόνια των μακρινών απογόνων τους στους πρώτους αιώνες της 1ης χιλιετίας π.Χ., την περίοδο που οι αρχαιολόγοι σήμερα αποκαλούν Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. Εκεί, προς το τέλος αυτής της περιόδου, γύρω στα τέλη του 8ου ή ακόμη και στις αρχές του 7ου αι. π.Χ., πρέπει να διαμορφώθηκε η τελική μορφή των δύο αριστουργηματικών «ομηρικών» επών, της «Ιλιάδας» και της «Οδύσσειας», λίγο πριν δηλαδή από την τελική καταγραφή τους στην Αθήνα του 6ου αι. π.Χ.
Αυτό σημαίνει ότι στα έπη συναντούμε πολιτισμικά και ιδεολογικά στοιχεία από πολλούς χρονικούς ορίζοντες: από τα χρόνια της ακμής του μυκηναϊκού πολιτισμού στον 16ο-15ο αι. π.Χ. στα χρόνια της παρακμής και της οριστικής του πτώσης τον 13ο και τον 12ο, κι από εκεί στα χρόνια της αργής ανάκαμψης, οικονομικής και πολιτικής, που παρατηρείται στον ελλαδικό χώρο από τον 10ο αι. και μετά. Οι ενδείξεις γι’ αυτούς τους ποιητικούς αναχρονισμούς είναι πολλές: ενώ στα χρόνια των Μυκηναίων επικρατεί ο ορείχαλκος, στον Ομηρο είναι γνωστός ο σίδηρος και η επεξεργασία του∙ ενώ στα ομηρικά έπη οι ήρωες σαν τον Πάτροκλο και τον Εκτορα κηδεύονται με μεγαλοπρεπείς πυρές, ταφικούς αγώνες κ.λπ., οι ιστορικοί και οι αρχαιολόγοι σήμερα γνωρίζουν ότι η καύση των νεκρών διαδόθηκε στον ελλαδικό χώρο κυρίως μετά το 1100 π.Χ., ενώ οι νεκροί στους επιβλητικούς τάφους των Μυκηνών και των άλλων κέντρων όπου άνθησε ο πολιτισμός της Υστερης Εποχής του Χαλκού έχουν ενταφιαστεί χωρίς να αποτεφρωθούν.
Παλίμψηστα ασύλληπτου χρονικού εύρους
Είναι τα παραπάνω λόγος να ασκήσουμε κριτική στον Ομηρο και στα έπη του για «ιστορικές ανακρίβειες»; Οχι βέβαια. Η «Ιλιάδα» και η «Οδύσσεια» γεννήθηκαν μέσα από μια μακρά παράδοση ιδεών και ηθών, εθίμων και αντιλήψεων για την ανθρώπινη ύπαρξη και τη μοίρα της. Συνιστούν πολιτισμικά παλίμψηστα ασύλληπτου χρονικού εύρους (από τα βάθη του 16ου αι. π.Χ., ή και νωρίτερα, μέχρι τον 7ο και τον 6ο!). Ηταν προορισμένα να διδάξουν, να πληροφορήσουν, να ψυχαγωγήσουν ένα πολυσυλλεκτικό ακροατήριο ελληνικής παιδείας και τρόπου ζωής.
Από την άλλη μεριά, είναι άσκοπο να αναζητούμε σε αυτά «ιστορικά ορθές» πληροφορίες για πρόσωπα και γεγονότα, χρόνους και τόπους. Το να ξεψαχνίζει κανείς σήμερα την «Οδύσσεια» και την «Ιλιάδα» για ενδείξεις και στοιχεία που να ταυτίζονται με την ιστορική πραγματικότητα της Υστερης Εποχής του Χαλκού είναι σαν να προσπαθούμε να μάθουμε αγγλική ιστορία από τις τραγωδίες του Σαίξπηρ ή την ιστορία του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου από τα «Κανόνια του Ναβαρόνε» με τον Γκρέγκορι Πεκ. Σίγουρα, ο ιστορικός καμβάς είναι πραγματικός∙ υπάρχει όμως και πολλή «ποιητική άδεια», πολλή «δημιουργική φαντασία», λογοτεχνικός οίστρος που διαχωρίζει την ιστορική πηγή από το καλλιτέχνημα. Το ίδιο και με τον μυκηναϊκό κόσμο: πολλά στοιχεία του ταυτίζονται, ονόματα πόλεων ή και ανθρώπων ακόμη, γιατί η μνήμη τους επιβίωσε επί αιώνες, από στόμα σε στόμα κι από τραγούδι σε τραγούδι. Οχι όμως όλα κι όχι όλα με την ίδια ακρίβεια. Πολλά στοιχεία του μυκηναϊκού πολιτισμού που συναντούμε στα ομηρικά έπη αποτελούν μεταγενέστερες επινοήσεις και προσθήκες, ακόμη και του 6ου αι. π.Χ.
Διάλυση των φαντασιώσεων
Κι αν σήμερα κάποιοι, ερασιτέχνες κυρίως, αναζητούν με αυτοσχέδιες ανασκαφές (αναρωτιέμαι: με την άδεια τίνος;) την «ομηρική» Ιθάκη στην Κεφαλονιά, όπως ξανακούσαμε πρόσφατα, μάλλον χάνουν τον χρόνο τους. Εξηγούμαι: προφανώς και είναι σημαντική η ανακάλυψη ενός μυκηναϊκού θολωτού τάφου στα Τζανάτα της Κεφαλονιάς πριν από μερικές δεκαετίες. Το ότι η σημερινή Κεφαλονιά ήταν στην αρχαιότητα κομμάτι της μυκηναϊκής επικράτειας ήταν βέβαια γνωστό από πιο παλιά, κάτι που ίσχυε ακόμη για τη Λευκάδα και φυσικά την Ιθάκη. Στις αρχές του 20ού αι., μάλιστα, ένας Γερμανός αρχαιολόγος, ο Ντέρπφελντ, είχε υποστηρίξει ότι η «πραγματική» ομηρική Ιθάκη βρισκόταν στη σημερινή Λευκάδα. Κι αυτό γιατί, έλεγε, το τοπίο αυτού του νησιού θύμιζε περισσότερο τις ομηρικές περιγραφές από ό,τι η γνωστή σ’ εμάς Ιθάκη.
Γιατί όμως να αναζητούμε γεωγραφική ακρίβεια από τον Ομηρο ή όποιους συνέθεσαν τα ομηρικά έπη; Πώς είμαστε βέβαιοι ότι, ακόμη κι αν υπήρξε, ο Ομηρος θα είχε δει τις Μυκήνες, το Αργος, την Πύλο από κοντά για να τις περιγράψει «όπως ήταν»; Σίγουρα∙ πολλούς μας γαργαλάει ακόμη ο τοπικιστικός πατριωτισμός που θέλει το νησί μας ή το χωριό μας να ξεχωρίζει από τα άλλα σχεδόν αποκλειστικά στη βάση αρχαίων περγαμηνών. Ο Οδυσσέας, βέβαια, ακόμη κι αν υπήρξε και έζησε στα χρόνια της κατάρρευσης του μυκηναϊκού πολιτισμού (όπως αφηγείται η «Οδύσσεια»), δεν θα είχε ταφεί σε θολωτό τάφο όπως αυτός, πολύ αρχαιότερος, που βρέθηκε στην Κεφαλονιά. Γιατί όμως να αφήσουμε την επιστημονική ακρίβεια να διαλύσει μια ωραία, τοπικιστική φαντασίωση;
****************************
*Ο Δημήτρης Πλάντζος είναι κλασικός αρχαιολόγος και συγγραφέας, καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Μιζούρι αλλά και ακαδημαϊκός. Ειδικεύεται στην ελληνική τέχνη και αρχαιολογία, αρχαιολογική θεωρία και σύγχρονες και μοντέρνες προσλήψεις του κλασικού πολιτισμού..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου