Πέμπτη, Αυγούστου 22, 2024

Μπορούμε να γράψουμε Λογοτεχνία μέσω εφαρμογών Τεχνητής Νοημοσύνης;

 


Λογοτεχνία και Τεχνητή Νοημοσύνη


της Βούλας Κοκολάκη 

oanagnostis.gr

3 Αυγούστου 2024. Από τα ΚΤΕΛ Αγίου Νικολάου Λασιθίου παίρνω το λεωφορείο για Ηράκλειο κι από ‘κει για Ρέθυμνο. Φτάνοντας στα ΚΤΕΛ Ρεθύμνου, επιβιβάζομαι στο αυτοκίνητο μιας άγνωστης οδηγού, μέλος του Ομίλου Φίλων Ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, και ξεκινάμε τη διαδρομή με τελικό προορισμό τα Ρούστικα Ρεθύμνης, ένα ορεινό χωριό της Κρήτης, 21 χιλιόμετρα μακριά από την πόλη σε υψόμετρο 290 μέτρα, όπου πραγματοποιήθηκε η εκδήλωση «Σε τι βοηθά λοιπόν η ποίηση; Οι τέχνες, οι ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης»[1] με θέμα την εφαρμογή της τεχνητής νοημοσύνης στην καλλιτεχνική δημιουργία, ιδιαίτερα στη μουσική και στην ποίηση. Πλέον ως χρήστες του διαδικτύου μπορούμε πληκτρολογώντας να ζητήσουμε από το ChatGPT να γράψει ποιήματα με συγκεκριμένη θεματολογία ή ακόμα και μιμούμενο το χαρακτηριστικό ύφος ενός λογοτέχνη. Το ChatGPT είναι μια εφαρμογή τεχνητής νοημοσύνης που αλληλεπιδρά μέσω γραπτών ερωτήσεων και απαντήσεων, μάλιστα εμπεριστατωμένων και λεπτομερών. Ανήκει στα μοντέλα της OpenAI και έχει υποβληθεί σε τεχνικές μάθησης, κάτι που το κάνει να διορθώνει τυχόν λάθη, των χρηστών στη διατύπωση του αιτήματος ή δικά του, και να βελτιώνεται. Όταν είδα την ανακοίνωση της εκδήλωσης, έσπευσα να βρω μεταφορικό μέσο, να διασχίσω 150 χιλιόμετρα, να μεταφερθώ στα Ρούστικα του Ρεθύμνου και να την παρακολουθήσω. Δεν ήταν μόνο η αποχή μου από τα πνευματικά δρώμενα εν γένει ζώντας μέχρι πρόσφατα στην άγονη γραμμή που ενδυνάμωνε τη λαχτάρα μου για γνώση και συγχρωτισμό με άτομα με κοινά ενδιαφέροντα και κοινό κώδικα επικοινωνίας, αλλά επίσης γιατί ένιωσα ότι με ενδιαφέρει να γνωρίζω αν το λογοτεχνικό κείμενο που διαβάζω ανήκει σε άνθρωπο ή σε ρομπότ, στην τεχνητή νοημοσύνη. Ας εκθέσω τις σκέψεις μου γύρω από αυτό το θέμα.

Άνθρωπος-ποιητής VS ρομπότ-ποιητής: πώς γράφουνε λογοτεχνία;

Αρχικά, πώς παράγει το ChatGPT ποιήματα; To ChatGPT βασίζεται στη μηχανική μάθηση. Ένας αλγόριθμος δημιουργεί ένα μοντέλο με τη δυνατότητα να ταξινομεί με βάση συγκεκριμένα κριτήρια με χρήση δεδομένων. Με πρότυπο διαγράμματα των νευρώνων του εγκεφάλου των θηλαστικών κατασκευάστηκαν υπολογιστικά νευρωνικά δίκτυα, στα οποία εισάγονται δεδομένα, γίνονται αντικείμενο μάθησης και επεξεργασίας και εξάγουν ένα αποτέλεσμα. Η εκπαίδευση του υλοποιείται με την είσοδο δεδομένων, με χιλιάδες εικόνες και προκύπτει ένα αποτέλεσμα από αυτό. Είναι ένα στατιστικό μοντέλο αναγνώρισης της εικόνας, χωρίς, ωστόσο, να καταλαβαίνει ότι το αναγνωρίζει. Το ChatGPT είναι ένα μεγάλο γλωσσικό μοντέλο κατασκευασμένο ώστε να καθίσταται ικανό να προβλέπει τη λέξη.

Το γεγονός ότι το ChatGPT τροφοδοτείται με πληθώρα δεδομένων (κωδικοποιημένα στοιχεία τα οποία ο υπολογιστής δέχεται, αποθηκεύει, επεξεργάζεται, τα επιλέγει με διάφορους τρόπους και τέλος τα παρουσιάζει), εν προκειμένω λογοτεχνικών πονημάτων, και μέσα από αυτά, συνδέοντάς τα, δημιουργεί και εμφανίζει ένα νέο λογοτεχνικό έργο, έμμετρο ή πεζό, δεν είναι απορριπτέο. Δεν είναι τόσο ενοχλητική ή απογοητευτική η απουσία πρωτότυπης λογοτεχνικής σκέψης, μιας καλλιτεχνικής σκέψης που καινοτομεί, που διαφέρει. Τα ποιήματα που κατασκεύασε το ChatGPT αναδύονται από δεδομένα, δοσμένα ποιήματα,  που του έχουν καταχωρηθεί, από ορισμένα πρότυπα και παραπέμπουν σε ποιήματα που έχουν προηγηθεί και κατά κάποιον τρόπο τα «προσομοιώνει», τα «μιμείται». Αυτό υπονομεύει τη ρομαντική έννοια του λογοτέχνη ως ιδιοφυΐα, « […] ένα ταλέντο που δεν δέχεται κανόνες, είναι μια εγγενής ικανότητα που δεν είναι δυνατόν να την αποκτήσει κανείς μαθαίνοντας κανόνες’’. Στις επεξηγήσεις που ακολουθούν ο Kant διευκρινίζει ότι η ιδιοφυΐα είναι κάτι τελείως αντίθετο από το μιμητικό πνεύμα. Αφού η εκμάθηση και υιοθέτηση κανόνων δεν είναι τίποτα άλλο από μίμηση προτύπων, αυτός που απλώς είναι εκπαιδευμένος να ακολουθεί τους κανόνες δεν μπορεί να θεωρηθεί ιδιοφυΐα. Ιδιοφυής είναι ως εκ τούτου αυτός που σκέφτεται και συγγράφει με τρόπο πρωτότυπο και δεν μιμείται απλώς αυτά που άλλοι έχουν σκεφτεί, αντιθέτως επινοεί νέα. Και αυτό – μεταξύ άλλων – είναι που οδηγεί τον Kant να θεωρήσει τη ρητορική, που είναι αντικείμενο εκμάθησης, ασύμβατη προς τη λογοτεχνία. Ο Kant με τη θεωρία του περί ιδιοφυΐας, την απαξίωση της μίμησης και της ρητορικής προαναγγέλλει λίγο ως πολύ τα επιχειρήματα του Ρομαντισμού».[2]

Η εν λόγω, όμως, έννοια της λογοτεχνικής ιδιοφυΐας  ούτως ή άλλως έχει ανατραπεί από τη θεωρία της λογοτεχνίας. Η λογοτεχνική «αναπαραγωγή», αναδιατύπωση, επανάληψη είναι παρατηρήσιμη, αναγνωρίσιμη και θεμιτή ανάμεσα στους ανθρώπους-λογοτέχνες, όχι μόνο στους ρομπότ-ποιητές. Η μίμηση στη λογοτεχνία των ανθρώπων αποτυπώνει τη μορφή της σχέσης ενός λογοτεχνικού έργου με ένα άλλο, το οποίο μάλιστα αποτελούσε το πρότυπό του. Ένας συγγραφέας ενδεχομένως ορισμένες φορές να μιμείται καθιερωμένα πρότυπα ενός συγκεκριμένου λογοτεχνικού είδους. Αποτελεί συγγραφική τακτική η μίμηση των κανονιστικών μορφών και σε αυτό αντιπαραβάλλεται η «ιδιοφυΐα». Η μίμηση δεν αφορά αποκλειστικά τη μορφή (λεξιλόγιο, δομή), αλλά και το πνεύμα, το ύφος του προτύπου. Η μίμηση, ωστόσο, (πρέπει να) αποτελεί ένα μόνο μέρος της συγγραφής, καθώς ο αναγνώστης αναγνωρίζει την αξία ενός λογοτεχνικού έργου με το κριτήριο συνάμα του ποιητικού ταλέντου. Η μίμηση, επιπλέον, αποδίδεται σε ένα λογοτεχνικό κείμενο που αντιγράφει ένα προγενέστερό του εσκεμμένα, προσαρμόζει αρκετά σημεία του προηγούμενου και συνήθως έχει σατιρική πρόθεση. Υιοθετεί, δηλαδή, το θέμα, το ύφος και το επεξεργάζεται με δημιουργικό τρόπο.

Στο άρθρο «Εκτός δομής (για τη διακειμενικότητα)»[3] γίνεται λόγος για το πώς οι άνθρωποι-συγγραφείς επιλέγουν λέξεις, πλοκές, γενικά χαρακτηριστικά, χαρακτήρες, εικόνες, τρόπους αφήγησης, φράσεις κ.α. από προγενέστερα λογοτεχνικά κείμενα. Εν πρώτοις, ο Mikhail Bakhtin τοποθέτησε τη γλώσσα μέσα σε συγκεκριμένες κοινωνικές καταστάσεις. Η έκφραση είναι (ανα)παράσταση, μια συνειδητοποίηση του εδώ και τώρα, μια ιστορική στιγμή, επικαιρότητα. Η γλώσσα, παράλληλα, είναι μια αδιάκοπη ροή του γίγνεσθαι. Υποστηρίζει ότι η γλώσσα μέσα στην κοινωνική διάσταση αντικατοπτρίζει και μεταβάλλει τα κοινωνικά, θεσμικά, εθνικά και άλλων ομάδων συμφέροντα. Εφόσον υπάρχει το μοντέλο πομπός- δέκτης, δηλαδή απεύθυνση, το νόημα της έκφρασης εκπορεύεται από ήδη καθιερωμένους τρόπους νοήματος. Η γλώσσα απαντάει σε προηγούμενες εκφράσεις και προϋπάρχοντες τρόπους νοήματος και αξιολόγησης. Δεν είναι, με άλλα λόγια, μνημειώδης. Αντίθετα, η διαλογικότητα είναι το δομικό στοιχείο της γλώσσας. Η σκέψη βρίσκει τη λέξη ήδη πολιτογραφημένη. Αυτή η ικανότητα της γλώσσας να συμπεριλαμβάνει εντός της πολλές φωνές την ορίζει ως ετερογλωσσία.

Επιπλέον, η  Julia Kristeva υποστηρίζει ότι το κείμενο είναι κατασκευασμένο από έναν ήδη (προ)υπάρχοντα διάλογο. Πάνω στο κείμενο  λαμβάνει χώρα μια διακίνηση άλλων κειμένων, πραγματώνεται η διακειμενικότητα. Τα κείμενα διασχίζουν το ένα το άλλο και αλληλοεξουδετερώνονται. Ταυτόχρονα διακρίνει την κατασκευή τους η σύνθεση πολιτισμικών κειμένων. Το κείμενο είναι πρακτική και παραγωγή, καθώς διαμορφώνεται από αποσπάσματα του κοινωνικού κειμένου, ενσωματώνει τη διαλογική αντιπαράθεση της κοινωνίας πάνω από το νόημα των λέξεων, λέξεις που διατηρούν το ανοίκειο μέσα στο ίδιο αυτό κείμενο. Το νόημα βρισκόμενο εντός τόσο του γραπτού κειμένου όσο και του ιστορικού και κοινωνικού κειμένου μπαινοβγαίνει μέσα στο κείμενο. Η μορφή του κειμένου προκύπτει μέσα από δύο διαδικασίες: την οικειοποίηση και την ανακατασκευή. Αξιοποιώντας τα εργαλεία της λακανικής ψυχανάλυσης αιτιολογεί τη διαπλοκή των επιφανειών των κειμένων με τη διολίσθηση αυτή ανάμεσα στα σημαίνοντα του διασπασμένου υποκειμένου. Το κείμενο αποκτά έτσι δύο επίπεδα, το φαινομενικό και το γενετικό. Το πρώτο διακρίνεται για μια δομή που μπορεί να οριστεί και χρησιμοποιεί τη γλώσσα της επικοινωνίας, ενώ το δεύτερο διαρρηγνύει αυτήν την κατασκευή, επενδύοντας το με το ρυθμό, τη μελωδία, την επανάληψη, την αφηγηματική οικονομία.

Συν τοις άλλοις, συγγενική είναι η άποψη του Rolan Barthes ότι τα κείμενα παράγουν το νόημα τους περισσότερο σε σχέση με το λογοτεχνικό και πολιτισμικό σύστημα, παρά με την πραγματικότητα του φυσικού κόσμου. Το λογοτεχνικό έργο είναι ένα σύνολο δυνητικών συσχετισμών, καταγράφει τη σχετικότητα της θέσης των σημείων και άλλων κειμένων μέσα σε συστήματα νοήματος. Υποστηρίζει ότι ο αναγνώστης είναι αβέβαιος για το ποιος μιλάει σε ένα κείμενο και τι είδους γλώσσα χρησιμοποιεί. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται το discourse, ο διάλογος, η συζήτηση. Η ιδέα, με άλλα λόγια, ότι στην κοινωνία κάθε εποχής υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι ομιλία ή γραφής. Το κείμενο αναδεικνύεται σε ένα πολυδιάστατο χώρο εντός του οποίου διάφορες γραφές μπορούν μόνο να μιμηθούν έναν τρόπο απλώς προηγούμενο, ποτέ αυθεντικό. Η δύναμή του περιορίζεται στο να αναμειγνύει γραφές. Κατά κάποιον τρόπο «μεταφράζει» ένα λεξικό. Με τη σειρά του δε, ο συγγραφέας συνιστά πλέον έναν συμπιλητή ή διασκευαστή προηγούμενων πιθανοτήτων μέσα στο γλωσσικό σύστημα. Ο Barthes με αυτόν τον ορισμό σκοτώνει το συγγραφέα. Αν τα πάντα έχουν γραφτεί και αναγνωσθεί, δεν υπάρχουν αυθεντικές σκέψεις. Και με αυτήν την προκείμενη δεν υπάρχει τίποτα πριν την κειμενοποίηση ή ορθότερα την εγγραφή. Το ίδιο το διακείμενο καταλήγει να είναι πλέον ένα σημαίνον.  Το βιβλίο είναι το έργο, το τελευταίο στάδιο του σκοπού. Είναι αυτός ο χώρος που επιδέχεται νοηματοδότησης και ερμηνείας. Το κείμενο είναι το παιχνίδι του σημαίνοντος μέσα στο έργο, ένα μεθοδολογικό πεδίο και ριζοσπαστικά πλουραλιστικό. Ο Βarthes κατατάσσει τα κείμενα σε δύο κατηγορίες: τα αναγνώσιμα και τα εγγράψιμα. Tα εγγράψιμα κείμενα υπάρχουν λόγω της σκιάς τους, δηλαδή των άλλων κειμένων που συγκροτούν το διακείμενο.

Επιπροσθέτως, ο Gerard Genette προσφέρει ένα οπτικό εργαλείο από το δομισμό για τη θέαση αυτού του φαινομένου, το τρισδιάστατο κείμενο. Αρχικά, κατασκευάζει την έννοια του αρχικειμένου ή του πρωτογενούς κειμένου, δηλαδή αμετάβλητα θεμέλια που στηρίζουν ολόκληρο το λογοτεχνικό σύστημα και είναι αδύνατο να οριστούν με ακρίβεια και είναι πανταχού παρόντα. Έτσι, ο Genette κατασκεύασε το παλίμψηστο. Η πρωτογενής κειμενικότητα είναι ένα ολόκληρο σύνολο από γενικές  κατηγορίες τύπων λόγων, τρόποι διατύπωσης, λογοτεχνικά είδη, από τις οποίες αναδύεται κάθε μεμονωμένο κείμενο. Εκεί βασίζονται και οι προσδοκίες του αναγνώστη για το έργο.

Τέλος, ο Harold Bloom επινοεί τον όρο «αγωνία της επίδρασης», μια αγωνία όχι εξαιτίας του ομότεχνου «πατέρα», αλλά προκύπτουσα από και μέσα σε ένα ποίημα, μυθιστόρημα ή δραματικό κείμενο. Κάθε δυνατό λογοτεχνικό έργο διαβάζει λάθος και παρερμηνεύει ένα προηγούμενο κείμενο ή κείμενα. Η επίδραση για τον Harold Bloom είναι ένα σχήμα που καθορίζει την ποιητική παράδοση και ένα πλέγμα φυσικών, ιστορικών και φανταστικών σχέσεων. Η επίδραση περιγράφει τις σχέσεις ανάμεσα στα κείμενα, είναι ένα διακειμενικό φαινόμενο. Για να επιτευχθεί η αυθεντικότητα -αν και δύσκολο- πρέπει να σηκωθεί το βάρος της επίδρασης μέσα στα πλαίσια της ευρωπαϊκής λογοτεχνικής παράδοσης. Παράδοση είναι η κληροδότηση ή η διαδικασία της ευγενούς μεταφοράς και παράλληλα μια σύγκρουση ανάμεσα στις ιδιοφυίες του παρελθόντος και στις εμπνεύσεις του παρόντος και μέσα από αυτή τη σύγκρουση εξαρτάται αν θα περάσει στον κανόνα. Ποιήματα, μυθιστορήματα και δραματουργικά έργα  αποκτούν υπόσταση, υπάρχουν ως απαντήσεις σε προηγούμενα, απαντήσεις που εξαρτώνται από τις πράξεις της ανάγνωσης -δηλαδή τα νέα έργα- και της ερμηνείας από τους επόμενους συγγραφείς. Μια νέα μεταφορά ή ένα ευρηματικό σχήμα λόγου έχει την προέλευσή του σε μια προηγούμενη μεταφορά και αυτή η προέλευση εξαρτάται τουλάχιστον εν μέρει από μια απόρριψη μιας άλλης μεταφοράς. Το βάθος της εσωτερίκευσης στον συγγραφέα απωθεί ολόκληρο το βάρος της παραγωγής του παρελθόντος, για να μην διαλυθεί κάθε πρωτοτυπία, πριν γίνει μανιφέστο. Κάθε σπουδαίο γράψιμο είναι πάντα αντιγραφή ή αναθεώρηση και θεμελιώνεται πάνω σε μια ανάγνωση που τακτοποιεί το χώρο γύρω από τον εαυτό. Το αίτημα της πρωτοτυπίας ακυρώνεται, ο εφευρέτης ξέρει απλά πώς να δανειστεί. Η λογοτεχνία είναι μια επιθυμία να διαφοροποιηθούμε από τις μεταφορές και τις αναπαραστάσεις των έργων που παραλαμβάνουμε.

Εκτός από το CHATGPT, υπάρχει και το ρομπότ-καλλιτέχνης Ai-Da, η οποία πριν 3 χρόνια έγραψε ένα ποίημα για να τιμήσει τον Ιταλό ποιητή Δάντη που έγραψε τη Θεία Κωμωδία και έζησε τον 13ο-14ο αιώνα[4]. Το ανθρωποειδές Ai-Da «διάβασε» τη Θεία Κωμωδία,  «μελέτησε» τα μοτίβα διατύπωσης του έπους με τη βοήθεια αλγορίθμων και παρήγαγε το δικό της ποίημα μιμούμενη το λεξιλόγιο, τη δομή, το περιεχόμενο και το ύφος. Κάτι παρεμφερές δεν συμβαίνει, όμως, και στην λογοτεχνία των ανθρώπων; Αν ένας άνθρωπος-πεζογράφος διαβάζει επί μία μακρά χρονική περίοδο αποκλειστικά και συνολικά την εργογραφία του Φραντς Κάφκα, αν μελετήσει τα χαρακτηριστικά στοιχεία, το ύφος και τις θεματικές του και τα αφομοιώσει εύστοχα, αν αναπαράγει στα δικά του λογοτεχνικά κείμενα την αίσθηση του παράλογου, της αδιέξοδης γραφειοκρατίας, της αποξένωσης, της αβεβαιότητας και της σύγχυσης, της υποχώρησης του κανονικού και του λογικού, της παραμορφωμένης πραγματικότητας,  παγιδευμένους ήρωες σε ακατανόητα, ανεξήγητα συστήματα κ.α. πολύ πιθανόν να παραγάγει ένα διήγημα ή μυθιστόρημα που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «καφκικό». Ή αν επιδείξει τέτοια δεξιοτεχνία ενδεχομένως να αναγνωριζόταν ψευδώς βέβαια ως ένα ανέκδοτο έργο του ίδιου του Φραντς Κάφκα.

Σε αυτό το σημείο, μπορούμε να προσθέσουμε ένα σχετικό ποίημα  του Κώστα Παπαπάνου.[5] Δεν θα εστιάσω στο και δεν θα αναλύσω αν εννοεί ότι ο άνθρωπος-ποιητής μετατρέπεται σε ρομπότ λόγω αφενός της τεχνικής φύσης της λογοτεχνικής δημιουργίας ή αφετέρου του δημιουργικού αυτοματισμού που αποκτά ο άνθρωπος-ποιητής χάρη στην τριβή με την τέχνη του, ούτε αν όντως κάνει λόγο για τα ρομπότ-ποιητές, ούτε αν επιστρατεύει το σχήμα της ειρωνείας, αλλά θα εστιάσω στην αναλογία  που υπαινίσσεται στη δεύτερη στροφή ανάμεσα στη βάση δεδομένων και σε έναν χώρο καταγραφών καθολικό για το ανθρώπινο είδος, να τολμήσω να πω το συλλογικό ασυνείδητο;

Με οίστρο ακάματο

βγάζει το μεροκάματο

το ρομπότ ποιητής.

Από το μεταλλικό του στήθος

βγάζει λέξεις σε κάθε ύφος,

πρόζα, στίχοι, κουτουρού,

από έπη ως χαϊκού.

Έχει βάση δεδομένων

το ανθρώπινο το γένος

και μπορεί να καταλάβει

της ψυχής σου το μαράζι.

Μια βάση δεδομένων (database) είναι οργανωμένη συλλογή πληροφοριών που αποθηκεύονται δομημένα με τρόπο που επιτρέπει την εύκολη πρόσβαση, διαχείριση, και ενημέρωση και αποτελεί το κεντρικό στοιχείο στα συστήματα πληροφορικής. Συντηρείται με DBMS, δηλαδή συστήματα διαχείρισης δεδομένων, που επιτρέπουν στους χρήστες να εισάγουν, να ενημερώνουν, να αναζητούν και να διαγράφουν δεδομένα. Τα δεδομένα αποθηκεύονται στη μνήμη RAM.

Θα μπορούσαμε άραγε να ισχυριστούμε πως περίπου παρόμοιο με μια database μοιάζει να είναι το συλλογικό ασυνείδητο από το οποίο αντλούν έμπνευση και θέματα οι άνθρωποι-ποιητές; Το συλλογικό ασυνείδητο, σύμφωνα με τον Carl Gustav Jung, τον Ελβετό ψυχολόγο, όπως το ορίζει στο βιβλίο του The Archetypes and the collective unconscious είναι μια ανοίκεια τοποθεσία όπου εντοπίζεται η άγνωστη φυσική ζωή του απώτερου παρελθόντος, μια καθολική δεξαμενή αρχέγονων εικόνων και συμβόλων, μια καταγραφή, αποθήκευση και μνήμη αρχαίων εμπειριών, μια βάση συμβολικών παραγώγων, ο νους των άγνωστων προγόνων μας, ο τρόπος σκέψης, αίσθησης και βίωσης του κόσμου. Αποτελεί, έτσι, το βαθύτερο υπόστρωμα του ασυνείδητου πάνω στο οποίο βρίσκεται το προσωπικό ασυνείδητο. Είναι ένα φυλογενετικό υπόστρωμα διαμορφωμένο μέσα από την εξελικτική βιολογική ιστορία του ανθρώπινου οργανισμού. Αυτή η περιοχή της ψυχής δεν οφείλει την ύπαρξή της στην εξατομικευμένη εμπειρία, δεν είναι προσωπική κατάκτηση, δεν είναι επίκτητη. Τα περιεχόμενα του συλλογικού ασυνείδητου δεν αποκτήθηκαν ατομικά, αλλά είναι έμφυτα, εγγενή, μεταβιβάστηκαν και καταχωρήθηκαν εντός μας μέσω κληρονομικότητας. Αυτό το περιεχόμενο είναι φτιαγμένο από αρχέτυπα, δηλαδή προϋπάρχουσες, συγκεκριμένες μορφές, παρούσες αεί και πανταχού, ασυνείδητες εικόνες των ενστίκτων, δηλαδή a priori κινητήριων δυνάμεων στον άνθρωπο, απρόσωπων, διεσπαρμένων καθολικά και κληρονομημένων. Το συλλογικό ασυνείδητο είναι ένα δεύτερο ψυχικό σύστημα μιας παγκόσμιας και απρόσωπης φύσης, κοινή σε όλους τους ανθρώπους, τη μοιραζόμαστε. Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία της τέχνης, ο άνθρωπος-ποιητής καταδύεται στο συλλογικό ασυνείδητο και προσπορίζεται υλικό, για να το υποβάλει κατόπιν σε αισθητική επεξεργασία. Κατά κάποιον τρόπο, λοιπόν, μετατρέψαμε το ανθρώπινο συλλογικό ασυνείδητο σε database για τους υπολογιστές και για την τεχνητή νοημοσύνη.

Η ταχύτητα και η διάρκεια της καλλιτεχνικής δημιουργίας [..................................................]

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ  https://republicpolicy.com/wp-content/uploads/2023/08/1342087.jpg

Λογοτεχνία και Τεχνητή Νοημοσύνη (της Βούλας Κοκολάκη)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Πώς η Ρωσία με τους «Βορειοκορεάτες» αποκτά μια νέα δύναμη

  Πώς η Ρωσία με τους «Βορειοκορεάτες» αποκτά μια νέα δύναμη pelop.gr  Πελοπόννησος Newsroom ...