Τρίτη, Νοεμβρίου 10, 2015

Πεζογραφώντας με όπλο την ψυχανάλυση



Η Καθημερινή, 

Μια ψυχαναλυτική μάχη που κράτησε δέκα χρόνια

ΜΑΡΙΑΛΕΝΑ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ

Ο Μισέλ Φάις. Και σε αυτό το αποσπασματικό μυθιστόρημά του ερωτοτροπεί με τον θεατρικό λόγο.

ΜΙΣΕΛ ΦΑΪΣ
Από το πουθενά
εκδ. Πατάκη


«Στην αρχή πιστεύατε ότι σας μαγνητοφωνώ εν αγνοία σας, κάποια στιγμή ονειρευτήκατε τη μητέρα μου καφετζού ή ότι κάποιος κρυφακούει αυτά που λέμε, πριν ένα χρόνο αρχίσατε να γράφετε ένα θεατρικό για μένα»...
Δέκα ολόκληρα χρόνια, από τα 38 έως τα 48 τους χρόνια, συναντιούνται μια γυναίκα ψυχαναλύτρια της γαλλικής σχολής, βαθύτατα επηρεασμένη όμως από τη Μέλανι Κλάιν και τον Λακάν, με τον ασθενή της, συγγραφέα στο επάγγελμα. Η σχέση τους δύσκολη, όπως δύσκολες είναι όλες οι ανθρώπινες και δη θεραπευτικές σχέσεις. Και πώς να γράψεις γι’ αυτό που σε δυσκολεύει; Ο ασθενής έχει μεγάλη ανάγκη τη σχέση, δυσκολεύεται όμως να έρθει σε επαφή. Οι λέξεις τού δίνονται ως εργαλείο αλλά και ως εμπόδιο. Από τη μια προσπαθεί να εκφράσει αυτό που νιώθει μέσα στην ψυχαναλυτική σχέση, στη σχέση του με το παρελθόν του και το παρόν του, από την άλλη οι λέξεις τού προσφέρουν ένα ωραιότατο άλλοθι: να κρυφτεί πίσω από αυτές, να ταξιδέψει, να αποπροσανατολίσει και να αποπροσανατολιστεί. Κάθε φορά που έρχεται σε επαφή με κάτι επώδυνο, κάθε φορά που ζωντανεύει μέσα του η ανθρώπινη ματιά της ψυχαναλύτριας, εκείνος ασυνείδητα –από το πουθενά– βρίσκεται οπουδήποτε αλλού, εκτός από εκεί.
Το νέο μυθιστόρημα του Μισέλ Φάις –το οποίο κυκλοφορεί στις 19 Νοεμβρίου στα βιβλιοπωλεία– έχει ως κέντρο την ψυχαναλυτική σχέση θεραπεύτριας και θεραπευόμενου για να μιλήσει με έναν μη συμβατικό τρόπο για όλα αυτά που δεν λέγονται. Η αφήγηση είναι αποσπασματική και το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου είναι σε διαλογική μορφή.
Είχα μια δυσκολία να κατανοήσω τις διαμεσολαβήσεις των εικόνων που έρχονται από όλα τα μέρη του κόσμου, σχεδόν από το πουθενά. Διότι ενώ βρισκόμαστε στο ψυχαναλυτικό γραφείο, στην Αθήνα, όλα αυτά τα δέκα χρόνια, και «βλέπουμε» τη σχέση ανάμεσα σε έναν άνδρα και σε μια γυναίκα, την ίδια στιγμή παρεμβαίνουν εικόνες από άλλες χώρες, πόλεις, ανθρώπων ανεξαρτήτως ηλικίας και φύλου, που δεν έχουμε συναντήσει ποτέ αλλά κάτι μαθαίνουμε εκείνη την ώρα γι’ αυτούς. Οχι τόσο ως αποτύπωση μιας είδησης ειδησεογραφικού πρακτορείου, όσο σαν καταβύθιση σε ένα ψυχικό σύμπαν πολύ διαφορετικών ανθρώπων ανά τον κόσμο, που εν πολλοίς αναζητούν μέσα τους το ίδιο πράγμα με τον κεντρικό ήρωα: την ανθρώπινη, μεστή, βαθιά επαφή, μέσα από την αντιξοότητα. Ερχεται όμως η δυσκολία της παθολογίας του ήρωα που κάνει το ψυχαναλυτικό ταξίδι ενίοτε ταραγμένο και άλλες φορές βαλτωμένο, στάσιμο, πνιγηρό.
Οπως ο Τζάκσον Πόλοκ
Υπάρχει ενδιαφέρον πάντοτε να διαβάζεις για ήρωες σε ψυχαναλυτικά ντιβάνια. Οι αναγνώστες ελκύονται από τέτοιες ανθρώπινες ιστορίες. Εν τούτοις, ο Φάις δεν ήθελε –νομίζω– να γράψει ακόμα μια τέτοια ιστορία «κλειδαρότρυπας». Ο Φάις επιχειρεί με τον δικό του αφαιρετικό τρόπο γραφής να κατακερματίσει τον κόσμο για να τον ξανασυνθέσει. Να ρίξει στην παλέτα των χρωμάτων αυτούσια χρώματα, όπως ο Τζάκσον Πόλοκ, και μετά να δει τι εικόνα έφτιαξε. Φαίνεται ότι τον έχει απασχολήσει πολύ η ψυχανάλυση, η συνειρμοί, οι φαντασιώσεις και η θεραπεία μέσα από τις λέξεις και τις σιωπές. Μερικές φορές οι διαμεσολαβήσεις, τα μέρη που τίθενται ως παρενθέσεις, αδυνατίζουν την κεντρική ιστορία. Τη στιγμή κιόλας που η κεντρική ιστορία είναι μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Ιδίως από τη μέση και κάτω δυναμώνει η εγγύτητα και θερμαίνεται το κλίμα τόσο για τον ψυχαναλυτή και ψυχαναλυόμενο όσο και για εμάς που το ζούμε διαβάζοντάς το. Ο κόμπος του όμως να μιλήσει για το άφατο δημιουργεί μερικές δυσκολίες για τον αναγνώστη.
Οση ώρα διάβαζα το «Από το πουθενά» το έβλεπα μπροστά μου. Θεωρώ ότι είναι ένα εξαιρετικό θεατρικό κείμενο, που μπορεί να ανέβει στη σκηνή, χωρίς πολλές παρεμβάσεις. Κρατώντας το νήμα της κεντρικής ιστορίας, και παλεύοντας με τον φόβο να αντέξουμε όλοι εμείς το βάρος μιας τόσο δύσκολης σχέσης.
****************
 
 Στο νέο μυθιστόρημα του Μισέλ Φάις, ένας άντρας και μια γυναίκα συναντώνται επί μια δεκαετία, στο ίδιο πάντα δωμάτιο, τις ίδιες πάντα μέρες, την ίδια πάντα ώρα, κάθονται διαγωνίως απέναντι σε δυο όμοιες πολυθρόνες και συνομιλούν. Η σχέση αναλυόμενου αναλυτή απλώς σχεδιάζει το ψυχικό και χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου κινούνται ιστορίες, στιχομυθίες, παραμιλητά, σπαράγματα ζωής αντλημένα από τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου, από τη σκηνογραφία του ονείρου, από το καταχωνιασμένο ημερολόγιο μιας διασπασμένης συνείδησης.
Ανάλαφρα σκοτεινό μυθιστόρημα αρθρωμένο σε δέκα κεφάλαια, δέκα ψυχαναλυτικές συνεδρίες, δέκα παράπλευρες, αναπάντεχες περιπλανήσεις.   
 Ο συγγραφέας, μέσα από ένα ψηφιδωτό θεατρικών και κινηματογραφικών σκηνών, επινοεί μια πολυσυλλεκτική πρόζα που σπειροειδώς μας μεταφέρει από το πουθενά του εαυτού, στο οπουδήποτε του κόσμου και στο παντού της αφήγησης.
Εντέλει, το ψυχαναλυτικό δωμάτιο γίνεται ιπτάμενο χαλί και πετάει πάνω από έναν θρυμματισμένο κόσμο ή, λιγότερο φαντασμαγορικά, αυτός ο κόσμος εμπλέκεται στα όρια μιας ανήσυχης συζήτησης, μιας ανήσυχης μνήμης, μιας ανήσυχης φωνής;
 ****************************
Από το πουθενά 
(Προδημοσίευση/απόσπασμα)


του Μισέλ Φάις

Μαϊάμι, απόγευμα. Δύο άντρες, γύρω στα εξήντα, στέκονται σε ταράτσα παραθαλάσσιου ξενοδοχείου. Παραλία ερημική, διάσπαρτες ανακοινώσεις για τον επερχόμενο τυφώνα Ντάνvυ. Φοράνε αντιανεμικά. Αυτός που φοράει μαύρο αντιανεμικό καπνίζει, μπορεί όμως κι αυτός που φοράει κόκκινο. 

Έχεις κάτι να πεις;
Να πω;
Ναι, να πεις.
Σαν τι―
Κάτι.
Δικό μου;
Έχεις δικό σου;
Όχι.
Τότε γιατί ρωτάς;
Λέω, μπας κι ήθελες να πω κάτι δικό μου..
Αφού δεν έχεις.
Κάποτε όμως είχα. Θυμάσαι;
Όχι. Πότε;
Κάποτε. Δεν θυμάσαι;
Τίποτα δεν θυμάμαι.
Κι εσύ κάποτε είχες. Το ξέχασες;
Μανία με το κάποτε. Τώρα, έχεις κάτι να πεις; 
Τώρα, τώρα…
Ξεκόλλα…
Κάτι, οτιδήποτε―
Ξεκόλλα…
Αυτό με ρίχνει―
Πες―
Με στεναχωρεί―
Θα πεις;
Γουατεμάλα, αεροδρόμιο, σούρουπο. Μαύρη στάχτη από το ενεργοποιημένο ηφαίστειο Φουέγκο έχει σκεπάσει όλη την πίστα. Η ατμόσφαιρα είναι αποπνικτική. Το αεροδρόμιο είναι κλειστό. Φοράνε γυαλιά ηλίου, τζόκερ, αλλά και μάσκες στο στόμα, ακουμπάνε τα πόδια τους πάνω στις βαλίτσες τους. Αυτός που φοράει μαύρο τζόκερ στέλνει μηνύματα με το κινητό του, μπορεί όμως κι αυτός που φοράει μοβ τζόκερ.
Οτιδήποτε;
Οτιδήποτε σαν δικό σου.
Ό,τι λέμε είναι δικό μας;
Σαν δικό μας.
Το ξέρω αν και―
Αν και;
Κάπου αμφιβάλλω, κάπου―
Κάπου;
Δεν είμαι  τόσο βέβαιος.
Δεν είσαι―
Τόσο βέβαιος.
Το ίδιο λέμε.
Το ίδιο;
Σεντάι, Ιαπωνία, πρωί. Βγαίνουν από πολυκατάστημα μετά από ισχυρό σεισμό. Φοράνε καμπαρντίνες. Πυροσβέστες, αστυνομικοί, σειρήνες, άνθρωποι αποσβολωμένοι, κάποιοι τρέχουν άσκοπα. Αυτός που φοράει μπλε καμπαρντίνα χτυπάει μαλακά με τις παλάμες του τ’ αυτιά του, ενώ αυτός που φοράει μπεζ χτυπάει δυνατά τα πόδια του στο οδόστρωμα, μπορεί όμως και το αντίστροφο.
Τελευταία, όλο και πιο συχνά, χάνω τις λέξεις μου.
Τις λέξεις, ποιές λέξεις;
Τις λέξεις που όλοι χρησιμοποιούμε.
Δεν χρησιμοποιούμε όλοι τις ίδιες λέξεις…
Κάποιες λέξεις είναι κοινές.
Αυτές χάνεις;
Τέλος πάντων…
Τι τέλος πάντων…
Λέσβος, ακτή, χάραμα. Φοράνε νιτσεράδες. Παρακολουθούν λιμενικούς και εθελοντές να βγάζουν ημιθανείς μετανάστες από φουσκωτό. Κάποιοι γονατίζουν και κλαίνε, κάποιοι τρέμουν σύγκορμα, μια γυναίκα ουρλιάζει κατεβατό από ονόματα. Αυτός που φοράει πορτοκαλί νιτσεράδα είναι κρυωμένος, βήχει και φτερνίζεται, μπορεί όμως κι αυτός που φοράει κίτρινη.
Δεν ξέρω τι άλλο να πω…
Που πάει να πει…
Που πάει να πει, άλλος χάνει τα μαλλιά του, άλλος τη γυναίκα του, άλλος τα λεφτά του, άλλος τον χρόνο του, εγώ χάνω τις λέξεις.
Τις ξεχνάς;
Θέλω να πω εκείνο και λέω το άλλο, θέλω να πω το άλλο και λέω εκείνο. Και μετά κάθομαι και σκέφτομαι, ρε, ποιο είναι εκείνο και ποιο το άλλο;
Άρα δεν δεν τις ξεχνάς. Απλώς δεν βρίσκεις τις κατάλληλες λέξεις. Μην το παίρνεις τόσο βαριά. Είναι που δεν βρίσκεις  τις κατάλληλες λέξεις και μπερδεύεσαι.
Για κάποια πράγματα δεν υπάρχουν κατάλληλες λέξεις.
Για όλα τα πράγματα υπάρχουν οι κατάλληλες λέξεις.
Δεν υπάρχουν!
Υπάρχουν!

Βερολίνο, μεσάνυχτα. Πολυκατοικία στο πρώην ανατολικό Βερολίνο τυλιγμένη στις φλόγες. Ένας φλεγόμενος άντρας πηδάει από το παράθυρο. Πυροσβέστες ρίχνουν νερό με την μάνικα πάνω και κάτω από τη σκάλα. Νοσοκόμοι τοποθετούν στο φορείο μια γυναίκα που ουρλιάζει. Μια παρέα εφήβων σφιχταγκαλιασμένη κλαίει. Πλήθος ανθρώπων με εσώρουχα τυλιγμένοι πρόχειρα με κουβέρτες. Οι εξηντάρηδες βρίσκονται κοντά σ’ έναν γονατισμένο άντρα που έχει στρέψει την πλάτη του στη φωτιά. Δείχνει αποκομμένος. Με τα χέρια του σχηματίζει αόρατο βιβλίο, με τα χέρια του τρίβει την όψη του, κάποια στιγμή σκύβει μέχρι να ακουμπήσει το μέτωπό του στο χώμα. Ένας από τους δύο γονατίζει πλάι στον άντρα που προσεύχεται, ενώ ο άλλος γρονθοκοπεί το στήθος του. Μπορεί όμως και το αντίστροφο, δηλαδή, αυτός που γονατίζει να γρονθοκοπιέται κι αυτός που γρονθοκοπιέται να γονατίζει.
Κι έρχεται κάποια στιγμή που δεν θες να μη σκέφτεσαι τίποτα, να μη νιώθεις τίποτα, γιατί όσο σκέφτεσαι και νιώθεις αυτά τα πράγματα, αυτά τα πράγματα που δεν χωράνε σε λέξεις, ούτε κατάλληλες ούτε ακατάλληλες, αυτά τα πράγματα που τα ξέρεις σαν την τσέπη σου, αφού από παιδάκι αυτά σε τρώνε, τόσο περισσότερο σου λείπουν οι λέξεις που δεν φτάνουν στην άκρη της γλώσσας και μένουν πάντα σφηνωμένες στα σπλάχνα, αυτές τις λέξεις που φλέγεσαι να πεις και να ακούσεις, αυτές τις λέξεις που μόνο στον ύπνο σου τις ψελλίζεις…
Και μετά;
Και μετά σπας το κεφάλι σου για να τις θυμηθείς…
Και τις θυμάσαι;
Σιγά μην τις θυμηθείς.
Παρίσι, προάστειο, μεσημέρι. Τρομοκρατικό χτύπημα σε συναγωγή. Κοντά σε μια πλατεία, στέκονται πάνω σε ποδήλατα. Πανδαιμόνιο. Νοσοκομειακά, περιπολικά, ειδικές δυνάμεις της Αστυνομίας. Αυτός που έχει το άσπρο ποδήλατο έχει έρπη στα χείλη, μπορεί όμως κι αυτός που έχει το καφέ. 
Κάποια στιγμή δεν νιώθεις καλύτερα;
Κάποια στιγμή στέκεσαι ακίνητος μπροστά σ’ έναν φρεσκοσκαμένο λάκκο, με την ακινησία της πιο απόλυτης σιωπής. Σαν να στέκεσαι μπροστά στον τάφο σου. Ζαλίζεσαι αλλά δεν πέφτεις. Ταλαντεύεσαι στον άξονα σου. Πισωπατάς και λοξοκοιτάς, βέβαιος ότι κάποιος στέκεται πίσω σου. Φοβάσαι μην σε σπρώξει μέσα.Μπορεί όμως και να παίζει μαζί σου και να κάνει ότι σε σπρώχνει. Μπορεί όμως και να σε σπρώξει απότομα, εκεί που δεν το περιμένεις. Να έχεις ξεχαστεί, να νομίζεις ότι θα σε σπρώξει στ’ αστεία κι εκεί που στέκεσαι αμέριμνος και χαλαρός, στην άκρη του ανοιγμένου λάκκου, να σου δώσει μια γερή σκουντιά.
Και σε σκουντάει;
Κανείς δεν σε σκουντάει. Ούτε στ’ αστεία, ούτε ξαφνικά. Κανείς δεν σου μιλάει, κανείς δεν ασχολείται μαζί σου. Στέκεσαι ολομόναχος στο δροσερό σκοτάδι. Δεν είναι ούτε νύχτα, ούτε μέρα, είναι κάτι πέρα από τη νύχτα και πέρα από τη μέρα. Μια φλούδα χρόνου. Λικνίζεσαι. Πέρα, δώθε. Σαν νανουρισμένος ακούς τα χαλίκια κάτω από τις σόλες σου και την ανάσα στο στήθος σου, αλλά σαν να βρίσκεσαι μακριά, μακριά, μακριά, αφού όσες φορές κι αν πεις το μακριά, αυτό το μακριά θα βρίσκεται ακόμη πιο μακριά κι από την ηχώ του.

Πηγή: Popaganda.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: