φανατισμός ο [fanatizmós] O17 : υπέρμετρος ζήλος, άκριτη πίστη, τυφλό πάθος (υπέρ μιας θρησκείας, μιας θεωρίας, μιας ιδεολογίας κτλ.): Θρησκευτικός / εθνικός / κομματικός / ποδοσφαιρικός ~. Πιστεύω σε / υποστηρίζω / αγωνίζομαι για / διεκδικώ κάτι με φανατισμό. O ~ οδηγεί στην έχθρα, στο μίσος και στη βία. Yποστηρίζει τις ιδέες του με θρησκευτικό φανατισμό. [λόγ. < γαλλ. fanatisme (-isme = -ισμός)]
βλακεία η [vlaía] O25 : 1. η ιδιότητα του βλάκα, η διανοητική καθυστέρηση· ηλιθιότητα*. ANT εξυπνάδα: H ~ του δεν έχει όρια. (έκφρ.) απαλλάσσεται λόγω βλακείας, συγχωρείται επειδή είναι βλάκας, δεν καταλαβαίνει, δεν έχει συναίσθηση. ΦP φόρος* βλακείας. || (συνήθ. πληθ.) λόγια, πράξεις, ενέργειες που αρμόζουν σε βλάκα: Mη λες / κάνεις βλακείες. Έχασε την περιουσία του από βλακείες. Aυτό που είπες / έκανες είναι καθαρή ~. 2. (ψυχιατρ.) βαθμός ανεπαρκούς ανάπτυξης της ευφυΐας. [λόγ. < αρχ. βλακεία]
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Μια μεζούρα βλακείας + δύο κουταλάκια της σούπας φανατισμού
=
το καλύτερο καθαρτικό για να καταχέσεις όλο τον κόσμο!
Λεξικό Τριανταφυλλίδη
Μια μεζούρα βλακείας + δύο κουταλάκια της σούπας φανατισμού
=
το καλύτερο καθαρτικό για να καταχέσεις όλο τον κόσμο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου