Άρθρο Νίκου Αλιβιζάτου στην «Καθημερινή»: Η αποθέωση της υποκρισίας
Η ανακοίνωση της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου για το πόρισμα Ζήση για τη θλιβερή υπόθεση των υποκλοπών προκάλεσε βαθύτατη απογοήτευση σε όσους από μας, κοινούς πολίτες και νομικούς, θέλουμε να πιστεύουμε στην ποιότητα της ελληνικής Δικαιοσύνης και την ανεξαρτησία της. Και τούτο για τους ακόλουθους λόγους:
• Ας μου επιτραπεί, πρώτα πρώτα, να αναφερθώ στο ύφος της ανακοίνωσης. Δεν πρόκειται, όπως έπρεπε να είναι, για ξερό νομικό κείμενο, αλλά για καθαρά επικοινωνιακό. Ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι, για μια τέτοια υπόθεση, η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου όφειλε να εκδώσει ειδική ανακοίνωση (κάτι που δεν προβλέπεται), η κ. εισαγγελεύς θα έπρεπε να κρατήσει τις αποστάσεις που προσήκουν στη θέση της.
Θα σταθώ σε δύο μόνο παραδείγματα: Αντί να σταθεί στη στερεότυπη διατύπωση ότι «δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις» για να κινηθεί ποινική διαδικασία εις βάρος των εμπλεκόμενων κρατικών λειτουργών (της ΕΥΠ και άλλων υπηρεσιών), χρησιμοποιεί το επίρρημα «αναντίλεκτα» (:«συνάγεται αναντίλεκτα») για να ισχυρισθεί ότι οι παρακολουθήσεις του Predator δεν είχαν καμιά απολύτως σχέση με αυτές της ΕΥΠ. Λες και μόνο από σύμπτωση πάνω από είκοσι πρόσωπα παρακολουθήθηκαν και από τους δύο. Το ίδιο ισχύει και για το επίρρημα «απαρέγκλιτα», που η κ. Αδειλίνη χρησιμοποιεί για να μας πληροφορήσει ότι από την προκαταρκτική εξέταση προκύπτει ότι η κ. Βλάχου, εισαγγελεύς της ΕΥΠ, τήρησε τη νόμιμη διαδικασία όταν διέτασσε την άρση του απορρήτου δεκάδων πολιτών. Μήπως οι κατηγορηματικές αυτές διατυπώσεις προδίδουν προκατάληψη;
• Ερχομαι τώρα στην ουσία της ανακοίνωσης, η οποία μπορεί να κατανοηθεί μόνο σε συνδυασμό με την άρνηση της ΕΥΠ να πληροφορήσει τον Νίκο Ανδρουλάκη για τους λόγους της παρακολούθησής του. Και τούτο, παρόλο που η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας τη διέταξε να το πράξει.
Όταν μεταξύ των παρακολουθηθέντων –και μάλιστα επί διετία– περιλαμβάνεται ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός (που συμβαίνει μάλιστα να κάθεται σε διπλανό γραφείο με το γραφείο του κ. Ζήση), όταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός δηλώνει ότι, πολιτικά, ο Νίκος Ανδρουλάκης δεν έπρεπε σε καμιά περίπτωση να παρακολουθηθεί, διερωτάται κανείς πώς η κ. Αδειλίνη υιοθετεί, χωρίς δισταγμό, την άποψη ότι οι διαταχθείσες παρακολουθήσεις ήταν νομικά άψογες. Πολύ περισσότερο –και στο σημείο αυτό θα γίνω αυστηρότερος– όταν ανακριβώς επικαλείται απόφαση του Δικαστηρίου της Ε.Ε. για το ίδιο θέμα. Πράγματι, σε προδικαστικό ερώτημα βουλγαρικού ποινικού δικαστηρίου, το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου αποφάνθηκε ότι οι διατάξεις για την άρση του απορρήτου δεν χρειάζεται να είναι αιτιολογημένες. Το είπε όμως υπό τον όρο ότι αυτό γίνεται «κατόπιν αιτιολογημένου και εμπεριστατωμένου αιτήματος της αρμόδιας αρχής» (στο οποίο μάλιστα μπορεί να έχει πρόσβαση ο ενδιαφερόμενος) και από το οποίο «μπορούν να συναχθούν ευχερώς οι λόγοι της παρακολούθησης» (C-349/21).
Συνοψίζω: Αν η κυβέρνηση θέλει να απορρίψει τις αιτιάσεις ότι, άμεσα ή έμμεσα, επηρεάζει τη λειτουργία της Δικαιοσύνης, μπορεί να το κάνει με έναν πολύ απλό τρόπο: να πληροφορήσει τα θύματα των υποκλοπών για ποιους λόγους παρακολουθήθηκαν και, ενδεχομένως, να ζητήσει συγγνώμη από όσους παρακολουθήθηκαν «εκ λάθους». Όσο δεν το πράττει, δεν θα μπορέσει να αποτινάξει τη σκιά της συμπαιγνίας.
* Ο κ. Ν. Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
AΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου